Night Castle
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Night Castle

Το καλύτερο forum τρόμου στην Ελλάδα!
 
ΦόρουμΠόρταλΑναζήτησηLatest imagesΕγγραφήΣύνδεση

 

 Brotherhood Of Light

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
Dark Shade
Spirit
Spirit
Dark Shade


Κριός Αριθμός μηνυμάτων : 106
Ημερομηνία εγγραφής : 18/03/2013
Ηλικία : 29
Τόπος : Χαμενος καπου στις σκεψεις μου

Character sheet
Αγαπημένος Ήρωας:
Atittude: Noble

Brotherhood Of Light Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Brotherhood Of Light   Brotherhood Of Light Icon_minitimeΠαρ Σεπ 20, 2013 1:01 am

Γεια σας παιδιά! Λοιπόν φίλοι κι ένοικοι του κάστρου μας , άρχισα πριν λίγο καιρό να γράφω μια ιστορία και αποφάσισα παράλληλα να την ανεβάζω στο forum. Οπότε enjoy , δεν έχω κάτι να προσθέσω εκτός του ότι περιμένω την άποψη όλων σας , όσο σκληρή κι αν είναι.Brotherhood Of Light 356445 









Brotherhood Of Light




Brotherhood Of Light Qqzs
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
Dark Shade
Spirit
Spirit
Dark Shade


Κριός Αριθμός μηνυμάτων : 106
Ημερομηνία εγγραφής : 18/03/2013
Ηλικία : 29
Τόπος : Χαμενος καπου στις σκεψεις μου

Character sheet
Αγαπημένος Ήρωας:
Atittude: Noble

Brotherhood Of Light Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Brotherhood Of Light   Brotherhood Of Light Icon_minitimeΠαρ Σεπ 20, 2013 1:13 am

Κεφάλαιο 1ο: Η ιστορία της ζωής του κύριου Τζον Φίσερ
                     


                  Ηρεμία. Πάντα έτσι ήτανε ο λόφος τα πρωινά. Μια αόριστη αλλά συνηθισμένη μυρωδιά κάλυπτε την καταπράσινη γη. Η μυρωδιά του βρεγμένου από την υγρασία γρασιδιού. Τέτοια ώρα σε όποιο δέντρο , σε όποιο πράσινο φύλλωμα και να ακουμπούσες θα ένιωθες την υγρασία να δίνει την εντύπωση πως όλη νύχτα έβρεχε και τώρα έχουν μείνει μόνο κάμποσες σταγόνες ενθύμιο κάποιας συνηθισμένης φθινοπωρινής βραδινής βροχής. Ωστόσο η χτεσινή ήταν ήσυχη νύχτα και καμία βροχή δεν επισκέφτηκε το λόφο. Ένα κοτσύφι έκανε την εμφάνισή του μέσα από μια μικρή κουφάλα ψηλά σε ένα δέντρο. Την ώρα που το κοτσύφι γευόταν τη ζεστασιά του νεογέννητου ήλιου , η γκαραζόπορτα ενός απ'τα σπίτια του λόφου άνοιξε τρίζοντας δυνατά , αλλά το πτηνό έμοιαζε συνηθισμένο στον εν λόγω ήχο και η ηρεμία του δε διαταράχτηκε στο ελάχιστο , παρά συνέχισε να θαυμάζει τον ήλιο που καλημέριζε τους κατοίκους της όμορφης Λισαβόνα και των περιχώρων της. Ένα γκρι αυτοκίνητο βγήκε απ'το γκαράζ και εισήλθε στον παράδρομο. Ένας άντρας , ηλιοκαμένος , γύρω στα εξήντα βγήκε απ'το αμάξι του. Ήταν σε καλή σωματική κατάσταση για την ηλικία του και είχε μόνο μια μικρή κοιλίτσα , δικαιολογημένη για τα χρόνια του. Ήταν σχετικά ψηλός και γεροδεμένος , ενώ διατηρούσε και όλα σχεδόν τα μαλλιά του , παρόλο που οι γκρίζες τρίχες είχαν κερδίσει αισθητά τη μάχη για το κεφάλι του. Ο άντρας έκλεισε την γκαραζόπορτα κι έπειτα  χώθηκε και πάλι βιαστικά στο αυτοκίνητό του ώστε να μην προλάβει να τον αγγίξει το τόσο φυσιολογικό για την εποχή αλλά και συνάμα δυσβάσταχτο , τσουχτερό , πρωινιάτικο φθινοπωρινό αεράκι. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε , και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου βρίσκονταν εκτός του εξηντάρη οδηγού , ένας άντρας όχι πάνω από 22 χρονών καθισμένος νωχελικά στη θέση του συνοδηγού και 2 μεγάλες βαλίτσες στοιβαγμένες στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου.
       

       Ο Στιβ Φίσερ ήταν ένα ψηλό παλικάρι , γύρω στο 1.85 , αδύνατο αλλά γεροδεμένο. Είχε μακρύ πρόσωπο , ατίθασα μαύρα μαλλιά , σκούρα και κάπως αραιά γένια και εκφραστικά , έντονα κατάμαυρα μάτια.
       Ο Στιβ χάζευε το όμορφο τοπίο που ανοιγόταν μπροστά του. Το αντίκριζε σχεδόν κάθε μέρα της ζωής του και πάντοτε το θεωρούσε υπέροχο , όμως ποτέ του δεν το θαύμασε τόσο πολύ όσο σήμερα , που ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα το έβλεπε για τελευταία φορά. Ή τέλος πάντων αν ξαναερχόταν εδώ , θα το έκανε μετά από πολύ καιρό. Αυτές τις καταθλιπτικές σκέψεις διέκοψε προσωρινά μια αχτίδα ηλίου η οποία πέρασε από το παρμπρίζ και τον τύφλωσε προσωρινά , αναγκάζοντάς τον , να κρύψει με την παλάμη του , τα μάτια του , έως ότου το αυτοκίνητο έπαψε να κατευθύνεται ανατολικά. “Αυτός ο οκτωβριανός ήλιος μπορεί να μη σε καίει με τη ζεστασιά του , παρ'όλα αυτά διατηρεί την ικανότητά του να ενοχλεί τα μάτια σου με τη λάμψη του” , σκέφτηκε ο Στιβ. “Κάτι σαν τις πρώην. Μπορεί να έχουν πάψει να σε ζεσταίνουν με τις αγκαλιές ή τα χάδια ή τα χαμόγελα που σου χάριζαν όταν ήσασταν μαζί , αλλά ακόμη κι έτσι , υπάρχουν στη ζωή σου μόνο και μόνο για να σου σπάνε τα νεύρα” και με αυτή τη σκέψη ένα κρύο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
 “Σχεδόν φτάσαμε στην πόλη” είπε ο Τζον. “Και κατά συνέπεια και στο λιμάνι. Και είναι μόνο έξι και είκοσι. Μια χαρά προλαβαίνουμε.”
         

        Ο Τζον Φίσερ ήτανε από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουνε να είναι πάντα συνεπείς και στην ώρα τους. Όσο για το γιο του το Στιβ , δεν είχε κάποιο πρόβλημα με τη ροπή του πατέρα του προς την οργάνωση , εκνευριζόταν όμως πολύ όταν αυτή η φύση του πατέρα του , έβγαινε στην επιφάνεια ως άγχος και πίεση προς τους άλλους. Όπως όταν τόσα και τόσα πρωινά τον ξυπνούσε με το ζόρι να ετοιμαστεί για το σχολείο από τα άγρια χαράματα. Ή τέλος πάντων έτσι φαινότανε στον Στιβ , καθώς πάντοτε του άρεσε να κοιμάται μέχρι αργά. Ο Στιβ ήξερε ότι ο πατέρας του , όντας περίπου τρεις δεκαετίες ναυτικός , είχε συνηθίσει σε πολύ πιο περίεργα ωράρια από ότι οι περισσότεροι άνθρωποι. Ωστόσο αυτή η μανία με την οργάνωση , ο Στιβ υποπτευόταν πως δεν προερχότανε τόσο από τα χρόνια που πέρασε ο πατέρας του στα καράβια , όσο με το γεγονός πως η γυναίκα του πέθανε τόσο νέα κι ο Τζον επωμίστηκε το φορτίο της ανατροφής του μοναχογιού του ολομόναχος. Βλέπετε , ο καρκίνος πήρε τη μάνα του Στιβ , όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών. Πλέον είναι εικοσιένα στα εικοσιδύο και δε θυμάται καθόλου τη μητέρα του.
       

       Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Στιβ πάντοτε θαύμαζε σε μεγάλο βαθμό τα ψυχικά αποθέματα του πατέρα του. Η ιστορία του Τζον Φίσερ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η καταγωγή του είναι καθαρά αμερικανική. Οι γονείς του γεννήθηκαν κι έζησαν και οι δύο στη Βιρτζίνια. Για την ακρίβεια ο Τζον γεννήθηκε στη συνοικία Γκλένγουντ Παρκ , δίπλα στο μεγάλο λιμάνι της ανατολικής Βιρτζίνια , σε μια επαρχία βόρεια του Νόρφολκ. Κάθε μέρα , όταν είχε χρόνο για χάσιμο , ο μικρός Τζόνι παρακολουθούσε τα πλοία , με τα οποία είχε παθολογικό έρωτα , να έρχονται και να φεύγουν και ονειρευόταν πως κάποια μέρα θα γινότανε κι αυτός ναυτικός και θα διέσχιζε μέσα σ'αυτά όλες τις θάλασσες του κόσμου. Όσο έμπαινε στην εφηβεία , αυτή του η επιθυμία φούντωνε κι ο Τζον έψαχνε την ευκαιρία να γίνει κι αυτός ένας από τους ναυτικούς που έβλεπε από μακριά στο λιμάνι. Και η ευκαιρία αυτή ήρθε , αν και ίσως , όχι όπως ακριβώς τη φανταζόταν ο ίδιος. Ένα καλοκαιράκι , ένα μεγάλο πλοίο είχε πιάσει στο λιμάνι του Νόρφολκ ή αλλιώς Λιμάνι Χάμπτον , όπως αρέσκονται να το αποκαλούν οι ντόπιοι. Το πλοίο αυτό όμως διέφερε σημαντικά από όλα τα άλλα... Ναυτικός στο πλοίο αυτό ήταν ένας θείος του δεκαεξάχρονου τότε Τζον , ο Μάλκολμ Μπαντ , ξάδερφος της μητέρας του Τζον. Το πλοίο άραξε για περίπου 2 εβδομάδες στο λιμάνι και ο Μάλκολμ φιλοξενήθηκε για εκείνο το διάστημα στην οικία των Φίσερ. Ο Τζον όπως είναι φυσικό , είχε ξετρελαθεί με την παρουσία του θείου του στο σπίτι του , και δεν έκρυψε στιγμή την επιθυμία του να τον ακολουθήσει στα καράβια. Μια επιθυμία που οι γονείς του δεκαεξάχρονου Τζον δεν υπήρχε καμία περίπτωση να εκπληρώσουν καθώς πίστευαν ότι παρά ήτανε μικρός για να φύγει. Όμως η μοίρα επιφύλασσε άσχημο παιχνίδι για το μικρό Τζον.


       Ο Τζον ευχήθηκε πάνω από μια φορά να συνέβαινε κάτι που θα έκανε τους γονείς του να του επιτρέψουν να μπαρκάρει , όμως ποτέ δεν περίμενε πως η ευχή του θα εκπληρωνόταν όπως σε ιστορίες που συναντά κανείς σε αυτά τα σκληρά αραβικά παραμύθια όπου άνθρωποι κάνουν ευχές σε τζίνι και τελικά οι ευχές τους πραγματοποιούνται με τέτοιο τρόπο που τους κάνει να μετανιώνουν και μόνο που το ζήτησαν. Έτσι λοιπόν , κι ενώ το πλοίο του Μάλκολμ είχε αναχώρηση από το λιμάνι Χάμπτον σε τρεις μέρες κάτι το τρομερό συνέβη. Οι γονείς του Τζον είχαν πάει επίσκεψη σε κάποια γνωστή τους οικογένεια που έμενε στο Ρίβερφροντ , μια μικρή πόλη η οποία βρέχεται στα νότια από τον ποταμό Λαφαγιέ κι άφησαν τον έφηβο γιο τους που βαριόταν να τους ακολουθήσει , στο σπίτι μαζί με το θείο του. Όταν κατά τις 12 το βράδυ θείος κι ανηψιός πήγαν για ύπνο , οι γονείς του Τζον δεν είχαν ακόμη επιστρέψει. Στις 4 τα ξημερώματα το κινητό του Μάλκολμ Μπαντ χτύπησε ξυπνώντας τον απότομα. Από την άλλη άκρη της γραμμής , ένας αστυνομικός τον ενημέρωσε πως ο κουνιάδος και η ξαδέρφη του είχαν εμπλακεί σε ένα θλιβερό τροχαίο δυστύχημα. Για άγνωστα αίτια ο Στιβ Φίσερ , ο πρεσβύτερος , έχασε προσωρινά τον έλεγχο του οχήματός του , με αποτέλεσμα το αμάξι να προσκρούσει με μεγάλη ταχύτητα σε μια τσιμεντένια κολόνα. Το μαύρο φορντ της οικογένειας είχε γίνει ένας συμπαγής μπόγος από αλουμίνιο. Όσο για τους δύο επιβάτες , σκοτώθηκαν αμφότεροι ακαριαία.

        Ο νεαρός Τζον έμαθε τα νέα το επόμενο πρωί , ενώ λίγο αργότερα μια σαραντάρα κοινωνική λειτουργός επισκέφτηκε το σπίτι του και προσπάθησε με όσο πιο γλυκό τόνο να εξηγήσει στο συντετριμμένο Τζον Φίσερ πως , σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της Βιρτζίνια , θα περνούσε τα επόμενα δύο χρόνια της ζωής του , μέχρι δηλαδή να ενηλικιωθεί , στο σπίτι των γονιών του πατέρα του , στο Σάφολκ , την επαρχιακή πόλη της νότιοανατολικής Βιρτζίνια που είναι χτισμένη στις όχθες της λίμνης Ντραμόντ.
Ο Τζον Φίσερ ήταν κλονισμένος αλλά και πάλι είχε συναίσθηση του τι συμβαίνει και δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα να βρεθεί ξαφνικά τόσο μακριά από το λιμάνι του Νόρφολκ. Ωστόσο όπως φαίνεται δεν είχε άλλη επιλογή. Μετά την κηδεία των γονιών του , ο παππούς κι η γιαγιά του , τον ακολούθησαν στο σπίτι στη συνοικία Γκλένγουντ , ώστε να μαζέψει τα πράγματά του και την άλλη μέρα να ξεκινήσουν για το Σάφολκ. Όμως το ίδιο απόγευμα , ο θείος Μάλκολμ έφευγε με το καράβι στο οποίο δούλευε κι ο Τζον τον ακολούθησε ως το λιμάνι για να τον αποχαιρετήσει. Και τότε η τύχη του γύρισε λιγάκι. Ο Μάλκολμ συνειδητοποιούσε πόσο δυστυχισμένος ήταν ο ανηψιός του με την τροπή που είχε πάρει η ζωή του κι αποφάσισε να πάρει ένα τεράστιο ρίσκο , ώστε να γλιτώσει , όσο ήταν δυνατό , τον Τζον από τη , γεμάτη θλίψη κι άσχημες αναμνήσεις , ζωή που ανοιγόταν γι'αυτόν στη Βιρτζίνια. Πρότεινε στον έφηβο Τζον να τον ακολουθήσει στα καράβια. Ο Μάλκολμ ήταν έτσι κι αλλιώς μεγάλος πια , έμπειρος ναυτικός , θα τα κανόνιζε όλα εκείνος με τον καπετάνιο και θα έπαιρνε το μικρό υπό την προστασία του. Ξαφνικά το όνειρο μιας ζωής για τον Τζον , μπορούσε να γίνει πραγματικότητα με μόνο ένα νεύμα. Ο Τζον δέχτηκε αμέσως κι έφυγε μαζί με το θείο του , δίχως να προλάβει καν να χαιρετήσει τους παππούδες του.


       Όταν πια ο Μάλκολμ αποφάσισε να σταματήσει να ταξιδεύει και επέλεξε να στεριώσει σε ένα σπίτι στο Μπέλφαστ , στην πολιτεία του Μέιν , ο Τζον Φίσερ ήταν 28 ετών έμπειρος ναυτικός με πάνω από μια δεκαετία στα καράβια. Από τότε πέρασαν ακόμη πολλά χρόνια και όταν ο Τζον Φίσερ , σαραντατριών ετών πλέον , άραξε για πολλοστή φορά στη ζωή του στο λιμάνι της Λισαβόνα είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να αποσυρθεί. Και τότε συνέβη κάτι που του άλλαξε τη ζωή για πάντα. Σε ένα κλασσικό μπαράκι κοντά στο λιμάνι της πορτογαλικής πρωτεύουσας , ο Τζον γνώρισε τη Λουίζα. Η Λουίζα ήτανε μια όμορφη , μεσογειακή γυναίκα με καστανόξανθα μαλλιά και εκφραστικά γκρίζα μάτια. Όμως αυτό που κέρδισε τον Τζον μόλις τη γνώρισε καλύτερα ήτανε η χρυσή της καρδιά. Ήταν μια γυναίκα γλυκιά και αγαθή και αγαπούσε τη ζωή και τους συνανθρώπους της. Μπορεί να ήταν τριάντα χρονών κι ο Τζον μετά τα σαράντα , αλλά έτσι κι αλλιώς , ο Τζον ήταν στα νιάτα του πολύ καλοφτιαγμένος άντρας ενώ ακόμη και στα σαραντατρία του , ο χρόνος είχε φερθεί πολύ ευγενικά μαζί του , λες και η δροσιά της θάλασσας διατηρούσε πάντα το δέρμα του νέο και το κορμί του σφιχτό. Όπως και να'χει πάντως , η ουσία είναι πως οι δύο αυτοί άνθρωποι αγαπήθηκαν τόσο , που ο Τζον αποφάσισε να γίνει η Λισαβόνα η νέα του πατρίδα και να αφήσει τα καράβια.

     Οι δυο τους παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα , επισπεύδοντας ίσως το γάμο τους , λόγο της εγκυμοσύνης της Λουίζα. Πάντως δεδομένης και της ηλικίας στην οποία γνωρίστηκαν δε θα ήταν έτσι κι αλλιώς φρόνιμο να καθυστερήσουν πολύ , εφόσον θέλανε να φτιάξουν οικογένεια. Ο Τζον άνοιξε ένα μαγαζάκι με δολώματα και είδη ψαρέματος στο λιμάνι όταν γεννήθηκε ο γιος του και μαζί και με τα χρήματα που είχε στην άκρη απ'τα χρόνια του στη θάλασσα και την όποια περιουσία της γυναίκας του , η οικογένειά του θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένα και να μεγαλώσουν το γιο τους χωρίς να του λείψει τίποτα. Δυστυχώς , όμως , η ζωή επιφύλασσε ένα τελευταίο σκληρό παιχνίδι για το Τζον Φίσερ. Πριν καν ο γιος του κλείσει δύο χρόνια ζωής , η Λουίζα διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου και λίγους μόλις μήνες αργότερα , πέθανε. Ο Τζον πάντως δεν το έβαλε κάτω ούτε και τότε , παρά συνέχισε να παλεύει στη ζωή του , όντας για το μικρό Στιβ μάνα και πατέρας ταυτόχρονα. Και μάλλον τα κατάφερε αρκετά καλά. Και αυτή ήταν η ιστορία της δύσκολης ζωής του Τζον Φίσερ.
Ποιος θα φανταζότανε όμως , ότι η ζωή του γιου του , Στιβ , επρόκειτο να υπάρξει κατά πολύ πιο επεισοδιακή και μυστηριώδης από ότι του πατέρα του...
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Brotherhood Of Light
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Night Castle :: Δημιουργίες των Μελών μας :: Η βιβλιοθήκη μας-
Μετάβαση σε: