Night Castle Το καλύτερο forum τρόμου στην Ελλάδα! |
|
| Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων | |
|
+3Katerina Petrova Ophelia Alastar 7 απαντήσεις | |
Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Δευ Ιουλ 12, 2010 7:13 pm | |
| Κεφάλαιο Πρώτο
Τα τύμπανα χτυπούσαν αργά και ρυθμικά καθώς οι δυο στοίχοι των φρουρών με τις πορφυρές στολές πλησίαζαν το ικρίωμα μεταφέροντας ανάμεσά τους τον καταδικασμένο σε θάνατο άνδρα. Εκείνος βάδιζε με το κεφάλι ψηλά, στητός και αγέρωχος σαν να πήγαινε προς τη στέψη του σε βασιλιά και όχι προς το θάνατο. Άκουγε τους στεναγμούς και το θρήνο εκείνων που τον μοιρολογούσαν από τώρα αλλά δεν κοίταζε, κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά. Η πλατεία βρισκόταν στην άκρη της πόλης στη βάση σχεδόν του τείχους. Στρατιώτες είχαν παραταχθεί στις πλευρές της πλατείας κρατώντας τον κόσμο μακριά. Όλοι όσοι είχαν μαζευτεί το είχαν κάνει για να αποχαιρετίσουν τον άρχοντά τους και ήταν μόνο ο φόβος που τους κρατούσε να μην δείξουν τα αισθήματά του αν και πολλές γυναίκες έκλαιγαν φανερά. Στο κέντρο της πλατείας ήταν τοποθετημένο το ικρίωμα με το αιματοβαμμένο κούτσουρο, ο δήμιος περίμενε ήδη με το μεγάλο πέλεκυ ακουμπισμένο μπροστά του. Στα αριστερά του ικριώματος υπήρχε μια εξέδρα όπου σε μια πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο καθόταν ένας άνδρας με κόκκινο μανδύα. Τα χέρια του, που ακουμπούσαν στα σκαλισμένα σε λεοντοκεφαλές μπράτσα της πολυθρόνας, ήταν ντυμένα με κόκκινα γάντια. Ήταν ο δικαστής που είχε καταδικάσει αυτόν τον άνδρα. Ο μελλοθάνατος δεν τον κοίταξε καθώς ανέβαινε στο ικρίωμα. Αντίθετα κοίταξε σε ένα σημείο ακριβώς απέναντι. Εκεί μια όμορφη κοπέλα ντυμένη με ένα φόρεμα που πρόδιδε αριστοκρατική καταγωγή έκλαιγε στην αγκαλιά μιας συνομήλικής της. Για πρώτη φορά το βλέμμα του μαλάκωσε και στο πρόσωπό του φάνηκε κάποιο συναίσθημα. -Ροδόλφε της Ασόν, είπε ο δικαστής με μια φωνή δυνατή και παγερή.Καταδικάστηκες σε θάνατο και η ποινή θα εκτελεστεί άμεσα. Έχεις να πεις τίποτα; Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε περιφρονητικά τον δικαστή και μετά έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στην κοπέλα που έκλαιγε. Ήταν η Φιντέλια, η κοπέλα που σε ένα μήνα θα γινόταν σύζυγός του. Την κοίταξε έντονα σαν να ήθελε να πάρει μαζί του την εικόνα της. -Ας αποδοθεί δικαιοσύνη! είπε ο δικαστής. Ο δήμιος τον έριξε στα γόνατα και ακούμπησε το κεφάλι του στο ξύλο. Εκείνος συνέχιζε να κοιτάει την αγαπημένη του. Είχε ήσυχη τη συνείδησή του, ήταν αθώος για όλες τις κατηγορίες που ο δικαστής είχε απαγγείλει εναντίον του, και δεν τον ένοιαζε ο θάνατος. Το μόνο που τον λυπούσε ήταν η απώλεια της ζωής που θα ζούσε με την Φιντέλια. Ήθελε πολύ μια οικογένεια. Η Φιντέλια τον κοίταζε, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και η φίλη της την είχε αγκαλιάσει και τη στήριζε. Ο δήμιος σήκωσε τον πέλεκυ, το φως του ήλιου έλαμψε πάνω στην καλογυαλισμένη λεπίδα. Η Φιντέλια έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος της φίλης της, δεν άντεχε να βλέπει την εκτέλεση εκείνου που αγαπούσε. Ο δήμιος κατέβασε με φόρα τη φονική λεπίδα που σταμάτησε εκατοστά από το λαιμό του θύματός του. Πνιχτά σχόλια ακούστηκαν από το πλήθος, ήταν ένα βασανιστήριο που συνήθιζαν οι δήμιοι. Όμως η έκφραση του προσώπου του δήμιου έδειχνε πως κατέβαλλε προσπάθεια να ολοκληρώσει την κίνησή του. Ο δικαστής ήταν πιο γρήγορος να καταλάβει τι συνέβαινε. -Εσύ! βρυχήθηκε δείχνοντας κατηγορηματικά στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Εκεί, στην πρώτη γραμμή του πλήθους στεκόταν ένας άνδρας με λευκό μανδύα. Το αριστερό χέρι του τεντωμένο έδειχνε το δήμιο που εξακολουθούσε να προσπαθεί να ολοκληρώσει την εκτέλεση του Ροδόλφου της Ασόν. Πέρασε ανάμεσα σε δυο φρουρούς και προχώρησε προς το δικαστή. Τα βήματά του ακούγονταν ηχηρά στις πλάκες της πλατείας. -Ο Θεός μας δίνει δύναμη για να βοηθούμε εκείνους που έχουν ανάγκη, είπε ο άνδρας με το λευκό μανδύα. -Ο δικός μου θεός μου δίνει δύναμη για να την απολαύσω! κραύγασε αλαζονικά ο δικαστής. -Μπαγκράς, είπε όχι κάποια έκπληξη ο νεοφερμένος. -Σκοτώστε τον! διέταξε ο δικαστής. Ο άνδρας έκανε μια απότομη κίνηση με το απλωμένο χέρι του και το όπλο τινάχτηκε από το χέρι του δήμιου. Τίναξε πίσω το λευκό μανδύα του, αποκαλύπτοντας το λευκό πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι κάτω από αυτόν, και τράβηξε μια σπάθα. Με φοβισμένες κραυγές το πλήθος τραβήκτηκε πίσω θέλοντας να αποφύγει να βρεθεί ανάμεσα στους στρατιώτες και τον άνδρα αυτόν με τις προφανώς ανεπτυγμένες δυνάμεις αποκαλύπτοντας και άλλους άνδρες που πλησίαζαν για να λάβουν μέρος στη μάχη, κάποιοι με επίσης λευκούς μανδύες αλλά οι περισσότεροι με μαύρους. -Δεν στέκεται μόνος του μάγε, είπε ένας από αυτούς με τους λευκούς χιτώνες. Με ένα εφιαλτικό γέλιο ο δικαστής άλλαξε μορφή μπροστά στα μάτια τους. Τώρα ήταν ένας ξερακιανός άνδρας ντυμένος με έναν μαύρο μανδύα κεντημένο με ασημένια αποκρυφιστικά σύμβολα. Στα χέρια του κρατούσε ένα ραβδί που κατέληγε σε ένα σχέδιο σαν το γαμψό νύχι ενός αρπακτικού. Ο πρώτος από τους αντιπάλους του μάγου με το λευκό μανδύα είχε φτάσει στο δήμιο. Εκείνος είχε τραβήξει ένα μαχαίρι και το ακουμπούσε στο λαιμό του Ροδόλφου. -Αν τον σκοτώσεις, είπε ο άνδρας, ποιος θα σε σώσει από' μενα; Πέταξε το μαχαίρι και φύγε. Δεν θα σε καταδιώξω. Ο δήμιος κοίταξε στα μάτια τον αντίπαλό του. Είχε γαλανά μάτια και ένα έντονο βλέμμα που τον έκανε να νιώθει ότι τον διαπερνούσε. Πέταξε το μαχαίρι και τράπηκε σε φυγή. Ο αντίπαλός του δεν τον καταδίωξε αλλά ασχολήθηκε με το να βοηθήσει τον Ροδόλφο της Ασόν να σηκωθεί και μετά να του λύσει τα χέρια. -Σου χρωστάω τη ζωή μου και σου είμαι πραγματικά υπόχρεος, ποιος είσαι; ρώτησε εκείνος. -Ονομάζομαι Ραμίρ Γκάνελον. -Και είσαι καταραμένος στην αιωνιότητα! βρυχήθηκε ο μάγος. Στράφηκαν και οι δυο και είδαν τον μάγο να έχει στρέψει το ραβδί του πάνω στον Ραμίρ Γκάνελον. Μια ριπή ενέργειας τινάκτηκε από την άκρη του ραβδιού και χτύπησε στο έδαφος μπροστά στα πόδια του Ραμίρ. -Εναγκαλίσου τη Λήθη, φώναξε ο μάγος, εναγκαλίσου τον ίδιο σου τον αφανισμό. Στο σκοτάδι θα πορεύεσαι και στο σκοτάδι θα ζεις. Δύναμη δεν θα' χεις και τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορείς να θυμηθείς. Μια σφαίρα μαύρης ενέργειας τύλιξε ξαφνικά τον Ραμίρ και εξαφανίστηκε μετά παίρνοντάς τον μαζί της.
Ονομαζόταν Ροβέρτος της Αβέρν και ήταν από τους καλύτερους πολεμιστές ανάμεσα στους Ιππότες του Όρκου. Είχε γνωριστεί με τον Ραμίρ πολλά χρόνια πριν, την πρώτη τους μέρα σαν δόκιμοι. Είχαν γίνει στενοί φίλοι και είχαν πολεμήσει μαζί πολλές φορές. Τώρα ο Ροβέρτος πολεμούσε λίγο μακρύτερα από το φίλο του. Όντας αμφιδέξιος πολεμούσε κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι. Ριχνόταν στη μάχη στα σημεία που ήταν εντονότερη και σκορπούσε τον όλεθρο στους εχθρούς. Οι φρουροί του μάγου δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους Ιππότες και πολλοί κείτονταν ήδη νεκροί. Στη φωτιά της μάχης παρέμενε απόλυτα ψύχραιμος και συγκροτημένος. Πολεμούσε μεθοδικά και ήταν τρομερός αντίπαλος, άφοβος απέναντι στον οποιονδήποτε, πολυμήχανος και τολμηρός. Είδε τον μάγο να στρέφει το ραβδί του και φώναξε μια προειδοποίηση στο φίλο του που χάθηκε στο θόρυβο της μάχης, την κλαγγή των όπλων και τις φωνές των μαχητών. Επιχείρησε να τον προειδοποιήσει τηλεπαθητικά αλλά ο μάγος είχε προνοήσει γι' αυτό, είχε ρίξει κάποιο ξόρκι γύρω από τον Ραμίρ που δεν επέτρεπε να τον ειδοποιήσει με αυτόν τον τρόπο. Όρμηξε να προλάβει την κίνηση του μάγου. Με μια τρομερή πολεμική κραυγή επιτέθηκε στους φρουρούς επιχειρόντας να ανοίξει δρόμο προς το φίλο του. Με τα δυο σπαθιά του να στερουν ζωές σε κάθε χτύπημα, ένας αληθινός άγγελος του θανάτου, άνοιξε ένα ματωμένο μονοπάτι αλλά δεν ήταν αδύνατον να προλάβει. Είδε την μαύρη σφαίρα να τυλίγει τον Ραμίρ. -Μάικ! φώναξε. Ένας από τους άλλους Ιππότες με τους λευκούς μανδύες γύρισε και κοίταξε τον Ροβέρτο. Εκείνος του έδειξε προς την κατεύθυνση του Ραμίρ που εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανιζόταν. Ο Ιππότης στράφηκε και αποτελείωσε με ένα κοφτό χτύπημα τον αντίπαλό του. Ύστερα αντέστρεψε τη σπάθα του και ακούμπησε την αιχμή της στο έδαφος. Γονάτισε και άρχισε να προφέρει κάτι σαν ευχή ή εξορκισμό. Ο Ροβέρτος ένιωσε την παγωνιά πίσω του και στράφηκε για να ατικρίσει μια αψίδα μέσα στην οποία βασίλευε το πιο ερεβώδες σκοτάδι που είχε ποτέ αντικρίσει. “Είναι μια Σκιώδης Πύλη,” άκουσε τον Μάικ στο μυαλό του, “ θα σε οδηγήσει στον ίδιο τόπο και χρόνο όπου έστειλε τον Ραμίρ. Δεν ξέρω πόσο κοντά αλλά είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω χωίς άλλες πληροφορίες." Ο Ροβέρτος γύρισε και κοίταξε τον συμπολεμιστή του. -Θα τον φέρω πίσω, υποσχέθηκε πριν περάσει την πύλη. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν τον καταπιεί το σκοτάδι ήταν ο Μάικ που προχωρούσε να αντιμετωπίσει το μάγο.
| |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Σαβ Ιουλ 24, 2010 2:50 pm | |
| Τον κύκλωσε ένα σκοτάδι πιο βαθύ και από το αρχέγονο σκότος πριν τη δημιουργία του σύμπαντος. Ένιωσε το σώμα του να παγώνει σε σημείο που το κρύο να του προκαλεί πόνο. Τεράστιες δυνάμεις απειλούσαν να τον συνθλίψουν και απόκοσμες φωνές σφυροκοπούσαν ανελέητα το μυαλό του τρεφόμενες με τον πυρήνα της ύπαρξής του. Ρούφηξαν άπληστα τις αναμνήσεις του, απομύζησαν τις δυνάμεις του, τον χτύπησαν ως που να απομείνει εξαντλημένος. Δεν ήξερε ποιος ήταν πλέον. Τότε οι απόκοσμες αυτές φωνές τον άφησαν, τον τίναξαν προς έναν κόσμο όπου θα ήταν ευάλωτος, εύκολη λεία για εκείνους που ακολουθούσαν και εκεί το δρόμου του σκοταδιού. Δεν ήταν σε θέση να παλέψει, δεν είχε πια τον τρόπο να αντισταθεί. “Μην απελπίζεσαι Ραμίρ Γκάνελον, μια απαλή φωνή μίλησε στο μυαλό του και ο ήχος της ήταν ικανός να μειώσει έστω και λίγο το μαρτύριό του, έχασες τις δυνάμεις σου αλλά όχι την ψυχή σου και το ποιος είσαι δεν εξαρτάται παρά μόνο από αυτήν. Έχε θάρρος γιατί ο κόσμος στον οποίο βρίσκεσαι δεν έχει ακόμα ασπασθεί το σκοτάδι.” Η φωνή χάθηκε. Ένιωσε το περιβάλλον γύρω του να αλλάζει με τρόπους που δεν μπορούσε να κατανοήσει και την επόμενη στιγμή προσέκρουσε με την πλάτη σε κάτι σκληρό. Ένιωσε σταγόνες να πέφτουν στο πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μολυβένια σύννεφα και ήδη έπεφτε ένα ψιλόβροχο, αυτό που είχε νιώσει στο πρόσωπό του. Σηκώθηκε από το έδαφος. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα μικρό τρίγωνο γης καλυμμένο με αγριόχορτα και πολύ περισσότερα σκουπίδια. Δυο τρία καχεκτικά δενδράκια πάλευαν να επιβιώσουν και καλοδέχονταν τη βροχή που τα καθάριζε από τη σκόνη και τα πότιζε. Περπάτησε στην άκρη αυτού του χώρου που θεωρητικά ήταν πάρκο και βγήκε στο δρόμο, κοίταξε τα ψηλά κτίρια, ένα γύρω. Δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε ποιος ήταν. Ήταν στο έλεος του πρώτου εχθρού που θα συναντούσε. Στάθηκε. ένας γρήγορος έλεγχος αποκάλυψε ότι μπορεί το πνεύμα του να είχε χτυπηθεί και να ένιωθε τον εαυτό του σαν να ήταν ξένος, όμως το σώμα του είχε περάσει τη δοκιμασία ανέγγικτο. Δεν ήταν τραυματισμένος, σχεδόν δεν ένιωθε ούτε καν κουρασμένος. Φορούσε ακόμα τα ίδια ρουχα, λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και το λευκό μανδύα. Η σπάθα του, που την είχε θηκαρώσει για να απελευθερώσει το Ροδόλφο της Ασόν, ήταν ακόμα στο πλευρό του μέσα στη δερμάτινη θήκη της. Δεν ήταν ανυπεράσπιστος παρότι δεν θυμόταν πως να χειριστεί την σπάθα. Τράβηξε την κουκούλα του μανδύα πάνω από τα ξανθά μαλλιά του για να προστατευτεί από τη βροχή και κοίταξε τριγύρω. Προς τα που έπρεπε να κινηθεί; Δεν υπήρχε κάτι γνώριμο σε αυτό το ξένο, και παράδοξο για εκείνον, περιβάλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να βρει τα σημεία του ορίζοντα. Προχώρησε προς την κατεύθυνση που ήταν ήδη στραμμένος.
Ο Ροβέρτος της Αβέρν δεν αντιμετώπισε την επίθεση που βίωσε ο φίλος του. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι εκείνος δεν είχε δεχθεί την κατάρα του μάγου αλλά και στο ότι ταξίδευε μέσα από τη Σκιώδη Πύλη κατευθυνόμενος από τη δύναμη του συντρόφου του. Ένιωσε και εκείνος το ψύχος που το ταξιδι ανάμεσα στους κόσμους συνεπαγόταν αλλά αυτό ήταν όλο. Βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι χαμένο ανάμεσα σε δυο ψηλά κτίρια και κοίταξε τριγύρω. Αυτό που αντίκριζε του ήταν το ίδιο ξένο όπως και στον Ραμίρ, δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαν δει στο δικό τους κόσμο. Θυμήθηκε αυτά που είχε διηγηθεί ένας άλλος Ιππότης που είχε ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο, ο ίδιος που τον είχε στείλει και τώρα εδώ. Ήταν ένας κόσμος ολότελα διαφορετικός από τον δικό τους. Τουλάχιστον μοιραζόταν τις ίδιες αξίες – αν και όχι πάντα – με το δικό τους και δεν υπηρετούσε τις δυνάμεις του Σκότους. -Καλύτερα να βρω τον Ραμίρ και να φύγουμε από' δω το γρηγορότερο, μονολόγησε.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Είχε κοιτάξει το στενό και ήταν άδειο. Είχε πάρει το βλέμμα της να δει τη βροχή, που είχε αρχίσει να πέφτει δυνατότερη και λιγόστευε τις πιθανότητες να βρει πελάτη απόψε, και όταν ξανακοίταξε αυτός στεκόταν εκεί. Από που είχε εμφανιστεί; Δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε βγει από κάποιο σπίτι. Ο άνδρας ερχόταν προς το μέρος της, ντυμένος στα μαύρα με μάυρο μανδύα που διέθετε και κουκούλα. Φαινόταν γεροδεμένος και όπως πλησίασε, και διέκρινε τα χαρακτηριστικά του, είδε ότι ήταν γοητευτικός άνδρας. Είχε καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια, μια ουλή διέσχιζε κάθετα το αριστερό μάγουλό του. Θα της ήταν ευχάριστο να την αγγίξει αυτός. Κάτι που δεν συνέβαινε εύκολα στη δουλειά της. Το όνομά της ήταν Γιαρμίλα Ντομπόροβιτς, είχε έρθει στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και είχε αναγκαστεί να εκπορνευτεί υπό την απειλή της απέλασης ή της εξόντωσης. Είχε μαζευτεί κάτω από την μαρκίζα ενός μαγαζιού με μηχανήματα για να προφυλαχθεί από την βροχή αλλά τώρα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της. Εξάλλου σε λίγο θα περνούσε ο Τζίμυ και δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα γινόταν αν δεν μπορούσε να του δώσει λεφτά. Δεν τον έλεγαν άδικα κτήνος. Επιθεώρησε την εμφάνισή της βιαστικά. Ντυμένη με ένα αμάνικο μπλουζάκι και ένα σορτς ήταν αρκετά ελκυστική. Πλησίασε τον άνδρα και άπλωσε το χέρι της να τον πιάσει από το μπράτσο, με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν σκληρό σαν να αποτελείτο από σίδερο. Δεν πτοείθηκε όμως. -Θες να περάσεις καλά ξένε; είπε. Την κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε.
Δεν ήταν ότι δεν καταλάβαινε. Είχε χρειαστεί ένα ελάχιστο διάστημα για να αναγνωρίσει τη γλώσσα. Έμοιζε με τη γλώσσα της Νεμούρια, ενός βασιλείου του κόσμου του. -Δεν χρειάζομαι παρέα, είπε ήσυχα, χρειάζομαι όμως πληροφορίες. Είδες κάποιον σαν εμένα; Παρόμοια ρούχα, ξανθός με γαλανά μάτια; Ίσως ήταν κάπως σαν χαμένος. -Όχι, δεν είδα κάποιον, απάντησε. -Αν είναι να την πάρεις τελείωνε, αλλιώς άσε την μπας και βρει άλλον. Η Γιαρμίλα ρίγησε, αυτός ήταν ο Τζίμυ. Θυμήθκε με τρόμο το ξυλοκόπημα που είχε δεχθεί άλλη φορά που τον είχε δυσαρεστήσει. Ο Ροβέρτος στράφηκε και κοίταξε τον προαγωγό που πλησίαζε. -Στην πατρίδα μου, είπε ο Ιππότης, άτομα σαν εσένα πάνε στα μπουντρούμια. Τα μάτια του Τζίμυ στένεψαν. ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του. -Με απειλείς; σφύριξε. Γολιάθ! Ο Γολιάθ ήταν ο σωματοφύλακάς του, ένας πραγματικός γίγαντας από το Καζακστάν που είχε ξεχάσει πια το πραγματικό του όνομα αφού όλοι έτσι τον φώναζαν. Εμφανίστηκε αθόρυβα δίπλα στον Τζίμυ τον οποίο υπάκουγε τυφλά έχοντας τα ίδια άγρια ένστικτα με εκείνον. Παρά τον όγκο του ήταν γρήγορος και επιδέξιος. -Σας προειδοποιώ, είπε ο Ροβέρτος, για τις συνέπειες, μιας επίθεσης εναντίον μου. -Τσάκισέ τον Γολιάθ! είπε ο Τζίμυ και ο μεγαλόσωμος μπράβος του επιτέθηκε. Ο Ροβέρτος όμως δεν ήταν εύκολο θύμα σαν αυτούς που είχε μάθει να αντιμετωπίζει ο Γολιάθ. Χτύπησε με τη γροθιά του γρήγορα και κοφτά στο στήθος σημαδεύοντας τον στην καρδιά. Ήταν η σειρά του Ιππότη να εκπλαγεί καθώς ο Γολιάθ δεν κατάλαβε τίποτα από το χτύπημα και την επόμενη στιγμή τον άρπαζε στα χέρια του με σκοπό να τον συνθλίψει. Αλλά όπως τον σήκωσε ο Ροβέρτος επιτέθηκε ξανά. Άπλωσε τα χέρια του και άρπαξε το κεφάλι του Γολιάθ, το ένα χέρι του άρπαξε το σαγόνι και το άλλο το ινίο του. Το έστριψε απότομα, με ένα ξερό κρακ ο λαιμός του μπράβου έσπασε και σωριάστηκε σαν σπασμένη κούκλα στο βρεγμένο δρόμο. Ο Ροβέρτος στράφηκε στον Τζίμυ που είχε μαρμαρώσει από τον τρόμο. Δεν το περίμενε αυτό. Ο Ιππότης έκανε ένα βήμα μπροστά και τότε ο κακοποιός επιτέθηκε, το χτύπημα με το μαχαίρι ήταν τελείως άτσαλο, ο Ροβέρτος το απέφυγε εύκολα και μετά το έστρεψε πάνω στον Τζίμυ που καρφώθηκε στο ίδιο του το όπλο. Τον άφησε να σωριαστεί στο δρόμο και αυτόν και γύρισε στην Γιαρμίλα. -Σίγουρα δεν είδες κάποιον σαν εμένα; Είναι φίλος και πρέπει να τον βρω. -Δεν είδα, είπε εκείνη. Ο Ροβέρτος της έβαλε στο χέρι κάτι και απομακρύνθηκε. Ήταν ένα χρυσό νόμισμα διαπίστωσε εκείνη με έκπληξη.
Ήταν μια απέραντη πόλη και εχθρική, που βρισκόταν ο Ραμίρ; Και πως θα τον έβρισκε; Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' ό,τι είχε υποθέσει. Είχε τουλάχιστον βοηθήσει μια κοπέλα που είχε ανάγκη από βοήθεια. Στην ευθεία του δρόμου που ακολουθούσε έβλεπε ένα λόφο. Θα ανέβαινε σε υψηλότερο έδαφος, από' κει είχε μια τελευταία ελπίδα να βρει τον Ραμίρ γρήγορα. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Πεμ Ιουλ 29, 2010 1:25 am | |
| Είχε περπατήσει για αρκετή ώρα. Οι δρόμοι που είχε διασχίσει ήταν όλοι παρόμοιοι, μικρά βρώμικα στενά που ακόμα και η βροχή δεν μπορούσε να καθαρίσει αλλά ερχόταν να κυλίσει σε μικρά θολά ποταμάκια στις βάσεις των πεζοδρομίων. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλεισμένα ερμητικά σαν να βρισκόταν σε μια πόλη που τελούσε υπό πολιορκία. Πολλές φορές είχε συναντήσει ανθρώπους κουλουριασμένους σε γωνιές ανάμεσα σε κτίρια που πάσχιζαν να κρατηθούν ζεστοί. Άλλοι είχαν τρυπώσει σε χαρτοκιβώτια ή σε μεγάλους σιδερένιους κάδους που είχε ήδη καταλάβει ότι προορίζονταν για τα απορίμματα. Που μπορούσε να πάει; Τον διακατείχε ένα αίσθημα κινδύνου. Δεν ήξερε γιατί αλλά ήταν βέβαιος πως βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αν όμως ήταν έτσι τότε καλύτερα να συνέχιζε να κινείται, θα γινόταν πιο δύσκολο να εντοπιστεί από ό,τι και αν ήταν αυτό από το οποίο κινδύνευε. Μια δυνατή βροντή συντάραξε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο λιγοστός δημόσιος φωτισμός που τον συντρόφευε ως τώρα έπαψε να υπάρχει βυθίζοντάς τον σε ένα βαθύ σκοτάδι. Προσπάθησε να διακρίνει τι υπήρχε μπροστά για να συνεχίσει να κινείται και τελικά διαπίστωσε πως υπήρχε κάπου κοντά του ένα φως το οποίο φαινόταν αχνό και έδειχνε να προέρχεται κάτω από τη γη. Με ανύπαρκτες εναλλακτικές προχώρησε προς το φως. Ήταν κοντά και στο δρόμο δεν υπήρχαν εμπόδια, φτάνοντας διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει λάθος, το φως ερχόταν από ένα άνοιγμα μέσα στη γη όπου μπορούσε να κατέβει από μια σειρά πέτρινα σκαλοπάτια. Ήταν μια υπόγεια διάβαση, και γρήγορα ο Ραμίρ διαπίστωσε ότι δεν ήταν άδεια. Το φως προερχόταν από μια φωτιά που έκαιγε μέσα σε ένα σαπισμένο βαρέλι. Γύρω από τη φωτιά ήταν μαζεμένοι αρκετοί άνθρωποι, με κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα οι περισσότεροι. Ο Ραμίρ κοντοστάθηκε μια στιγμή για να συνηθίσουν τα μάτια του στο φως και μετά συνέχισε το δρόμο του. Οι άνθρωποι τον κοίταξαν επιφυλακτικά αλλά δεν αντέδρασαν στην παρουσία του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Η υπόγεια διάβαση ήταν πιο μεγάλη από ότι νόμιζε και προφανώς παρατημένη απ' όλους πλην αυτών των απόκληρων αφού μπορούσε να καταλάβει από αυτά που έβλεπε ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν εδώ κάτω μόνιμα. Κόντευε να φτάσει στην άλλη άκρη της υπόγειας διάβαση όταν κατάλαβε ότι η βροχή έξω είχε δυναμώσει σε πραγματικό καταρράκτη. Ο μανδύας τον προφύλασσε από τον καιρό αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα ευχαριστιόταν να βγει στο χαλασμό που γινόταν εκεί έξω όπου ακόμα επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Αυτό πολύ περισσότερο από την νεροποντή τον έκανε απρόθυμο να βγει και πάλι έξω. Θα ήταν ακόμα πιο ευάλωτος. Σε αυτόν εδώ τον χώρο ήταν σε θέση να ελέγχει τουλάχιστον ποιος τον πλησίαζε. Αναζήτησε ένα μέρος να κάτσει και δεν άργησε να το βρει. Σε πολλά σημεία οι άστεγοι είχαν σκάψει κοιλώματα στους τοίχους όπου κουλουριασμένοι προσπαθούσαν να κοιμηθούν ξεχνώντας για λίγο την κατάστασή τους. Σε μια τέτοια κοιλότητα κάθησε και ο ίδιος τυλιγμένος με τον μανδύα του.
Ο λόφος του Λυκαβητού προσφέρει στους κατοίκους της Αθήνας μια πανοραμική θέα της πόλης τους. Για τον Ροβέρτο όμως ήταν ένα θέαμα απαισιοδοξίας. Συνειδητοποιούσε τώρα σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος αυτής της πόλης. Ήταν πραγματικά αχανής, δεν θα μπορούσε να την περιγράψει αλλιώς, πολλές φορές μεγαλύτερη από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου του και σίγουρα πολύ πιο πυκνοκατοικημένη. Κοίταξε το σκοτάδι διανθισμένο από χιλιάδες μικρά και μεγαλύτερα φώτα, αυτό που θα έκανε τώρα ήταν η τελευταία ελπίδα του να βρει τον Ραμίρ. Άρχισε να προφέρει αργά μια επίκληση, ήξερε πως δεν ήταν το δυνατό του σημείο, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Ευχήθηκε να είχε τον Μάικ μαζί του. Εκείνος όμως είχε το δικό του αγώνα να δώσει. Ολοκλήρωσε την επίκληση και η εικόνα μπροστά στα μάτια του άλλαξε. Τώρα δεν έβλεπε φως και σκοτάδι στον υλικό κόσμο αλλά την πορεία που κάθε μια ψυχή της ανθρωποθάλασσας που κατοικούσε την Αθήνα είχε πάρει. Φως και σκοτάδι αναλόγως προς τα που προσανατολιζόταν κάθε ψυχή. Κανονικά η αύρα του Ραμίρ θα έπρεπε να ξεχωρίζει σαν ήλιος ανάμεσα σε κεριά αλλά αυτό δεν συνέβαινε και ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Τότε είδε κάτι ακόμα χειρότερο. Σκιές ίπταντο πάνω από την πόλη. Ακολουθούσαν κάθε άνθρωπό, παραμόνευαν σε κάθε σημείο της πόλης. Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτές οι σκιές. Ήταν πνεύματα που υπηρετούσαν κάποιον σκοτεινό μάγο, ψυχές που ήδη είχαν ζήσει μια ζωή στην υπηρεσία του Σκότους και ζητούσαν τώρα να κυριεύσουν κάποιον για να συνεχίσουν να το υπηρετούν. -Ψυχές του Δαίμονα, είπε με απέχθεια χρησιμοποιώντας την ονομασία που έδιναν οι Ιππότες σε αυτές τις ψυχές. Ακούγοντας το όνομα τους να εκφέρεται δυνατά δυο από τις πιο κοντινές σκιές στράφηκαν προς το μέρος του. Επιτέθηκαν με μια κραυγή άηχη στον υλικό κόσμο αλλά εκκωφαντική στο μυαλό του. Ο Ροβέρτος έκανε πίσω και τράβηξε τα δυο σπαθιά του.
Ένας άνδρας πλησίασε τον Ραμίρ. Εκείνος τον κοίταξε προσπαθώντας να εκτιμήσει αν αποτελούσε κίνδυνο. Στο ίδιο κοίλωμα είχε καταφύγει και μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά που βιάστηκε να απομακρυνθεί από κοντά του. -Το μέρος είναι δικό μου, δίνε του! μούγκρισε ο άνδρας. Προτιμώντας να αποφύγει τη σύγκρουση ο Ραμίρ σηκώθηκε αλλά όπως το έκανε αυτό άνοιξε ο μανδύας του αποκαλύπτοντας το πουγκί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο άνδρας το κοίταξε άπληστα. Ένα μαχαίρι είχε εμφανιστεί τώρα στο χέρι του. -Δώσε μου τα λεφτά σου, είπε. Ο Ραμίρ δεν ήταν όμως διατεθειμένος να υπακούσει. Τα δάκτυλά του τυλίκτηκαν γύρω από τη λαβή της σπάθας του και την ξεθηκάρωσε με μια απότομη κίνηση κάνοντας τον άλλο να πισωπατήσει έντρομος. Ο Ραμίρ δεν ήταν σίγουρος πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όπλο που καρατούσε αλλά συνειδητοποιούσε ότι θα ήταν λάθος να το δείξει. Έκανε ένα βήμα προς τον αντίπαλό του που τράπηκε σε φυγή. Ο Ραμίρ επέστρεψε τη σπάθα στη θέση της και τυλιγμένος με τον μανδύα του κάθισε και πάλι στο κοίλωμα. Η γυναίκα με το μωρό τον κοίταξε και κάθισε όταν εκείνος της ένευσε καταφατικά.
Δυο Ψυχές του Δαίμονα λιγότερες ίπταντο πάνω από την πόλη όταν ο Ροβέρτος άφησε πίσω του το λόφο του Λυκαβητού. Η νίκη του αυτή όμως είχε αφήσει μια πικρή γεύση. Βρισκόταν σε έναν κόσμο που κινδύνευε να περάσει στην κυριαρχία του Σκότους και δεν μπορούσε να εντοπίσει τον Ραμίρ. Με τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από το μανδύα άρχισε να κατεβαίνει προς την πόλη. Συγκέντρωσε τη σκέψη του σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον Μάικ. “Μάικ, δεν μπορώ να βρω τον Ραμίρ. Δοκίμασα να νιώσω την αύρα του αλλα δεν είναι δυνατόν, είναι σαν να έχει χαθεί.”
Ο Μάικ απέκρουσε με τη σπάθα του το ραβδί του Μπαγκράς που τίναξε σπίθες. Ο μάγος πρόφερε μια κατάρα και έκανε πίσω. Ο Ιππότης τον ακολούθησε αλλά την επόμενη στιγμή εκείνος σχημάτισε στον αέρα ένα αποκρυφιστικό σύμβολο και εξαφανίστηκε από την εξέδρα. Ο Μάικ στράφηκε και σάρωσε με το βλέμμα την πλατεία, οι σύντροφοί του έστεκαν νικητές, οι άνδρες του μάγου ήταν όλοι νεκροί. -Έφυγε; ρώτησε ο Ροδόλφος της Ασόν. Ο Μάικ δεν απάντησε, αισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνέχισε να κρατάει τη σπάθα του έτοιμος για μάχη. -Είναι ακόμη εδώ, είπε. Ο Ιππότης κοίταξε ανήσυχος γύρω. Η υποψία του αποδείχθηκε βάσιμη. Ο Μπαγκράς δεν είχε φύγει, εμφανίστηκε δίπλα στη Φιντέλια την άγγιξε στον ώμο και φώναξε χαιρέκακα: -Η εκδίκηση είναι δική μου. Την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκαν και οι δυο ενώ ο Ροδόλφος έβγαζε μια κραυγή τρόμου.
| |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Δευ Αυγ 02, 2010 11:52 pm | |
| Ο Ραμίρ ένιωσε ένα άσχημο προαίσθημα κινδύνου και κοίταξε τριγύρω του. Δεν φαινόταν να έχει αλλάξει κάτι. Γύρω από το βαρέλι με τη φωτιά οι άστεγοι μοιράζονταν ένα μπουκάλι με κάποιο ποτό. Άλλοι έτρωγαν ότι είχαν καταφέρει να βρουν ενώ πολλοί προσπαθούσαν να κοιμηθούν εκμεταλλευόμενοι τη σχετική ζεστασιά που υπήρχε. Η γυναίκα που καθόταν κοντά του θήλαζε το μωρό της. Δεν υπήρχε κάτι που να δείχνει ανησυχητικό αλλά το προαίσθημα δεν τον άφηνε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την άκρη της υπόγειας διάβασης. Η βροχή είχε σταματήσει τώρα. Ίσως ήταν καλύτερα να προχωρήσει μιας και ένιωθε ότι κινδύνευε. Τον πρόλαβε μια κραυγή από την άλλη άκρη της υπόγειας διάβασης. -Το Αλλοδαπών βγήκε παγανιά! Τρέξτε να κρυφτείτε! Αμέσως σχεδόν αστυνομικοί όρμησαν μέσα στην διάβαση ντυμένοι με στολές μάχης και οπλισμένοι με ρόπαλα και ασπίδες. Οι άστεγοι δεν είχαν την δύναμη ή τα μέσα για να αντιτάξουν την οποιαδήποτε αντίσταση και γρήγορα βγήκαν από το υπόγειο καταφύγιό τους μαζεμένοι σε μια στριμωγμένη ομάδα που φορτώθηκε σε ένα από τα ειδικά φορτηγά της αστυνομίας. Ο Ραμίρ δεν είχε προβάλλει αντίσταση, θα ήταν μάταιο να το κάνει με τόσους αντιπάλους. Έψαχνε ωστόσο την ευκαιρία για να αποδράσει, το συναίσθημα κινδύνου είχε τώρα γίνει πιο έντονο. Στριμωγμένος ανάμεσα σε άλλους άστεγους παρακολουθούσε τις κινήσεις των αστυνομικών που είχαν απλωθεί στην γύρω περιοχή για να κάνουν και άλλες συλλήψεις. Γύρω από το φορτηγό είχαν μείνει λίγοι. Ένας αστυνομικός πλησίασε σέρνοντας από το χέρι μια κοπέλα. εκείνη αντιστεκόταν όσο μπορούσε με αποτέλεσμα να σηκώσει το ρόπαλό του και να το κατεβάσει με βία στην πλάτη της. Η κοπέλα σωριάστηκε στο υγρό και βρώμικο οδόστρωμα σφαδάζοντας από τον πόνο. Ο αστυνομικός ύψωσε και πάλι το όπλο του να χτυπήσει και ο Ραμίρ αντέδρασε ενστικτωδώς, ύψωσε το χέρι του προς το μέρος του. Το κατέβασε σαστισμένος, γιατί είχε κάνει μια τέτοια κίνηση; Τι θα μπορούσε να κάνει από μια τέτοια απόσταση; Ο αστυνομικός ξαναχτύπησε την κοπέλα και η οργή κυρίευσε τον Ραμίρ. Ξεθηκάρωσε τη σπάθα που είχε κρατήσει κρυμμένη στο μανδύα του από τους αστυνομικούς και την κατέβασε με βία στην κλειδαριά της πόρτας τσακίζοντάς την. Κλώτσησε την πόρτα που άνοιξε διάπλατα και πήδηξε έξω. Οι αστυνομικοί αιφνιδιάσθηκαν απολύτως και όταν επιτέθηκαν στο Ραμίρ ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Η σπάθα διέγραψε έναν ευρύ κύκλο διαλύοντας όπλα και ασπίδες και τρέποντας σε φυγή τους αστυνομικούς. Ο Ραμίρ προχώρησε προς τον αστυνομικό που χτυπούσε την κοπέλα, εκείνος βλέποντας τον να έρχεται προς το μέρος του με υψωμένη τη σπάθα σαν άγγελος εκδικητής έπεσε στα γόνατα πετώντας το ρόπαλό του. -Έλεος, ικέτευσε. Ο Ραμίρ σήκωσε τη σπάθα του αλλά σταμάτησε. Κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να σκοτώσει έναν ανυπεράσπιστο αντίπαλο. Έριξε το όπλο στη θήκη του και έσκυψε να βοηθήσει την κοπέλα που τον κοίταζε με έκπληξη. Σηκώθηκε ενώ πίσω του έβγαιναν από το φορτηγό και οι υπόλοιποι κρατούμενοι. -Είσαι εκείνος που ψάχνει.... είπε η κοπέλα. Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να της ζητήσει εξήγηση για την περίεργη αυτή δήλωση. Οι αστυνομικοί επέστρεφαν με ενισχύσεις,
Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε την πλατεία, οι κάτοικοι της πόλης είχαν αρχίσει να μεταφέρουν τα πτώματα των εχθρών τους στο μέρος που θα τα έκαιγαν έξω από την πόλη. Οι Ιππότες ήταν μαζεμένοι σε μια πλευρά και συζητούσαν. Ο νεαρός ευγενής δεν μπορούσε να νιωσει ανακούφιση για την απαλλαγή της πόλης του από την τυρρανία του δικαστή που είχε αποδειχθεί πως ήταν ένας σκοτεινός μάγος ή για την δική του διάσωση. Η αγαπημένη του ήταν στα χέρια ενός μισητού εχθρού, τι θα της έκανε άραγε; Ίσως να ήταν ήδη νεκρή. Αυτή η σκέψη έστειλε ένα ρίγος να διατρέξει την σπονδυλική του στήλη. Είδε έναν από τους Ιππότες να αφήνει τους συντρόφους του και να πηγαίνει προς το σημείο που είχε τελευταία σταθεί ο μάγος. Στο σημείο αυτό πεσμένη στα γόνατα έκλαιγε η κοπέλα που είχε συμπαρασταθεί στη Φιντέλια όταν παρακολουθούσαν την παραλίγο εκτέλεσή του. Ο Ιππότης την πλησίασε και την ανασήκωσε ευγενικά. Της είπε κάτι χαμηλόφωνα και εκείνη ένευσε. Μετά απομακρύνθηκε, ο Ιππότης γονάτισε στο ένα γόνατο και ακούμπησε το χέρι του στο έδαφος. Ο Ροδόλφος αναρωτήθηκε τι έκανε αλλά ήξερε – το είχε ζήσει εξάλλου – πως διέθεταν δυνάμεις πέρα από εκείνες των απλών ανθρώπων. Ο Ιππότης έκλεισε τα μάτια του και φάνηκε να συγκεντρώνεται. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην εξέδρα. Στάθηκε εκεί με τα μάτια και πάλι κλειστά. -Ξέρω που πήγε, είπε μετά, και ξέρω τι έκανε στον Ραμίρ.
Ο Ροβέρτος της Αβέρν στάθηκε κάτω από το πλούσιο φύλλωμα ενός δένδρου και κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά του, άνθρωπος ή πνεύμα. Συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του να στείλει τη σκέψη του πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου και του τόπου. Το άλσος γύρω του άρχισε να χάνει την συμπαγή υπόστασή του σαν ύλη και να χάνεται. Αν και ο Ροβέρτος δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα και το σώμα του βρισκόταν ακόμα εκεί, το πνεύμα του ταξίδευε μακριά προσπαθόντας να αγγίξει τη συνείδηση του φίλου και συμπολεμιστή του. “Δεν μπορώ να νιώσω την παρουσία του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.” “Είναι σαν να μην υπήρξε από μιας πλευράς, ο Μπαγκράς του στέρησε τη μνήμη και τις δυνάμεις του.” Ήταν δυνατό; Και αν ναι πως θα μπορούσε να βρει τον Ραμίρ σε αυτήν την πόλη των εκατομμυρίων κατοίκων; Τι θα έκανε; Θα έψαχνε τους δρόμους και τα κτίσματα; Ήταν αδύνατον. “Οι δυνάμεις μας είναι εγγενείς, πως μπόρεσε να πετύχει κάτι τέτοιο;” “Δεν είχε ξαναγίνει και για να το πετύχει έχει υφάνει τη γητεία στην ίδια του την ύπαρξη και αυτό είναι ένα λάθος που θα του κοστίσει, μπορώ να τον αισθανθώ όπου και αν πάει. Θα τον βρω και θα τον σκοτώσω. Μην εγκαταλείψεις τον Ραμίρ, είσαι η μόνη του ελπίδα.” “Δεν θα τον εγκαταλείψω ποτέ, αυτό είναι σίγουρο.” Η ψυχική επαφή διακόπηκε. Ο Ροβέρτος αισθάνθηκε ότι την είχε διακόψει ο φίλος του. Αν το είχε κάνει γιατί ήταν δύσκολη η μακρόχρονη διατήρησή της ανάμεσα σε κόσμους ή αν κάποιος εξωτερικός περισπασμός τον είχε αναγκάσει να το κάνει δεν μπορούσε να το ξέρει, ίσως είχε δεχθεί κάποια επίθεση. Συνειδητοποίησε ότι δεν του είχε πει για τις δυο Ψυχές του Δαίμονα που είχε εξοντώσει και τη σημασία της παρουσίας τους εδώ. Δεν είχε σημασία τώρα, ήταν ακόμα ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Άρχισε και πάλι να κατεβαίνει προς την πόλη. Γρήγορα όμως σταμάτησε, σκιές κινούνταν στο μονοπάτι μπροστά του, κάποιοι του έστηναν ενέδρα.
| |
| | | Ophelia Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 1372 Ημερομηνία εγγραφής : 25/04/2010 Ηλικία : 160 Τόπος : House of night
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Damon Salvatore Atittude: Scary
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Σαβ Αυγ 14, 2010 10:04 pm | |
| Υπέροχη η ιστορία σου Alastar... Συνέχισέ τη...! | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τρι Αυγ 17, 2010 4:58 pm | |
| Ευχαριστώ Kathrine. Ορίστε και η συνέχεια.
Ο Ραμίρ ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τους επερχόμενους αστυνομικούς, το χέρι του πήγε στη λαβή της σπάθας του. Δεν ήξερε το πως συνέβαινε αυτό αλλά είχε αποδειχθεί ότι ήξερε να τη χειριστεί πολύ καλά. Δεν πρόλαβε να την ξεθηκαρώσει, ένα χέρι γλίστρισε μέσα στο δικό του και μια φωνή τον παρότρυνε. -Τρέξε. Η κοπέλα που είχε βοηθήσει τον κοίταζε με αγωνία. Ο Ραμίρ της ανταπέδωσε το βλέμμα και μετά κοίταξε και πάλι τους αστυνομικούς. Το προαίσθημα του κινδύνου που από νωρίτερα ένιωθε παρέμενε. Αλλά που βρισκόταν ο κίνδυνος; Στους επερχόμενους άνδρες ή σε αυτήν την άγνωστη κοπέλα με τα επίσης άγνωστα κίνητρα; Μπορούσε να την εμπιστευτεί; “Όταν ο δρόμος σου δεν είναι ξεκάθαρος εμπιστέψου το ένστικτό σου, δεν θα σε γελάσει.” Δεν θυμόταν ποιος του το είχε πει αυτό, ούτε σε ποια περίσταση, η φράση είχε ξεπηδήσει ξαφνικά, από το πουθενά στο μυαλό του. Είχε όμως την οικεία αίσθηση της συμβουλής από κάποιον που εμπιστευόταν και αποφάσισε να την ακολουθήσει. -Που μπορούμε να πάμε; ρώτησε την κοπέλα. Εκείνη δεν απάντησε αλλά άρχισε να τρέχει και ο Ραμίρ την ακολούθησε. Έτρεχαν σε μικρά δρομάκια ακόμα πιο μικρά και άθλια από αυτά που είχε ήδη διασχίσει εκείνος στην περιπλάνησή του. Οι κραυγές των αστυνομικών και των αστέγων που είχαν αποδράσει από το φορτηγό μαζί με το Ραμίρ χάθηκαν πίσω. Οι δυο τους είχαν καταφέρει να διαφύγουν της προσοχής των αστυνομικών και δεν τους καταδίωκαν πια. Η κοπέλα στάθηκε σε ένα μικρό στενό δρόμο γεμάτο σκουπίδια. Ακούμπησε στον τοίχο ενός ψηλού κτιρίου και πήρε βαθιά ανάσα ενώ η βροχή εξακολουθούσε να τη μουσκεύει. Είχε λαχανιάσει και τον κοίταξε με έκπληξη καθώς εκείνος δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης. -Με λένε Γιαρμίλα, είπε, σ' ευχαριστώ. Αν με συνελάμβαναν θα πήγαινα γραμμή για απέλαση. -Δεν θα ήταν καλό αυτό; τη ρώτησε. -Μου κάνεις πλάκα έτσι; είπε η κοπέλα. Ο Ραμίρ δεν απάντησε. Το συναίσθημα του κινδύνου είχε γίνει τόσο έντονο που ένιωθε να τον πνίγει. Κοίταξε γύρω αλλά δεν είδε κάτι. Τώρα ακούγονταν κάτι αλλόκοτοι ήχοι που εκείνος δεν είχε ξανακούσει αλλά η Γιαρμίλα δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει. -Περιπολικά, να πάρει! Προχώρησε προς την είσοδο ενός κοντινού κτιρίου που είχε δει και καλύτερες μέρες, η πόρτα είχε ρημαχθεί από χτυπήματα και παρουσίαζε ένα άθλιο θέαμα βαμμένη και ξαναβαμμένη με φτηνό χρώμα. Τα τζάμια γύρω ήταν όλα σπασμένα. Έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε αμέσως και μετά στράφηκε στον Ραμίρ. -Δεν θες να σε πιάσουν, πίστεψέ με. -Θα τα καταφέρω, είπε ο Ραμίρ και προχώρησε προς την άλλη άκρη του δρόμου. Το χέρι του είχε πάει ήδη στη λαβή της σπάθας του. Η Γιαρμίλα τον κοίταξε για μια στιγμή. -Έλα μαζί μου, είπε μετά. -Ίσως είναι επικίνδυνο για' σενα, είπε ο Ιππότης ειλικρινά. Νιώθω ότι κινδυνεύω και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κινδυνεύεις και' συ. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Ένα δέσιμο μαγείας διαλύθηκε στο σκοτάδι. Κάπου μακριά ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα. Η Γιαρμίλα άκουσε ένα περιπολικό να σταματάει στην άκρη του δρόμου και ποδοβολητό ανδρικών βημάτων που πλησίαζαν. -Έλα γρήγορα, είπε. Ο Ραμίρ την ακολούθησε στο κτίριο, το πάτωμα ήταν μάλλον μαρμάρινο, βρωμιά δεκαετιών το είχε καλύψει ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Τον οδήγησε σε μια σκάλα και κατέβηκαν σε ένα πηχτό σκοτάδι. Η Γιαρμίλα στάθηκε και μετά από μερικές στιγμές ένα ορθογώνιο φωτός εμφανίστηκε, είχε ανοίξει μια πόρτα. Του ένευσε να την ακολουθήσει και βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Οι τοίχοι είχαν το χρώμα του τσιμέντου μιας και δεν είχαν ποτέ βαφτεί από όσο μπορούσε να δει από τα μέρη που ήταν ακάλυπτοι. Στους τοίχους και στο πάτωμα ήταν απλωμένα φθαρμένα χαλιά και κιλίμια. Τα λίγα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από μελαμίνη ή και απλό κόντρα πλακέ. -Καλώς ήρθες στο φτωχικό μου, είπε η κοπέλα. -Είθε ο Θεός να δίνει την ευλογία Του στους κατοίκους του, απάντησε ο Ραμίρ χρησιμοποιώντας έναν παραδοσιακό χαιρετισμό των Ιπποτών. Η Γιαρμίλα τον κοίταξε με περιέργεια μιας και δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. Τράβηξε από πάνω της το βρεγμένο μπλουζάκι της αποκαλύπτοντας το λεπτό σώμα της και είδε τον Ραμίρ να γυρίζει ευγενικά αλλού το βλέμμα του. Σίγουρα αυτός ο άνδρας δεν ήταν όπως οι άλλοι που είχε συναντήσει. Ο ένας τοίχος και η οροφή του μικρού διαμερίσματος ήταν καλυμμένα από τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου κάτι που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο μικρό αλλά το κρατούσε τουλάχιστον ζεστό. Ο Ραμίρ κάθισε σε μια καρέκλα ενώ η οικοδέσποινά του περνούσε στο μπάνιο που ήταν το μόνο άλλο δωμάτιο για να αλλάξει τα υπόλοιπα ρούχα της. Την προσοχή του τράβηξε μια παλιά παιδική κούνια στερεωμένη σε κασόνια. Πλησίασε και είδε μέσα ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία να κοιμάται. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του να χαιδέψει το κεφάλι με τις ξανθιές μπούκλες. Ένα δεύτερο μαγικό δέσιμο διαλύθηκε σαν μην είχε υπάρξει ποτέ. -Η αδερφή μου η Κατερίνα, Κάτκα χαιδευτικά. Δεν θυμάται τη μητέρα μας, με λέει μαμά. Ο Ραμίρ γύρισε και κοίταξε την Γιαρμίλα. τυλιγμένη σε μια ρόμπα, με τα καστανά μαλλιά της απλωμένα να στεγνώσουν έδειχνε ακόμα πιο μικρή και ευάλωτη. Το χλωμό πρόσωπό της έκανε τα μάτια της να δείχνουν πιο μεγάλα αλλά και τρομαγμένα, ειδικά τώρα που είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της. -Είσαστε μόνες στον κόσμο; -Ναι, είπε η κοπέλα. Ο Ραμίρ ένευσε και κοίταξε το κοριτσάκι που κοιμόταν. Ύστερα ύψωσε τα μάτια προς την οροφή, στο ισόγειο ακούγονταν βήματα και φωνές. Με το χέρι του στη λαβή της σπάθας προχώρησε προς την πόρτα. -Καλύτερα να μην με βρουν εδώ, είπε. Μην βρεθείς και' συ μπλεγμένη. Η Γιαρμίλα κούνησε το κεφάλι της. -Είμαι μπλεγμένη, δεν έχω χαρτιά. Θα το ρισκάρω. Ίσως να μην κατέβουν εδώ. Άκουγαν ωστόσο τους αστυνομικούς να χτυπάνε πόρτες και να ζητάνε τα χαρτιά κάποιων με τη συνηθισμένη τους “λεπτότητα” φασαρία που ήταν αρκετή για να ξυπνήσει τη μικρή Κάτκα. Η Γιαρμίλα έσπευσε να ησυχάσει το κοριτσάκι και να το ξαναβάλει για ύπνο ενώ ο Ραμίρ παρέμεινε κοντά στην πόρτα.
Δεν ήξερε πόσοι ή ποιοι ήταν αλλά η ενέδρα τους δεν ήταν καλοστημένη και εκείνος δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ήταν σε θέση να την εξουδετερώσει. Προχώρησε σαν να μην είχε αντιληφθεί τίποτα έτοιμος όμως για μια αστραπιαία αντίδραση όταν θα εκδηλωνόταν η επίθεση. Ένα χέρι τυλίκτηκε γύρω από το λαιμό του και μια φωνή είπε στο αυτί του: -Ρίξε στο χώμα το πορτοφόλι σου, το κινητό και ό,τι χρυσαφικό φοράς. Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να τον δει αλλά σίγουρα μπορούσε να τον μυρίσει, μια αποφορά απλυσιάς και ποτού, και μπορούσε να τον αισθανθεί. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Τίναξε το κεφάλι του βίαια πίσω και ανταμείφθηκε με τον υγρό ήχο του τσακίσματος μιας μύτης. Το σφίξιμο στο λαιμό του χαλάρωσε επιτρέποντάς του να γυρίσει και να χτυπήσει τον αντίπαλό του με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο αποτέλεσμα που είχε νωρίτερα στον Γολιάθ. Αντιμετώπισε και τους συνεργούς του αντιπάλου του με γυμνά χέρια αλλά θανάσιμα αποτελέσματα. Οι κινήσεις του γρήγορες σαν την αστραπή και θανάσιμες ήταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι κακοποιοί ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν. Συνέχισε το δρόμο του αφήνοντας πίσω του τέσσερα πτώματα. Ήταν μόνο οι πρώτοι από όσους θα σκότωνε σε αυτόν τον κόσμο. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Παρ Αυγ 20, 2010 6:32 pm | |
| Ο θόρυβος εντάθηκε στο ισόγειο καθώς οι αστυνομικοί έκαναν συλλήψεις και κατέστειλαν κάθε αντίδραση ή αντίσταση με την χρήση των ροπάλων τους. Ο Ραμίρ αφουγκραζόταν για τις ενδείξεις εκείνες που θα σήμαιναν ότι προχωρούσαν σε έρευνα και στο υπόγειο. Η Γιαρμίλα ξανακοίμισε την αδερφή της και ήρθε κοντά του. Περίμεναν σιωπηλοί να δουν τι θα γίνει. Φαίνεται πως οι αστυνομικοί τελικά ικανοποιήθηκαν από τα αποτελέσματα της έρευνας τους γιατί έφυγαν με όσους είχαν συλλάβει αφήνοντας το κτίριο και τους ενοίκους του να βυθιστούν στην νυχτερινή ησυχία. Ο Ραμίρ στράφηκε στη Γιαρμίλα ενώ άνοιγε την πόρτα. -Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου. -Δεν μπορείς να φύγεις τώρα, είπε η κοπέλα πιάνοντας τον καρπό του χεριού του. Μπορεί κάποιοι να βρίσκονται εκεί έξω και δεν είναι ασφαλές να κυκλοφορείς τέτοια ώρα, προφανώς δεν είσαι από' δω ε; Ο Ραμίρ δεν μπορούσε να απαντήσει την ερώτηση. -Από όσα είδα νομίζω πως όχι, απάντησε τελικά. -Αυτό λέω και' γω, είπε η Γιαρμίλα. Λίγο νωρίτερα από' σενα όμως είδα ακόμα έναν σαν εσένα. -Δηλαδή; -Πρέπει να μιλήσουμε, είπε η Γιαρμίλα και τον τράβηξε μέσα στο μικρό της διαμέρισμα. Εκείνη κάθισε στο κρεβάτι της, ο Ραμίρ βολεύτηκε σε μια παλιά χαμηλή πολυθρόνα απέναντί της. -Λίγο πριν με συλλάβει εκείνος που με χτυπούσε είχα συναντήσει έναν άνδρα. Σίγουρα ερχόσαστε από το ίδιο μέρος. Παρόμοια ρούχα και προφορά. Και' κεινος γαλανομάτης αλλά με καστανά μαλλιά, είχε ένα σημάδι στο μάγουλο. Η περιγραφή θύμιζε κάτι στον Ραμίρ που όμως δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. -Ρώτησε για' σενα. Είναι αποφασισμένος να σε βρει, πολύ αφοσιωμένος..... σαν αδερφός ένα πράγμα. -Αδερφός προς αδερφό στη ζωή και το θάνατο, πρόφερε ο Ραμίρ ασυναίσθητα τα λόγια του όρκου που έδιναν οι Ιππότες με το χρίσμα. Η Γιαρμίλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο Ραμίρ ανταπέδωσε το βλέμμα. -Ποιος είσαι; ρώτησε η κοπέλα. Από που έρχεστε και πως βρεθήκατε εδώ; -Δεν ξέρω, είπε ο Ραμίρ. Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Δεν θυμάμαι τίποτα πριν από τη στιγμή που βρέθηκα σε αυτό το μέρος, ξέρω όμως να μάχομαι και χειρίζομαι αποτελεσματικά τη σπάθα. -Έχεις χαρτιά πάνω σου; Ταυτότητα; Ο Ραμίρ ένευσε αρνητικά. -Δεν έχεις πάνω σου τίποτα που να μπορεί να σου πει ποιος είσαι; Τι έχεις πάνω σου; Ο Ραμίρ έψαξε τις τσέπες του και αράδιασε μπροστά στην Γιαρμίλα λίγα αντικείμενα, ένα μικρό φιαλίδιο με ένα κόκκινο υγρό κλεισμένο με μεταλλικό πώμα, ένα όμοιο φιαλίδιο με ένα διάφανο σαν νερό υγρό, ένα διπλωμένο κομμάτι ύφασμα, ένα κομμάτι περγαμηνής διπλωμένο σε ρολό και ένα μικρό μεταλλικό δίσκο. Η κοπέλα περιεργάστηκε αυτά τα αντικείμενα που είχε ακουμπίσει στο κρεβάτι της ο Ιππότης. Τα δυο φιαλίδια ήταν φτιαγμένα από ένα είδος χοντρού γυαλιού και φαίνονταν πολύ ανθεκτικά. Το κομμάτι υφάσματος έδειχνε ένα συνηθισμένο κομμάτι από κάποιο γκρίζο χοντρό υφαντό, η Γιαρμίλα το κράτησε ανάμεσα στα δάκτυλά της, θα ήταν ζεστό ένα ρούχο με τέτοια ύφανση. Η περγαμηνή έτριξε καθώς την ξεδίπλωνε και την ίσιωνε πάνω στο γόνατό της. Ήταν πυκνογραμμένη αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το κείμενο που αποτελείτο από χαρακτήρες που έμοιζαν με αυτούς του λατινικού αλφαβήτου αλλά δεν ήταν σε κάποια γλώσσα που γνώριζε. Στο τέλος του κειμένου υπήρχε μια σφραγίδα που εικόνιζε ένα κάστρο με ένα στέμμα από πάνω. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε όμως όπως και το υπόλοιπο κείμενο. Άφησε για τελευταίο το μεταλλικό δίσκο. Ήταν λίγο πιο μεγάλος από τα παλιά κέρματα των εκατό δραχμών. Η μια πλευρά ήταν τραχειά και φαινόταν πως από την πλευρά αυτή ήταν ενωμένος με κάτι άλλο από το οποίο είχε αποκοπεί. Στην άλλη είχε σκαλισμένη μια λυκοκεφαλή. Ο Ραμίρ κοίταξε και αυτός τα αντικέιμενα πριν τα βάλει πίσω στις τσέπες του μανδύα του. Η Γιαρμίλα έπνιξε ένα χασμουρητό. -Είναι αργά, είπε, ίσως το πρωί έχουμε καλύτερες ιδέες για το τι να κάνουμε. Δυστυχώς δεν έχω παρά αυτήν την πολυθρόνα να σου προσφέρω. -Είναι μια χαρά, είπε ο Ραμίρ. Στην κούνια της η μικρή Κάτκα κλαψούρισε, ο Ραμίρ άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε. Το κοριτσάκι ησύχασε. Ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα καθώς ένα μαγικό δέσιμο κατέρρεε. Η Γιαρμίλα ξάπλωσε και κοίταξε τον Ραμίρ που τυλιγόταν με τον μανδύα του. Ενώ έσβηνε το φως ρώτησε: -Πως σε λένε; -Ραμίρ, Ραμίρ Γκάνελον. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Παρ Αυγ 27, 2010 4:43 pm | |
| -Είπες πως δεν θυμόσουν το όνομά σου, είπε η κοπέλα.
-Το ξέρω, είπε ο Ραμίρ, αλλά τώρα που με ρώτησες η απάντηση μου ήρθε αβίαστα.
-Ίσως θυμηθείς και άλλα πράγματα έτσι, είπε η Γιαρμίλα. Καληνύχτα Ραμίρ.
-Καληνύχτα, είπε ο Ραμίρ.
Δεν κοιμήθηκε αμέσως όμως. Έμεινε να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας σε έναν κόσμο που ήταν τελείως ξένος με τον δικό του. Άκουγε μακριά τα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που, πιο κοντά τα βήματα κάποιου σπάνιου περαστικού. Μέσα στο μικρό σπίτι δεν ακουγόταν παρά το τρίξιμο των σωλήνων που κρύωναν και η ανάσα της Γιαρμίλα που είχε παραδοθεί γαλήνια στην αγκαλιά του Μορφέα. Πεπεισμένος πως τουλάχιστον προς το παρόν δεν κινδύνευε, τελικά αποκοιμήθηκε.
Το γραφείο είχε τον αέρα της άκρας πολυτέλειας από το παχύ περσικό χαλί στο πάτωμα μέχρι την ξύλινη επένδυση του τοίχου. Ήταν αρκετά ευρύχωρο με πανάκριβα έπιπλα από έβενο και μαόνι. Υπήρχαν βιβλιοθήκες, ένα έπιπλο που φιλοξενούσε ένα πλήρες ψηφιακό σύστημα για αναπαραγωγή ήχου και εικόνας, ένα μεγάλο γραφείο με ένα βοηθητικό που φιλοξενούσε έναν υπολογιστή, και δυο πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο.
Ο άνδρας που καθόταν στο γραφείο ήταν συνηθισμένος σε αυτήν την πολυτέλεια, όπως ήταν συνηθισμένος και στη δύναμη. Καθισμένος στην αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα παρακολουθούσε με προσοχή τα λόγια του άλλου άνδρα που στεκόταν μπροστά του.
-Είχαμε κάτι ενδιαφέρον, είπε ο άλλος. Οι κάμερες ασφαλείας της τράπεζας έπιασαν μια συμπλοκή ανάμεσα σε αστέγους και την αστυνομία. Ένας είχε ένα σπαθί.
-Σπαθί; είπε με ενδιαφέρον ο καθισμένος και έγειρε μπροστά. Ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Το βλέμμα του όμοιο με αρπακτικού που φιξάρει το θύμα του έφερνε ρίγος σε όποιον τολμούσε να τον αντικρίσει κατάματα.
-Μάλιστα, είχατε πει να έχουμε το νου μας για κάτι τέτοιο. Ελέγξαμε την φωτογραφία με το φασματοσκόπιο. Το όπλο αυτό δεν είναι φτιαγμένο με κάποιο γνωστό μέταλλο.
-Φυσικά και δεν είναι, είπε ο άνδρας. Τον έχει η αστυνομία;
-Απέδρασε.
Ο άνδρας έγειρε πάλι πίσω και το πρόσωπό του χάθηκε στη σκιά καθώς το γραφείο ήταν βυθισμένο στο ημίφως. Ο άλλος περίμενε υπομονετικά την άδεια να φύγει.
-Που έγινε αυτό;
-Στο κέντρο. Η αστυνομία τον έχασε.
-Εκεί μπορεί να κρυφτεί μια χαρά ανάμεσα στους αστέγους και τους μετανάστες παράνομους ή μη. Δεν θα μπορεί να τον βρει κανείς. Πρέπει να βρω τρόπο να τον τραβήξω εκεί που θα είναι εύκολο να πιαστεί.
-Ίσως υπάρχει ένας τρόπος, όχι να τον τραβήξουμε έξω αλλά να τον κάνουμε υψηλή πρωτεραιότητα για την αστυνομία.
-Μπα; Πως;
-Πριν λίγες ώρες βρέθηκε νεκρός ένας προαγωγός με το σωματοφύλακά του, δεν τους σκότωσε αυτός. Όποιος το έκανε το έκανε με γυμνά χέρια. Θα το φορτώσουμε σε αυτόν, η αστυνομία θα θέλει τότε να τον βρει.
-Όχι, δεν θέλω να εμπλακεί η αστυνομία, όχι πριν τη θέσω υπό τον έλεγχό μου. Θα το αναλάβουν οι δικοί μας.
-Εντάξει αφεντικό.
Ο καθισμένος άνδρας τον απέπεμψε με ένα νεύμα και έμεινε μόνος να σκέφτεται. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Καθώς το γραφείο βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο του πλέον νεόδμητου και ψηλού ουρανοξύστη της πολής γνωστού και ως πύργου της Umargo από το όνομα της εταιρίας στην οποία ανήκε, είχε μια απλόχερη θέα σε μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης. Εκείνος όμως δεν έβλεπε ένα πανόραμα της αλλά έναν κόσμο έτοιμο να τον κατακτήσει. Γιατί εκείνος δεν ήταν ένας συνηθισμένος επιχειρηματίας, ούτε κανένας από εκείνους που είχαν δει τα θεμέλια του κτιρίου είχε ξαναδεί το φως της ημέρας.
Ο Ροβέρτος αποφάσισε πως έπρεπε να βρει ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα, έπρεπε να ξεκουραστεί και να σκεφθεί τις επόμενες κινήσεις του. Σταμάτησε στην πόρτα ενός απόμερου ξενοδοχείου. Δεν φαινόταν να τον παρακολουθεί κανείς ή να τραβάει ανεπιθύμητη προσοχή. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως την γυάλινη πόρτα και την έσπρωξε για να μπει. Στον πάγκο της υποδοχής βρισκόταν ένας σωματώδης άνδρας με ξυρισμένο κρανίο. Ο Ροβέρτος τον πλησίασε και ζήτησε ένα δωμάτιο. Ο άλλος τον κοίταξε σαν να είχε ζητήσει κάτι αλλόκοτο.
-Μόνος σου; είπε τελικά. Ή είπες να βρεις παρέα εδώ;
-Όχι ευχαριστώ, είπε ο Ροβέρτος. Απλά θέλω ένα δωμάτιο για τη νύχτα.
-Σαράντα ευρώ, είπε ο άλλος ξινισμένα.
-Ευρώ είναι προφανώς το νόμισμά σας, είπε ο Ροβέρτος. Που μπορώ να αλλάξω χρυσό με αυτά τα νομίσματα;
-Χρυσό;
Ο Ροβέρτος έδωσε στον άνδρα ένα χρυσό νόμισμα σαν αυτό που είχε δώσει στη Γιαρμίλα λίγες ώρες νωρίτερα. Εκείνος το κοίταξε και μετά το επέστρεψε λέγοντας:
-Θα σου βρω κάποιον.
Έδωσε στον Ροβέρτο ένα κλειδί και είπε:
-Δωμάτιο εννιά στον πρώτο.
Ο Ροβέρτος ένευσε και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για το δωματιό του. Ο άνδρας στην υποδοχή περίμενε να σιγουρευτεί ότι δεν τον άκουγε και μετά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε βιαστικά ένα νούμερο.
-Έλα εδώ, είπε όταν του απάντησαν, και φέρε και τα παιδιά. Σας έχω μια δουλειά.
Ο Ροδόλφος της Ασόν καβάλησε με μια σβέλτη κίνηση το άλογό του. Φορούσε ακόμα τα μαύρα ρούχα που φορούσε οδεύοντας προς την εκτέλεση αλλά τώρα φορούσε επιπλέον έναν ελαφρύ θώρακα και έναν μαύρο μανδύα. Είχε οπλιστεί με ένα εγχειρίδιο περασμένο στη μέση του και ένα σπαθί που κρεμόταν στο πλευρό του. Ώθησε, με ένα απαλό χτύπημα του γαντοφορεμένου χεριού του στο λαιμό, το άλογο να πλησιάσει την ομάδα των Ιπποτών που ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τον Μπαγκράς. Από εκείνους δεν γνώριζε κανέναν, πιο πολύ γνώριζε τον Ροβέρτο της Αβέρν που είχε τόσο θαρραλέα βουτήξει στο αβυσσαλέο σκοτάδι για να βοηθήσει τον φίλο του. Πλησίασε ωστόσο και είπε:
-Υποθέτω ότι θα καταδιώξετε τον μάγο.
-Ναι, είπε εκείνος που ο Ροβέρτος είχε φωνάξει Μάικ. Οι περισσότεροι από' μας θα πάνε βόρεια στη Νύλια για να τραβήξουν την προσοχή του μάγου με μια επίθεση στα στρατεύματά του που βρίσκονται εκεί. Εμείς όμως θα πάμε στο Λόου Κόουβ για να βρούμε ένα μέσο να μας περάσει στο νησί του Αλκιμάρ. Εκεί στο καταραμένο κάστρο έχει καταφύγει ο Μπαγκράς.
-Θα έρθω μαζί σας, είπε ο Ροδόλφος.
-Το περίμενα αυτό, είμαι ο Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Σάιμον του Θαλ, Αλεξάντερ και Ίθαν του Ζίριον, και ο Γκίντεον Νεμίνιον.
Ο Σάιμον του Θαλ ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άνδρας, από την ομάδα των Ιπποτών ήταν ο μόνος που είχε φορέσει κανονική πανοπλία μάχης. Ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν φαίνονταν με την πρώτη ματιά πως ήταν αδέρφια και μάλιστα δίδυμα, τα ίδια γαλανά μάτια, το ίδιο εξεταστικό βλέμμα, οι ίδιες κινήσεις. Ο Γκίντεον είχε ένα παρουσιαστικό που θα ταίριαζε καλύτερα σε λόγιο παρά σε πολεμιστή, Ήταν ένας ήρεμος άνδρας με ήσυχους και μετρημένους τρόπους.
Και οι πέντε Ιππότες ήταν ανεβασμένοι στη σέλα έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ήρθε κοντά τους ο Ροδόλφος έτσι αμέσως μετά τις συστάσεις που έκανε ο Μάικ προχώρησαν προς την πύλη της πόλης. Μόλις την πέρασαν ξεχύθηκαν σε καλπασμό. Το Λόου Κόουβ ήταν μιας βδομάδας ταξίδι μακριά.
| |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Δευ Αυγ 30, 2010 11:54 pm | |
| Κεφάλαιο Δεύτερο
-Κάνε στην άκρη ονειροπαρμένη. Η Λίζα παραμέρισε γρήγορα για να περάσουν τα τρία κορίτσια που έρχονταν πίσω της στο σχολικό διάδρόμο. Η μεσαία ήταν που την είχε προσβάλλει και τώρα χαμογελούσε με κάποιο σχόλιο των δυο άλλων. Η Λίζα δεν ήξερε τι σχόλιο είχαν κάνει αλλά είχε τη δυσάρεστη αίσθηση πως ήταν εις βάρος της, όχι ότι θα ήταν η πρώτη φορά. Από τότε που είχε αλλάξει σχολείο ήταν καθημερινό φαινόμενο οι δήθεν καλοσυνάτες παρατηρήσεις, τα σχόλια και οι ειρωνείες. Η Μαριάννα και οι φίλες της είχαν βρει στο πρόσωπό της ένα εύκολο θύμα. Δεν ήταν η μοναδική, η Μαριάννα και οι ακόλουθές της συνήθιζαν να εκμηδενίζουν με αδυσώπητο ψυχολογικό πόλεμο τα άτομα που δεν ανήκαν στην κλίκα τους και τα οποία για κάποιο λόγο αντιπαθούσαν. Μπήκε στην τάξη της και κάθισε στο θρανίο της αποφεύγοντας να κοιτάξει την Μαριάννα ή την παρέα της. Η Μαρκέλλα, η στενότερη φίλη της Μαριάννας, έκανε ένα σχόλιο “ τέτοια φορέματα δεν φοράνε ούτε οι υπηρέτριες σπίτι μου” που έκανε τις υπόλοιπες να γελάσουν. Η Λίζα έκανε πως δεν άκουσε το μειωτικό σχόλιο. Την πλήγωνε να της φέρονται έτσι αλλά δεν είχε νόημα να αντιδράσει θα κατάφερνε απλά να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει όταν είχε πρωτοέρθει στο σχολείο και είχε αντιδράσει στην κακεντρέχεια της Μαριάννας. Έδιωξε βιαστικά τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν υπήρχε λύση σε αυτό το πρόβλημα και το ήξερε. Ας συγκεντωνόταν στο μάθημα που τώρα θα άρχιζε, για αυτόν τον λόγο ήταν εδώ εξ' άλλου. Η καθηγήτρια που δίδασκε κοινωνιολογία ήταν μια πενηντάρα γυναίκα, ξερακιανή με αυστηρό παρουσιαστικό. Ο τρόπος που δίδασκε ήταν μονότονος και βαρετός, χρειαζόταν κανείς ατσάλινη πειθαρχία για να μπορεί να παρακολουθήσει την παράδοση του μαθήματος από' κεινη. Η Λίζα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να το κάνει αλλά στάθηκε αδύνατον όπως και άλλες φορές στο παρελθόν. Οι σκέψεις της απομακρύνθηκαν από το μάθημα, από τις δυσκολίες που η καθημερινή ζωή της όρθωνε μπροστά της, και ταξίδεψαν σε μαγευτικά τοπία και όμορφες πόλεις μιας άλλης εποχής που είχε δει στα όνειρά της. Ανέκαθεν τα είχε αυτά τα όνειρα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της τα έβλεπε αυτά. Όσο μεγάλωνε γίνονταν και εκείνα εκτενέστερα και πιο λεπτομερή. Είχε δει εφιάλτες αλλά και υπέροχα παραμυθένια όνειρα. Αυτά τα δεύτερα αποτελούσαν το καταφύγιό της πολλές φορές. Δεν ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν σε ψεύτικες παρηγοριές και ψευδαισθήσεις αλλά η ζωή μερικές φορές εναπέθετε στους ώμους της βάρη δυσβάστακτα για τα δεκαεπτά της χρόνια. Σ' εκείνες τις δύσκολες ώρες σκεφτόταν τα όνειρα αυτά που είχε δει, τα μαγευτικά τοπία, τις παραμυθένιες πολιτείες και τα επιβλητικά κάστρα. -Ίσως η δεσποινίς Ιακώβου μπορεί να μας εξηγήσει τις διαφορές, είπε η καθηγήτρια με την στριγγή φωνή της. Η Λίζα τινάκτηκε, είχε και πάλι παρασυρθεί στις σκέψεις της και είχε ξεχάσει την πεζή πραγματικότητα. Τώρα θα πλήρωνε αυτήν την απόδρασή της μιας και δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε η καθηγήτρια. Κοιταξε βιαστικά γύρω για μια βοήθεια, μια ένδειξη για το τι περίμενε η Λάμπρου από' κεινη αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν χαιρέκακα χαμόγελα και ειρωνικές ματιές ή αδιάφορα στην καλύτερη περίπτωση πρόσωπα. Τι θα έκανε; Η Λάμπρου ήταν φειδωλή με τους βαθμούς που έβαζε και στην ίδια έδειχνε κάθε αυστηρότητα που μπορούσε, θα άρπαζε την ευκαιρία να της μειώσει το βαθμό στο τετράμηνο. Πανικός άρχισε να την κυριεύει. “Τι θα κάνω τώρα;” σκέφθηκε ενώ ένα κακό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη της καθηγήτριας και με την άκρη του ματιού της είδε τη Μαρκέλλα να χαμογελάει και να ψιθυρίζει κάτι στη Μαριάννα. -Οι διαφορές είναι οι εξής, άρχισε να λέει σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο αν και δεν είχε ιδέα τι θα έλεγε μετά. Δεν είχε την ευκαιρία να συνεχίσει την απέλπιδα προσπάθειά της. Ένα περίεργο τρίξιμο ακούστηκε, τα καρφιά που συγκρατούσαν τον πίνακα στον τοίχο τινάκτηκαν από τις οπές τους σαν βαλβίδες σε καζάνι υπό πίεση. Ο πίνακας έπεσε στο πάτωμα με έναν κρότο ικανό να ξυπνήσει άνθρωπο στο επόμενο τετράγωνο και η καθηγήτρια ούρλιαξε: -Σεισμός! Όλοι έξω. Έδωσε η ίδια το παράδειγμα ορμώντας στη πόρτα αντίθετα με οτιδήποτε είχαν διδαχθεί στα μαθήματα προστασίας για τέτοιες περιπτώσεις. Η Λίζα κάθισε στη θέση της έκπληκτη με αυτό που είχε συμβεί, είχε γλιτώσει με μια σύμπτωση που δεν θα μπορούσε να περιμένει ότι θα συμβεί ούτε μια στο εκατομμύριο.
Δεν ήταν όμως σύμπτωση. Και δεν θα αργούσε πολύ να το μάθει.
Ο Ροβέρτος δεν είχε κοιμηθεί, είχε ξαπλώσει λίγο και είχε ξεκουραστεί αλλά είχε περάσει τη νύχτα του σκεπτόμενος κυρίως τις επόμενες κινήσεις του σε αυτήν την αχανή πόλη για να βρει τον φίλο του. Δεν μπορούσε να τον αισθανθεί, κάτι που θα είχε λύσει πολύ εύκολα το πρόβλημα. Δεν είχε ίχνη να ακολουθήσει, θα έπρεπε να συνεχίσει να ψάχνει για κάποιον που είχε δει τον Ραμίρ. Αλλά πόσο χρόνο θα απαιτούσε αυτό; Και αν είχε κάποιος δει τον Ραμίρ πόσο πριν θα είχε γίνει αυτό; Θα ήταν ακόμη δυνατό να ακολουθήσει τη διαδρομή του και να τον βρει; Θα ήταν αργά; Θα είχαν χαθεί τα ίχνη; Ακόμα περισσότερο από που θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση; Κατάφερε να απαντήσει το τελευταίο ερώτημα αν και απαίτησε προσπάθεια ο εντοπισμός του σημείου. Ήταν λογικό να ξεκινήσει την αναζήτηση από το σημείο που είχε εισέλθει ο Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Επίσης ήταν λογικό να ψάξει μέρα αλλά και νύχτα μιας και οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο δρόμο τη μια ίσως να μην ήταν την άλλη. Θα ήταν και πάλι δύσκολο αλλά ήξερε από να αρχίσει. Το σημείο που ο Ραμίρ πρωτοπάτησε στον κόσμο αυτό ήταν σημείο όπου είχε ασκηθεί ισχυρή μαγεία και μια τέτοια άφηνε πάντα ίχνη που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από κάποιον προικισμένο ακόμα και αν δεν ήταν μάγος. Θα μπορούσε να το βρει. Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν το μέγεθος της αχανούς πόλης αλλά τελικά το κατάφερε, προσδιόρισε το μέρος που είχε πρωτοβρεθεί ο Ραμίρ. Ήταν έτοιμος να αφήσει το δωμάτιο όταν το ένιωσε, μια αίσθηση σαν κάτι στην αίσθηση του σύμπαντος να είχα αλλάξει, σαν μια σταθερή συνιστώσα να είχε μεταβληθεί. Η αίσθηση τον γέμισε ολόκληρο για μια στιγμή και ο Ροβέρτος ευχήθηκε να είχε μαζί του τον Μάικ ή τον Γκίντεον. Θα ήξεραν να του πουν τι συμβαίνει. Τις σκέψεις του διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. -Ναι, είπε ο Ροβέρτος ενώ φρόντιζε να κρύβει ο μανδύας τα σπαθιά του αλλά να μην τον εμποδίζει να τα τραβήξει αν χρειαζόταν. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε να αντικρίζει την κάνη ενός πιστολιού.
Αντίθετα με τα όσα είχαν προηγηθεί την πρώτη του νύχτα σε αυτόν τον νέο κόσμο που είχε βρεθεί, το ξύπνημα του ήταν από τα πιο όμορφα που είχε ποτέ. Ξύπνησε ακούγοντας την Γιαρμίλα να τραγουδάει, είχε μια πολύ απαλή φωνή και το τραγούδι της ήταν τρυφερό και γεμάτο συναίσθημα αν και ο Ραμίρ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα. Άνοιξε τα μάτια του για να αντικρίσει την Γιαρμίλα να τραγουδάει στην Κάτκα που την κοίταζε από την κούνια της ενώ κουνιόταν στο ρυθμό της μελωδίας. Ανακάθισε και η κοπέλα στράφηκε προς αυτόν. - Σε ξύπνησα, με συγχωρείς. -Δεν πειράζει, είπε ο Ιππότης. Πρέπει να έχει ξημερώσει. -Από αρκετή ώρα. Ήσουν κουρασμένος ε; -Υποθέτω. Τραγουδάς όμορφα. -Ευχαριστώ, είπε η Γιαρμίλα και χαμογέλασε, ήταν ένα τραγούδι που μου έλεγε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή. Τώρα εγώ το λέω στην Κάτκα και ίσως μια μέρα εκέινη να το πει στα δικά της παιδιά. Εγώ δεν θα αποκτήσω δικά μου, πρόσθεσε και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της. -Γιατί όχι; απάντησε ο Ραμίρ, ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον. -Πολύ ευγενικό κ μέρους σου, αλλά πως θα μπορούσα να φέρω παιδιά στον κόσμο; Για να ζήσουν αυτήν την ζωή; Δεν κατάλαβες με ποιο τρόπο επιβιώνω; Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να απαντήσει τίποτα. Στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο ακούστηκαν ποδοβολητά. Και υπήρχε μόνο ένα μέρος που αυτοί οι άνδρες μπορεί να κατευθύνονταν.
Ο Μάικ τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του κάνοντάς το να σταματήσει. Έκλεισε τα μάτια του και ψέλλισε κάτι που ο Ροδόλφος δεν κατάλαβε αλλά φάνηκε οικείο στον Γκίντεον Νεμίνιον. Ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης στράφηκε προς εκείνον ακριβώς και είπε: -Το ένιωσες και' συ, έτσι; -Ναι. -Είναι δυνατόν; Η πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες. -Μάλλον έπρεπε να πεις καιρός ήταν, είπε ο Γκίντεον. -Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βιαστούμε, είπε ο Μάικ, πριν ο Μπαγκράς ή κάποιος άλλος απ' αυτούς την αντιληφθεί. Ο Ροβέρτος κοίταξε τον άνδρα που τον σημάδευε με το πιστόλι, ήταν ο ίδιος που το προηγούμενο βράδυ ήταν στην υποδοχή. Πισωπάτησε και ο άνδρας μπήκε στο δωμάτιο ακολουθούμενος από άλλους τρεις. Ο Ιππότης δεν έδειξε φόβο ή ταραχή, ούτε καν έκπληξη. Δεν το περίμενε αλλά το να το δείξει θα αποτελούσε θανάσιμο λάθος. Παρατήρησε τους αντιπάλους του, έδειχναν σίγουροι ότι ήταν κύριοι της καταστάσεως και ότι τον είχαν στο χέρι. -Που είναι το χρυσάφι; είπε ο ένας από τους άνδρες. Ο Ροβέρτος έβαλε το χέρι μέσα στο μανδύα του και ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι ύψωσε το όπλο του. -Αργά, είπε, αλλιώς μπορεί η επόμενη κίνησή σου να είναι και η τελευταία που θα κάνεις. Ο Ροβέρτος του έτεινε το πουγκί του αλλά ο κακοποιός έδειξε το πάτωμα με την παλιά φθαρμένη μοκέτα. Ο Ιππότης το έριξε κάτω, παρά την μοκέτα έκανε αρκετό θόρυβο. Οι τέσσερεις άνδρες κοιτάκτηκαν και ο ένας έσπευσε να το μαζέψει και να το ανοίξει ανυπόμονα. Τα χρυσά νομίσματα που κύλισαν στην απλωμένη παλάμη του έκαναν τα μάτια του να λάμψουν από απληστία. -Πιάσαμε την καλή, είπε. Τι νομίσματα, είναι αυτά; -Υπάρχουν κι άλλα; Που ήταν κρυμμένα; είπε ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι θεωρώντας ότι ήταν παλιά μέρος κάποιου θησαυρού. Τι γράφουν; ρώτησε το συνεργό του. -Δεν ξέρω, κάτι σε ξενη γλώσσα αφεντικό. -Δώσε να δω, είπε το “αφεντικό” και στράφηκε προς τα πίσω δίνοντας στο Ροβέρτο την ευκαιρία που ζητούσε. Με την ταχύτητα που χρόνια εκπαίδευσης και πείρας του είχαν χαρίσει τράβηξε τα όπλα του. Τα δυο σπαθιά διέγραψαν δυο ματωμένες τροχιές σκοτώνοντας τον άνδρα με το ξυρισμένο κεφάλι και εκείνον που είχε στα χέρια του το πουγκί που έπεσε στο πάτωμα σκορπώντας προς κάθε κατεύθυνση χρυσα καλογυαλισμένα νομίσματα. Ο αιφνιδιασμός ήταν τόσο απόλυτος που οι άλλοι δυο κακοποιοί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν καθόλου. Δυο ακόμη χτυπήματα και ο Ροβέρτος ήταν ο μόνος που στεκόταν στο δωμάτιο. Με γρήγορες κινήσεις μάζεψε τα νομίσματα που είχαν σκορπιστεί στο δάπεδο. Δεν ήταν η αξία τους που τον ένοιαζε, δεν ήθελε να αφήσει ίχνη. Σύντομα ήταν έτοιμος να αφήσει και πάλι το δωμάτιο με το πουγκί πίσω στη ζώνη του και τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από τον μανδύα του. Στο δρόμο διαπστωσε ότι δεν τραβούσε την προσοχή ιδιαίτερα. Δεν έβρεχε αλλά ο αέρας ήταν παγωμένος και οι λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους κυκλοφορούσαν κουκουλωμένοι ώστε ο μανδύας του να μην φαίνεται αταίριαστος ειδικά αφού ο Ροβέρτος δεν φορούσε την κουκούλα του. Ο Ιππότης κατευθύνθηκε προς το σημείο όπο μπορούσε ακόμα να αισθανθεί τα ίχνη της μαγείας του Μπαγκράς που είχε στείλει τον φίλο του σε αυτόν τον περίεργο κόσμο.
Η νύχτα άρχισε να απλώνει τα πέπλα της στον κόσμο και οι πέντε Ιππότες με τον Ροδόλφο της Ασόν συνέχιζαν να καλπάζουν. Είχαν καλύψει μια αρκετά μεγάλη απόσταση αφού δεν είχαν σταματήσει παρά για να ξεκουράσουν τα άλογά τους. Οι πέντε Ιππότες δεν έδειχναν να κουράζονται, ο Ροδόλφος ήξερε πως η εκπαίδευση και οι δυνάμεις που ανέπτυσσαν τους επέτρεπαν να αντέχουν σε αρκετές κακουχίες. Ο ίδιος είχε εξαντληθεί, δεν ήταν λίγα όσα είχε ζήσει σε αυτήν την ημέρα, αλλά η αγάπη του για τη Φιντέλια και η απόφαση να μην την εγκαταλείψει τον κρατούσε ακόμα όρθιο στη σέλα. Λίγα λόγια είχαν ανταλλάξει στο ταξίδι τους αυτό, κυρίως για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν και το τι πιθανόν τους περίμενε στο καταραμένο νησί του Αλκιμάρ. Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε άρχισαν να ψάχνουν για ένα κατάλληλο σημείο όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα τους. Ήταν ο Αλεξάντερ του Ζίριον που το εντόπισε. Λίγο έξω από τον δρόμο βρισκόταν ένα σύμπλεγμα βράχων που ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν. Προχώρησαν ως εκεί και ανακάλυψαν ότι είχε δίκιο. Τα βράχια θα τους προστάτευαν αρκετά από τα στοιχεία της φύσεως αλλά και θα είχαν την δυνατότητα άμυνας σε περίπτωση επίθεσης. Ξεπέζεψαν και άφησαν τα άλογά τους να βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι αφού τα απάλλαξαν από την ιπποσκευή τους. Μιας και δεν βρίσκονταν σε εχθρική περιοχή άναψαν φωτιά. Δείπνησαν με τρόφιμα από τις προμήθειες που είχαν μαζί τους και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Οι πέντε Ιππότες μοιράστηκαν μεταξύ τους τις ώρες της νύχτας που θα φυλούσαν σκοπιά αφήνοντας τον Ροδόλφο να ξεκουραστεί. Ο Μάικ πήρε την πρώτη βάρδια. Στάθηκε σε μια άκρη μακριά από τη φωτιά για να μην είναι αντιληπτή η παρουσία του από οποιονδήποτε θα πλησίαζε κακόβουλα το μικρό καταυλισμό τους. Τυλιγμένος στο μανδύα του κοίταζε τα άστρα και σκεφτόταν αν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την αντίδραση του Μπαγκράς κάνοντας κάτι που θα σταματούσε τον μάγο από το να στείλει τον Ραμίρ σε έναν άλλο κόσμο και να απαγάγει τη Φιντέλια για την οποία ανησυχούσε πολύ περισσότερο. Ο Ραμίρ δεν έπαυε να είναι Ιππότης και ο Ροβέρτος θα έκανε τα πάντα για να τον βρει, η κοπέλα ήταν ανυπεράσπιστη. Τα άλογα χλιμίντρισαν ανήσυχα και ο Μάικ συνοφρυώθηκε. Τι τα είχε τρομάξει; Μια βαριά μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του. Την ήξερε πολύ καλα, αγριόλυκοι. -Στα όπλα! φώναξε. Μια βαρβαρική πολεμική κραυγή ήταν η απάντηση.
Τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν και μετά σταμάτησαν έξω από την πόρτα του μικρού διαμερίσματος. Σιωπή, όπως αυτή πριν από την καταιγίδα, επικράτησε. Ο Ραμίρ στράφηκε στην Γιαρμίλα και της είπε γρήγορα αλλά με ήρεμη φωνή: -Πάρε την Κάτκα και κρατηθήτε μακριά. Η κοπέλα πήρε τη μικρή αδερφή της και τραβήκτηκαν πίσω πίσω κοντά στην πόρτα του μπάνιου. Ο Ραμίρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του αποφασιστικά και στάθηκε στην εξώπορτα. Η σκέψη του ήτα κρυστάλλινα διαυγής και ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Η πόρτα τινάκτηκε στο πλάι με έναν εκκωφαντικό κρότο και μια ομάδα ανδρών όρμησε μέσα. Ο Ραμίρ κινήθηκε να τους αντιμετωπίσει.
| |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Πεμ Σεπ 02, 2010 10:52 pm | |
| Ήταν πέντε άνδρες, ο καθένας ψηλός και σωματώδης σαν παλαιστής των βαρέων βαρών, κάτι που δεν αποκλείεται να ήταν, και οπλισμένοι με πιστόλια που έμοιαζαν παιδικά παιχνίδια στα τεράστια χέρια τους. Ο Ραμίρ ακολουθώντας το ένστικτό του επιτέθηκε πριν περάσουν την πόρτα εκμεταλευόμενος το γεγονός ότι η στενότητα του χωρου περιόριζε την κίνηση των αντιπάλων του προσφέροντάς του πλεονέκτημα. Κατέβασε τη σπάθα του στον πρώτο τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Ενώ εκείνος σωριαζόταν στο δάπεδο με ένα ουρλιακτό, που τρόμαξε την Κάτκα τόσο ώστε να αρχίσει να κλαίει γοερά, ο Ραμίρ επιτιθόταν στον δεύτερο άνδρα που ήταν γρήγορος στο να παραμερίσει χαρίζοντας στον έναν από τους συντρόφους του γρήγορο θάνατο στην άκρη της λεπίδας του Ιππότη. Ο Ραμίρ έκανε πίσω για να αντιμετωπίσει αυτόν τον άνδρα αλλά εκείνος είχε προλάβει να υψώσει το όπλο του. Ο πυροβολισμός ακούστηκε εκκωφαντικός στον κλειστό χώρο και η σφαίρα πέρασε κοντά στο μάγουλο του, τόσο ώστε να νιώσει τη θερμότητα που εξέπεμπε να αφήνει το σημάδι της στο μάγουλό του. Η Γιαρμίλα ούρλιαξε αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει να δει. Χτύπησε τον άνδρα με τον αγκώνα του και τον έκανε να ρίξει το όπλο αλλά δεν ήταν σε θέση να τον εξουδετερώσει. Χτύπησε με τη σπάθα του εξοντώνοντας τον τρίτο από τους αντιπάλους του αλλά δεν πρόλαβε να τραβηκτεί πίσω και ο άνδρας που είχε αφοπλίσει τον άρπαξε στην ατσάλινη μεγγένη των χεριών του. Ο Ραμίρ βόγγηξε από πόνο και η σπάθα έπεσε από το χέρι του. Ο πέμπτος από τους αντιπάλους του όρμηξε μπροστά να τον αποτελειώσει αλλά ο Ιππότης δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη. Στηρίκτηκε στον άνδρα που τον είχε αρπάξει στα χέρια του και κλώτσησε και με τα δυο πόδια τον άλλο. Τον πέτυχε στο στήθος και τον τίναξε πίσω, εκείνος σκόνταψε στα πεσμένα σώματα και βρέθηκε στο δάπεδο. Αλλά ο τελευταίος είχε καταφέρει να κλείσει τη λαβή του γύρω από το σώμα του και τον συνέθλιβε. Η μυική δύναμη του άλλου ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αντιδράσει καθώς τον έσφιγγε εμποδίζοντας και την αναπνοή του. Ένας δεύτερος πυροβολισμός ακούστηκε και ο άνδρας κλονίστηκε σαν δένδρο που το χτύπησε κεραυνός. Ο Ραμίρ ένιωσε το θανάσιμο σφίξιμο να χαλαρώνει και μετά να παύει καθώς ο αντίπάλός του τον άφησε και πισωπάτησε. Σωριάστηκε στο δάπεδο με μια τεράστια πληγή στην πλάτη και μια έκφραση υπέρτατης απορίας σαν να μην περίμενε ότι μπορούσε να συμβεί αυτό σε' κεινον. Ο Ραμίρ είδε τη Γιαρμίλα με ένα όπλο – που προφανώς είχε πάρει από το δάπεδο από κάποιον από τους άνδρες που ο Ραμίρ είχε σκοτώσει – να κοιτάζει τον νεκρό. Άφησε το πιστόλι να πέσει στο έδαφος και η ίδια κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Ήταν χλωμή και έτρεμε. Ο Ραμίρ πήγε κοντά της. -Είχα ξαναδεί θανάτους αλλά πρώτη φορά σκότωσα κάποιον, είπε η κοπέλα. -Ευχαριστώ, είπε ο Ραμίρ. Θα είχα ίσως πεθάνει αν δεν ήσουν εσύ. -Στο χρωστούσα, είπε η κοπέλα, αν με απέλαυναν τι θα γινόταν η Κάτκα μόνη της εδώ; -Δεν ξέρω αλλά δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, είπε ο Ραμίρ. Πρέπει να φύγω. Αυτοί οι άνδρες ήρθαν για' μενα. -Θα φύγουμε μαζί. Ο Ραμίρ στράφηκε και την κοίταξε. -Δεν χρειάζεται να κινδυνεύσεις, είπε, αρκεί να πεις στις αρχές ότι έγινες μάρτυρας μιας συμπλοκής. -Δεν έχω χαρτιά, είπε η κοπέλα. Θα συλληφθώ και θα απελαθώ στην καλύτερη περίπτωση. Θα έρθω μαζί σου αν.... αν δεν είμαι βάρος. Δεν με νοιάζει αν θα κινδυνεύσω. -Εντάξει, έλα, ήταν η απάντηση του Ραμίρ, αν και δεν ξέρω και' γω που να πάω ή τι να κάνω. Ούτε τι θέλουν από' μενα αυτοί οι άνδρες. Η Γιαρμίλα σηκώθηκε και μάζεψε μερικά ρούχα για να ντυθεί, κάτι που έκανε στο μπάνιο, και μετά άρχισε να μαζεύει με γρήγορες κινήσεις ρούχα και κάποια πράγματα σε ένα σακίδιο. Από μια τρύπα του τοίχου όπου περνούσε ένας σωλήνας έβγαλε ένα προσεκτικά διπλωμένο ματσάκι χαρτονομισμάτων. Το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της και στράφηκε στον Ραμίρ. -Είμαι έτοιμη. Πήρε την Κάτκα αγκαλιά και ακολούθησε τον Ιππότη στη σκάλα που τους έφερε στο ρημαγμένο ισόγειο, η κατάστασή του φαινόταν ακόμα περισσότερο στο φως της ημέρας. Βγήκαν στο δρόμο, το στενό ήταν άδειο και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω πέρα από ένα ψωραλέο, λιπόσαρκο σκυλί. Προχώρησαν προς τον κεντρικό δρόμο. Είχαν φτάσει μόλις στον μεγαλύτερο δρόμο όταν ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Ο Ραμίρ τινάκτηκε καθώς η σφαίρα τον έβρισκε ψηλά στην ωμοπλάτη.
Η Λίζα ήταν καθισμένη στη θέση της και κοιτούσε την καθηγήτρια που τους έκανε Γαλλικά. Η Μπλανς συγκέντρωνε τα βλέμματα της τάξης αν και όχι για το μάθημα που έκανε. Τα αγόρια την παρακολουθούσαν γιατί ήταν μια πολύ ελκυστική γυναίκα και τα κορίτσια γιατί ντυνόταν πάντα σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Η συζήτηση ξέφευγε σε πολλές περιπτώσεις σε τέτοια θέματα και το μάθημα ξεχνιόταν. Τη Λίζα δεν την πείραζε όμως, αυτή τη στιγμή ήταν ευπρόσδεκτη η ευκαιρία να χαθεί στις σκέψεις της χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλει προσπάθεια να παρακολουθεί κάποιο μάθημα. Άκουσε τη Μαριάννα να λέει κάτι για κάποιο μοντέλο ή κάτι τέτοιο αλλά δεν την απασχόλησε. Το μυαλό της γύρισε στο περιστατικό της προηγούμενης ώρας, για πρώτη φορά είχε σταθεί τόσο τυχερή, εξωφρενικά τυχερή. Συνειδητοποιούσε ότι κλάσματα του δευτερολέπτου πριν συμβεί το απίστευτο γεγονός είχε ασυνείδητα παρακαλέσει για κάτι, οτιδήποτε, που θα την έσωζε. Και είχε συμβεί. Ήταν τόσο δύσκολο να το δεχθεί. Ένα χτύπημα στο κεφάλι με κάτι βαρύ, ένα βιβλίο συνειδητοποίησε, την έβγαλε από τις σκέψεις της. Ήταν ο Μάνος, το ανδρικό αντίστοιχο της Μαριάννας. Ένας νεαρός άνδρας που θεωρούσε τον εαυτό του ακαταμάχητο και ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Φυσικά ήταν το αγόρι της Μαριάννας αν φυσικά κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να νιώσει κάτι τόσο τρυφερό όσο η αγάπη και δεν ήταν απλά μια σχέση βασισμένη στο συμφέρον και το σεξ. -Άντε ονειροπαρμένη, σήκω, τελείωσε η ώρα. Η Λίζα δεν μίλησε. Ο Μάνος γέλασε και με τους φίλους του προχώρησε προς την έξοδο. Η κοπέλα έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν περίμενε πως θα είχε τέτοια αντιμετώπιση όταν πρωτοήρθε στο σχολείο αλλά τώρα πια το αντίθετο θα την ξάφνιαζε. Σηκώθηκε από το θρανίο της και άρχισε να βάζει τα βιβλία της στην τσάντα της. Την κρέμασε ύστερα στον ώμο της και προχώρησε προς την έξοδο. Το σχολείο θεωρείτο, και ήταν, πρότυπο από εγκαταστάσεις και προσωπικό εως μεθόδους και αποτελέσματα. Δεν υπήρχε άλλο αντάξιό του ούτε ανάμεσα στα ιδιωτικά ούτε, πολύ περισσότερο, ανάμεσα στα κρατικά σχολεία της χώρας. Η Λίζα με όνειρό της τις φιλολογικές σπουδές είχε έρθει εδώ για να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας στις επερχόμενες εξετάσεις παρά το υπέρογκο ποσό των απαιτούμενων διδάκτρων. Δεν είχε απογοητευθεί από το σχολείο και αυτά που πρόσφερε αλλά δεν είχε ποτέ φανταστεί τη σκληρότητα που θα αντιμετώπιζε από τη Μαριάννα και τις φίλες της. Δεν υπήρχε κανένας που να την αντιμετώπιζε φιλικά μιας και εκείνοι που πιθανώς θα το ήθελαν προτιμούσαν να μην επισύρουν την οργή της Μαριάννας και της κλίκας της. Στο διάδρομο προχωρούσε αποφεύγοντας να κοιτάζει τους συμμαθητές της ή άλλους μαθητές. Προχώρησε προς την τραπεζαρία, πεινούσε πολύ μιας και δεν είχε φάει πρωινό πριν φύγει από το σπίτι της το πρωί. Προχώρησε στην ουρά για να πάρει φαγητό. Το σχολείο προσέφερε τη δυνατότητα γεύματος μιας και υπήρχαν και απογευματινά μαθήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις και για την μελέτη για την επόμενη μέρα γεγονός που σήμαινε ότι οι μαθητές έφευγαν από το σχολείο γύρω στις έξι το απόγευμα. Η Λίζα προχώρησε προς τον πάγκο για να πάρει φαγητό. Το σχολείο λειτουργούσε ένα είδος εστιατορίου με τιμές χαμηλότερες από την αγορά. Η Λίζα έβγαλε από την τσέπη της τα χρήματα που είχε για το φαγητό και τα μέτρησε προσεκτικά, μετά το βλέμμα της διέτρεξε τον πίνακα με τις τιμές αναζητώντας είδη που μπορούσε να αγοράσει. Αποφάσισε τι θα έπαιρνε, όχι ότι υπήρχαν πολλές επιλογές με τα χρήματα που είχε. Έκανε την αγορά της και πήρε το δίσκο της. Προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν συνήθως με κάποιες άλλες μαθήτριες που δεν ανήκαν σε κάποια παρέα αλλά και δεν είχαν ούτε μεταξύ τους αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις. Είχε δει ότι η Μαριάννα και οι φίλες της κάθονταν μακριά της αλλά δεν είχε προσέξει πως θα περνούσε δίπλα στο τραπέζι του Μάνου και της παρέας του. Το κατάλαβε μόνο όταν τα πόδια της μπλέκτηκαν σε ένα απλωμένο πόδι και παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε, μετά από δυο ασταθή βήματα, στα γόνατα. Ο δίσκος έφυγε από τα χέρια της σκορπώντας στο πάτωμα τα πράγματα που είχε πάρει. Γέλια ακούστηκαν και εκείνη έσκυψε το κεφάλι σε μια μάταια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της. “Γιατί; σκέφθηκε πληγωμένη, δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Γιατί την ταπείνωναν έτσι;” Δεν ήξεραν πόσο κακό της έκαναν, το ότι θα έμενε νηστική ως που να επιστρέψει σπίτι της ήταν το λιγότερο. Ο Μάνος είπε κάτι προσβλητικό και οι φίλοι του γέλασαν. Ύψωσαν τα ποτήρια τους σε μια αλαζονική πρόποση και τα τσούγκρισαν με φόρα. Τα ποτήρια τσάκιστηκαν με κρότο περιλούζοντάς τους με αφρισμένα αναψυκτικά και προκαλώντας τη γενική θυμηδία. Η Λίζα σηκώθηκε και βγήκε έξω απαρατήρητη.
Ο Ροβέρτος κοίταξε το υποτιθέμενο πάρκο με ενδιαφέρον που δεν δικαιολογείτο από το θέαμα, αν και η βροχή το είχε κάνει κάπως καλύτερο από αυτό που ο Ραμίρ είχε αντικρίσει την προηγούμενη νύχτα. Όμως ο Ιππότης ένιωθε την επέμβαση της μαγείας στην ίδια τη δομή του κόσμου, ήταν ακόμα εδώ έντονη και ρυθμική σαν το χτύπημα μιας γιγαντιαίας καρδιάς. Το σημείο αυτό ήταν όπου είχε βρεθεί ο Ραμίρ για πρώτη φορά σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση των ιχνών του. Ένιωσε και πάλι την αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη αίσθηση του κόσμου. -Αφυπνίζεται, ψιθύρισε δυσοίωνα.
| |
| | | Katerina Petrova Dark Elf
Αριθμός μηνυμάτων : 5409 Ημερομηνία εγγραφής : 14/05/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : mystic fall
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: christian ozera, damon salvatore Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Παρ Σεπ 03, 2010 4:55 am | |
| Alastar συμφωνω με την Katherine αν και ειμαι πολυ περιεργη να δω που κολαει η Λιζα στην ολη ιστορια.....!!!!!! | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Παρ Σεπ 03, 2010 3:26 pm | |
| Υπομονή λίγο μεγαλειοτάτη και θα δεις. | |
| | | Katerina Petrova Dark Elf
Αριθμός μηνυμάτων : 5409 Ημερομηνία εγγραφής : 14/05/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : mystic fall
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: christian ozera, damon salvatore Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Παρ Σεπ 03, 2010 6:15 pm | |
| ενταξει...θα κανω υπομονη,.. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 08, 2010 5:31 pm | |
| Η προειδοποιητική κραυγή του Μάικ αφύπνισε τους συντρόφους του που έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Και χρειαζόταν βοήθεια γιατί ο εχθρός είχε πλησιάσει πλέον. Ήταν μια ομάδα πολεμιστών πάνω σε αγριόλυκους, μια σίγουρη απόδειξη πως βρίσκονταν στην υπηρεσία του Μπαγκράς. Γιατί βρίσκονταν εδώ, τόσο μακριά από τα υπόλοιπα στρατεύματα του σατανικού μάγου, ήταν ένα ερώτημα που προς το παρόν έπρεπε να περιμένει. Κύκλωσαν τον μικρό καταυλισμό με τους αγριόλυκους να βρυχώνται υπόκωφα. -Για το όνομα της Λιμέρνα, βόγγηξε ο Ροδόλφος, τι είναι αυτά τα κτήνη; -Αγριόλυκοι, απάντησε ήρεμα ο Σάιμον του Θαλ. Είναι τα πιο συνηθισμένα υποζύγια των δυνάμεων του εχθρού. Κάθε αγριόλυκος μεγάλος σαν πόνι, αλλά όχι το ίδιο άκακος, έφερε έναν πολεμιστή οπλισμένο με δόρυ. Πλησίαζαν με ταχύτητα για να επιτεθούν. Οι Ιππότες και ο Ροδόλφος πήραν θέση στα ανοίγματα των βράχων, το μέρος που είχε βρει ο Αλεξάντερ του Ζίριον ήταν πολύ ευνοϊκό για τον αμυνόμενο και τους έδινε μια ελπίδα για την επερχόμενη μάχη στην οποία ο εχθρός είχε πολλαπλάσιο αριθμό. Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις, οι πρώτοι από τους εχθρούς είχαν φτάσει κοντά τους. Οι πολεμιστές αυτοί ανατρέφονταν από παιδιά παρέα με τους αγριόλυκους και εξοικειώνονταν απόλυτα με ένα από τα αγριότερα είδη στον κόσμο. Αποτελούσαν έτσι μια θανατηφόρα πολεμική μηχανή αφού πολεμούσαν μαζί αναβάτης και υποζύγιο. Επιτέθηκαν στους Ιππότες χωρίς δισταγμό αλλά εκείνοι παρέμειναν σταθερά στη θέση τους και απέκρουσαν την επίθεση. Μια άγρια λυσσώδης μάχη ξέσπασε. Οι Ιππότες πολεμούσαν με τάξη και ψυχραιμία καλύπτοντας ο ένας τον άλλο, αποκρούοντας χτυπήματα και καταφέρνοντας τα δικά τους. Αίμα άρχισε να κυλάει στους βράχους, κυρίως των εχθρών τους, και οι φωνές των τραυματισμένων ακούγονταν αρκετά μακριά. Οι κλαγγές των όπλων έσμιγαν με τα λυσσασμένα γρυλίσματα των αγριόλυκων που έβλεπαν τους Ιππότες να αφανίζουν τους συντρόφους τους αλλά οι ίδιοι να μένουν όρθιοι. Τελικά αυτή η πείσμονα αντίσταση των Ιπποτών έσπασε το νεύρο των επιτιθέμενων που τράπηκαν σε φυγή. Σαν ένας ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν έτρεξαν στα άλογά τους. Καθώς ξεχύνονταν σε καταδίωξη των εχθρών ο πρώτος φώναξε στους συντρόφους τους: -Θα σας βρούμε στο πέρασμα Φαγιάσα.
Ο Ραμίρ βόγγηξε με πόνο καθώς η σφαίρα τον χτύπησε και ένας καυτός πόνος απλώθηκε στο σώμα του. Στράφηκε με κόπο και κοίταξε πίσω, από την πολυκατοικία που βρισκόταν το σπίτι της Γιαρμίλα είχε βγει ο τελευταίος από τους άνδρες που τους είχαν επιτεθεί και ο Ραμίρ τον είχε απλά ρίξει αναίσθητο. Κρατούσε ακόμα το πιστόλι του υψωμένο. Χωρίς να δείξει ότι είχε χτυπηθεί ο Ιππότης ξεθηκάρωσε την σπάθα του και κινήθηκε προς τον αντίπαλό του που πιστεύοντας ότι τον είχε πετύχει αλλά δεν του είχε κάνει τίποτα η σφαίρα τράπηκε σε φυγή. Έστριψε στην επόμενη γωνία ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω του. Ο Ραμίρ στάθηκε, χαμήλωσε τη σπάθα του και άγγιξε με την αιχμή το έδαφος, στηρίχθηκε στο όπλο ενώ χλώμιαζε. Η Γιαρμίλα πλησίασε και είδε με ανησυχία το λευκό μανδύα του να βάφεται από το αίμα. Ο Ραμίρ θηκάρωσε τη σπάθα και έκανε να γυρίσει προς το μέρος της αλλά ένιωσε μια τρομερή αδυναμία και ζάλη να τον καταλαμβάνει. Παραπάτησε και η Γιαρμίλα έσπευσε να τον στηρίξει. -Πρέπει να βρούμε ένα καταφύγιο, ψέλλισε ο Ιππότης. -Ξέρω ένα μέρος, είπε η Γιαρμίλα. Πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του Ραμίρ για να τον στηρίξει.
Ο Ροβέρτος κατέβηκε τα σκαλιά της υπόγειας διάβασης επιφυλακτικά. Στάθηκε για μια στιγμή να συνηθίσουν τα μάτια του στο μισοσκόταδο και μετά προχώρησε. Ήταν σίγουρος ότι ο Ραμίρ είχε περάσει από' δω αν και τώρα δεν υπήρχε κανένας στη διάβαση. Προχώρησε για την άλλη άκρη αναζητώντας ίχνη του φίλου του. Μετά την έφοδο της αστυνομίας τη νύχτα δεν υπήρχαν πλέον άστεγοι αλλά δεν ήταν τελικά τόσο έρημη όσο είχε υποθέσει ο Ιππότης αρχικά. Πλησίαζε στην απέναντι έξοδο όταν δυο άνδρες βρέθηκαν μπροστά του να του κλείνουν το δρόμο. Δεν ήταν τυχαίο αλλά ο Ροβέρτος αποφάσισε να μη δείξει ότι είχε κάποια υποψία για τις προθέσεις τους. Συνέχισε να περπατάει προς την έξοδο της διάβασης έχοντας όμως ετοιμαστεί να τραβήξει τα όπλα του αμέσως μόλις θα δεχόταν επίθεση. Είχε φτάσει σε απόσταση μερικών βημάτων από τους δυο άνδρες όταν ο ένας από αυτούς είπε κοφτά: -Αυτός είναι. Τώρα. Ο Ροβέρτος αντιλήφθηκε μια κίνηση πίσω του και στράφηκεε γρήγορα για να δει έναν άνδρα με ένα ρόπαλο να επιτίθεται. Σήκωσε το ένα χέρι του και μπλόκαρε το χτύπημα ενώ με το άλλο άρπαζε τον αντίπαλό του από τα ρούχα. Τον τράβηξε μπροστά και στρεφόμενος τον έσπρωξε πάνω στους άλλους δυο άνδρες. Εκείνοι είχαν τραβήξει και οι δυο ειδικά όπλα παραλύσεως με ηλεκτρικό ρεύμα, ο σύντροφός τους που βρέθηκε ανάμεσα σε εκείνους και τον Ροβέρτο δέχθηκε μια διπλή εκκένωση που τον έκανε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Ο Ροβέρτος τον άφησε να σωριαστεί στο έδαφος ενώ περνούσε στην επίθεση. Οι δυο σπάθες του διέγραψαν δυο κοφτά τόξα αφαιρώντας δυο ζωές και επέστρεψαν στις θήκες τους. Ο Ιππότης έσκυψε πάνω από τα πτώματα, πέρα από δυο αρκετά γεμάτα πορτοφόλια και δυο πιστόλια μεγάλου διαμετρήματος δεν βρήκε παρά μόνο ένα στοιχείο, μια σκληρή κάρτα με την επιγραφή UMARGO και ένα άγνωστης προελεύσεως και χρησιμότητας ανάγλυφο στην άκρη. Αν ήταν εξοικειωμένος με αυτόν τον κόσμο στον οπόιο είχε βρεθεί θα είχε αναγνωρίσει ένα ηλεκτρονικό πάσο. Ο άνδρας που είχε δεχθεί την ηλεκτρική εκκένωση βόγγηξε καθώς άρχισε να συνέρχεται. Ο Ροβέρτος έβαλε το πάσο σε μια τσέπη του μανδύα του και μετά στράφηκε στον άνδρα. Ίσως μπορούσε να μάθει κάτι από αυτόν. | |
| | | Katerina Petrova Dark Elf
Αριθμός μηνυμάτων : 5409 Ημερομηνία εγγραφής : 14/05/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : mystic fall
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: christian ozera, damon salvatore Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 08, 2010 6:31 pm | |
| πολυ ωραιοοο | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 08, 2010 6:42 pm | |
| Χαίρομαιι που σου αρέσει. | |
| | | Katerina Petrova Dark Elf
Αριθμός μηνυμάτων : 5409 Ημερομηνία εγγραφής : 14/05/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : mystic fall
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: christian ozera, damon salvatore Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Πεμ Σεπ 09, 2010 5:05 am | |
| ωραια...γιατι ανυπομωνω να μαθω που κολαει η λιζα | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Σαβ Σεπ 11, 2010 5:08 pm | |
| Το ξημέρωμα τους βρήκε να καλπάζουν βορειοανατολικά συνεχίζοντας το ταξίδι τους. Ο Ροδόλφος και οι τρεις Ιππότες και πάλι δεν μιλούσαν καθώς ταξίδευαν. Εκείνος με το μυαλό του στην Φιντέλια και οι υπόλοιποι αναλογιζόμενοι τι τους περίμενε αν και είχαν και άλλα πράγματα να τους απασχολούν. Είχε δει τον Μάικ σε παραπάνω από μια περιπτώσεις να κλείνει τα μάτια και να συγκεντρώνεται σε κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιληφθεί ενώ ο Γκίντεον Νεμίνιον ήταν επίσης συνοφρυωμένος σαν να προσπαθούσε να βρει τη λύση σε κάποιο πρόβλημα. Συνέχιζαν να καλπάζουν παρά την αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο. Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος βοριάς και έκανε κρύο παρά την παρουσία του ήλιου στον ουρανό. Σταμάτησαν μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να μην εξοντώσουν τα άλογά τους.
Ο άνδρας βόγγηξε και προσπάθησε να ανακαθίσει αλλά σταμάτησε αισθανόμενος τον Ροβέρτο να τον πατάει στο στήθος. Ο Ιππότης κοίταξε βλοσυρά τον αιχμάλωτό του και είπε ξερά: -Ξεκίνα να μιλάς, όσο πιο πολλά πεις τόσο περισσότερο θα ζήσεις. Ο κώδικας τιμής των Ιπποτών δεν επέτρεπε την εκτέλεση ενός αιχμαλώτου που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή την κακομεταχείρισή του αλλά ο άλλος δεν το ήξερε και κοίταξε τον Ροβέρτο έντρομος. Κούνησε ωστόσο το κεφάλι του αρνητικά. Ηθελημένα αργά ο Ροβέρτος ξεθηκάρωσε τη μια σπάθα του και έτεινε την αιχμή προς τον πεσμένο αντίπαλό του. -Μίλα και θα σου χαρίσω έναν γρήγορο θάνατο. -Είσαι Ιππότης, δεν βασανίζετε τους αντιπάλους σας. Εκείνος το είπε. Ο Ροβέρτος κατάφερε να κρύψει την έκπληξή του με δυσκολία. Ποιος σε αυτόν τον κόσμο είχε αναγνωρίσει τον ίδιο σαν Ιππότη και ήξερε γι' αυτούς; -Ναι έτσι είναι, είπε απότομα, αλλά σε' σενα θα κάνω μια εξαίρεση. Ψάχνω έναν φίλο που είναι αδερφός για' μενα. Το πρωτόκολλο και οι κανόνες δεν με νοιάζουν ιδιαίτερα, κατάλαβες; Άγγιξε με τη σπάθα το λαιμό του αντιπάλου του που πάνιασε. -Εντάξει, θα μιλήσω, είπε βιαστικά. -Σοφή απόφαση, είπε ο Ροβέρτος και τράβηξε το όπλο του όπως και το πόδι του επιτρέποντας στον άλλο να ανασηκωθεί και μετά να καθίσει στο βρώμικο τσιμέντο που ήταν το δάπεδο της διάβασης. Γιατί μου στήσατε ενέδρα; -Δεν περιμέναμε εσένα. -Τότε γιατί ο ένας από τους συντρόφους σου είπε αυτός είναι; -Δεν περιμέναμε εσένα. Τον άλλο. -Τον Ραμίρ; Πως ξέρετε για τον Ραμίρ; -Ξέρει εκείνος, είπε πως τον νιώθει σαν αγκάθι στο πλευρό του. -Πως είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε ο Ροβέρτος και έκανε την επόμενη ερώτηση στον αιχμάλωτό του. Για ποιον δουλεύεις; -Για... ξεκίνησε ο άνδρας αλλά σταμάτησε απότομα. Ένα βογγητό ξέφυγε από τα χείλη του και το σώμα του τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο ένταση. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά ακούστηκε μόνο ένα φρικαλέο γουργουρητό. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα, τη μύτη και τα μάτια του και σε δευτερόλεπτα ήταν νεκρός. Ο Ροβέρτος κοιταξε το πτώμα ανήσυχος, αυτό δεν ήταν καλό. Τέτοιες δυνάμεις μπορούσαν να ανήκουν μόνο σε κάποιον που υπηρετούσε το Σκότος και αυτό με τη σειρά του σήμαινε κάτι ακόμα χειρότερο. Δεν ήταν μόνο ο ίδιος και ο Ραμίρ που είχαν ταξιδέψει σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν. Αυτό που είχε υποψιαστεί βλέποντας τις Ψυχές του Δαίμονα ήταν τελικά αλήθεια.
Η Λίζα άκουσε με ανακούφιση το κουδούνι που σήμανε την λήξη του τελευταίου μαθήματος για την μέρα. Οι συμμαθητές της ετοιμάστηκαν να βγουν αλλά εκείνη δεν βιαζόταν, όχι ότι δεν ήθελε να φύγει από το σχολείο, τίποτα άλλο δεν ήθελε περισσότερο. Δεν ήθελε όμως να βγει και μαζί τους από την τάξη. Γιατί; για να έχουν ακόμα μια ευκαιρία να τη βασανίσουν; Σηκώθηκε από τη θέση της αφού είχε απομείνει μόνη της στην τάξη. Κρέμασε την τσάντα της στον ώμο της και βγήκε. Έξω το κρύο ήταν τσουχτερό και έτσι τράβηξε το μπουφάν γύρω από το σώμα της. Πήρε το δρόμο για την κοντινή στάση του μετρό αγνοώντας την κίνηση γύρω της. Άκουσε πίσω της στο δρόμο την σειρήνα ενός ασθενοφόρου να στριγκλίζει και ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτός ο ήχος της θύμιζε πάντα τη μέρα του θανάτου του πατέρα της. Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της. Τα σκούπισε βιαστικά καθώς έπαιρνε την κυλιόμενη σκάλα για να κατέβει στο σταθμό του μετρό. Η ζωή τους δεν ήταν ποτέ εύκολη αλλά μετά το θάνατο του πατέρα της η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε η μητέρα της τα οικονομικά τους ήταν σε οριακή κατάσταση. Τα δίδακτρα του σχολείου, παρά την υποτροφία με την οποία βρισκόταν σε αυτό, ήταν ένα ακόμα βάρος που δυσκόλευε την ήδη δύσκολη θέση τους. Ο ήχος του συρμού του μετρό που έφτασε στο σταθμό την έβγαλε από τις σκέψεις της. Μπήκε και μην βρίσκοντας άδεια θέση στάθηκε όρθια κοντά στην πόρτα. Ο συρμός ξεκίνησε, η Λίζα ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο της όπως κρατιόταν από μια χειρολαβή. Η ρυθμική κίνηση του συρμού την νανούρισε, και ήταν τόσο κουρασμένη. Τα μάτια της έκλεισαν και αποκοιμήθηκε. Είδε δυο νέους άνδρες να ιππεύουν δυο καστανά άλογα και οπλισμένοι με σπάθες να καταδιώκουν μια ομάδα καβαλάρηδων πάνω σε κάποιο ζώα. Έμοιζαν τόσο πολύ που προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα πως ήταν δίδυμοι αδερφοί. Κατεδίωκαν και σκότωναν τους αναβάτες και τα τέρατα που ίππευαν Ξύπνησε με ένα τίναγμα και βρέθηκε να κοιτάζει την πόρτα κια το σκοτάδι του τούνελ πέρα από αυτή. Το βλέμμα της εστίασε στο πρόσωπο του άνδρα που στεκόταν πίσω της. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο με αυτό που έβλεπε στο παράθυρο. Το πρόσωπο του ανθρώπου φαινόταν σαν να είχε λιώσει για να πάρει μια μορφή πιο ρευστή και βασανισμένη, μια γκροτέσκα μάσκα πόνου. Γύρισε και κοίταξε τον άνδρα, ένας συνηθισμένος σαραντάρης που ούτε καν την κοιτούσε. Πρέπει να έφταιγε η κούραση. Γύρισε και πάλι μπροστά της. Μόλις και κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Στο τζάμι το πρόσωπο δεν είχε αλλάξει, ορθάνοιχτο στόμα σαν να ούρλιαζε, δυο πύρινα μάτια γεμάτα κακία. Και ένα χέρι σκιώδες να απλώνεται προς αυτήν. Ο συρμός έφτασε στην επόμενη στάση και η Λίζα βγήκε βιαστικά έξω. Είχε κάνει μόλις λίγα βήματα όταν το κατάλαβε, ο άνδρας την ακολουθούσε.
| |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τρι Σεπ 14, 2010 6:32 pm | |
| Ο Ραμίρ άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε μια γκρίζα επιφάνεια που συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως πως ήταν η οροφή του χώρου όπου βρισκόταν. Ήταν γκρι στο χρώμα του τσιμέντου από το οποίο ήταν φτιαγμένη και αρκετά βρώμικη μαρτυρώντας χρόνια εγκατάλειψης. Ο Ιππότης έκανε να ανασηκωθεί αλλά ο έντονος πόνος που τον διέτρεξε τον απέτρεψε από το να συνεχίσει την προσπάθεια. Ξάπλωσε και πάλι με τον πόνο να επικεντρώνεται ψηλά στην πλάτη του. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή ως που να νιώσει τον πόνο να μαλακώνει κάπως. Ανοίγοντάς τα κοίταξε τριγύρω, οι τοίχοι που μπορούσε να δει είχαν το ίδιο χάλι με την οροφή ενώ μια σειρά από μικρά τζάμια που βρίσκονταν στην κορυφή ενός τοίχου, ακριβώς κάτω από την οροφή, ήταν καλυμμένα από σκόνη δεκαετιών και ιστούς αράχνης ώστε ελάχιστο φως να μπαίνει. Έκανε μια προσπάθεια ακόμα να σηκωθεί και αυτήν την φορά τα κατάφερε. Βρέθηκε καθιστός και μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα το χώρο γύρω του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο στρώμα από άδεια σακιά που είχε φτιαχτεί στο βάθος μιας μικρής πλατφόρμας. Στηρίκτηκε στον πιο κοντινό τοίχο. -Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σηκωθείς. Ο Ραμίρ γύρισε και είδε την Γιαρμίλα που ήταν καθισμένη στο πάτωμα, δίπλα της σε ένα στρώμμα σαν το δικό του κοιμόταν η Κάτκα. -Ήμουν πολλές ώρες αναίσθητος; ρώτησε ο Ιππότης. -Ναι, φοβήθηκα πως.... -Γλίτωσα φαίνεται, είπε ο Ραμίρ και ψηλάφησε το τραύμα του που όσο ήταν αναίσθητος είχε περιποιηθεί η Γιαρμίλα και το είχε επιδέσει. Την ευχαρίστησε. -Νομίζω ότι η σφαίρα δεν έμεινε μέσα, είπε η Γιαρμίλα αμήχανη. Δεν είχε συνηθίσει να την ευχαριστούν όπως έκανε αυτός ο άνδρας. Ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικός από κάθε άνδρα που είχε συναντήσει στην ως τώρα ζωή της. Τις ώρες που εκείνος ήταν αναίσθητος είχε πολλές φορές αναρωτηθεί ποιος ήταν και από που να ερχόταν. -Έχασες πολύ αίμα, πρέπει να σε δει γιατρός αλλά κάποιος που δεν θα κάνει ερωτήσεις για το πως τραυματίστηκες. Την κοίταξε και εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα. Ήταν και αυτή μια μεγάλη διαφορά, η πιο μεγάλη ίσως, ο τρόπος που την κοίταζε. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό, φιλικό. Δεν την κοιτούσε απαξιωτικά γι' αυτό που ήταν ούτε με το απωθητικά λάγνο βλέμμα εκείνων που έσβηναν στο σώμα της τους πόθους και τα πάθη τους. Και όταν κοιτούσε την Κάτκα υπήρχε στοργή στα μάτια του. -Μου χρειάζεται ένα απόσταγμα Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ και σταμάτησε. -Τι είναι αυτό; ρώτησε η Γιαρμίλα ξαφνιασμένη, δεν είχε ακούσει ποτέ αυτό το φάρμακο, μήπως ο άνδρας αυτός ήταν γιατρός;
Η Λίζα ένιωσε να παγώνει, κοίταξε και πάλι πίσω. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ο άνδρας την ακολουθούσε και την κοίταζε έντονα. Έτρεξε στις κυλιόμενες σκάλες που όμως ήταν γεμάτες κόσμο. Κοίταξε πίσω, ο άνδρας πλησίαζε. Οι κυλιόμενες της φάνηκαν ξαφνικά πολύ αργές και άρχισε να ανεβαίνει τις κλασικές σκάλες που λίγοι τις προτιμούσαν και μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Το παγωμένο χέρι του φόβου έσφιξε την καρδιά της καθώς διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, γρήγορος και κέρδιζε έδαφος. Η Λίζα με τον πανικό να την κυριεύει επιτάχυνε και έφτασε στην επιφάνεια του εδάφους. Δεν είχε ποτέ νιώσει τέτοιο φόβο. Πετάκτηκε στο δρόμο χωρίς να σκεφτεί καθόλου τα αυτοκίνητα. Κορναρίσματα και θυμωμένες φωνές ακολούθησαν αλλά η Λίζα δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά καθώς έτρεχε προς το σπίτι της με την ελπίδα πως εκεί θα ήταν ασφαλής.
Ο Ροβέρτος στάθηκε στο σημείο όπου την προηγούμενη νύχτα είχαν αποδράσει από την αστυνομίκή φύλαξη οι άστεγοι με τη βοήθεια του Ραμίρ. Τα ίχνη ήταν τόσα πολλά και μπερδεμένα που δεν μπορούσε πλέον να ακολουθήσει αυτά που ανήκαν στο φίλο του. Κοίταξε προβληματισμένος γύρω αλλά δεν υπήρχαν παρά λίγοι περαστικοί και μάλλον βιαστικοί διαβάτες. Σε μια κόγχη ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες σκεπασμένη με ένα ανοιγμένο χαρτοκιβώτιο καθόταν μια γριά ζητιάνα. -Νεαρέ! τον φώναξε. Ο Ροβέρτος την κοίταξε. Σε εκείνον αναφερόταν σίγουρα αλλά δεν έβλεπε το γιατί. Πήγε προς το μέρος της αναρωτώμενος αν θα μπορούσε να μάθει κάτι από εκείνη. Η ζητιάνα θα ήταν ενδεχομένως σ' αυτήν την θέση συνέχεια, ίσως είχε δει κάτι. Στάθηκε μπροστά της και τη ρώτησε: -Εμένα φώναξες; -Εσένα, είπε η γριά. υπήρχε κάτι πάνω της που δεν ταίριαζε αλλά ο Ιππότης δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ήταν αυτό. -Γιατί; την ρώτησε. -Γιατί θες να μάθεις. -Τι να μάθω; -Χθες που μαζέψανε τους κακομοίρηδες από' δω και τους κλείσανε στην κλούβα ήρθε ένας άγγελος και τους ελευθέρωσε! Ήταν προφανώς τρελή η δύστυχη. Ο Ροβέρτος την κοίταξε με οίκτο που δεν πρόλαβε να εκφράσει καθώς η γριά συνέχισε. -Φορούσε λευκό μανδύα και κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί. Έκοψε την πόρτα και τους ελευθέρωσε και μετά αφόπλισε τον κακούργο που χτυπούσε την κακόμοιρη την κοπέλα. Λευκός μανδύας και σπαθί; Ήταν υπερβολικά μεγάλη σύμπτωση για να είναι σύμπτωση, πρέπει να είχε δει τον Ραμίρ. -Που πήγε μετά ο άγγελος; -Έφυγε με την κοπέλα. Ταιριάζουν ξερεις. -Προς τα που; Η γριά έδειξε μια κατεύθυνση. Ο Ροβέρτος έβαλε στο χέρι της ένα χρυσό νόμισμα και προχώρησε προς τη διεύθυνση που του έδειξε αφού πρώτα της είπε: -Ο Θεός να σε ευλογεί καλοκυρά. Θα είχε ανησυχήσει αν είχε κοιτάξει πίσω του καθώς απομακρυνόταν γιατί η γριά δεν ήταν πια εκεί.
Η Λίζα έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ στη ζωή της ως που δεν είχε πια άλλη δύναμη, στάθηκε τότε βαριανασαίνοντας και ακούμπησε σε έναν τοίχο. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να μη χάσει τις αισθήσεις της, κοίταξε πίσω, είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον εφιαλτικό διώκτη της. Στάθηκε και πάλι όρθια και προχώρησε προς το σπίτι της. Έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε εκεί και έμεινε ακίνητη σαν να ήταν παγωμένο άγαλμα και όχι άνθρωπος. Ο διώκτης της στεκόταν μπροστά της με ένα κακό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του προς το λαιμό της αλλά το τράβηξε σαν να κάηκε καθώς ένα μπλε φως τύλιξε την κοπέλα. -Προστατεύεσαι, γρύλισε και πρόφερε μια κατάρα, τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις. Η Λίζα δεν κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν η κατάρα μιας και στην ίδια δεν έκανε τίποτα. Το φως χάθηκε όμως και ο διώκτης της είπε με μίσος: -Τώρα θα πεθάνεις.
| |
| | | Emma Rosefall Spirit
Αριθμός μηνυμάτων : 40 Ημερομηνία εγγραφής : 10/09/2010 Ηλικία : 31 Τόπος : το φέρετρό μου
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Alucard, the Kurans (Yuuki excluded) Atittude: Mean
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τρι Σεπ 14, 2010 8:46 pm | |
| Άλασταρ! Ντίαρ! Η ιστορία μέχρι εδώ είναι εξαιρετική! Προσωπικά, υποστηρίζω Ροβέρτο! Νομίζω ξέρω πώς νιώθει η Λίζα... Καημενούλι. Ευτυχώς, από ότι φαίνεται παίζει μεγάλο ρόλο στην άλλη διάσταση! Άντε, να ξεφύγει και από τη βαρεμάρα. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τρι Σεπ 14, 2010 11:25 pm | |
| Ευχαριστώ Έμμα. Ροβέρτο ε; Εντάξει ελεύθερος είναι! | |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 15, 2010 2:51 am | |
| Ωραίο το κομμάτι με το φως! Είναι πολύ καλή ιστορία και όσο πάει γίνεται καλύτερη! Είχα πολύ καιρό να διαβάσω κανονική ιστορία fantasy χωρίς βρικόλακες και πραγματικά ήθελα ένα διάλλειμα. Συνέχισε να γράφεις. | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τρι Σεπ 21, 2010 4:06 pm | |
| Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Ορίστε και η συνέχεια:
-Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ ήσυχα, είναι το ένα φυτό που το απόσταγμά του, το Λάουμφουλ, είναι θεραπευτικό. Είναι κόκκινο και........ Σταμάτησε συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει. Ασυναίσθητα είχε θυμηθεί κάτι όπως και το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει με το όνομά του. -Παράξενο, μονολόγησε. Η Γιαρμίλα δεν μίλησε. Δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά αυτό το φάρμακο και δεν είχε ιδέα αν θα ήταν εύκολο να το βρει σε κάποιο φαρμακείο. Αλλά στο μυαλό της ήρθε κάτι άλλο. -Όταν κοιτάζαμε τα πράγματά σου είχες ένα φιαλίδιο με ένα τέτοιο υγρό. Ο Ραμίρ το θυμήθηκε, ναι είχε δίκιο η Γιαρμίλα. Έψαξε το μανδύα του, η κοπέλα τον είχε χρησιμοποιήσει για να τον σκεπάσει, και έβγαλε το μικρό φιαλίδιο με το κόκκινο υγρό. Το κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Μετά τράβηξε το μεταλλικό πώμα και ένα βαρύ άρωμα γέμισε το χώρο. -Ναι, είπε ο Ραμίρ, είναι Λάουμφουλ. Έφερε το φιαλίδιο στα χείλη του αλλά η Γιαρμίλα τον σταμάτησε. -Είσαι σίγουρος; -Όχι, παραδέκτηκε ο Ραμίρ με ένα χαμόγελο. Αλλά κάποιος μου είπε κάποτε ότι όταν αμφιβάλλω πρέπει να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. -Και το οποίο σου λέει να πιεις αυτό το υγρό είναι εντάξει; -Ναι, είπε ο Ραμίρ και ήπιε μια γερή γουλιά από το περιεχόμενο του φιαλιδίου. Μια απρόσμενη και καλοδεχούμενη ζέστη τον κυρίευσε. Έκλεισε το φιαλίδιο με το πώμα και το έβαλε στην τσέπη του. Ένιωθε τον πόνο να μαλακώνει και κατάλαβε ότι μπορούσε και πάλι να κινήσει το τραυματισμένο χέρι του. -Ναι, είπε στην Γιαρμίλα που τον παρακολουθούσε με σφιγμένα χείλη. Σίγουρα είναι θεραπευτικό. Ήδη αισθάνομαι καλύτερα. Εκείνη χαμογέλασε με έκδηλη ανακούφιση.
Η Λίζα κοίταξε τον άνδρα που την είχε ακινητοποιήσει. Καταλάβαινε αυτήν την στιγμή πως νιώθει το θύμα που ξέρει ότι το έχει φιξάρει το αρπακτικό. Ο φόβος της ήταν απόλυτος, την είχε παραλύσει. Θα είχε σωριαστεί στο βρεγμένο οδόστρωμα αν δεν την κρατούσε από το λαιμό ο άνδρας. Έστρεψε το βλέμμα της στα μάτια του για να συναντήσει το δικό του με την ελπίδα να ικετέψει για έλεος. Μετάνιωσε γιατί αυτό που είδε δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, τα μάτια του ήταν μια άβυσσος κακίας και μίσους. Μέσα τους παιχνίδιζε μια σατανική φλόγα. Η επαφή όμως αποκάλυψε και στον εχθρό της κάτι. Με ένα θυμωμένο επιφώνημα σήκωσε το ελεύθερο χέρι του. Το ακούμπησε στο μάγουλό της, κάνοντάς την να ριγήσει. Ήταν παγωμένο σαν να μην ήταν σάρκα αλλά μάρμαρο. -Ονειρεύεσαι Ιππότες; σύριξε και τη χτύπησε δυνατά με το δάκτυλο στο μέτωπο. Τώρα θα δεις τι παθαίνουν εκείνοι που τολμούν να αντιτίθονται στις δυνάμεις των Αρχόντων του Σκότους. Το χτύπημα έκανε τη Λίζα να ουρλιάξει από τον πόνο.
Ο Ροβέρτος σταμάτησε απότομα σαν να είχε προσκρούσει σε έναν αόρατο τοίχο. Τίποτα δεν είχε ακουστεί στο μικρό δρόμο που βρισκόταν αλλά στα αυτιά του αντηχούσε μια φρικτή νεκρομαντική κατάρα. Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει. Όποιος την είχε εκτελέσει θα μπορούσε σίγουρα να τον οδηγήσει στον μάγο που είχε σκοτώσει από μακριά τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση και που ήξερε για την παρουσία του ίδιου και του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Έφτασε στο σημείο που είχε δει την γριά ζητιάνα νωρίτερα και πρόσεξε πως δεν ήταν πια εκεί αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να ασχοληθεί με αυτό. Έστριψε στο πιο κοντινό στενό και συνέχισε να τρέχει. Λίγο πριν την έξοδο του στενού ένιωσε τον αέρα να παγώνει και να αλλάζει υφή σαν να γινόταν πιο στερεός. Ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του με μια ρευστή κίνηση ξεθηκάρωσε τα όπλα του.
Είχαν αποφασίσει να επιταχύνουν το ταξίδι τους και έτσι συνέχιζαν να ιππεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι ανεπτυγμένες ικανότητες προσανατολισμού και ιχνηλασίας των Ιπποτών τους κρατούσαν στο σωστό δρόμο και τώρα κάλπαζαν σε χαλαρό σχηματισμό καθώς η νύχτα παραχωρούσε τη θέση της στο γκριζωπό φως της αυγής. Το χτύπημα ήρθε από το πουθενά και αιφνιδίασε απόλυτα τον Μάικ που τινάκτηκε από το άλογό του σαν να τον είχε χτυπήσει ένα γιγαντιαίο εκκρεμές και προσγειώθηκε με την πλάτη στο χορταριασμένο έδαφος. Οι σύντροφοί του σταμάτησαν τα άλογα τους και έτρεξαν κοντά του. Ο Ιππότης σπαρταρούσε σαν το ψάρι που βρίσκεται έξω από το νερό ενώ αίμα έτρεχε από τα μάτια του και τα χείλη του. -Για όνομα της Λιμέρνα! είπε ο Ροδόλφος της Ασόν. Τι του επιτίθεται;
Η Λίζα άρχισε να χάνει την επαφή με τον κόσμο, δεν είχε πια καμία συναίσθηση του περιβάλλοντος. Μια γλυκιά νάρκη άρχισε να την κυριεύει, καθώς απομακρυνόταν από τη ζωή το μυαλό της πήγε στον πατέρα της, σε λίγο θα ήταν μαζί του. Ο εχθρός της γρύλισε σαν ενοχλημένος από τη γαλήνη της σκέψης αυτής. Η εικόνα της μητέρας της να θρηνεί στον τάφο της ίδιας σχηματίστηκε ξεκάθαρα στο μυαλό της Λίζας.
-Ας ενδυθεί την κατάρα σαν ένδυμα που δεν θ' απεκδυθεί και σαν ζώνη την οποία ποτέ δεν θα ξεζωστεί. Η κατάρα είχε προφερθεί από τον Μάικ με τη φωνή του να δυναμώνει σε κάθε λέξη. Αιμορραγώντας ακόμα ο Ιππότης είχε καταφέρει να σηκωθεί στα γόνατα και να αντεπιτεθεί στο ον που του είχε επιτεθεί. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι του. Η σπάθα του, που με την πτώση είχε τιναχθεί μακριά του, ήρθε σ' αυτό. Πρόφερε σκληρά: -Σποδός ήσουν και σποδός θα ξαναγίνεις! Με μια απότομη κίνηση κάρφωσε τη σπάθα του στο έδαφος. Ο ήχος ακούστηκε εκκωφαντικός σαν να είχε συντρίψει βράχο με το όπλο του.
Μπροστά στα μάτια της Λίζας ο εχθρός της διαλύθηκε σε μια βροχή από σπίθες που χάθηκαν στο νυχτερινό αέρα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να το πιστέψει και μετά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να φύγει και άρχισε να τρέχει. Σταμάτησε μόνο μπαίνοντας στο μικρό κήπο του σπιτιού της. Δεν το έκανε γιατί ένιωθε πλέον ασφαλής αλλά γιατί την ανάγκαζε το αναπάντεχο θέαμα.
| |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 22, 2010 6:51 pm | |
| Πολύ ωραία, άλλα σταματάς στο καλύτερο ... Θέλω κι άλλο τώρα! | |
| | | Alastar Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 600 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 48
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων Τετ Σεπ 22, 2010 7:10 pm | |
| Ε αφού θες τώρα ορίστε:
Ο Μάικ έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του καθαρίζοντάς το από το αίμα. Σκούπισε το παγωμένο νερό της πηγής με μια πετσέτα και μετά την έβαλε στο μικρό σακίδιο με τα πράγματά του που κρεμόταν στη σέλα του αλόγου του. Πήρε να βάλει το πουκάμισό του που το είχε βγάλει για να πλυθεί ενώ πλησίαζε ο Γκίντεον Νεμίνιον. -Αυτή δεν ήταν τυχαία επίθεση, είπε. -Όχι, είπε ο Μάικ. Ήταν μια επίθεση από Ψυχή Δαίμονα που έχει κυριέυσει άνθρωπο. -Από το Αλκιμάρ; Είναι μακριά. -Από κάπου μακρύτερα ακόμα. Από τον κόσμο όπου βρίσκονται ο Ραμίρ και ο Ροβέρτος. -Πως είναι δυνατόν; Ο Μάικ ολοκλήρωσε το ντύσιμό του και φόρεσε τη ζώνη με τη θήκη της σπάθας του. Κοίταξε τον γαλανό, ασυννέφιαστο ουρανό σκεφτικός. -Δεν είναι δυνατόν. Τουλάχιστον υπό φυσιολογικές συνθήκες. -Θα το ξέραμε αν υπήρχε πύλη στο νησί, δεν ήταν πάντοτε καταραμένος τόπος. Τι άλλο δικαιολογεί μια...... Εκείνη; -Φαίνεται ότι η Ονειρεύτριά μας είναι πολύ ισχυρή, επιβεβαίωσε ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Δεν ελέγχει τις δυνάμεις της όμως και ο καταραμένος είδε μέσα από τα μάτια της. -Τον κατέστρεψες; -Ναι, αλλά η παρουσία του σε εκείνον τον κόσμο σημαίνει πως ο Μπαγκράς δεν έστειλε εκεί τυχαία τον Ραμίρ. Κάποιος από τους συντρόφους του έχει πάει εκεί. Και μάλιστα πολύ καλά προετοιμασμένος. -Για ποιο λόγο όμως; Για την Ονειρεύτρια; -Δεν το πιστεύω, μάλλον κάτι άλλο σχεδιάζει και ο Μπαγκράς το ξέρει. Καλπασμός αλόγων ακούστηκε και οι δυο Ιππότες στράφηκαν να δουν ποιος πλησίαζε με τα χέρια τους να πηγαίνουν στις λαβές των όπλων τους, μια προφύλαξη που δεν ήταν απαραίτητη μιας και εκείνοι που πλησίαζαν ήταν οι δυο δίδυμοι κύριοι του Ζίριον. -Αποστολή εξετελέσθη, είπε αεράτα ο Ίθαν, πηδώντας από τη σέλα, δεν ξέφυγε κανένας. -Μάθαμε τι τους έφερε τόσο μακριά από τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους; ρώτησε ο Σάιμον του Θαλ. -Ναι, είπε ο Αλεξάντερ του Ζίριον. Αποστάτες που αποφάσισαν πως δεν αξίζει να πεθάνουν για το μάγο και είπαν να αυτονομηθούν και να ζήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες. -Διάλεξαν λάθος ανθρώπους για να επιτεθούν, είπε σαρκαστικά ο Ροδόλφος. Αφού είχαν έρθει και οι δυο αδερφοί συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο Γκίντεον έφερε το άλογο του δίπλα στου Μάικ. Εκείνος φαινόταν εξαντλημένος και βυθισμένος σε σκέψεις. -Τι σε προβληματίζει; Η επίθεση; -Η επίθεση αυτή καθ' αυτή όχι. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι αισθάνθηκα και μια ακόμα παρουσία, αρκετά δυνατή. -Τι ήταν; -Δεν ξέρω, δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο ποτέ. Αν ήταν άνθρωπος θα είχε μια αρχαία σοφία συνδιασμένη με εφηβική ανεμελιά. Δεν είναι λογικό. Αλλά και δεν είναι άνθρωπος. Δεν βγάζει πολύ νόημα ε; -Όχι, παραδέχθηκε ο Γκίντεον. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα τη βρούμε την απάντηση. -Ναι, είπε ο Μάικ αλλά κάτι είχε αποσπάσει την προσοχή του. Γρύπες, είπε τελικά και τράβηξε τη σπάθα του από τη θήκη της.
Ο Ροβέρτος θηκάρωσε τα όπλα του. Είχε βγει νικητής από την μάχη του με τα δαιμονικά όντα αλλά τον είχαν καθυστερήσει. Δεν μπορούσε να αισθανθεί πλέον το ον που είχε εκφέρει την κατάρα στη Σκοτεινή Γλώσσα τραβώντας την προσοχή του. Τι είχε συμβεί; Τράβηξε πιο σφιχτά τον μανδύα γύρω του καθώς ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα και το κρύο δυνάμωνε. Οι περαστικοί είχαν λιγοστέψει πολύ στο δρόμο κάτι που έκανε ακόμα πιο εύκολο να αντιληφθεί ότι τον παρακολουθούσαν.
Η Λίζα προχώρησε διστακτικά στον κήπο της μικρής μονοκατοικίας. Στο μονοπάτι μπροστά της, ανάμεσα στα παρτέρια με τις βοκαμβίλιες ήταν πεσμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Η Λίζα πλησίασε με φόβο. Στις πλάκες ήταν σωριασμένη μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από την ίδια με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα κουρελιασμένο λευκό φόρεμα. Η Λίζα γονάτισε δίπλα της και εκείνη κινήθηκε, ήταν ζωντανή ακόμα. Έκανε να την ανασηκώσει και μια τρομαγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Η κοπέλα είχε στρέψει το βλέμμα της προς αυτή. Είχε δυο υπέροχα σκουρογάλανα μάτια αλλά το βλέμμα της ήταν απλανές, στερημένο από την όραση και από τα μάτια της έτρεχε αίμα. “Τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις.” Τα λόγια του παρολίγον δολοφόνου της επέστρεψαν ζωντανά στη μνήμη της. Άραγε αναφερόταν σε αυτήν την κοπέλα; Τι έπρεπε να κάνει; Θα την βοηθούσε δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνει, αλλά δεν ήξερε το πως. Δεν μπορούσε να την μεταφέρει καν μέσα στο σπίτι. -Βοήθεια, ψέλλισε η κοπέλα με μια απαλή πονεμένη φωνή. Έρχονται, πρόσθεσε με τρόμο.
| |
| | | | Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |
|