Ραγισμένος Καθρέφτης
Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένα όνειρο μέσα σ’αυτό το κάστρο. Τώρα πλέον έχει σβήσει, φοβούμενο το φως της ημέρας, την σκοτεινή μου όψη. Ο καθρέφτης μπροστά μου δεν έχει είδωλο, μα κι αν είχε, καταραμένο θα έδειχνε το πτώμα μου, την όψη μου ωχρή, σαν του νεκρού. Επί αιώνες σέρνω το άδειο μου κουφάρι στα τάρταρα αυτής της Κόλασης, μιας ύπαρξης που πλέον έχει πάψει να θυμίζει οτιδήποτε σχετικό με την ζωή. Είναι μνήμη, λύπη, λήθη. Κάποτε, ήταν γυναίκα. Τώρα πλέον δεν είναι παρά μόνο μια ανάμνηση.
Μια αστραπή έσχισε στα δυο τον νυχτερινό ουρανό, βγάζοντας με απότομα από την ‘’ ύπνωση’’ μου. Πότε ήταν βάλσαμο οι μνήμες και πότε η κατακραυγή μου; Μακάρι να μπορούσα να την βγάλω από το μυαλό μου μια και καλή, με την ίδια ευκολία που έβαλα τέλος στην ζωή μου. Να έπαυε να με βασανίζει με την ανυπαρξία της στην ζωή μου.
Όμως αυτό με κάνει να την θέλω ακόμα πιο πολύ.
Όσο γοργά και αν κάλπαζε αυτό το βράδυ, η βροχή ήταν γρηγορότερη από εκείνη, μπαίνοντας εμπόδιο στο φευγιό της. Ήταν καταβεβλημένη από την πείνα, την δίψα, την κούραση. Είχε κουραστεί να τρέχει για να ξεφύγει. Το μόνο που ήθελε να βρει ήταν ένα καταφύγιο. Και να, επιβλητικό και θεόρατο μες στην καταχνιά αυτής της άγριας νύχτας, πρόβαλε το κάστρο. Ξέζεψε από το άλογο και προχώρησε μπροστά, σαν να την έσπρωχνε ένα αόρατο χέρι, μπλοκάροντας τις άμυνες της, κάνοντάς την να αψηφίσει τον κίνδυνο. Και ας της έβγαινε και σε κακό.
Η πόρτα άνοιξε, μαγικά θαρρείς, κάτω από τα δάχτυλά της, παρόλο ότι φαινόταν αμπαρωμένη για πολύ, πολύ καιρό, λυγίζοντας στο πέρασμά της. Αχός βαρύς ακούγονταν, μα μες το κάστρο δεν υπήρχε ψυχή. Εισήλθε με επιφυλακή μες στους διαδρόμους, αλλά ένιωθε πιότερο ότι βόλταρε όλο και περισσότερο στα βάθη της αβύσσου...
Ήταν μια παρουσία αγνή, σαν μουσική. Ακούγονταν από κάπου μακριά, σε κάποιο απόκρυφο μέρος του μυαλού μου. Με λαχτάρα στην καρδιά, αυτή την καρδιά που από καιρό είχε πάψει να χτυπά, άρχισα έναν ξέφρενο χορό, δίχως να σταθώ λεπτό. Έναν χορό που με έφερνε όλο και πιο κοντά σ’ εκείνη. Πίστεψα πως όλα ήταν ψέμματα, πως το μόνο που θα κατόρθωνα θα ήταν να αγγίξω ένα κομμάτι αιθέρα, μα το αίμα της με καλούσε και ο χτύπος της καρδιάς της ολοζώντανος βροντούσε.
Και να, σαν οπτασία, ντυμένη στα λευκά, γεμάτη λάσπες και στάλες της βροχής να στάζουν από τα ρούχα της, έμοιαζε αληθινή. Διόλου όπως την είχα φανταστεί. Ένιωθα την ανάγκη να την αγγίξω, να νιώσω πως είναι ζωντανή...
‘’Αμέλια...Αμέλια...’’ ψιθύρισε ο παράξενος άντρας το όνομα, λες και ήταν προσευχή. Την πλησίασε, με δειλά βήματα στην αρχή, μα με όλο και πιο γοργό βήμα στην συνέχεια ‘’Είσαι ζωντανή’’ είπε, λες και δεν το πίστευε και άγγιξε το βρεγμένο της μάγουλο. Στα μάτια του ήταν ολοφάνερη η θλίψη ολάκερου του κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο ήταν παράταιροι και οι δυο τους. Το άγγιγμα του, αν και φευγαλέο πάνω στην σάρκα της, την έκανε να ριγήσει από προσμονή για κάτι που ούτε και εκείνη ήξερε. Όταν είδε ότι εκείνη δεν αντιδρούσε, τα δάχτυλά του άρχισαν να κατεβαίνουν και πιο κάτω, όλο και πιο κάτω, μέχρι που άρχισε να ξεμπλέκει τους φιόγκους του φορέματος της.
‘’Δεν θέλω να μου κρυώσεις’’ συνέχισε να ψιθυρίζει τρυφερά και, με μια κίνηση, το φόρεμά της έπεσε στο πάτωμα και εκείνη απέμεινε με το μεσοφόρι της. Αυτό την έκανε να συνέλθει κομμάτι.
‘’Το όνομά μου δεν είναι Αμέλια, κύριε’’ είπε με καθαρότητα στην φωνή και απαράμιλλη ηρεμία, παρόλο που μέσα της ένιωθε να παίρνει φωτιά σε κάθε του άγγιγμα.
‘’Είσαι κουρασμένη απ’ το ταξίδι σου από τον Κάτω Κόσμο και δεν ξέρεις τι λες’’ Μιλούσε λες και μιλούσε σε παιδί, αγγίζοντας, παράλληλα, τα χείλη της με τα ακροδάχτυλά του.
‘’Μεσιέ, ξέρω πολύ καλά ποια είμαι’’ ψιθύρισε, με κόπο, εκείνη ‘’Το όνομά μου είναι Αμελί Πουασόν. Αμέλια λεγόταν...η μητέρα μου’’
Μόλις το άκουσε αυτό, απομακρύνθηκε από κοντά της, σαν να είχε τρυπήσει το δέρμα του ηλεκτρικό ρεύμα.
‘’Μην προφέρεις αλόγιστα τέτοιου είδους βλασφημίες. Όχι!’’ Φυλάκισε το πρόσωπό της ανάμεσα στις χούφτες του, λες και ήταν ό, τι πιο πολύτιμο για εκείνον ‘’Εφόσον τα μάτια αυτά θωρούν ξανά το φως της μέρας, εφόσον μπορώ και πάλι να σε αγγίζω, δεν μπορεί να είναι ψέμα. Όχι! Δεν μπορεί!’’
Λόγια δίχως νόημα. Λόγια παράφρωνος ανδρός. Η αγάπη, τελικά, μπορεί να σε τρελάνει.
Αλλά τι γνώριζε εκείνη από αγάπη;
Είμαι χαρούμενος. Μετά από τόσα χρόνια απελπισίας, απομόνωσης και μοναξιάς, το σκοτάδι που με περιβάλλει αρχίζει να χάνεται και να με πλημμυρίζει ένα πρωτόγονο φως. Χαρείτε, Μοίρες, Πλειάδες και Νύμφες μου, διότι η Περσεφόνη μου γύρισε και πάλι σ΄ εμένα από τα βάθη του Άδη. Η δύναμη της αγάπης μου έκανε ακόμα και τον Θεό να δακρύσει και να δείξει έλεος σε ένα πλάσμα σαν και εμένα. Μπορεί να έβαλε τέλος στο μαρτύριο μου. Μπορεί και να έχω πέσει σε ύπνο βαθύ, σαν θάνατο. Μπορεί και να έχω ήδη πεθάνει.
Μα δεν με νοιάζει. Γιατί κοντά της μόνο θέλω να’μαι.
Μια ματιά στον ραγισμένο καθρέφτη που βρίσκονταν μπροστά της ήταν αρκετή για να την κάνει να σαστίσει. Ποτέ ξανά δεν είχε φορέσει ένα τόσο προκλητικό φόρεμα στην ζωή της. Γιατί έμπαινε στον κόπο; Γιατί απλώς δεν προσπαθούσε να του δείξει πως όλα αυτά ήταν μια παρεξήγηση;
Διότι ήταν τρελός. Αυτή ήταν η πιο λογική εξήγηση. Και, εκτός των άλλων, είχε εμμονή με την ανάμνηση της μητέρας της. Αν λάμβανε υπόψη μόνο από αυτό το γεγονός, ο κόμης θα μπορούσε να κριθεί ως εξαιρετικά επικίνδυνος.
Πήρε μια ακόμα κοφτή ανάσα και προσπάθησε να πάρει από κάπου, από οπουδήποτε, θάρρος, όσο όμως κατέβαινε την φαρδιά σκάλα, τόσο ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς της να επιταχύνονται. Ένιωθε σαν ένα εξιλαστήριο θύμα, σαν το πρόβατο που πηγαίνει κατευθείαν στην σφαγή.
Με το που αντίκρισε την πολυτελή σάλα του σαλονιού, η προτέρα της αποφασιστικότητα ένιωσε να κάμπτεται, μιας και το δωμάτιο δεν έμοιαζε να ανήκει σε αυτό το μουντό κάστρο. Έμοιαζε να έχει ξεμυτίσει από μια χρυσή εποχή, κάτι το οποίο σου έφερνε αγαλλίαση στην καρδιά. Και όση ώρα την περίμενε ο κόμης στην βάση της σκάλας, έπαυε και εκείνος να δείχνει απειλητικός. Μάλιστα, είχε κάνει μια στοιχειώδη προσπάθεια να σουλουπωθεί, αυτό όφειλε να του το αναγνωρίσει.
Η ματιά του έπεσε σαν φλόγα πάνω στο κορμί της καθώς την περιεργαζόταν. Αυτό έκανε την Αμελί να κατεβάσει ντροπαλά το κεφάλι, νιώθοντας, ωστόσο, το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της. Την συνόδεψε μέχρι την τραπεζαρία. Μέχρι που τράβηξε και την καρέκλα της για να καθίσει. Στο πιάτο της βρήκε ένα τριαντάφυλλο, δεμένο με χρυσή κλωστή τριγύρω και ένα σημείωμα που απλώς έγραφε ‘’Σε θέλω πολύ’’ με πανέμορφα, καλλιγραφικά γράμματα.
Εκείνη καμώθηκε την αδιάφορη. Εκείνος το παρατήρησε, μα δεν είπε κουβέντα. Πήρε απλώς ένα ποτήρι, το γέμισε με κρασί και είπε, κοιτάζοντάς την παιχνιδιάρικα μες στα μάτια:
‘’Είναι ευκολότερο να βλέπεις φαντάσματα παρά να παραδεχτείς την αλήθεια που βρίσκεται εμπρός σου και σε κοιτά κατάματα, έτσι δεν είναι;’’ Τα λόγια του, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το γιατί, την ενόχλησαν.
‘’Ακούστε, κύριε...’’
‘’Μαξίμ, Αμέλια’’ την διόρθωσε ευγενικά εκείνος ‘’Ξέχασες κιόλας το όνομά μου;’’
‘’Μαξίμ’’ πρόφερε απαλά εκείνη ‘’Εκτιμώ το ενδιαφέρον που μου δείχνεις, μα θαρρώ πως απευθύνεται σε λάθος πρόσωπο’’ Όπως το φοβότανε. Είδε την έκφρασή του να αλλάζει σε κάτι απρόσμενο, παράταιρο, αποξενωμένο.
‘’Αμέλια, τι είναι αυτά που λες;’’ Ήρθε πιο κοντά της, αφήνοντας παράλληλα το ποτήρι του στο τραπέζι και γονάτισε, ώστε να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με εκείνη ‘’Για εμένα, δεν υπάρχει άλλη και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Θα υπάρχεις πάντα και μόνο εσύ...’’ Τα δάχτυλά του πάλι την άγγιξαν φευγαλέα, μα και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. Γιατί την έκανε να αισθάνεται έτσι; Ξάφνου, ένιωσε την ανάγκη να απομακρυνθεί από κοντά του, να ξεφύγει...Αλλά από τι;
Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και πήγε να κάνει μεταβολή για να φύγει, όταν πάτησε, κατά λάθος, την άκρη του φορέματος της, παραπάτησε και κόντεψε να πέσει. Ο κόμης όμως, εν ριπή οφθαλμού, την άδραξε σφιχτά από τους ώμους και την απέτρεψε από αυτή της την πτώση.
Ήταν στην αγκαλιά του πλέον, δίχως να υπάρχει τρόπος διαφυγής. Ένιωθε το άρωμά του να ξυπνάει τις αισθήσεις της, να σκλαβώνει το μυαλό της. Η θέρμη του κορμιού της πάνω στο δικό του την έκανε να αποζητά πολλά περισσότερα από ένα φιλί.
‘’Συγχώρεσε με’’ είπε, με πνιγμένη φωνή ‘’θα νομίζεις ότι είμαι τελείως αδέξια’’
‘’Γιατί προσπαθείς να φύγεις μακριά μου;’’ Φαινόταν πληγωμένος καθώς τα έλεγε αυτά, απογοητευμένος. Αλλά όχι από εκείνη
‘’Επειδή δεν έτρεξα αρκετά γρήγορα για να σε σώσω;’’ Τι ήταν αυτά που έλεγε; ‘’Να ήξερες πόσες φορές το έχω μετανιώσει αυτό. Για πόσες ζωές ακόμα θα πληρώνω’’
Εκείνη μόλις την στιγμή, της ήρθε μια ιδέα. Προσπάθησε να ελευθερώσει τα χέρια της και, όταν τα κατάφερε, χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο και το στέρνο του.
‘’Τέρμα πια οι μεταμέλειες. Ως εδώ οι ενοχές! Είμαι η Αμέλια, η δική σου Αμέλια και γύρισα όλο τον κόσμο για να σε βρω’’ Αργά, πολύ αργά, τα χείλη της προσγειώθηκαν στο μάγουλό του. Φρόντισε ώστε να παρατείνει την στιγμή και, όταν απομακρύνθηκε, ένας κοφτός αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του κόμη.
‘’Θα είμαι στο δωμάτιό μας. Και θα σε περιμένω’’ ψιθύρισε ναζιάρικα στ’ αυτί του. Όσο ανέβαινε την σκάλα, ο κόμης έδειχνε σαν άγαλμα, μαρμαρωμένος, καθώς ήταν, στην ίδια θέση.
Εκμεταλλευόμενη αυτή του την αδράνεια, άρχισε να τρέχει ξέφρενα μες στους διαδρόμους. Βρήκε μια πόρτα στην τύχη και μπήκε μες στο δωμάτιο, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο που έμπαινε. Η ανάσα της έβγαινε ανεξέλεγκτη από το στήθος της, αλλά αυτό δεν οφείλονταν μόνο στο τρέξιμο.
Αν είχε μόνο έναν εφιάλτη, αυτός είχε κόκκινο χρώμα, καλυμμένος, καθώς ήταν, με το ομιχλώδη πέπλο της αμφιβολίας. Αυτό το δωμάτιο όμως την έκανε να συνειδητοποιήσει πως όλο αυτό δεν ήταν κάποιος εφιάλτης, αλλά η δική της, ζοφερή πραγματικότητα: το δωμάτιο της μητέρας της. Ήταν σαν να το είχε στοιχειώσει, από το κρεβάτι ως και τα αρώματα και τα χρυσαφικά της, ήταν ολοφάνερο πως ανήκε σ’ εκείνη.
Κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να ελέγξει τον εαυτό της και να μετριάσει τον φόβο της. Άναψε ένα κερί που βρίσκονταν στο κομοδίνο της και φόρεσε ένα μακρύ, διάφανο νυχτικό που βρίσκονταν απλωμένο στο κρεβάτι. Χωρίς να ξέρει το γιατί, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη. Παρατήρησε πως και αυτός είχε ένα ράγισμα, ακριβώς στο ίδιο σημείο με τον προηγούμενο, κάτι που αποφάσισε να αγνοήσει για την ώρα. Έλυσε τα μαλλιά της, πήρε την βούρτσα και άρχισε να τα βουρτσίζει με μανία, ώσπου...
Ένιωσε μια παρουσία μες στο δωμάτιο. Δεν μπορούσε να δει ποιος ήταν, μα ήταν βέβαιη πως κάποιος βρίσκονταν εκεί, μες στις σκιές. Ένα παγωμένο κύμα αέρα την χτύπησε στην πλάτη και το καντήλι άρχισε να τρεμοσβήνει, όταν ένιωσε τα δυνατά του χέρια στους ώμους της.
‘’Συγνώμη, νύμφη μου, αν σε τρόμαξα, μα δεν μπόρεσα να αντισταθώ μόλις είδα με πόση χάρη χτενίζεις τα μαλλιά σου’’ Άρχισε να της κάνει μασάζ, να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Εκείνη δεν ήθελε να κάμψει τις άμυνες της, μα το άγγιγμα του την έκανε να χαλαρώνει. Ήταν έτοιμη, κιόλας, να του δοθεί.
‘’Μη Μαξίμ’’ ψιθύρισε, χωρίς να το εννοεί ‘’Άσε με, σε παρακαλώ’’
‘’Δεν μπορώ, Αμέλια’’ Τα χέρια του τώρα βρίσκονταν στην βάση της ραχοκοκκαλιάς της, τα χείλη του τόσο κοντά στα δικά της ‘’Τι μου έχεις κάνει και δεν μπορώ να ξεφύγω μακριά σου;’’ Δεν είχε απάντηση σ’ αυτό του το ερώτημα, αλλά, και να είχε, οι λέξεις δεν θα έφταναν ποτέ στα χείλη της.
Μια φευγαλέα στιγμή φτάνει για να χαράξει τον δρόμο της καταστροφής: όταν βλέπεις ολοκάθαρα εμπρός σου την αλήθεια. Και εκείνη την είδε. Στο είδωλό της, που ήταν το μόνο που είχε αντανάκλαση στον καθρέφτη.
Όποιες αντιρρήσεις και αν είχε, όμως, όποιες ενστάσεις, τα χείλη του τις κατέπνιξαν. Ήταν παγωμένα, λες και ήταν λαξευμένα από πέτρα και, ταυτόχρονα, έλιωναν από προσμονή και δίψα για εκείνην. Το φιλί τους, ενώ στην αρχή ήταν ένα ήρεμο, απάνεμο λιμάνι, στην συνέχεια έγινε θύελλα, παρασύροντάς τους στην δίνη της. Ο φόβος της ήταν ακόμα ζωντανός στο πίσω μέρος του μυαλού της, μα η ανάγκη της για εκείνον ήταν δυνατότερη απ’ όλα.
‘’Τι είσαι;’’ Τον ρώτησε, σε μια στιγμή όπου τα λόγια δεν είχαν και τόση σημασία, όταν και οι δυο βρίσκονταν γυμνοί στο κρεβάτι, έτοιμοι να νικήσουν και να νικηθούν.
‘’Είμαι...δικός σου’’ Τα χείλη του πάλι σκέπασαν τα δικά της, καταπνίγοντας της διαμαρτυρίες και τους φόβους της, βάζοντας ξανά και ξανά φωτιά στο κορμί της.
Όταν το πάθος καταλάγιασε και τα βλέφαρα του κόμη άρχισαν σιγά-σιγά να κλείνουν, παραδιδόμενα στον ύπνο, η Αμελί προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, μα ένιωσε μια ξαφνική ζαλάδα και ξανακάθισε ήρεμα στην θέση της. Ασυναίσθητα, τα δάχτυλά της άγγιξαν φευγαλέα τον λαιμό της, εκεί απ’ όπου ήπιε αχόρταγα το αίμα της, παίζοντας, παράλληλα μαζί της, χαρίζοντας της ηδονή πρωτόγνωρη.
Έπρεπε να φύγει από ‘κει μέσα. Έπρεπε να το κάνει ή τώρα ή ποτέ. Ο κόμης δεν επρόκειτο να την αφήσει να φύγει. Θα ήταν πάντοτε αιχμάλωτη του, δίχως ελπίδα και δίχως τρόπο διαφυγής.
Ψάχνοντας μες στα ρούχα της, βρήκε ένα στιλέτο που είχε καλά φυλαγμένο για να προστατεύει τον εαυτό της. Δίχως δισταγμό και χωρίς δεύτερη σκέψη, το κάρφωσε βαθιά μες στην καρδιά.
Σ’ αυτή την καρδιά που από καιρό είχε πάψει να χτυπά.
Ένιωσα λες και ένα αόρατο χέρι με είχε αδράξει από την δίνη του χρόνου, για να με επαναφέρει και πάλι πίσω στην μίζερή μου ύπαρξη. Ο θάνατος αυτή την φορά ήταν καλοδεχούμενος, μιας και η Περσεφόνη μου επέστρεψε στον Κάτω Κόσμο. Η προδοσία της πονούσε, ακριβώς όπως και η νωπή πληγή στο στέρνο μου.
‘’Αφέντη...Αφέντη. Είστε καλά;’’ Ο πιστός μου υπηρέτης, ο μόνος που δήλωνε πίστη σε κάτι που είχε από καιρό πεθάνει. Πάντοτε ανησυχούσε για μένα. Αυτό με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο...ποταπός και μόνος.
‘’Η Αμέλια;’’ Το όνομά της ήταν φάρμακο για τις πληγές μου, μα και φαρμάκι ταυτόχρονα.
‘’Έφυγε, αφέντη μου’’ έκανε ο Ιγκόρ, με απαράμιλλη ταπεινότητα. Αυτό έκανε ένα πικρό χαμόγελο να χαραχθεί στα χείλη μου.
‘’Μην ανησυχείς, Ιγκόρ. Θα ξανάρθει. Πάντοτε θα επιστρέφει πίσω σ’ εμένα’’
Ήταν μια κρύα και βροχερή νύχτα. Η Αμελί κάλπαζε για να ξεφύγει από κάτι, μα δεν γνώριζε από τι. Όταν το κάστρο πρόβαλε μπροστά της, η λογική της φώναξε να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε.
Μα η καρδιά της ήξερε τον δρόμο. Θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Και θα έμενε εκεί.
Για πάντα.
Αφιερωμένο στην φίλη μου, Ελευθερία.