Λοιπόν η ιστορία μου δεν είναι και ότι καλύτερο, είναι η πρώτη ιστορία που ανεβάζω στο φόρουμ. Έκανα 2 μέρες για να βρώ το τίτλο, με βοήθησε και μια φίλη μου η οποία θα φτιάξει σύντομα λογαρισμό!
Αιώνια μαζι σου
Η υπηρέτρια έσφιξε καλά το κορσέ της Λόρα, και η Λόρα κοίταξε για μια τελευταία φορά το είδωλό της. Όλα ήταν άψογα πάνω της, το αριστοκρατορικό χτένισμα που είχε, το μακγιάζ της, τα μαύρα γοβάκια της και η όμορφη βυσσινί τουαλέτα που φορούσε. Φόρεσε και τα μαύρα γάντια της και βγήκε απ'το δωμάτιό της για να πάει κάτω στη δεξίωση. Με το που κατέβηκε, τη χρυσή επιβλητική σκάλα και βρέθηκε στην αίθουσα δεξιώσεων, όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω της. Ήταν αρκετά όμορφη για να μην την προσέξει κανείς, ειδικά τώρα που έχει ενηλικωθεί και ήταν σε ηλικία γάμου. Πλησίασε τον πατέρα της ο οποίος μιλούσε με έναν κύριο και συμμέτειχε στη συζήτηση η μεγαλύτερή της αδερφή η Ντέμπορα.
- Λόρα, να σου συστήσω τον κόμη Νίκολας, απο εδώ η μικρή κόρη μου, η Λόρα. Ο κόμης, πήρε το χέρι της Λόρα και το φίλισε ευγενικά ενώ η Λόρα του χάρισε το πιο γλυκό χαμόγελο.
Ο κόμης είχε μια εξωπραγματική ομορφιά, και τα κατακκόκινα χείλη του όταν ακούμπησαν το χέρι της Λόρα ήταν αρκετά κρύα. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, γκρίζα μάτια και κατάλλευκη επιδερμίδα σαν και τα κατάλλευκα δόντια του, σε αντίθεση με τη Λόρα που είχε σταρένια επιδερμίδα, καστανόξανθα μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια.
- Χαίρομαι που σας γνωρίζω δεσποινής Λόρα. Είπε ο κόμης στην Λόρα η οποία τον γλυκοκοίταζε.
Πέρασαν όλο το υπόλοιπο βράδυ μιλώντας. Μίλησαν για όλα όσα τους απασχολούσαν, χωρίς δισταγμούς, σα να γνωρίζονταν χρόνια.
- Σε παρακαλώ Λόρα, να με λές απλά Νίκολας το ''κόμης'' είναι πολύ επίσημο, δε νομίζεις?
- Υποθέτω πως έχεις δίκιο.
- Λοιπόν, κατάγεσαι απο πλούσια οικογένοια, είσαι όμορφη, έξυπνη και πολύ γοητευτική. Είσαι ευχαριστημένη από τη ζωή σου?
- Ναι...θέλω να πώ...Όλα είναι τέλεια, αλλά...
- Έλα τώρα, μην ντρέπεσαι! Ξέρεις ότι μπορείς να μου λές τα πάντα!
-Λοιπόν, είμαι πολύ χαρούμενη, αλλά απο μικρή να...ονειρευόμουν ένα μεγάλο έρωτα, όπως στα βιβλία.
- Σου αρέσει να διαβάζεις?
- Όχι πια. Νιώθω άσχημα να διαβάζω για ψεύτικες αγάπες, όταν εγώ δεν έχω βρεί ούτε μια αληθινή.
- Καλύτερα να ψάχνεις την αγάπη και τον έρωτα παντού, παρά να προσπαθείς να αποφύγεις τα απομεινάρια μιας ραγισμένης καρδιάς.
-Τι ωραία που τα λές Νίκολας... Μήπως και η δική σου καρδιά έχει ραγίσει?
- Η αλήθεια είναι πως ναι. Πριν απο πολλά χρόνια ερωτεύτηκα μια κοπέλα. Ήμασταν μαζί αρκετό καιρό, αλλά με άφησε γιατί δεν άντεξε την αλήθεια...
- Την αλήθεια? Τι εννοείς μ'αυτό?
- Όλοι έχουν μυστικά, Λόρα.
- Κι' όταν λές πριν απο πολλά χρόνια, πόσα πολλά? Δε φαίνεσαι πάνω απο 24...
- Μου αρέσει πολύ η περιέργειά σου. Σε κάνει ακόμα πιο ελκυστική...
Όταν τελίωσε η δεξίωση και οι καλεσμένοι - ανάμεσά τους και ο κόμης Νίκολας έφυγαν, η Λόρα απελπίστηκε. Ήθελε τόσο πολύ να είναι κοντά του. Το μυστήριο που κάλυπτε την παρουσία του την έκανε να θέλει να μάθει τα πάντα γι'αυτόν. Ίσως και ο έρωτας για τον οποίο διάβαζε στα βιβλία να της είχε χτυπήσει την πόρτα.
Η αδερφή της η Ντέμπορα δεν μπόρεσε να μην προσέξει την ''οικιότητα'' που είχε η Λόρα με τον απόμακρο για τους υπόλοιπους κόμη Νίκολας.
- Λόρα, βλέπω πως πέρασες καλά απόψε!
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς!
Η Λόρα κοκκίνησε και γύρισε αλλού το κεφάλι. Ήξερε ακριβώς που το πήγαινε η αδερφή της και δεν είχε καμία όρεξη να φορτωθεί με ενοχές για μία τυχαία συνάντηση με έναν όμορφο ξένο.
- Λόρα, το ξέρεις ότι εγώ μίλαγα με τον κόμη. Δεν ήταν δουλειά σου να ανακατευτείς, είχαμε μια κουβέντα.
- Ως καλή οικοδέσποινα έπρεπε να τον υποδεχτώ! Άλλωστε ο Νίκολας δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε καθόλου απο την παρουσία μου...
- Αρκετα! Και απο που και ως πού αποκαλείς εσύ τον κόμη με το μικρό του όνομα?
- Εκείνος μου το ζητησε!
Η Λόρα ήταν αρκετά θυμωμένη, αλλά μετάνιωσε γι'αυτό που είπε στην αδερφή της όταν είδε την έκπληξη στο πρόσωπό της. Ήταν φανερό ότι κι εκείνη ενδιαφερόταν για τον άντρα αυτόν.
- Ντέμπορα, λυπάμαι πολύ. Εγώ δεν...
- Άστο, δεν πειράζει. Τα λέμε το πρωί.
- Καληνύχτα.
- ...
Καθώς η Λόρα κοίταγε τη μεγάλη της αδερφή να ανεβαίνει τη μεγάλη χρυσή σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό της, σκεφτόταν αν ήταν σωστό να ξαναδεί τον μοναχικό Νίκολας, όπως είχαν κανονίσει νωρίτερα. Αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει άσχημα για την Ντέμπορα, αλλά τη γέμιζε με ελπίδα, γιατί θα τον ξανάβλεπε.
Η νύχτα ήταν κρύα και η Λόρα δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ. Σκεφτόταν τον κόμη. Κοίταγε την πανσέληνο από το τεράστιο παράθυρο του δωματίου της και σκεφτόταν τι μπορεί να έκανε εκείνος. Άραγε ήταν ξύπνιος και την σκεφτόταν? Ή κοιμόταν και την ονειρευόταν?
Οι φωτεινές ακτίνες του ήλιου περνούσαν ανενόχλητα απ'το μεγάλο παράθυρο, ενώ η Λόρα άρχισε να ετοιμάζεται για να πάει για πρωινό. Ήταν πολύ χαρούμενη αλλά και ταυτόχρονα αισθανόταν μια αίσθηση που δεν έχει ξανανιώσει ποτέ της, ίσως γρηγορότερα χτυπήματα στη καρδιά της αλλά και ίσως πεταλούδες στο στομάχι της, ίσως και τα δύο μαζί, αλλά ότι και αν ήταν της άρεσε πολύ. Κατέβηκε για πρωινό, είδη καθόντουσαν και έτρωγαν πρωινό ο πατέρας της και η αδερφή της χαρούμενα, μάλλον σήμερα οι πάντες είναι χαρούμενοι σκέφτηκε η Λόρα ενώ η υπηρέτρια της σέρβιρε πρωινό.
- Λόρα, αγαπητή μου κόρη έχω να σου ανακοινώσω ότι σύντομα η αδερφή σου θα παντρευτεί. Η Λόρα ξαφνιάστηκε αλλά δεν το έδειξε καθόλου απλά ρώτησε τάχα αδιάφορα.
- Και ποιον θα παντρευτεί?
Πήρε τον λόγο η Ντέμπορα και είπε χαρούμενα: Τον κόμη Νίκολας!
- Τι??? Ανασηκώθηκε η Λόρα και χτύπησε δυνατά με το χέρι της το τραπέζι, έτσι ώστε όλοι οι υπηρέτες που βρισκόντουσαν στη μεγάλη τραπεζαρία την κοίταξα ενώ ο πατέρας της, της φώναξε.
- Πως γίνεται να συμβεί κάτι τέτοιο? Κατάφερε να αρθρώσει η Λόρα ενώ τα μάτια της πετούσαν σπίθες.
- Απλά, θα του προσφέρουμε ένα χρηματικό ποσό,είμασται πολύ πιο πλούσιοι απο τον κόμη, εκτός του ότι θα γίνει μέλος μιας αριστοκρατορική οικογένοιας. Απάντησε ήρεμα ο πατέρας της.
- Μα δεν μπορείται να αγοράσετε την αγάπη.
- Εγώ, θα πάρω αυτό που θέλω, η μητέρα μου πέθανε εξαιτίας σου και τώρα θές να πάρεις τον κόμη Νίκολας για εσένα, είσαι πολύ εγωίστρια...
- Και εσύ είσαι πολύ κακομαθημένη! Απάντησε η Λόρα στη Ντέμπορα και ανέβηκε στο δωμάτιό της τρέχοντας. Με το που μπήκε στο δωμάτιό της έπεσε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Απο εκεί που ήταν η πιο χαρούμενη έγινε η πιο δυστηχισμένη κοπέλα στο κόσμο, ο αγαπημένος της θα παντρευόταν την κακομαθημένη αδερφή της.
- Αλλα όχι. Σκέφτηκε η Λόρα. Αν στη πραγματικότητα με αγαπούσε όσο και εγώ τον αγαπώ, δεν θα δεχόταν ποτέ. Σκούπισε τα δάκρυά της, μια ελπίδα είχε γεννηθεί μέσα της, θα έπρεπε να κάνει τα πάντα για τον αγαπημένο της.
Η μέρα κυλούσε ήρεμα, ενώ η Λόρα έμεινε κλειδωμένη στο δωμάτιό της, δεν ήθελε να φάει στο ίδιο τραπέζι με την αδερφή της, δεν είχε όρεξη για τίποτα, μόνο να κάθεται μόνη της και να σκέφτεται τον Νίκολας. Όταν συνειδιτοποίησε ότι είναι ώρα ύπνου έκανε μπάνιο, στο ιδιωτικό μπάνιο και φόρεσε την άσπρη νυχτικιά της, ξαφνικά μια ρίπη κρύου αέρα έκανε την νυχτικά της να ανασηκωθεί λίγο. Το παράθυρο ήταν κλειστό πριν και τώρα είναι ανοιχτό, όπως και αν ήταν, έκλεισε το παράθυρο και με το που γύρισε, βρήκε τον Νίκολας απο πίσω της. Δεν μπορούσε να μην τσιρίξει απ'τη χαρά της αλλά και ταυτόχρονα απ΄τη τρομάρα της.
-Νίκολας! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
- Και εγώ Λόρα, μου έλειψες και αποφάσισα να σε βρώ, τη μου έχεις κάνει, μου έχεις κλέψει το νου και τη καρδια μου. Τα μάγουλα της Λόρα έγιναν κατακκόκινα.
- Τι έχεις...είσαι κάπως σήμερα, δεν φαίνεσαι καλά. Η Λόρα δίσταζε να μιλήσει αλλα τελικά του τα είπε όλα, του είπε για την κακομαθημένη αδερφή της, για την μητέρα της που πέθανε όταν την γεννούσε και για το τι νιώθει για αυτόν, του είπε την μαγική λέξη ''Σ'αγαπώ''. Ο Νίκολας φάνηκε πως συγκινήθηκε αλλά σαν θυμήθηκε κάτι απ'τα παλιά...
- Ξέρεις Λόρα, ότι και εγώ Σ'αγαπώ?
- Τότε έλα να φύγουμε μακριά, στο δικό μας κόσμο δίχως πόνο και μοναξιά, τις πληγές σου να γιατρέψω, και τον πόνο σου να απαλείνω, την τύχη μας να ρισκάρουμε, και τη ζωή μας να ζήσουμε...
- Πόσο ωραία που τα λές, αλλά δεν γίνεται, η αλήθεια πονάει. Δεν θα παντρευτώ την αδερφή σου αλλά ούτε και εσένα, θα πρέπει να κάνω το σωστό... κάτι που τόσο καιρό έπρεπε να κάνω, μην με πιέζεις άλλο απλά ξέχασε με και ζήσε τη ζωή σου. Και σε κλάσματα δευτερολέπτου, πήδηξε απ'το παράθυρο και εξαφανίστηκε απο μπροστά της. Έτσι σοκαρισμένη που ήταν η Λόρα, κοίταζε το παράθυρο, απ'όπου βγήκε, αλλά ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Φόρεσε τη ρόζ μεταξένια ρόμπα της, πήρε μαζί της 1 πουγκί με χρυσά νομίσματα και βγήκε να βρεί τον Έρικ, ένας ιππότης του κάστρου που γνώριζε σχεδόν τα πάντα. Τον βρήκε στο δεύτερο όροφο, στο διάδρομο κοντα απο την αίθουσα συνεδριάσεων, με το που την είδε υποκλίθηκε και έσκυψε το πρόσωπό του.
- Έρικ, ξέρεις που μένει ο κόμης Νίκολας?
- Όχι! Είπε εκείνος απότομα, τότε η Λόρα έβγαλε το πουγκί με τα χρυσά νομίσματα και του το έδωσε.
- Μήπως τώρα θυμήθηκες? Τον ξαναρώτησε ενώ εκείνος με το που είδε τα χρυσα νομίσματα το πρόσωπό του άστραψε.
- Μένει σε ένα κάστρο είναι λίγο πιο μετά απο το δάσος, κοντά απο το αγρόκτημα των Ουίλιαμς.
Η Λόρα τον ευχαρίστησε και γύρισε πίσω στο δωμάτιό της, όπου περίμενε υπομονετικά, κοιτάζοντας απ'το παράθυρό της πότε θα φύγει ο πατέρας της απ'το γραφείο, το οποίο βρισκόταν στον ανατολικό πυργίσκο. Με το που τον είδε να βγαίνει και να ανεβαίνει σε μια μεγάλη άμαξα, αποφάσισε να δραπατεύσει, ή τώρα ή ποτέ είναι ευκαιρία. Ο πατέρας της έφυγε για εξωτερικές δουλειές και η αδερφή της έπαιζε πιάνο στην αίθουσα δεξιώσεων οπότε δεν θα την άκουγε. Όπως ήταν λογικό δεν είχε πεί τίποτα σε κανέναν, είχε γράψει όμως ένα γράμμα όπου τους εξηγούσε τα πάντα. ίσως μετά απο καιρό να επέστρεφε για να τους συναντήσει, μπορεί και να την συγχωρούσαν.
Προς το παρόν όμως απλά περίμενε. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Πως θα μπορούσε όμως να τους ξεγελάσει για να βγεί απ'το παράθυρο (εφόσον οι πόρτες του κάστρου ήταν κλειδωμένες) και να φύγει? Η απάντηση ήρθε απο ένα παλιό παραμύθι που της έλεγε η νονά της για να την πάρει ο ύπνος. Έδεσε σεντόνια, πήγε στην αίθουσα, όπου έκανε παλιά μάθημα, όταν ήταν μικρή (βρισκόταν στον νότιο πυργίσκο τον οποίο τον φρουρούσαν λιγότεροι ιππότες απο οποιοδήποτε άλλο μέρος του κάστρου) και μετά έβαλε μπροστά απ'την πόρτα της αίθουσας ένα πολύ βαρύ έπιπλο, για να μην μπορέσουν να την ανοίξουν, όπως ακριβώς και η πριγκιποπούλα της ιστορία.
Κόντευαν μεσάνυχτα, και το μόνο που φαινόταν έξω ήταν το φεγγάρι με τα αστέρια και οι λάμπες των ιπποτών απο κάτω. Πως θα τους έκανε να φύγουν απο εκεί? Θα φώναζε πως κινδύνευε! Εκείνοι θα έτρεχαν πάνω για να τη σώσουν, ενώ εκείνη πολύ απλά θα κατέβαινε τον τοίχο.
Αυτό έκανε λοιπόν, κι όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που κάπου στη μέση της διαδρομής τα σεντόνια άρχισαν να λύνονται. Έκλεισε τα μάτια της και ευχήθηκε να έβλεπε για μία τελευταία φορά τον Νίκολας.
Άρχισε να πέφτει. Δεν φώναζε. Ακόμα ήλπιζε σε ένα θαύμα. Μερικά δευτερόλεπα αγωνίας της φάνηκαν αιώνας. Και λίγο πριν γίνει ένα με τη γή, λίγο πριν κοιμηθεί για πάντα, έπεσε στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
- Μα, πως...πως...ήξερες...
- Δεν έχουμε καιρό για'αυτά, πρέπει να φύγουμε τωρα!
Η Λόρα τον ακολούθησε, έτρεξαν προς την πύλη, όπου εκεί είχαν μείνει 2 ιππότες να τη φρουρούν. Ο Νίκολας έχωσε στον έναν μια μπουνιά και έπεσε κάτω αναίσθητος ενώ ο άλλος έβγαλε το σπαθί του έτοιμος να πολεμήσει, ο Νίκολας ήταν πιο δυνατός και πιο γρήγορος οπότε τον αποτελίωσε γρήγορα, μετά έτρεξε και ανέβηκε σε ένα μαύρο άλογο και έπιασε το χέρι της Λόρα για να τη βοηθήσει να ανεβεί.
Το άλογο κάλπαζε μες στη σιγανή βροχή, προσπέρασαν το πυκνό δάσος , το αγρόκτημα, και επιτέλους φτάσανε στο κάστρο του κόμη. Είχε έναν μεγάλο κήπο με άγρια βλάστηση και ένα τεράστιο γέρικο δέντρο που έγερνε προς ένα μπαλκόνι. Το κάστρο είχε μια σκοτεινή όψη που το έκανε να φαίνεται τρομαχτικό, η Λόρα όμως δεν την ένοιαζε τίποτα, το μόνο που ήθελε ήταν να είναι με τον Νίκολας.
Με το που μπήκαν μέσα, ο Νίκολας άνοιξε το τζάκι στα γρήγορα για να ζεσταθεί η Λόρα.
- Δεν σου είπα να με ξεχάσεις? Είπε αυστηρα ο Νίκολας στη Λόρα.
- Δεν μπορώ να σε ξεχάσω σε αγαπάω και θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί σου, οποιοδήποτε και αν ήταν το κόστος!
- Είσαι σίγουρη? Η Λόρα έγνεψε καταφατικά. Τότε εκείνος της έπιασε το χέρι και την ανέβασε, σχεδόν σέρνοντάς την στο πάνω όροφο. Με το που απελευθέρωσε το χέρι της, άνοιξε μια πόρτα και μπήκε μέσα, με τη Λόρα στο κατόπι του. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να τσιρίξει. Ένα μεγάλο φέρετρο, με μια ταφόπλακα με το όνομα του κόμη και μια ημερομηνία που δεν μπορούσε να δεί καλά καλά απ'το σκοταδι.
- Τί είσαι? Τον ρώτησε η Λόρα.
- Είμαι τέρας...ενα αιμοδιψές ον...είμαι ένα καταραμένο πλάσμα...πλάσμα της νύχτα...είμαι... είμαι βρυκόλακας. Η Λόρα τσίριξε για άλλη μια φορά και κόλλησε στο τοίχο τρομαγμένη, νόμιζε οτι αυτά τα πλάσματα υπάρχουν στη φαντασία των ανθρώπων, ποτέ της δεν είχε ασχολήθει με εξωπραγματικά όντα αλλα ήξερε τι είναι βρυκόλακας.
Η Λόρα κοίταξε μια τη πόρτα, απο όπου φαινόταν ένα αχνό φώς, και κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο όπου η μόνη πηγή φωτός ήταν εκείνο το αχνό, λιγοστό φώς που προερχόταν απ'τη φωτιά του τζακιού. Η απόφαση ήταν δική της, θα μπορούσε να εγκαταλείψει το μοναδικό άτομο που αγάπησε πραγματικά, και να βγεί έξω στο φώς, ή θα μπορούσε να μείνει μαζί του αιώνια καταραμένη στο σκοτάδι. Την απόφαση την πήρε. Πλησίασε τον Νίκολας και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Για τον Νίκολας όλα άρχισαν με ένα γλυκό χαμόγελο της Λόρα σε εκείνη τη δεξίωση και τώρα όλα τελιώνουν με ένα, πάλι γλυκό χαμόγελο.
Αλλά όχι, αυτή ήταν μια καινούρια αρχή, η αρχή του τέλους.
- Κάντο. Ψιθύρισε η Λόρα.
- Είσαι σίγουρη? Την ρώτησε ο Νίκολας, περνόντας το χέρι του απ'τα μαλλιά της.
- Είμαι σίγουρη, για το ότι Σ'αγαπώ και θέλω να είμαι αιώνια μαζί σου.
- Είσαι σίγουρη όμως για το ότι θα κοιμάσαι σε φέρετρα, δεν θα βλέπεις το είδωλό σου στο καθρέφτη, θα βγαίνεις μόνο το βράδυ, θα πείνεις αι...
- Είμαι, είμαι, είμαι σίγουρη για όλα.
Ο Νίκολας την πλησίασε πιο πολυ και ακούμπησε τα χείλη του στα χείλη της, ήταν το πρώτο της φιλί, του το ανταπέδωσε αμέσως, δεν μπορούσε να σταματήσει, ήταν σαν μαγνήτης. Ύστερα, τα χείλη του γλίστρισαν απ'τα χείλη της, στο λαιμό της ενώ παράλληλα της χάιδευε τα μαλλιά της. Όλη η ατμόσφαιρα γύρω τους ήταν ηλεκτρισμένη, αισθανόταν τη κρύα ανάσα και τα παγωμένα χείλη του στο λαιμό της, ανατρίχιασε λίγο αλλά αμέσως μετά έχωσε τους κυνόδοντές του στη φλέβα της. Άκουγε το αίμα της που κυλούσε στο στόμα του και αισθανόταν το ζεστό αίμα της που λέρωνε την άσπρη νυχτικιά της, σιγα σιγά έχανε τις αισθήσεις της, έκλεισε τα μάτια της και ύστερα...
Κυριάρχησε παντού το απόλυτο σκοτάδι.
THE END