Ξυπνάς με τον ήχο της βόμβας που σκάει και της δόνησης του χώρου. Κοιτάω τα αδέρφια μου δίπλα μου. Πόσο γαλήνια. Η κούραση κι ο πόνος έχουν απομακρυνθεί από πάνω τους. Σήμερα η Δέσποινα φεύγει. Την στέλνουν στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης Παίδων μαζί με όλα τα παιδιά ηλικίας μέχρι δώδεκα χρονών.
Φοβάμαι πολύ. Δεν θέλω να πάει εκεί. Μπορεί να είναι ασφαλής στα έγκατα της Γης από πυροβολισμούς και βόμβες, αλλά χίλιοι δυο κίνδυνοι παραμονεύουν και άλλα τόσα ατυχήματα μπορούν να συμβούν. Ένα σωρό σενάρια περνούν από το μυαλό μου. Από δηλητηρίαση του αέρα και πυρκαγιές, μέχρι βιαστές και παιδιά δολοφόνους. Δεν είναι απορίας άξιο. Ο πόλεμος όλους τους αλλάζει. Τους αλλάζει σε τέρατα που κυνηγάνε την επιβίωση και το συμφέρον. Άλλαξε κι εμένα.
Τα μικρά συνήθισαν. Δεν ξυπνάνε πια από τον αχό της μάχης, τα ουρλιαχτά και τις άναρθρες κραυγές. Μόνο εγώ. Εγώ που μεγάλωσα σε μία άλλη εποχή. Κι όμως, δεν είναι τόσο μακριά το καλοκαίρι πριν τέσσερα χρόνια που κανονίζαμε με τους γονείς μου να πάμε στο Πήλιο, στο ξενοδοχείο του Σωκράτη. Ο Σωκράτης, από τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Επιστρατεύτηκε πριν τρεις μήνες. Τον αποχαιρέτησα στο σταθμό περνώντας τον σταυρό μου στον λαιμό του.
Σηκώνομαι όρθια και ετοιμάζομαι για τα συσίτια. Είμαι είκοσι χρονών και δεν έχω επιστρατευτεί ακόμα. Ο πατέρας μου με το Ι-13 στο μέτωπο και η μάνα μου στα νοσοκομεία. Κάποιος έπρεπε να φροντίσει τα μικρά. Σήμερα φεύγει η Δέσποινα το δεκάχρονο αγγελούδι μου, σήμερα και η αξιολόγηση του Κώστα. Είναι δεκαέξι ετών. Αν κριθεί κατάλληλος φεύγουμε και οι δύο. Αν όχι, συνεχίζουμε την ζωή στην μιζέρια στην αποθηκούλα μας κάτω από το σπίτι.
Στο συσίτιο συναντώ την Αναστασία. Μοιάζει χαμένη. Μόλις γύρισε απ' τον πόλεμο. Της βάλανε την ταμπέλα "Ψυχικά Ασθενής" και την γλίτωσε, Όχι και ιδιαίτερα φθηνά βέβαια. Κουβαλώντας το κατσαρολάκι με την φασολάδα και την μπομπότα και το μπουκάλι με το γάλα περνάω από μία εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία που έχει καλυφθεί με γιασεμί. Βουτάω στα λουλούδια ελπίζοντας ότι το άρωμα των ανθών θα καλύψει την απλυσιά του σώματος.
Στο σπίτι ο Κώστας τρώει γρήγορα και φεύγει για τα Εξεταστήρια. Γυρνάει κουρεμένος, με το όπλο στην πλάτη και την στολή σε μία σακούλα. Βάζουμε τα κλάματα αγκαλιασμένοι. Βοηθάω την Δέσποινα να πλυθεί και τις φοράω ένα από τα παλιά μου φορέματα. Η σκηνή μου θυμίζει ένα παλιό βιβλίο. Αυτό είναι. Χωριζόμαστε. Στον σταθμό ο υπεύθυνος τραβάει την Δέσποινα για να ξεκολλήσει από πάνω μου.
Φεύγουμε και γυρνάμε σπίτι. Είχα περάσει την αξιολόγηση πριν τρία χρόνια, οπότε δεν είναι ανάγκη να κόψω τα μαλλιά μου. Βάζω την στολή και κρύβω τα μαλλιά μου στο κράνος. Έτσι όπως κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη, σκέφτομαι πόσο μοιάζω με τον αδερφό μου.
Μας στέλνουνε στα Αμελέ Ταμπουρού μαζί με τον Κώστα. Δεν είναι τάγματα εργασίας αλλά επικρατούν οι ίδιες συνθήκες διαβίωσης. Μα με περιμένει κάποιος στην πύλη. Η αγκαλιά του είναι ανοιχτή για μένα, όπως πάντα για να με σηκώσει ψυχικά ψηλά. Όμως κάτι έχει αλλάξει. Το βλέμμα του φανερώνει την φρίκη του πολέμου. Μας τραβάει και τους δυο στα χαρακώματα. Ο θάνατος αιωρείται στην ατμόσφαιρα περιμένοντας την επόμενη ψυχή που θα παραδώσει για την άλλη πλευρά.
Βράδυ και οι βόμβες πέφτουν. Η Γη τρέμει με μας στα σπλάχνα της. Ο Κώστας κοιμάται. Εγώ δεν μπορώ. Ο Σωκράτης φωνάζει στον ύπνο του. Δεν είναι ο μόνος. Ο πόλεμος όλους τους αλλάζει. Μια κοπέλα δίπλα αρχίζει να αναπνέει πολύ γρήγορα, λες και δεν της φτάνει το οξυγόνο. Την πιάνει κρίση πανικού και αρχίζει να φωνάζει πως θέλει να φύγει από 'δω. Όλοι την κοιτούν με λύπηση και οίκτο. Γιατί δεν την βοηθάει κανείς? Πάω να σηκωθώ για να πάω κοντά της κι ο Σωκράτης με κρατάει πίσω. Άσ' την, μου λέει, δεν είναι η μόνη που θα δεις, ο πόλεμος όλους τους αλλάζει.
Ξυπνάς κι ανταλλάζεις σφαίρες με την απέναντι παράταξη, κοιμάσαι κι ακούς κραυγές, τρως και παρακολουθείς ικεσίες για λίγο ακόμα μαυροζούμι. Και 'κει, μέσα στην καταχνιά, τον όλεθρο και το θανατικό υπάρχουν τα χέρια δυο ατόμων που σε κρατούν και τα κρατάς. Σου δίνουν ελπίδα και κάνουν το όπλο φίλο σου.
Το πρώτο νέο φτάνει για το τάγμα Ι-13. Όλοι νεκροί. Μαζί και ο πατέρας. Μα δεν κλαίω. Η είδηση δεν με αγγίζει. Τα δάκρυα θα έρθουν μόλις ο εφιάλτης τελειώσει.
"Θέλω να φύγουμε από 'δω." ο ψίθυρος του Σωκράτη με βγάζει απ' τη λήθη. Ο Κώστας έχει τεντώσει τα αφτιά του.
"Να πάμε που πέντε άτομα;"
"Πέντε;"
"Εγώ, εσύ, η αδερφή σου και τα δικά μου τα αδέρφια. Στα Στρατόπεδα Παίδων δεν είναι η αδερφή σου;"
"Δεν είναι. Η δικιά μου είναι δεκαπέντε, το θυμάσαι; Την διώξανε πριν τρία χρόνια."
"Ότι πεις. Και που θα πάμε;"
"Στη Σύρο. Στα νησιά δεν επιτίθενται. Ο κόσμος εκεί ζει ζωή χαρισάμενη. Θα μας κρύψουν οι φίλοι σου εκεί."
"Ούτε που ξέρω αν ζούνε!"
"Προτιμάς να πεθάνουμε; Ή θα μας φαν' τα βόλια εδώ ή θα φάμε ο ένας τον άλλον από την πείνα! Έχω δικούς μου έξω. Θα μας βοηθήσουν να φτάσουμε. Θα στείλω και την αδερφή μου να πάρει την Δέσποινα, Πες απλά το ναι!"
"Ναι."
Σ' ένα ταχύπλοο στα νερά του Αιγαίου Πελάγους με τον Κωστάκη να κοιμάται στον ώμο μου όπως όταν ήτανε μικρούλης και τη Δέσποινα να κλαίει σιωπηλά στο στέρνο μου. Στην Σύρο μας περιμένει η αδερφή του Άρη. Ο Δημήτρης είναι νεκρός, ο Άρης χαμένος στα βουνά της Πίνδου και ο Γιώργος τραυματίας στην Αθήνα. Και κάποτε σχεδιάζαμε να πάμε διακοπές όλοι μαζί στην Σύρο. Τι μακρινό όνειρο... Κι ακόμα πιο μακρινή η περίπτωση να το πραγματοποιήσουμε.
Ο Σωκράτης μου κρατάει το χέρι. Τον ξυπνάω από τους εφιάλτες. Ο Κώστας έπαψε να μιλάει, η Δέσποινα νιώθει ελεύθερη. Και όταν η λήξη του πολέμου ανακοινώνεται, ο κόσμος βγαίνει αλαλάζοντας από την χαρά του στους δρόμους. Κι όμως, κόλπο είναι για να μας βγάλουν έξω. Οι βόμβες πέφτουν και σκάνε πάνω μας. Τα δάκρυα ήρθαν, αλλά δεν είμαι μόνη. Είναι τα αέρφια και οι φίλοι μου εκεί. Πεθαίνουμε όλοι μαζί...