Τίτλος: Μην το Πεις Πουθενά
Λέξεις: 1900 (περίπου)
Μην το Πεις Πουθενά... “ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι·
ἄλλοι ἔλεγον· Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν.”
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ιβ, 29
Αθήνα 05/03/1995“Μανούλα...;Μαμά; Κοιμάσαι...;” Ακούστηκε μια πνιχτή φωνή στο σκοτάδι. Η Πηνελόπη μούγκρισε μέσα στον ύπνο της και επιχείρησε να αλλάξει πλευρό.
“Ξύπνα μανούλα....ξύπνα!” Αυτή τη φορά το ξανθό κοριτσάκι απαρνήθηκε κάθε ίχνος διακριτικότητας και χώθηκε δίπλα της στο κρεβάτι.
“Τι είναι Άννα μου;”
“Φοβάμαι μανούλα...” απάντησε η μικρούλα και τα μάτια της βούρκωσαν.
“Τι πράγμα καρδούλα μου;” Ρώτησε και πάλι η Πηνελόπη νυσταγμένα.
“Κάποιος είναι στη γωνία... Με κοιτάζει....”
Αθήνα 15/02/2012Το ξυπνητήρι έσκουζε μανιασμένα δίπλα στο κρεβάτι της Άννας. Με μάτια μισόκλειστα και μαλλιά ανακατεμένα από το μαξιλάρι προέκτεινε το χέρι της και το έριξε κάτω. Η σκέψη και μόνο ότι έπρεπε να πάει στη σχολή της δημιουργούσε πονόκοιλο.
“Κάποιος δεν άκουσε το ξυπνητήρι του!” Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.
“Χέσε μας ρε μάνα...”
“Ωραίος τρόπος! Πάλι κοιμήθηκες αργά εχθές; Τι σου χω πει παιδάκι μου; Θ' αρρωστήσεις! Τέλος πάντων εγώ και ο Μάνος φεύγουμε γιατί θα το χάσουμε στο τέλος το αεροπλάνο. Κάνε καμιά δουλειά μιας και θα μείνεις σπίτι ε;!” Την ψευτομάλωσε και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Μάνος , φυσικά. Όλη της η ζωή ο Μάνος. Σε λίγες μέρες είχε την επέτειο θανάτου του πατέρα της και η Πηνελόπη... τρέχει στα Λας Πάλμας με τον Μάνο. Δεν πρέπει να 'χε περάσει πολλή ώρα όταν αισθάνθηκε το κρεβάτι της να δονείται ελαφρά. Σεισμός θα ναι. Είπε στον εαυτό της. Γύρισε πλευρό. Ήταν γενναία κοπέλα. Ανέκαθεν ήταν γενναία, από τόσο δα κοριτσάκι. Και μετά ένας ψίθυρος. Στην αρχή ανεπαίσθητος. Σχεδόν της χάιδευε τα αυτιά. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις και συγκεντρώθηκε περισσότερο. Ναι... Ναι τώρα ήταν ξεκάθαρο. Ένα από εκείνα τα γελοία τραγουδάκια που σκαρώνουν τα παιδιά για να κοροϊδέψουν όποιο τρέχει πιο αργά από τα υπόλοιπα ή δεν φέρνει τις μπογιές του ή ακόμα χειρότερα, έρχεται η μητέρα του στα κάγκελα να του δώσει το τοστάκι του τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.
Όσο η νύχτα κι αν κυλάει,
και το βράδυ μας περνάει,
η Αννούλα δεν κοιμάται,
μοναχά περιπλανάται
σ άλλους τόπους σ άλλες χώρες
σ' ήλιους, καταχνιά και μπόρες
τα ματάκια της δεν κλείνει
στου θανάτου το παιχνίδι!
Άννα....Άννα....ΑΝΝΑ.... Νόμιζε θα κατάπινε την ανάσα της. Ο ήλιος φώτιζε κάθε άκρη της κάμαρας μα εκείνη δεν ένιωθε πιο ασφαλής. Σκούπισε το μέτωπο της από τον ιδρώτα και ανακάθισε στο κρεβάτι. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος σ' όλα αυτά. Άμεσα. Σχημάτισε τον αριθμό της Έλλης και περίμενε ανυπόμονα στο ακουστικό.
“Έλλη; Η Άννα. Ναι... Καλά...Καλά είμαι. Θυμάσαι που σου έλεγα για...; Ναι... Ξανασυνέβη. Φέρε τον πίνακα μαζί σου. Πες και στον Γιώργο. Μην αργήσετε.” Ντύθηκε απρόθυμα και έφτιαξε έναν καφέ. Τα νεύρα της ήταν πειραγμένα από την αϋπνία. Ίσως να έφταιγε αυτό. Ίσως όλα τα φαντάζονταν. Ίσως... Ίσως... Μα γιατί πάντα η ίδια θολή εικόνα; Η ίδια σκιά που ξεκινάει απ τη γωνία και αστραπιαία κολλάει δίπλα της; Η Έλλη πάντα της έλεγε ότι είναι ολοφάνερα κάποιο πνεύμα φυλακισμένο στο δωμάτιο της. Γενικά τα πίστευε πολύ αυτά. Προσπαθούσε περισσότερο από μήνα να την πείσει να το καλέσουν. Να το ρωτήσουν τι θέλει. Κι έτσι έγινε εκείνη τη μέρα. Μα δεν είχε αποτέλεσμα. Τέλεια. Μέχρι και η Έλλη θα πίστευε πλέον ότι η Άννα το 'χε χάσει. Τι άλλο χρειαζόταν για να γίνει ακόμα πιο τέλεια η ζωή της;
Και πάλι μόνη να κοιτάζει το ταβάνι. Αναρωτιόταν κάποιες φορές τι την κρατούσε στη ζωή. Δεν είχε φιλοδοξίες, δεν είχε αγόρι, δεν είχε καν φίλους. Πέρασαν πολλές ώρες. Αναγκάστηκε να ανάψει το φως πλέον. Ύστερα, έπιασε αφηρημένα ένα τσιγάρο. Το άναψε και αισθάνθηκε απερίγραπτα ζεστά. Δεν ήταν το τσιγάρο. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της στην αίσθηση ότι κάποιος ανασαίνει πίσω της. Γύρισε αργά, με κλειστά σχεδόν τα μάτια και της ξέφυγε μια κραυγή. Το ουρλιαχτό τάραξε συθέμελα τα σωθικά της και νόμιζε θα ξέρναγε από το φόβο της.
“Μπορώ να έχω και γω ένα τσιγάρο; Παρακαλώ;” Ρώτησε ήρεμα ο άντρας που είχε εμφανιστεί στο χώρο. Για την ακρίβεια παραήταν ψηλός και η σιλουέτα του έμοιαζε υπερβολικά λεπτή πίσω από τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Η Άννα πάγωσε. Έκανε ένα βήμα πίσω... άλλο ένα... κι ύστερα κι άλλο και πριν προλάβει να τρέξει την είχε αγκαλιάσει απαλά από πίσω.
“Που πας...;” Είπε ψιθυριστά. Ήταν μελωδικός ψίθυρος. Ένας γνώριμος ψίθυρος.
“Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;” Η φωνή της ακουγόταν στριγγή. Τα αφύσικα μακριά του δάχτυλα χάιδεψαν απαλά τα χέρια της.
“Δε σας καταλαβαίνω εσάς τους ανθρώπους. Μας φωνάζετε και μετά στριγγλίζετε και ρωτάτε τι θέλουμε από εσάς και...” τα χέρια του τυλίχτηκαν τώρα γύρω από τη μέση της “φέρνετε και εκείνους τους αστείους ρασοφορεμένους για να μας διώξετε.” Το κατάλευκο δέρμα του είχε απαλή υφή και έκαιγε.
“Μπορείς να... να... μ αφήσεις...παρακαλώ;” Ψέλλισε κάπως πιο ήρεμη αυτή τη φορά.
“Ναι φυσικά... Απλά... Μυρίζεις υπέροχα...Ζωή.” Είπε σχεδόν υπνωτισμένος. Έμειναν εκεί. Μια μικρή απόσταση τους χώριζε. Αρκετή για να τον παρατηρεί με ασφάλεια. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και τα μάτια του είχαν μια γαλανοπράσινη απόχρωση. Πότε πότε χαμογελούσε σχεδόν αμήχανα θα έλεγε κανείς.
“Εκείνο το τσιγάρο; Μπορώ;” Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Του έδωσε ένα τσιγάρο και με το βλέμμα της έψαξε τον αναπτήρα.
“Όχι... Δε θα χρειαστεί.” γέλασε εκείνος σα να διάβασε τη σκέψη της και με μια γρήγορη κίνηση των δακτύλων του το άναψε. Είχε πολλά ερωτήματα. Πως ήξερε τις σκέψεις της; Πως γίνεται να καπνίζει; Ποιος ήταν ή καλύτερα
τι ήταν; Χαμογέλασε προφανώς γιατί κατάλαβε την απορία της.
“Πες το... Μη το κρατάς.”
“Πως γίνεται να καπνίζεις;”
“Βρίσκω διασκεδαστικές κάποιες συνήθειες των ανθρώπων. Το τσιγάρο είναι μία από αυτές. Μπορώ να κάνω κι άλλα...”
“Πως σε λένε;” Ρώτησε γρήγορα για να τον διακόψει.
“Είμαι αρκετά ξεχωριστός για να μην χρειάζομαι όνομα.” Έμειναν και πάλι σιωπηλοί. Απέφευγε να τον κοιτάζει. Την τρόμαζε χωρίς να έχει τίποτα το φρικτό ή αηδιαστικό. Ίσως το μάτι να υποφέρει μπροστά στην υπερβολική ομορφιά. Μπορεί οι άνθρωποι να να φτιαγμένοι ώστε να αντέχουν την ομορφιά και την ασχήμια μέχρι ενός ορίου. Μα ποια όρια πλέον; Τα φράγματα των δυο κόσμων εξανεμίστηκαν.
“Εκείνο το τραγουδάκι... Εσύ το...;”
“Ναι.” Είπε γελώντας με την καρδιά του. Αν είχε καρδιά δηλαδή.
“Γιατί;” Ρώτησε εκνευρισμένη.
“Για να με προσέξεις...” Απάντησε δήθεν ντροπαλά. “Πάμε μια βόλτα. Θα σου κάνει καλό να πάρεις αέρα.” Ο δαίμονας βγήκε από το δωμάτιο και σα να ήξερε το σπίτι για χρόνια κατευθύνθηκε στο χολ. Της άνοιξε την πόρτα κάνοντας μια μικρή υπόκλιση “Οι κυρίες προηγούνται...” Η Άννα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Τσίμπησε τον εαυτό της για να δει αν ήταν ξύπνια. Δεν ήταν σίγουρη για τίποτα πλέον. Μοναχά ότι δεν έπρεπε να τον εμπιστευτεί.
“Όχι. Δεν πειράζει. Εσύ πρώτος.” Ανακοίνωσε με αυτοπεποίθηση. Ένα ειρωνικό μειδίαμα απλώθηκε στα χείλη του και χωρίς δισταγμό βγήκε έξω.
“Όμορφη νύχτα. Κι ακόμα πιο όμορφη εσύ.” Την κολάκευσε προσφέροντας ένα κλαράκι γιασεμί.
“Ε...Ευχαριστώ. Λοιπόν... Εσύ ήσουν; Εννοώ πάντα εσύ ήσουν εκεί;”
“Ω ναι...Πάντα. Σε ξέρω από έμβρυο. Ήξερα και τον πατέρα σου. Υπέροχος άνθρωπος, βέβαια βέβαια... Πόσο σκληρό εκ μέρους της μητέρας σου να τον ξεγράψει έτσι.” Η Άννα βούρκωσε και έκρυψε το πρόσωπό της πίσω από το κλαράκι προσποιούμενη ότι το μυρίζει.
“Όχι καλή μου... Δε χρειάζεται να κρυφτείς από μένα. Εγώ σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα. Νιώθω τα συναισθήματά σου στο πετσί μου. Αδιάφορη πάντως η μάνα σου ε; Σε παράτησε, ούτε ότι το δωμάτιο ήταν μέσα στην κάπνα δεν πρόσεξε. Ο Μάνος θα φταίει... Ξέρεις είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Νομίζω τον αγαπάει περισσότερο από τον πατέρα σου περισσότερο ακόμα και από...” Η Άννα πλέον έκλαιγε.
“Αποκλείεται! Αποκλείεται σου λέω!” Φώναξε. Η μητέρα της ήταν το μόνο στήριγμα στη ζωή της. Πως θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
Κι όλα εκείνα τα βράδια που φοβόμουν και με έστελνε πίσω στο κρεβάτι; Όταν γνώρισε τον Μάνο δεν ξεκίνησαν όλα; Θύμισε μια φωνούλα μέσα της. Κάποιοι από τους περαστικούς γύρισαν και την κοίταξαν απορημένοι. Είναι αλλόκοτο όσο να πεις όταν κάποιος μιλά μόνος του. Ή όταν τουλάχιστον έτσι φαίνεται.
“Βασικά την άκουσα να λέει...Εμ.. άσε άσε δεν πειράζει” προσποιήθηκε ότι διστάζει εκείνος.
“Πες μου! Πες μου έχω δικαίωμα να ξέρω!” Αναφώνησε πάλι.
“Καλά... Να... Την άκουσα να λέει ότι έπρεπε να χε κάνει έκτρωση. Και ο Μάνος. Ο Μάνος συμφώνησε. Έλεγε θα ήταν καλύτερο αν είχαν ένα παιδί καρπό αληθινού έρωτα. Έρωτα δικού τους. Δεν έπρεπε να το πω αυτό ε;...Μάλλον δεν... Έλα.. Έλα μην μου κλαις...” Ο δαίμονας φίλησε τα δάκρυά της βγάζοντας επιφωνήματα ευχαρίστησης και εκείνη ένιωσε ένα κάψιμο στο πρόσωπό της. Περπάτησαν για λίγο χωρίς να μιλούν. Επεδίωκε να της αγγίζει το χέρι ή να βρίσκεται κοντά της. Αυτή τη φορά δεν τον απέφευγε. Η θλίψη συνέθλιβε την καρδιά της. Αόρατα χέρια κρατούσαν κάθε ανάσα και την παγίδευαν στα σωθικά της. Θα έσκαγε νόμιζε από τον πόνο.
“Ο πατέρας μου;” ρώτησε ανάμεσα στους λυγμούς της.
“Τρυφερός άνθρωπος... Είναι τόσο περήφανος για σένα... Θα ήθελες να τον γνωρίσεις...; Μπορώ να σε βοηθήσω...Δώσε μου μόνο την άδεια να το κάνω και θα τον γνωρίσεις Άννα μου... Εμπιστεύσου με...” Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Το πρόσωπό του συσπάστηκε και ένα πλατύ χαμόγελο αποκάλυψε μια σειρά από αιχμηρά, κιτρινισμένα δόντια. Το δέρμα του έγινε ωχρό και από την μία πλευρά παραμορφώθηκε σα να είχε καεί. Τα χέρια του τεντώθηκαν με τρελή ταχύτητα και την έσπρωξαν στο δρόμο. Η κοπέλα ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη μα η φωνή της καλύφθηκε από την κόρνα ενός αυτοκινήτου. Μετά σκοτάδι. Απόμακρες φωνές περαστικών και το γοερό κλάμα του οδηγού “Δεν την είδα ρε παιδιά... Πετάχτηκε από το πουθενά... ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΔΑ ΣΑΣ ΛΕΩ...”
Τα βλέφαρά της ήταν βαριά. Με δυσκολία κατάφερε να τα μισοανοίξει. Όλα ήταν λευκά τριγύρω.
Πέθανα; Σκέφτηκε φοβισμένα. Και η μητέρα της; Ούτε καν είχε προλάβει να της πει πόσο την αγαπάει. Η Έλλη; Ποιος θα της έδινε τώρα σημειώσεις, ποιος θα της γκρίνιαζε για τις ηλίθιες προλήψεις της... Το καντηλάκι του πατέρα της; Ποιος θα το άναβε τώρα;
Δεν πέθανες καλή μου. Ψιθύρισε μια φιγούρα δίπλα της. Όχι πάλι...Δε θα το άντεχε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και το μηχάνημα που είχαν συνδέσει πάνω της χτυπούσε σαν τρελό. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου υπήρχε μοναχά εκείνη και η μητέρα της. Με τον ήχο του καρδιογραφήματος πετάχτηκε όρθια και την αγκάλιασε. Δυο γιατροί μπήκαν μέσα χαμογελώντας πλατιά. Από πίσω τους και ο Μάνος με ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι.
“Κοριτσάκι μου... Κοριτσάκι μου!” Τσίριζε η Πηνελόπη και έκλαιγε από ευτυχία.
“Τι έγινε...;” Ρώτησε η Άννα κουρασμένα.
“Σε χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ευτυχώς ένας νεαρός σε μετέφερε στο νοσοκομείο εγκαίρως και γλιτώσαμε τα χειρότερα.” Είπε ο ένας γιατρός σκεφτικός. Τα μυωπικά του γυαλιά έκαναν τα μάτια του να φαίνονται αφύσικα μικρά.
“Μας τρόμαξες μικρή.” Πέταξε εύθυμα ο Μάνος. Την κοίταζε με ανακούφιση. Τελικά...Δεν ήταν τόσο αντιπαθητικός. “Μάλιστα σου άφησε και αυτό...” Της έδωσε ένα λευκό τριαντάφυλλο με μια κάρτα επάνω.
Περαστικά Άννα μου. Ελπίζω να γνωριστούμε και εμείς κάποια στιγμή. Μέχρι τότε, να προσέχεις και μην αφήνεσαι στο σκοτάδι. Από εσένα εξαρτάται.
Σε φιλώ,
Άγγελος“Που είναι; Θέλω να τον δω... Ποιος με έφερε;” Φώναξε η Άννα και αποπειράθηκε να σηκωθεί. Ο δεύτερος γιατρός την έσπρωξε πάλι πίσω.
“Μην τα κάνεις αυτά. Πρέπει να προσέχεις.” Της είπε ήρεμα. Ξεφύσηξε απογοητευμένα και έστρεψε το βλέμμα στην πόρτα. Ήταν εκεί. Ένα πλάσμα ψηλότερο από άνθρωπο μα ταυτόχρονα τόσο όμοιο. Είχε ξανθά, σχεδόν λευκά μαλλιά και χαμογελούσε γλυκά με τα χέρια σταυρωμένα. Ακούμπησε το δάχτυλο στα χείλη γνέφοντας της με τον τρόπο του να μείνει σιωπηλή.