Το Απρόσμενο
Δεν θέλω να φύγω από τη γειτονιά μου, μου αρέσει εδώ, σ’αυτό το σπίτι μεγάλωσα, εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα, αυτούς τους δρόμους ξέρω να περπατάω.
Δυστυχώς όμως ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για άλλη πόλη και δεν έχουμε πολλές επιλογές, πρέπει να πάμε μαζί του, στεναχωριέμαι που θα αφήσω πίσω όλους τους φίλους μου και το σχολείο μου. Κάθομαι στο δωμάτιό μου και κοιτάζω γύρω μου, κοιτάζω τα πράγματά μου και δεν μου πάει η καρδιά να τα μαζέψω, μπαίνει στο δωμάτιο ο μικρός μου αδελφός, με κοιτάζει με τα αθώα ματάκια του και μου χαμογελάει, με ρωτάει αν μπορούμε να πάρουμε στο καινούριο μας σπίτι και το φίλο του που μένει δίπλα και κάνουνε παρέα από μωρά, με βαριά καρδιά του απαντάω πως δεν γίνεται, αλλά τον καθησυχάζω λέγοντάς του ότι θα έρχεται συχνά να μας βλέπει.
Σχεδόν όλη η μέρα μου περνάει να μαζεύω τα πράγματά μου, σε όλο το σπίτι ακούς διάφορους ήχους από την οικογένεια να ετοιμάζεται για την μετακόμιση, η μητέρα μου έχει τρελαθεί από την αγωνία μην ξεχάσει τίποτα σημαντικό πίσω της, μα το μεγαλύτερο άγχος της είναι για μας, αναρωτιέται αν θα πάρουμε με καλή ψυχολογία την μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας, αν θα είμαστε ευτυχισμένα σε μια άλλη πόλη, εγώ την καθησυχάζω λέγοντάς της ότι θα είμαστε μια χαρά.
Η μεγάλη μέρα έφτασε, έχουμε ξυπνήσει από πολύ νωρίς, το φορτηγό είναι στο κατώφλι μας και ήδη έχει αρχίσει να βάζει μέσα τα πολύ μεγάλα κομμάτια, εμείς κατεβάζουμε τις βαλίτσες μας και τις βάζουμε στο αυτοκίνητο του μπαμπά, μετά από πολύ ώρα όλο το σπίτι έχει αδειάσει και εμείς βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση του αποχαιρετισμού. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και από πίσω αφήνω τους φίλους μου να κουνάνε τα χέρια τους μέχρι που δεν τους βλέπω πια. Στο αυτοκίνητο η ώρα περνάει ευχάριστα, ο αδελφός μου έχει τα παιχνίδια του και εγώ κοιτάζω έξω από το παράθυρο και επεξεργάζομαι τα πάντα. Μετά από πολλές στάσεις για ξεκούραση και την ώρα να έχει πάει 5 το απόγευμα ο μπαμπάς μου μας λέει ότι σε 20 λεπτά θα είμαστε στο καινούριο μας σπίτι, η αγωνία μας μεγαλώνει.
Ο πατέρας μου σταματάει και όλοι μας κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, έχω μείνει άναυδη το πόσο μεγάλο είναι το σπίτι, τεράστιο σαν αυτά που βλέπεις στις ταινίες, καινούριο και από πίσω του απλώνεται ένα μεγάλο πανέμορφο δάσος, εγώ κι ο αδελφός μου τρέχουμε να δούμε το εσωτερικό του σπιτιού, όλοι οι χώροι του είναι φοβεροί, ανεβαίνουμε την εσωτερική σκάλα και βρισκόμαστε στα δωμάτια, είναι όλα τους υπέροχα, αυτό το δωμάτιο θα το πάρω εγώ, μεγάλη ντουλάπα και παράθυρο στο δάσος ότι χρειάζεται ένα δεκατετράχρονο κορίτσι για να κάνει τα όνειρά του.
Ο αδελφός μου πιάνει το αμέσως διπλανό από εμένα, πηγαίνω κι εγώ και τον βρίσκω να κοιτάζει έξω στο δάσος κάτι με μεγάλη προσοχή, τον πλησιάζω και τον ρωτάω τι βλέπει, κι εκείνος μου είπε ότι είδε ένα αγοράκι να τρέχει και να μπαίνει στο δάσος, του εξήγησα ότι θα υπάρχουν κι άλλα σπίτια πιο πέρα και είναι σίγουρο ότι σιγά-σιγά θα γνωριστούμε και θα κάνουμε όλοι μαζί βόλτες. Η μητέρα μας φωνάζει να κατεβούμε να πάρουμε μερικά πράγματα, ώστε να έχουμε τα απαραίτητα για το σημερινό βράδυ και από την επόμενη μέρα θα βάζαμε και τα υπόλοιπα.
Η πρώτη μέρα μας στο σπίτι ήταν γεμάτο εκπλήξεις και χαρά ακόμα και οι γονείς μου που ήταν τόσο στρεσαρισμένοι βλέποντάς μας να είμαστε τόσο χαρούμενα, τους έφυγε ένα μεγάλο βάρος. Η ώρα είχε περάσει και η κούραση μας είχε καταβάλει όλους, πήγα στο δωμάτιό μου και δεν άργησα να κοιμηθώ.
Δεν ξέρω μετά από πόση ώρα άκουσα τον αδελφό μου να μιλάει σε κάποιον στο δωμάτιό του, σηκώθηκα και πήγα με προσοχή δίπλα για να μην τον τρομάξω και άνοιξα την πόρτα του. Ο αδελφός μου ήταν καθισμένος στο κρεβατάκι του και μιλούσε στο παράθυρο, μπήκα μέσα και του μίλησα σιγά ‘’τι κάνεις εδώ αγάπη μου, σε ποιόν μιλάς?,, ο αδελφός μου, μου είπε ότι μιλούσε στο παιδάκι που είχε δει νωρίτερα να τρέχει μέσα στο δάσος και ότι ήθελε να γίνουνε φίλοι. Παραξενεύτηκα γιατί δεν είχα δει κανέναν να είναι εκεί πόσο μάλλον ένα παιδάκι, πώς θα μπορούσε να είναι στο παράθυρο του αδελφού μου, είμαστε στο δεύτερο όροφο, θα έβλεπε όνειρο το καλό μου και ξυπνώντας θα νόμισε ότι ήταν αλήθεια, ήδη άρχισαν να του λείπουν οι φίλοι του και έχει όλο το δίκιο με το μέρος του. Τον έβαλα πάλι για ύπνο και πήγα κι εγώ στο δωμάτιό μου. Την άλλη μέρα η μητέρα μας ετοίμαζε το υπόλοιπο σπίτι, κι εγώ πήρα τον αδελφό μου να παίξουμε έξω για να μην την ενοχλούμε, ο μικρός συνέχεια μου έλεγε ότι ήθελε να πάει να βρει το μικρό παιδί που μιλούσε χθες μαζί του, μου είπε επίσης ότι το παιδάκι ήταν πολύ φτωχό γιατί τα ρούχα του ήταν βρώμικα, άρχισε να κλαίει όταν του είπα όχι στα παρακάλια του να πάμε προς το δάσος, αλλά τι θα μπορούσε να συμβεί μέρα μεσημέρι το πολύ πολύ να καταλάβαινε ότι δεν υπάρχει κανένα παιδάκι και να γυρίζαμε στο σπίτι μας και έτσι έγινε, κάναμε βόλτες μέσα στο δάσος αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε παρόλο που ο αδελφός μου ήταν πεπεισμένος ότι θα βρίσκαμε το παιδί κάπου εκεί.
Ακούσαμε την μητέρα μας να μας φωνάζει για το μεσημεριανό, μετά από τόση ώρα πεινούσαμε πολύ και τρέξαμε να φάμε σαν να είχαμε να φάμε μέρες. Το βράδυ δεν άργησε να έρθει και ο πατέρας μας όπως πάντα αργούσε να γυρίσει κι εμείς είχαμε πάει ήδη στα δωμάτιά μας όταν ακούσαμε την πόρτα και την βραχνή φωνή του πατέρα μας να φωνάζει τα ονόματά μας, κατεβήκαμε κάτω να μας καληνυχτίσει και ανεβήκαμε πάλι πάνω.
Η ώρα πέρασε διαβάζοντας ένα βιβλίο της Δημουλίδου, προσπαθώ να διαβάζω από λίγο και να κρατάω τον εαυτό μου σε αγωνία, ήμουνα απορροφημένη στις σκέψεις μου όταν άκουσα να ανοίγει το παράθυρο στο δωμάτιο του παιδιού, σηκώθηκα και πήγα από κει και βρέθηκα προ εκπλήξεως, ο αδελφός μου ήταν έξω από το παράθυρο και κοιτούσε κάτω ‘’τι κάνεις εκεί μικρό μου?,, του είπα με ήπια φωνή να μην τον τρομάξω και πέσει, τον έβαλα μέσα και τον παρακάλεσα να μου πει τι έκανε εκεί ‘’είδα το παιδάκι στο παράθυρό μου πάλι, μου άνοιξε το παράθυρο και μου ζήτησε να το ακολουθήσω πηδώντας κάτω, μου υποσχέθηκε ότι θα με πιάσει,, το αίμα μου πάγωσε από το φόβο μα δεν είναι δυνατόν, είπα στον αδελφό μου να μην ξαναμιλήσει στο παιδί και ότι ήθελε να του κάνει κακό, ο αδελφός μου στεναχωρήθηκε αλλά μου το υποσχέθηκε ότι δεν θα ξαναδώσει σημασία.
Κατέβηκα κάτω και προειδοποίησα τους γονείς μου για αυτό που συμβαίνει στον αδελφό μου, οι γονείς μου τρομάξανε λίγο αλλά μόνο για το γεγονός του ότι βγήκε έξω από το παράθυρο ο μικρός και όχι για το ότι βλέπει κάτι που δεν υπάρχει, ο πατέρας μου ανέβηκε και έκλεισε ερμητικά το παράθυρο του παιδιού για να μην μπορεί να το ξανανοίξει. Η ώρα είχε ήδη περάσει και όλοι ήταν στα δωμάτιά τους, εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανησυχούσα για τον αδελφό μου, μετά από αρκετή ώρα είχα κουραστεί ξάγρυπνη και αποφάσισα να ξαπλώσω όταν άκουσα μικρά βηματάκια παιδιού έξω από την πόρτα μου, βγήκα και πήγα κατευθείαν στο παιδί μα δεν ήταν στο δωμάτιό του με την άκρη του ματιού μου βλέπω μια μορφή στο παράθυρο να μοιάζει με παιδί, κοίταξα καλύτερα μα δεν ήταν τίποτα εκείνη τη στιγμή βλέπω κάποιον να τρέχει στο δάσος’ μα δεν είναι δυνατόν, είναι ο αδελφός μου.
Τρέχω κάτω στη σκάλα και ανοίγω την πόρτα, κοιτάζω έξω την στιγμή που ο αδελφός μου εξαφανιζότανε μέσα στο σκοτάδι του δάσους, τρέχω με όλη μου τη δύναμη και περνάω μέσα από τα δέντρα, φωνάζω δυνατά το όνομά του μα δεν παίρνω καμία απάντηση, αρχίζω και φοβάμαι πολύ, φωνάζω ξανά και ξανά μα τίποτα, κλαίω δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, που πήγε το παιδί? Γυρνώ γύρω από τον εαυτό μου, κάνω ένα βήμα και ξαναφωνάζω, τρέχω και σταματώ για να φωνάξω η καρδιά μου πάει να σπάσει, ο αδελφός μου είναι αυτός? Τρέχω ξανά, πέφτω στα γόνατα και παίρνω το παιδί αγκαλιά ‘’γιατί το έκανες αυτό? γιατί βγήκες από το σπίτι και ήρθες στο δάσος? αύριο κιόλας θα πω στη μαμά μας να φύγουμε από εδώ,,
Τον γυρνάω για να τον πάρω στα χέρια και να γυρίσουμε στο σπίτι, αααα! Όχι! Δεν είναι ο αδελφός μου, τον αφήνω και πέφτω πίσω, χτυπάω το κεφάλι μου σε ένα κούτσουρο και θολώνω, βλέπω μόνο τις σκιές των δέντρων και το παιδί πάνω από το κεφάλι μου με τρομακτική όψη σαν πεθαμένο να μου ψιθυρίζει ‘’ο αδελφός σου θα γυρίσει αλλά δεν θα είναι ο ίδιος,, χάνω τις αισθήσεις μου.
Αρχίζω να ξυπνάω και… δεν είναι δυνατόν είμαι στο σπίτι, γυρίζω πλευρό και βρίσκω τον αδελφό μου να με κοιτάζει σαν υπνωτισμένος ‘’τι έγινε?,, τον ρωτάω αλλά δεν μου απαντάει, ‘’πως γύρισες?,, ‘’εγώ πότε μπήκα στο σπίτι?,, ο αδελφός μου απλά με κοιτάζει, γυρίζει και φεύγει από το δωμάτιό μου, προσπαθώ να τα συνδυάσω όλα αλλά ο πονοκέφαλος δεν με αφήνει να σκεφτώ καθαρά, πηγαίνω στο μπάνιο και την ώρα που λούζω τα μαλλιά μου βρίσκω μια γρατσουνιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, αυτό αποδεικνύει ότι δεν τα ονειρεύτηκα όλα αυτά.
Βγαίνω και πηγαίνω στο δωμάτιο του αδελφού μου τον βρίσκω να κάθεται ήσυχα πάνω στο κρεβάτι του και να κοιτάζει το αρκουδάκι του, ‘’τι έχεις σήμερα? Δεν θέλεις να πάμε να παίξουμε?,, εκείνος μου απάντησε πως δεν ήθελε και ότι δεν θέλει να βγει από το σπίτι, πολύ παράξενο για τον αδελφό μου που πετάει τη σκούφια του για παιχνίδι.
Αποφάσισα να μην αναφέρω κάτι στους γονείς μου μιας και δεν θα με πιστεύανε. Οι μέρες κυλούν πολύ ήσυχα και ο αδελφός μου δεν μου έχει ξαναναφέρει κάτι για το παιδί που έβλεπε από το παράθυρό του, είναι πολύ ήσυχος και δεν βγαίνει ποτέ από το δωμάτιό του παρά μόνο για να φάει, ανέφερα στη μητέρα μου την παράξενη κατάσταση του αδελφού μου και παρόλο που το έχει παρατηρήσει και αυτή πιστεύει ότι του λείπει το παλιό μας σπίτι.
Εγώ όμως δεν πιστεύω τίποτα από αυτά, η διαίσθησή μου λέει ότι αυτό το πλάσμα μέσα στο δωμάτιο δεν είναι ο αδελφός μου, ούτε καν με κοιτάζει όταν πάω να του μιλήσω.
Έχουν περάσει 20 μέρες από το περίεργο περιστατικό στο δάσος και η κατάσταση είναι η ίδια. Αποφασίζω να μιλήσω στον αδελφό μου, πηγαίνω και τον βρίσκω πάλι έτσι, κάθομαι δίπλα του, δεν μου δίνει σημασία, του απευθύνω το λόγο και τον ρωτάω ‘’αγάπη μου, πως και δεν μου ξανανέφερες το φίλο σου από το δάσος?,, δεν μου απαντάει ‘’μήπως έφυγε?,, και πάλι καμία απάντηση ‘’μήπως είναι εδώ μαζί μας?,, τότε το παιδί σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με μίσος ‘’αν κάνεις κάτι και με αποκαλύψεις τότε ο αδελφός σου θα πεθάνει,, ‘’δεν με τρομάζεις,, του απάντησα ‘’θα έπρεπε να τρομάζεις, δεν ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω,, και τότε μια δύναμη με έσπρωξε από το κρεβάτι και έπεσα κάτω, σηκώθηκα αμέσως και έφυγα, φοβόμουνα πολύ το σώμα του μικρού μου αδελφού δεν ήταν πια δικό του.
Πήρα το ποδήλατό μου με την πρόφαση ότι πάω μια βόλτα, κατέβηκα στην πόλη και αποφάσισα να βρω κάποιον που να ξέρει τι κακό έχει γίνει στο δάσος, πρέπει να μάθω, πρέπει να σώσω τον αδελφό μου, περνάω από ένα περίπτερο να πάρω ένα νεράκι, βλέπω μέσα να με κοιτάζει όλο αγάπη μια κυρία μεγάλης ηλικίας, ‘’τι γλυκό κοριτσάκι που είσαι αγάπη μου, μου θυμίζεις την εγγονούλα μου,, ‘’σας ευχαριστώ πολύ,, της απαντώ ‘’τώρα ήρθαμε στη περιοχή σας, μένουμε στο μεγάλο σπίτι στο λόφο,, συνέχισα, η κυρία τότε τρόμαξε σαν να είδε φάντασμα, δεν της άρεσε αυτό που άκουγε, τότε κι εγώ κατάλαβα ότι κάτι ήξερε αυτή η κυρία ‘’να σας κάνω μια ερώτηση?,, της απηύθυνα το λόγο, η γυναίκα έγνεψε καταφατικά ‘’ξέρετε κάτι για το δάσος που βρίσκετε δίπλα από το σπίτι μας, αν δηλαδή έχει γίνει κάτι κακό, εάν είναι στοιχειωμένο?,, τότε η γυναίκα τρόμαξε ακόμα πιο πολύ και με ρώτησε γιατί της κάνω αυτή την ερώτηση.
Εγώ μιας και δεν είχα άλλη επιλογή και κανέναν άλλο να το μοιραστώ, τα είπα όλα στη γυναίκα και τι συμβαίνει στο σπίτι μου τον τελευταίο καιρό. Η γυναίκα τότε μου είπε ότι πριν από πολλά χρόνια ένα αγοράκι χάθηκε μέσα στο δάσος, πνίγηκε στη λιμνούλα που είναι πιο βαθειά και από τότε θεωρείται στοιχειωμένο μιας και πολύς κόσμος έχει δει ένα αγοράκι να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα, και άλλες φορές έχουν ακούσει κλάματα και θρήνους, κάποιες γυναίκες είχαν ακούσει να τις φωνάζει από μακριά παιδική φωνή ‘’μαμά’’ από ότι λένε ψάχνει τη μητέρα του που το άφησε μόνο του μέσα στη νύχτα εκείνο το μοιραίο βράδυ που χάθηκε και πνίγηκε.
Ευχαρίστησα την κυρία και γύρισα στο σπίτι, ο αδελφός μου μετά το μεσημεριανό ήρθε στο δωμάτιό μου και έκατσε δίπλα μου ‘’έμαθες λοιπόν?,, ‘’τι εννοείς?,, απάντησα, έφυγε από το δωμάτιό μου όπως είχε έρθει.
Το βράδυ όταν πήγαμε να κοιμηθούμε, αισθανόμουνα ότι κάτι κακό θα συμβεί, σκεφτόμουνα τι να κάνω μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Είχα άσχημα όνειρα, ξυπνούσα μέσα στη νύχτα και έβλεπα τον αδελφό μου να είναι στο δωμάτιό μου αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω τελείως. Την επόμενη μέρα, ξύπνησα με φρικτούς πόνους σε όλο μου το σώμα, πήγα στο μπάνιο μου και βρήκα σε όλο μου το κορμί μώλωπες σαν κάποιος να με έδειρε, κατευθείαν το μυαλό μου πήγε σ’αυτό το πλάσμα, ένοιωθα ανήμπορη δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω παρόλα αυτά αποφάσισα να περιμένω μέχρι το βράδυ, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο αλλά αν ήταν να πάθω κάτι ας το πάθαινα εγώ, ο αδελφός μου δεν φταίει σε τίποτα.
Όταν όλοι πήγανε για ύπνο, εγώ πήρα τον αδελφό μου από το κρεβάτι του και τον πήγα στο δάσος, μου έφερνε αντίσταση, για κάποια στιγμή ήταν τόσο βαρύς που δεν μπορούσα να τον κρατήσω άλλο στα χέρια μου, τον άφησα κάτω κι εκείνος μου είπε με τραχιά φωνή ‘’γιατί προσπαθείς να ξεφύγεις από την μοίρα σου?,, ‘’δεν καταλαβαίνω τι εννοείς,, απάντησα ‘’ εγώ το μόνο που θέλω είναι ο αδελφός μου,, ‘’εγώ είμαι ο αδελφός σου,, ‘’όχι δεν είσαι εσύ, μου τον πήρες εκείνο το βράδυ, θέλω πίσω τον αδελφό μου,, ‘’κοίταξε καλύτερα.,, μου απάντησε.
Κοίταξα και είδα ένα άγνωστο παιδάκι να κάθεται και να κλαίει εκεί που είχα αφήσει τον αδελφό μου, και στη θέση του πλάσματος ήταν το σώμα του αδελφού μου, έβλεπα δύο παιδιά μπροστά μου, μα τι γίνεται δεν είναι δυνατόν τι έκανα ποιο είναι αυτό το μωρό? Δεν έμοιαζε καν στο παιδί που είχα δει στο δάσος, πήρα το άγνωστο παιδί και πήγα στο σπίτι, πίσω μου ερχόταν ο αδελφός μου. Μπήκα στο σπίτι και πήγα το μωρό στο δωμάτιο του αδελφού μου, το παιδί φαινόταν μπερδεμένο και έκλαιγε πολύ το δωμάτιο δεν ήταν το ίδιο, άκουσα μια γυναικεία φωνή να καθησυχάζει το μωρό, επιτέλους η μαμά μου σκέφτηκα, μπήκε μέσα μια γυναίκα που δεν την ήξερα, δεν μου έδωσε σημασία σαν να μην με είδε, έτρεξα στο δωμάτιο των γονιών μου και ένας άγνωστος άντρας ήταν στη θέση του πατέρα μου, πήγα στο δωμάτιό μου και ήταν άδειο, ήμουν πολύ μπερδεμένη, κοίταξα πίσω μου και είδα τον αδελφό μου να με κοιτάζει με τα ίδια αθώα ματάκια που με κοιτούσε πάντα ‘’αγάπη μου του φώναξα είσαι εσύ, είσαι εσύ πραγματικά,, τον αγκάλιασα ήμουνα πού χαρούμενη που ξαναβρήκα τον αδελφό μου, τον πραγματικό μου αδελφό ‘’μη φοβάσαι,, του είπα, θα ψάξουμε τους γονείς μας θα τους βρούμε. Που είχαν πάει οι γονείς μας γιατί δεν είναι εκεί πριν από λίγο βγήκα από το σπίτι και ήταν στο δωμάτιό τους.
Ο αδελφός μου με πήρε από το χέρι και με μικρά βηματάκια, με έβγαλε έξω από το σπίτι και κατευθυνθήκαμε μαζί στο νεκροταφείο, με πήγε μπροστά σε ένα μνήμα που είχε τα ονόματα των γονιών μας, κάτω από τα δικά τους ονόματα ήταν το δικό μου και του αδελφού μου.
Όχι δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να είμαστε νεκροί, άρχισα να ζαλίζομαι και να θυμάμαι’ αυτό το σπίτι, εκείνο το παιδί εγώ είχα φταίξει για το θάνατο όλων μας, εγώ άρχισα να βλέπω το παιδί στο δάσος και στην προσπάθειά μου να τους προστατέψω από το κακό, τους έκανα εγώ η ίδια κακό ναι, θυμάμαι να έχω τον αδελφό μου στα χέρια μου και από φόβο να μην πάθει τίποτα τον έσφιξα πάρα πολύ μέχρι που δεν ανέπνεε πια, θυμάμαι να είμαι μόνη μου στο σπίτι και να είναι όλοι νεκροί, θυμάμαι να πνίγομαι στην μπανιέρα γιατί δεν άντεχα τον εαυτό μου.
Ναι, σ’αυτό το σπίτι εγώ είμαι το στοιχειό, εμένα φοβούνται όταν ακούνε κάτι, εγώ πηγαίνω και κλέβω τα μωρά από την κούνια τους, εγώ κλαίω και θρηνώ μέσα στο δάσος, εμένα πρέπει να τρέμουν γιατί αφού σκότωσα την οικογένειά μου για το καλό τους, μπορεί να σκοτώσω και όποια άλλη οικογένεια μένει σε αυτό το σπίτι για το καλό τους, για να τους προστατέψω από ένα μεγαλύτερο κακό.