Η Ζωοδόχος Πηγή
Το αμάξι μου με είχε αφήσει στου διαόλου τη μάνα.
Δεν ήξερα ποιος είναι πιο ηλίθιος. Το αφεντικό μου που με έστελνε διακόσια χιλιόμετρα μακριά μέσα στη νύχτα, επειδή μία βλαμμένη πελάτισσα δεν κατάφερε να συνδέσει σωστά το UPS στον υπολογιστή της ή εγώ που ξέχασα να γεμίσω το ντεπόζιτο.
Δεν είχε σημασία ούτως ή άλλως.
Κοίταξα την οθόνη του κινητού μου. Δεν είχε σήμα σε αυτήν την πλευρά του, ξεχασμένο από τον κόσμο, βουνού. Έκανα να πετάξω το κινητό μου στο γκρεμό στον γκρεμό στο πλάι του δρόμου βρίζοντας, μα το μετάνιωσα.
Γύρισα στο αυτοκίνητο, πήρα μία ζακέτα και ένα μισοάδειο μπουκαλάκι με νερό και το κλείδωσα.
Μερικά χιλιόμετρα πίσω είχα δει μία πινακίδα.
Ζωοδόχος Πηγή, δέκα χιλιόμετρα.
Το ήξερα αυτό το χωριό. Πριν την Εγνατία οδό, ήταν μία στάση για τουριστικά λεωφορεία. Γεμάτο ταβέρνες και αναψυκτήρια, χαμένο ανάμεσα στις καστανιές. Τώρα πια θα πρέπει να είχε ερημώσει – πρόοδος σου λέει μετά, μα όλο και κάποιο τηλέφωνο θα έβρισκα εκεί.
Άρχισα να περπατάω. Δεν πρέπει να απείχε πολύ από το σημείο που βρισκόμουν, και με τα νεύρα που είχα, υπολόγιζα να φτάσω σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά.
Μετά από λίγο περπάτημα, τα νεύρα μου είχαν εκτονωθεί αρκετά ώστε άρχισα να απολαμβάνω τη σιγαλιά της νύχτας στη φύση.
Πάνω από το κεφάλι μου ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Τα σκόρπια σύννεφα στον ορίζοντα μαρτυρούσαν την χαμηλή υγρασία του μέρους. Τα αστέρια ήταν ελεύθερα να λάμψουν άφοβα, και η πανσέληνος φώτιζε το δρόμο μου ικανοποιητικά.
Ξαφνικά μου ήρθε η επιθυμία να ουρλιάξω στο άγνωστο. Το φαράγγι στα δεξιά μου σίγουρα δεν θα ενοχλούνταν από τη φωνή μου.
Κοίταξα χαμηλά στην πλαγιά και είδα εκατοντάδες δέντρα να λικνίζουν τα φύλλα τους στο χορό που πρόσταζε το απαλό αεράκι του βουνού.
Το βλέμμα μου έπεσε πιο μακριά, πέρα στο αντίκρυ βουνό και η κραυγή έφυγε από τα χείλη μου πριν προλάβω να συγκρατηθώ.
Μερικά δευτερόλεπτα μετά άκουσα την ηχώ της φωνής μου. Χαμογέλασα. Η διάθεσή μου είχε φτιάξει πολύ.
Συνέχισα να περπατάω ανανεωμένος.
Στροφή, κι άλλη στροφή, και ο δρόμος έφευγε πίσω μου με σταθερά γρήγορο ρυθμό. Το τοπίο με έκανε να ξεχνώ την κούρασή μου.
Στην επόμενη στροφή είδα και τις αρχές του βουνού. Αναμνήσεις με κατέκλυσαν από αλλοτινές εποχές.
Σαν παιδί περνούσα από εδώ με τους δικούς μου κάθε φορά που πήγαινα στη θάλασσα. Η καθιερωμένη στάση όλων των ταξιδιωτών για μερικές γουλιές νερό από την κρυστάλλινη πηγή στη μέση του χωριού, ψητό καλαμπόκι και σουβλάκι σε καλαμάκι, είχαν δώσει ένα νέο όνομα στο χωριό. Σουβλακοδώχος πηγή.
Γέλασα στην παιδική ανάμνηση που ξύπνησε μέσα μου και μπήκα στο χωριό.
Τα φώτα του δρόμου και το χλομό φως του φεγγαριού ήταν οι μόνοι μου οδηγοί.
Στα σπίτια δεξιά κι αριστερά μου τα παντζούρια ήταν κλειστά, οι ταβέρνες άδειες. Αποφάσισα να φτάσω μέχρι την άλλη πλευρά του χωριού, όλο και κάποιος κάτοικος θα είχε αφήσει την τηλεόραση να τον νανουρίσει.
Διακόσια μέτρα μετά και πάλι δεν φαινόταν ψυχή πουθενά.
Κοίταξα το ρολόι μου. Περασμένα μεσάνυχτα. Απογοητεύτηκα.
Κάθισα να πάρω μια ανάσα σε ένα πεζούλι στην άκρη του δρόμου. Αναρωτιόμουν αν θα έβρισκα το κουράγιο να χτυπήσω την πόρτα κάποιου αγνώστου και να ζητήσω βοήθεια. Και ο χρόνος ήταν εναντίων μου.
Πήρα βαθιά ανάσα και σηκώθηκα. Έστρωσα τα ρούχα μου και προχώρησα προς μία ταβέρνα που φαινόταν πιο περιποιημένη από τις υπόλοιπες. Πάνω από την ταβέρνα, στον πρώτο όροφο του κτηρίου πρόσεξα ένα μπαλκόνι με λουλούδια σε γλάστρες που κρέμονταν από τα σιδερένια κάγκελα. Τα παντζούρια του ήταν κλειστά, μα για να είναι πάνω από την ταβέρνα, σίγουρα θα ήταν το σπίτι του ταβερνιάρη. Φιλικοί οι ταβερνιάρηδες, πάντα πρόθυμοι να σε εξυπηρετήσουν. Τουλάχιστον, αυτό ήλπιζα.
Στα δεξιά της ταβέρνας είδα μία σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι.
Η πρόσβαση ήταν απαγορευμένη, μία καγκελόπορτα φρόντιζε για αυτό, μα στην κατάστασή μου αποφάσισα να φανώ λιγάκι αγενής και την άνοιξα.
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια και βρέθηκα μπροστά σε μία βαριά ξύλινη πόρτα ασφαλείας, από αυτές με το ματάκι ψηλά στο κέντρο τους.
Χτύπησα το κουδούνι – δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω το όνομα που φαινόταν στην ετικέτα του.
Σιωπή. Ξαναχτύπησα το κουδούνι, αυτή τη φορά πιο επίμονα. Προφανώς κοιμόντουσαν οι άνθρωποι και δεν είχαν ακούσει το τιτίβισμα του.
Έστρωσα και πάλι τα ρούχα μου περιμένοντας. Μάταια προσμονή. Φαίνεται ότι οι ιδιοκτήτες είχαν φύγει για διακοπές ή απλώς απελπισμένοι από τη χαμηλή κίνηση του μέρους, εγκατέλειψαν το χωριό για πάντα.
Βρίζοντας την τύχη μου, το αφεντικό μου και τη μαλακία μου να μην ελέγξω πόση βενζίνη είχα στο ντεπόζιτο, γύρισα στη σκάλα να αναζητήσω κάποιο άλλο σπίτι να ζητήσω βοήθεια.
Το μάτι μου έπιασε μερικές σκιές στην άκρη του δρόμου, μα μόλις πήγα να ρίξω μια καλύτερη ματιά, είχαν εξαφανιστεί.
Αυτό μου έλειπε. Αδέσποτα να με πάρουν στο κατόπι.
Βγήκα στο δρόμο και πάλι. Τόση ώρα και ούτε ένα αυτοκίνητο δεν είχε περάσει.
Προχώρησα στο διπλανό σπίτι και χτύπησα κι εκεί.
Τίποτα.
Το ίδιο και στο επόμενο, και στο άλλο μετά από αυτό.
Τώρα σε κάθε μου βήμα έβριζα κάθε τι που περνούσε από το μυαλό μου, από τον εαυτό μου μέχρι το φεγγάρι που με κοιτούσε με το ασημί πρόσωπό με τα γκροτέσκα χαρακτηριστικά.
Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά κάνοντας τα χέρια μου χωνί μπροστά στο στόμα μου και φώναξα:
-ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
Περίμενα να ακούσω και πάλι τον αντίλαλο της φωνής μου μα, προς έκπληξή μου, από κάπου ψηλά στο βουνό μέσα στο δάσος με τις καστανιές, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό.
Σαν ντόμινο, απάντησε ένα άλλο λίγο πιο κοντά, και ύστερα άλλο ένα κάπου προς την κατεύθυνση από την οποία είχα έρθει.
Στη σιωπή που ακολούθησε, μου φάνηκε πως άκουσα ελαφρά βήματα κάπου πίσω μου.
Γύρισα απότομα μα είδα μόνο τον δρόμο να με περιμένει.
Ηρέμησε, σκέφτηκα, είσαι ασφαλής.
Αποφάσισα να πάω ως την πηγή στη μέση του χωριού. Το κρύο νερό της σίγουρα θα μου έκανε καλό.
Άρχισα να περπατάω προς τα εκεί, μα σύντομα το βήμα μου άνοιξε και λίγα βήματα μετά βρέθηκα να τρέχω με όλες μου τις δυνάμεις. Με κάθε μου βήμα ήταν σαν να άκουγα δεκάδες ελαφροπατήματα να με ακολουθούν.
Έφτασα στη βρύση λαχανιασμένος περισσότερο από την αδρεναλίνη που κυλούσε στις φλέβες μου παρά από το σπριντ μου. Σταγόνα νερο. Σκέφτηκα πως το χωριό είχε εγκαταλειφθεί και πως ο δήμος ίσως να είχε κλείσει την παροχή του νερού, μα θυμήθηκα πως η βρύση έτρεχε από τις πηγές του βουνού.
Κάθισα στην άκρη της βρύσης και έκρυψα το πρόσωπό μου
Νερό είχα μαζί μου αρκετό, αλλά στην ώρα που είχα περάσει στο χωριό δεν είχα δει άλλο διερχόμενο αυτοκίνητο και το να περάσω τη νύχτα ολομόναχος στη μέση του πουθενά ήταν πολύ πιθανό σενάριο.
Καθώς άκουγα την καρδιά μου να χαμηλώνει το ρυθμό της, ένα ακόμα ουρλιαχτό με έκανε να πεταχτώ όρθιος.
Κοίταξα γύρω μου και βρήκα ένα πεσμένο κλαδί. Το πήρα στο χέρι μου και άρχισα να προχωρώ προς την έξοδο του χωριού.
Αν η ακοή μου ήταν σωστή, αυτή τη φορά είχε το ουρλιαχτό είχε έρθει μέσα από το χωριό.
Άνοιξα το βήμα μου και πήρα δρόμο για το αυτοκίνητο μου. Τουλάχιστον εκεί θα ήμουν ασφαλής.
Σήκωσα το μάτια μου στον ουρανό. Η θέα του ουρανού πάντα κατάφερνε να με ηρεμήσει.
Κοκάλωσα στη θέση μου καθώς το κόκκινο φεγγάρι με κοίταζε με το ίδιο απαθές βλέμμα.
Σε μια στιγμή αποφάσισα ότι ο καλύτερος τρόπος να ηρεμήσω ήταν η ασφάλεια του αυτοκινήτου μου και το βήμα μου έγινε ακόμα ταχύτερο. Ποτέ δεν πίστευα σε τέτοιους οιωνούς, μα κάτι τα ουρλιαχτά, κάτι η ερημιά που επικρατούσε στο βουνό, τα χρειάστηκα.
Πίσω μου τα ελαφρά βήματα συνέχισαν να με ακολουθούν. Μου φάνηκε πως άκουγα ένα ανεπαίσθητο λαχάνιασμα να τα συνοδεύει.
Δύο στροφές ακόμα και θα έβλεπα το αυτοκίνητο.
Πήρα την πρώτη στροφή και έπιασα μια σκιά να χάνετε στην άκρη του δρόμου μπροστά μου.
Κράτησα το κλαδί πιο σφιχτά στα χέρια μου και συνέχισα
Πριν προλάβω να φτάσω στην επόμενη στροφή, από τα δέντρα στα αριστερά μου φάνηκε μια μορφή να ξεπροβάλλει.
Γύρισα προς το μέρος της και πισωπάτησα κοιτάζοντας ολόγυρα, μα το βλέμμα μου έπεσε στον άδειο δρόμο.
Λουσμένη στο φως του φεγγαριού ξεπρόβαλε μέσα από τις σκιές των δέντρων. Μονάχα τα μακριά καστανά μαλλιά της κάλυπταν το γυμνό της στήθος, μα χωρίς ντροπή συνέχισε να με πλησιάζει, ξυπόλητη, μαγευτική. Τα άγρια μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι και το χαμόγελό της με μαγνήτισε.
Το κλαδί έπεσε από τα χέρια μου καθώς έπεφτα προς τα πίσω σκοντάφτοντας σε μία πέτρα στην άλλη άκρη του δρόμου.
“Μη φοβάσαι” έφτασε η μεταξένια φωνή της στα αυτιά μου.
Το χέρι μου προσπάθησε να φτάσει το κλαδί μα είχε πέσει πολύ μακριά. Άγγιξα μία πέτρα και την έπιασα στη γροθιά μου.
“Μη φοβάσαι...” επανέλαβε η γυναίκα.
Κοίταξε το χέρι που κρατούσε σφιχτά την πέτρα και τα δάχτυλά μου άνοιξαν σαν να είχα καεί.
“Δεν θέλεις να έρθεις μαζί μας;”
Οι σκιές πίσω της ζωντάνεψαν.
Δεκάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου, τα μισάνοιχτα στόματα αποκάλυπταν κάτασπρα γυαλιστερά δόντια. Τα βήματά τους απαλά και αθόρυβα και το γρύλισμα τους ίσα που ακούγονταν πάνω από το αεράκι που λίκνιζε τις τούφες της γούνας τους.
“Γίνε ένα με εμάς...” άκουσα την γυναίκα μπροστά μου να ψιθυρίζει.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω της τη στιγμή που πηδούσε προς το μέρος μου.