Προδοσία
(από την Allison Argent)
ΚλεομένηςΗ λίμνη με τον έναστρο ουρανό, και το ολόγιομο φεγγάρι που με κοίταζε με το ασημένιο του χαμόγελο, ήταν το πιο όμορφο τοπίο που μπορούσε να δει κανείς μια νύχτα σαν και αυτή, μια νύχτα του Αυγούστου, ζεστή! Αφουγκράστηκα, και άκουσα τον ήχο των βατράχων μες στη σιγαλιά της νύχτας, και το θρόισμα των φύλλων απ' το απαλό αεράκι που τα χάιδευε, και ξαφνικά άκουσα έναν εκκωφαντικό παφλασμό. Πλησίασα προς τη λίμνη και κοίταξα ανάμεσα απ' τις φυλλωσιές των δέντρων, και την είδα, κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού να λούζεται, στη λίμνη. Τόσο όμορφη και γλυκιά, όπως πάντα, την έβλεπα καθημερινά να πηγαίνει στο πηγάδι για νερό, ή την έβλεπα και στο μπαλκόνι, όμως ποτέ δεν τις είχα μιλήσει, γιατί εκτός του ότι δεν είχα θάρρος, ήταν και το ότι απαγορευόταν. Ήταν η πιο όμορφη κοπέλα, με αυτά τα αθώα ματάκια παιδιού σε σώμα νεαρής κοπέλας. Ήθελα τόσο πολύ να την πλησιάσω και να τις μιλήσω, πάντα αυτό επιθυμούσα, αλλά ποτέ δεν μπορούσα, ίσως τώρα ήταν ευκαιρία. Ναι, τώρα είναι η ευκαιρία, στο δάσος όπου δεν είναι κανείς μακριά από τα βλέμματα του κόσμου.
Πλησίασα τη λίμνη και άφησα το τόξο μου και τη θήκη με τα βέλη και ξέχασα για λίγο το κυνήγι. Έβγαλα τα ρούχα μου και άφησα όλα τα πράγματά μου σε μια άκρη και ύστερα βούτηξα στο δροσερό νερό της λίμνης. Η κοπέλα που κοίταζε όλοι αυτήν την ώρα το φεγγάρι, κοίταξε τρομαγμένη προς το μέρος που ακούστηκε ο παφλασμός.
- Τι θες...εσύ εδώ? Είπε η κοπέλα ντροπαλά, καθώς ντρεπόταν που την έβλεπα γυμνή.
- Λέγομαι...Κλεομένης...Έχασα τα λόγια μου καθώς δεν ήξερα τι ακριβώς να της πω, όλα αυτά που προετοίμαζα, τα ξέχασα, δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα ίσα ίσα που θυμήθηκα το όνομά μου, οποιοσδήποτε θα πάθαινε τα ίδια αν κοίταζε αυτά τα όμορφα γαλάζια μάτια.
- Κάπου σε έχω δει... Μου είπε εκείνη απορημένη, και εκεί τα έχασα περισσότερο, και προσπάθησα να πω οτιδήποτε.
- Ξέρεις, σε είδα μόνη και αναρωτήθηκα αν θες συντροφιά! Της είπα κοιτάζοντας την, πάλι στα καταγάλανα μάτια της και χάθηκα λίγο στην άβυσσό της.
- Δεν χρειάζομαι συντροφιά, άφησέ με μόνη μου Κλεομένη. Είπε εκείνη σοβαρά.
- Είσαι σίγουρη? Της είπα ακουμπώντας τα ροδαλά της μάγουλα που κοκκίνισαν αμέσως. Δεν απάντησε απλά συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια και ύστερα απομακρύνθηκε γυρνώντας αλλού το βλέμμα της.
- Μάλλον δεν είσαι σίγουρη, και χρειάζεσαι συντροφιά, αλλά ποιος ο λόγος, που σε φέρνει εδώ, και μάλιστα μόνη, δεν φοβάσαι μόνη στο δάσος?
- Έκανε ζέστη, είναι Αύγουστος, και δεν φοβάμαι τίποτα...αλλά εσύ όμως τι κάνεις εδώ?
- Ήμουν για κυνήγι...
- Ναι, ναι και με είδες και με ακολούθησες, το ξέρεις ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται και μπορείς να βρεις τον μπελά σου, αλλά και εγώ θα τον βρω! Είπε εκείνη θυμωμένη.
- Τώρα θα ασχοληθούμε με τους νόμους, πάντα πρέπει να υπακούμε χωρίς να φέρνουμε αντίρρηση και ειδικά εσείς οι γυναίκες, σας αδικούν συνεχώς και υπακούτε, παρόλο που υπάρχουν πολλά “απαγορεύω”, έχεις σκεφτεί ποτέ σου να πεις όχι?
- Αυτά πιστεύεις? Τόσο πολύ σε ενδιαφέρει αν υποφέρουν οι γυναίκες, σε ενδιαφέρει αν εμείς μας αρέσει αυτό που γίνετε ή όχι?
- Δεν με ενδιαφέρουν οι γυναίκες με ενδιαφέρεις ΕΣΥ, με ενδιαφέρει αν υποφέρεις ΕΣΥ, θέλω να ξέρω ότι είσαι καλά, ότι είσαι χαρούμενη. Δεν ξέρω αν όντως αυτό που είδα είναι αληθινό, είδα χαρά στα μάτια της , ένα αχνό χαμόγελο, όλα αυτά εμφανίσθηκαν για κάποια δευτερόλεπτα και ύστερα χάθηκαν, τόσο γρήγορα όσο εμφανίσθηκαν. Άρχισε να κατευθύνεται προς την όχθη.
- Που πας φεύγεις? Της είπα ανήσυχος και εκείνη μου φώναξε ναι.
- Περίμενε...τουλάχιστον πες μου το όνομά σου.
- Λήθη, λέγομαι Λήθη, πρέπει να φύγω θα αργήσω. Συνέχισε να κολυμπάει μέχρι που έφτασε στην όχθη, και τότε τα έχασα, ακόμα περισσότερο, έμεινα άφωνος παρατηρώντας το γυμνό κορμί της, μπορούσε να ξεπεράσει και τις πιο τολμηρές μου φαντασιώσεις.
Ήτανε σαν γλυπτό, σμιλεμένο από τον ποιο ταλαντούχο γλύπτη, σαν ένα άγαλμα που πήρε ζωή. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ άλλο, έπρεπε να της πω τι νιώθω είναι ευκαιρία, μπορεί να μην την ξαναβρώ ποτέ πια μόνη, την ήθελα τώρα και αμέσως, την ήθελα δικιά μου, μόνο δικιά μου! Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, την πλησίασα γρήγορα, είχε βάλει είδη το φόρεμά της και ετοιμαζόταν να φύγει αλλά την τράβηξα κοντά μου από το χέρι της. Το λιτό άσπρο φόρεμά της, είχε κολλήσει πάνω από το βρεγμένο σώμα της και έτσι μπορούσα να διακρίνω πολλές λεπτομέρειες του σώματος της και αυτό με έκανε να τη θέλω περισσότερο.
- Τι κάνεις άσε με. Είπε εκείνη βιαστικά, προσπαθώντας να ελευθερώσει το χέρι της.
- Λήθη...μην φύγεις...σε θέλω...είμαι ερωτευμένος μαζί σου! Της είπα και εκείνη χαλάρωσε λίγο, τότε άφησα το χέρι της και την πλησίασα πιο πολύ. Ακούμπησα, με τα χέρια μου την πλάτη της και της άνοιξα απαλά το φόρεμά της.
- Κλεομένη, δεν μπορούμε... Σταμάτησε αμέσως καθώς κατάλαβε ότι όλες οι δικαιολογίες της θα πέσουν στο κενό. Τίποτα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στο πόθο που ένιωθα για αυτήν. Αλλά και αυτή με ποθούσε, το έβλεπα στα μάτια της, πόθο για το κορμί μου. Το φόρεμά της, γλίστρησε από την απαλή επιδερμίδα της στο γρασίδι, ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της και χωρίς να το καταλάβω οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν.
ΛήθηΔεν ξέρω πως παραδόθηκα στα χέρια του. Μου ήταν αδύνατο να αντισταθώ στο μαγνήτη που με έλκυε. Κι όμως, τον έβλεπα καθημερινά, να κάθεται με έναν φίλο του στη πλατεία, ενώ εγώ πήγαινα στο πηγάδι, τον έβλεπα να κάθεται στο πεζούλι απέναντι από το σπίτι μου, ενώ εγώ είμαι στο μπαλκόνι. Ναι αυτός είναι, που τόσες φορές είχα φανταστεί πως θα ήταν να με έπαιρνε στην αγκαλιά του, να με έκανε δικιά του. Να που όσα είχα φανταστεί γινόντουσαν αληθινά! Ας ξεχάσω για λίγο το σπίτι και τους νόμους, ας απολαύσω αυτό που θα ζήσω με τον Κλεομένη, ξεχνώντας τους φόβους μου.
Η γλώσσα του ήταν φωτιά που με έκαιγε, και με έλιωνε. Τα χέρια του ακουμπούσαν απαλά τη πλάτη μου και με χάιδευαν ενώ το φιλί μας, γινόταν όλο και πιο μακρύ, ώσπου δεν ένιωθα να πατάω πια σε αυτή τη γη, αλλά να πετάω στα σύννεφα. Πέσαμε και οι δύο στο δροσερό γρασίδι, με φιλούσε στο λαιμό και κατέβαινε σιγά σιγά όλο και πιο κάτω. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και αρχίσαμε να κατρακυλάμε στο γρασίδι, και ξαφνικά τον ένιωθα να μπαίνει μέσα μου. Βόγκηξα από ηδονή και με πλημμύρισε μια γλυκιά αίσθηση. Οι μόνοι μάρτυρες εκείνης της βραδιάς ήταν τα μικρά διάσπαρτα αστέρια, τα φυτά και το φεγγάρι που μας κοίταζε από ψηλά. Ξαπλώσαμε και οι δύο στο γρασίδι κοιτώντας τα αστέρια, που έμοιαζαν σαν μικρά φωτάκια.
Μου κρατούσε την παλάμη, σφιχτά και ανασαίναμε βαθιά, σχεδόν ξέπνοοι. Τι ωραία που ήταν αυτή η στιγμή, ήθελα να σταματήσει ο χρόνος, δεν ήθελα να τον αποχωριστώ.
Ωχ ναι, έπρεπε να φύγω, ίσως καταλάβαινε κανείς την απουσία μου.
- Κλεομένη, πρέπει να φύγω! Του είπα αγχωμένη και έτρεξα να βρω τα ρούχα μου. Ντύθηκα στα γρήγορα ενώ αυτός με παρακολουθούσε χωρίς να μιλήσει.
- Μην φοβάσαι, αν θες μπορώ να έρθω μαζί σου. Μου είπε και έπιασε την ιδρωμένη μου παλάμη.
- Όχι, όχι, είσαι τρελός? Θες να κάνεις τα πράγματα χειρότερα? Θα μας δούνε πρέπει να φύγω.
- Καλά...πότε θα σε ξαναδώ?
- Αύριο, μετά τη δύση του ήλιου, στο ίδιο σημείο. Φιληθήκαμε και τραβηχτήκαμε απρόθυμα, όμως έπρεπε να φύγω. Άρχισα να τρέχω, που και που σκόνταφτα σε καμιά πέτρα ή λακκούβα και ο δρόμος για το σπίτι μου φαινόταν ατέλειωτος. Μόλις έφτασα δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αποφάσισα να μπω από τη πίσω πόρτα για να μην με δει κανένας γείτονας.
Οι πυρσοί ήταν σβηστοί και δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Σημάδι ότι όλοι κοιμόντουσαν, ανακουφίστηκα και έτσι πήγα νυχοπατώντας στο δωμάτιό μου για να μην ξυπνήσει κανείς και έτσι μόλις μπήκα στο δωμάτιό μου έπεσα στο κρεβάτι μου για δεύτερη φορά ανακουφισμένη. Αναλογίστηκα, όλα όσα έγιναν, μου ήταν απίστευτα. Ίσως ονειρεύομαι τελικά! Ακόμα και αν ήταν όνειρο, τελείωσε γρήγορα, ή μήπως έτσι μου φάνηκε? Είχα ανάμεικτα συναισθήματα και δεν ξέρω τι ακριβώς ένιωθα για τον Κλεομένη.Ένα απαλό αεράκι, έσβησε τη φλόγα του κεριού που είχα ανάψει και αναπήδησα τρομαγμένη, αλλά το φως του φεγγαριού, μου έφτανε. Κοίταζα απ' το παράθυρο, τον σκοτεινό ουρανό, με μοναδικά στολίδια το φεγγάρι και τα μικρά φωτεινά αστεράκια ώσπου με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί ξύπνησα, με τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου να περνάνε ανενόχλητα από το παράθυρό μου. Άλλαξα στα γρήγορα το χτεσινό φόρεμα που είχε τα χάλια του και φόρεσα ένα άλλο.
- Καλημέρα Λήθη, μπορείς να γεμίσεις τη στάμνα με νερό, γιατί δεν υπάρχει νερό και πρέπει να...
- Καλά, καλά πάω! Είπα στην αδερφή μου, η οποία κάθε μέρα το πρωί μου λέει να πάω να γεμίσω νερό γιατί, αυτή δεν της αρέσει να πηγαίνει. Πήρα τη στάμνα και έτρεξα στο πηγάδι, όπου βρήκα την Καλλιόπη με την Χρυσηίδα να κουβεντιάζουν. Μόλις με είδαν με χαιρέτισαν.
- Γεια σας κορίτσια, τι κάνετε σας βλέπω χαρούμενες!
- Γεια σου Λήθη, μάντεψε τι έγινε...Είπε χαρούμενη η Καλλιόπη.
- Εεεεε, γύρισε ο πατέρας σου από το ταξίδι του?
- Όχι! Δεν έχει να κάνει με εμένα αλλά με τη Χρυσηίδα.
- Αγόρασε εκείνο το χρυσό κόσμημα που της άρεσε πάρα πολύ και θα έδινε τα πάντα για να το πάρει?
- Όχι!
- Ε, τότε? Δεν έχω και πολύ φαντασία!
- Λοιπόν, ο Αλκιβιάδης θέλει να παντρευτεί την Χρυσηίδα και ο πατέρας της συμφωνεί!
- Αλκιβιάδη? Εννοείς εκείνον που έχει κάτι χωράφια στο τέλος του χωριού?
- Ναι, ακριβώς! Είπε εκείνη εντυπωσιασμένη, κοίταξα την Χρυσηίδα η οποία είχε κατακοκκινίσει και κοίταζε το πάτωμα ντροπαλά.
- Καλά...Μην ξεχάσεις να καλέσεις τις φίλες σου στο γάμο ..εεε! Της είπα αστεία και την σκούντηξα χαλαρά. Χαμογέλασε, και με βεβαίωσε ότι θα μας καλέσει, έτσι τους χαιρέτησα και πήρα το δρόμο για το σπίτι, για να μην αργήσω.
Με το που έφτασα σπίτι βρήκα, όλοι την οικογένεια στο τραπέζι να με περιμένουν. Ντράπηκα που άργησα λίγο, έτσι έδωσα το νερό στην αδερφή μου, και έκατσα στη θέση μου με χαμηλό το κεφάλι, εύχοντας να μην μου φωνάξει ο πατέρας ή η μητέρα μου. Η ευχή μου πραγματοποιήθηκε και κανένας δεν μου μίλησε. Έφαγα σιωπηλά το πρωινό μου κι μόλις τελείωσα, κι τελείωσαν κι οι υπόλοιποι, άρχισα να μαζεύω το σπίτι.
ΚλεομένηςΣυνεχίζαμε να συναντιόμαστε, σχεδόν καθημερινά. Οι μέρες γινόντουσαν εβδομάδες, και οι εβδομάδες γινόντουσαν μήνες. Κάθε ώρα που περνούσα μαζί της, γνώριζα καλύτερα, την γλυκιά ψυχή που έκρυβε μέσα της. Όταν την ερωτεύτηκα, είχα ερωτευτεί την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά τώρα που την γνώρισα καλύτερα, μπορώ να πω, ότι νιώθω κάτι παραπάνω από έρωτα. Ο χρόνος, που περνούσα μαζί της, περνούσε γρήγορα αλλά ευχάριστα. Έχω σιγουρευτεί, ότι την θέλω, ότι την αγαπώ και θέλω να συνεχίσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της, γιατί η Λήθη είναι η ζωή μου.
Στεκόμουν, μπροστά από το σπίτι της, και δεν ήξερα τι να κάνω ακριβώς, κοίταζα το μπαλκόνι της, και σκεφτόμουν, τι θα έπρεπε να πω ακριβώς στον πατέρα της.
- Θέλεις κάτι, εδώ? Άκουσα μια βαριά αντρίκεια φωνή από πίσω μου. Γύρισα και αντίκρισα, έναν άντρα, είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με την Λήθη, μάλλον ήταν πατέρας της. Τα έχασα λίγο, δεν ήξερα τι να πω
- Εεεε...θέλω...να ζητήσω την κόρη σας για γάμο...Είπα σαν χαζός, μη ξέροντας τι να πω και τι ακριβώς να κάνω.
- Τέτοια πράγματα δεν τα λέμε έτσι. Είπε ο πατέρας της γελώντας και συνέχισε. Πάμε μέσα. Είπε και τον ακολούθησα. Χτύπησε ρυθμικά την πόρτα κι μας άνοιξε την πόρτα μια μελαχρινή κοπέλα, με όμορφα γάτισια μάτια. Με το που είδε ότι ο πατέρας της κουβαλούσε και έναν ξένο, έφυγε και χάθηκε σε έναν διάδρομο.
- Έλα πέρνα. Είπε ο πατέρας της Λήθης. Δεν φαινόταν και πολύ αυστηρός. Πέρασα και τον ακολούθησα, καθίσαμε στο σαλόνι, και με κοίταξε για λίγα λεπτά και ύστερα μου μίλησε.
- Λοιπόν...άκουσα ότι θες για γάμο την κόρη μου...
- Ναι. Είπα εγώ και κοίταξα το πάτωμα.
- Μάλιστα...Κλεομένη!
- Με ξέρετε κιόλας?
- Ναι, αμέ, ο πατέρας σου ήταν φίλος μου, πως να μην σε ξέρω! Είπε εκείνος, ενθουσιασμένος και του χαμογέλασα. Κάτι τέτοιο δεν το περίμενα καθόλου, να που τελικά, γνώριζε τον πατέρα μου και ήταν και στενοί φίλοι. Μιλήσαμε λίγο, με ρώτησε διάφορες ερωτήσεις, όπως, που είδα την Λήθη, και όλα τα σχετικά. Άρχισα να βαριέμαι γιατί είχα έρθει να ζητήσω την Λήθη για γάμο, αλλά ακόμα δεν μου απάντησε, μου έλεγε για διάφορα πολιτικά θέματα, και με κρατούσε σε αγωνία, για το τι θα πει σχετικά με το θέμα του γάμου.
- Λοιπόν...μιλήσαμε πολύ και ξεφύγαμε από το αρχικό μας θέμα. Είπε στα ξαφνικά ο πατέρας της Λήθης και με επανέφερε στη πραγματικότητα. Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια, μου κόπηκε η ανάσα, ένιωθα έναν κόμπο στο στομάχι και αγχώθηκα.
- ...Κλεομένη...φαίνεσαι καλός άντρας, και πιστεύω ότι σου αξίζει η κόρη μου. Με το που τελείωσε, έμεινα να τον κοιτάζω, μην μπορώντας να πιστέψω αυτά που είπε.
Ήθελα να δω την Λήθη και να την σφίξω στην αγκαλιά μου! Ένιωθα πιο χαρούμενος όσο ποτέ. Ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου, και κοίταξα τον πατέρα της Λήθης με μάτια που έλαμπαν από χαρά. Έκατσα λίγο ακόμα, και συζητήσαμε για τον γάμο μας, και όλα τα σχετικά, και ύστερα όταν πια τελειώσαμε την συζήτηση και ήμουν έτοιμος να φύγω, με ρώτησε αν θέλω να κάτσω για βραδινό. Το σκέφτηκα για ένα λεπτό και αποφάσισα πως θα ήταν καλή ιδέα να έμενα και να έβλεπα για λίγο την Λήθη.
Ο πατέρας της Λήθης, φώναξε να ετοιμάσουν το βραδινό. Περίμενα μαζί του στη μεγάλη σάλα, και όταν πια ήταν έτοιμο το βραδινό, ήρθε εκείνη η κοπέλα που είχε ανοίξει προηγουμένως την πόρτα και μας είπε ότι το βραδινό είναι έτοιμο. Σηκωθήκαμε και ακολούθησα τον πατέρα της Λήθης, και πήγαμε στη τραπεζαρία.
Ο πατέρας της , έκατσε στην κορυφή του τραπεζιού και μου έδειξε μια θέση, στα δεξιά του, απέναντι από την μητέρα της Λήθης. Έκατσα και εγώ και περίμενα, ώσπου την είδα να έρχεται πίσω από εκείνη την κοπέλα που μας είχε ανοίξει την πόρτα νωρίτερα. Την είδα με το γαλάζιο φόρεμά της να ανεμίζει καθώς περπατούσε με γοργά βήματα. Κρατούσε στο χέρι της ένα πήλινο πιάτο και κοίταζε, το πάτωμα. Με του που πλησίασε αρκετά, σήκωσε το κεφάλι της και με είδε, τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν, και χάθηκα μες τα μάτια της για λίγα δευτερόλεπτα. Άφησε το πήλινο πιάτο στο τραπέζι και έκανε ένα βήμα πίσω. Με κοίταξε με δυσπιστία, μη μπορώντας να καταλάβει τι κάνω στο σπίτι της.
- Λήθη, Κλειώ...καθίστε. Είπε ο πατέρας της Λήθης, και τα κορίτσια έκατσαν. Η Λήθη, έκατσε δίπλα από την μητέρα της, και η Κλειώ, έκατσε δίπλα μου.
Καθώς τρώγαμε, ο πατέρας της Λήθης πήρε τον λόγο και μίλησε.
- Λοιπόν, σίγουρα αναρωτιόσαστε, ποιος είναι αυτός. Είπε και με έδειξε. Η Λήθη με κοίταξε με απορία.
- Λήθη...αυτό το θέμα, αφορά εσένα, αυτός είναι ο Κλεομένης, και σε ζήτησε για γάμο, εγώ συμφωνώ. Συνέχισε, και η Λήθη, με κοίταξε με κομμένη ανάσα.
Λήθη- Πριν, τρία χρόνια σαν αυτή την ημέρα, είχαμε παντρευτεί, οπότε σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα. Σκέφτηκα καθώς πότιζα τα λουλούδια, στο κήπο.
Ενώ τραγουδούσα χαμηλόφωνα, και πότιζα τα λουλούδια, διέκρινα με την άκρη του ματιού μου, τον Φοίβο, τον καλύτερο φίλο του Κλεομένη, να με κοιτάει από μακριά. Δεν έδωσα σημασία, απλά με το που τελείωσα το πότισμα των λουλουδιών, μπήκα μέσα στο σπίτι, και πήγα να συγυρίσω το υπόλοιπο σπίτι, καθώς δεν χρειαζόταν να ετοιμάσω μεσημεριανό τώρα, γιατί ο Κλεομένης θα καθόταν ως αργά στη δουλειά. Οι δουλειές του σπιτιού δεν ήταν και πολλές, αφού δεν είχαμε ακόμα παιδιά.
Πόσο ωραία θα ήταν αν είχαμε ένα παιδί! Εδώ και τρία χρόνια είμαστε μαζί αλλά ακόμα τίποτα. Παλιά, δεν έδινα και πολύ σημασία αλλά τώρα καθώς θυμήθηκα την ανιψιά μου, ένιωσα ζήλια, γιατί η αδερφή μου, που είναι μικρότερη μου, έχει παιδί ενώ εγώ όχι! Προσπάθησα να διώξω όλες αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου, και να σκεφτώ κάτι άλλο γιατί αυτό το θέμα, με έκανε να στεναχωριέμαι πολύ...
Είχα μόλις τελειώσει με όλες τις δουλειές, όταν χτύπησε η πόρτα. Αποκλείεται να ήταν ο Κλεομένης καθώς θα αργούσε σήμερα, οπότε πήγα να ανοίξω. Με το που άνοιξα την πόρτα βρήκα τον Φοίβο να περιμένει απ' έξω
- Είναι εδώ ο Κλεομένης? Με ρώτησε.
- Όχι, δεν είναι εδώ και θα αργήσει. Του απάντησα γρήγορα.
- Μπορώ να τον περιμένω? Δεν ήξερα τι να του απαντήσω, αλλά θα ήμουν πολύ αγενής αν του έλεγα όχι αλλά δεν είναι και πολύ σωστό να μπεί και να περιμένει τον Κλεομένη.
- ...Θα αργήσει...αλλά...ναι εντάξει μπορείς να περάσεις και να τον περιμένεις. Εκείνος πέρασε και έκατσε σε έναν σκαμπό.
Πήγαινα από εδώ και από εκεί, ψάχνοντας για ένα χρυσό κόσμημα που μου είχε φέρει ο Κλεομένης, αλλά το είχα χάσει και το έψαχνα.
- Ψάχνεις για αυτό εδώ? Άκουσα στα ξαφνικά τον Φοίβο να λέει. Σήκωσε το χέρι του ψηλά, δείχνοντας το χρυσό μενταγιόν.
- Εεε, ναι...που το βρήκες?
- Εδώ πάνω στο τραπέζι!
- Μάλλον, δεν θα το είχα προσέξει. Είπα με ένα ηλίθιο χαμόγελο και εκείνος σηκώθηκε και με πλησίασε για να μου δώσει το μενταγιόν. Καθώς απείχε ένα βήμα από εμένα, τον πλησίασα εγώ, και ενώ πήγαινα να πάρω το μενταγιόν από τα χέρια του, μου έσφιξε την παλάμη μου και με τράβηξε κοντά του, σφίγγοντας με πάνω του.
- Τι κάνεις άσε με...Είπα, αμέσως αλλά εκείνος δεν με άφησε.
- Λήθη...άκου λίγο, τι παραπάνω έχει από εμένα ο Κλεομένης, τι σε κάνει να τον θες τόσο! Πες μου ΤΙ??? Σκέψου ότι ακόμα δεν έχετε κάνει παιδιά, ίσως να μην φταις εσύ αλλά αυτός! Είπε εκείνος έξαλλος και ενώ σκεφτόμουν τι να του απαντήσω, κόλλησα στην τελευταία φράση που είπε, ότι μπορεί να φταίει αυτός και όχι εγώ. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, αλλά χαλάρωσα λίγο και εκείνος βρήκε την ευκαιρία να με φιλήσει.
Στην αρχή δεν ανταποκρινόμουν στο φιλί του αλλά μετά από λίγο άρχισε να μου αρέσει και άφησα την γλώσσα του να μπλεχτεί με την δικιά μου. Μου χάιδευε παράλληλα τα μαλλιά μου και τα χέρια μου ταξίδευαν στην πλάτη του. Με έσφιγγε όλο και πιο πολύ πάνω του, και αισθανόμουν το φούσκωμα του, κάτω από το λεπτό ύφασμα του φορέματος μου. Στα ξαφνικά σταμάτησε το φιλί μας και σε λίγα λεπτά είχε βγάλει τα ρούχα του, παράλληλα, σκεφτόμουν ότι αυτό που γίνεται είναι λάθος αλλά κάτι μέσα μου, μου έλεγε να μην δώσω σημασία σε τίποτα. Με αυτήν την σκέψη, έβγαλα και εγώ το φόρεμα μου, και τύλιξα τα πόδια μου γύρω από την μέση του και τον άφησα να με οδηγήσει στο κρεβάτι.
Όχι, δεν έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω, εγώ αγαπώ τον Κλεομένη, δεν θέλω τίποτα από τον Φοίβο, δεν τον θέλω. Ο Κλεομένης αν μάθει κάτι τέτοιο θα πληγωθεί πολύ, είναι και ο καλύτερος φίλος του Φοίβου, είμαι και η μοναδική του αγάπη, δεν μπορούν τα αγαπημένα του άτομα να του κάνουν κάτι τέτοιο. Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ο Φοίβος με φίλαγε παντού και στα ξαφνικά ένιωσα μια παρουσία στο δωμάτιο, γύρισα απότομα να κοιτάξω και είδα τον Κλεομένη, να στέκεται χωρίς να μπορεί να πιστέψει τίποτα, και στα χέρια του να κρατάει ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο.
- Κλεομένη? Είπα εγώ στα ξαφνικά αλλά αυτός δεν έμεινε ούτε ένα λεπτό παραπάνω σε αυτό το δωμάτιο που μου φαινόταν πια αποπνικτικό. Ο Φοίβος με κοίταζε ανήσυχα, και εγώ είχα κοκαλώσει. Όταν συνήλθα, έψαξα για τα ρούχα μου και ντύθηκα. Το έβαλα στα πόδια, και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα να τον βρω Δεν ήξερα που μπορεί να είχε πάει αλλά η ιδέα ότι μπορεί να βλάψει τον εαυτό του με τρέλανε και με έκανε να μισώ τον εαυτό μου, όσο οτιδήποτε άλλο σε αυτό το κόσμο.
Δεν ήξερα προς τα που έτρεχα, αλλά στα ξαφνικά με σταμάτησε η φωνή της Καλλιόπης.
- Λήθη? Που πας...έτσι?
- Σε παρακαλώ Καλλιόπη, δεν μπορώ να σου εξηγήσω τίποτα, αλλά μήπως είδες πουθενά εδώ τριγύρω τον Κλεομένη? Της είπα παρακλητικά, ελπίζοντας να μου πει κάτι, οτιδήποτε για να τον βρω!
- Ναι, τον είδα ήταν πολύ θυμωμένος, ανέβηκε στο λόφο, αλλά δεν ξέρω τίποτα άλλο. Είπε εκείνη ανήσυχη. Δεν της είπα ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτα, απλά συνέχισα να τρέχω και να ανεβαίνω τον λόφο. Είχα ιδρώσει πολύ, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμήσω. Είχα φτάσει πια, στην κορυφή του λόφου, όπου είδα τον Κλεομένη να κοιτάει κάτω, την θάλασσα, από ψηλά και τους επικίνδυνους βράχους με τις μυτερές κορυφές.
- ΌΧΙ! Του φώναξα αμέσως. Γύρισε και με κοίταξε με μάτια που σου σπάραζαν την καρδιά. Δεν μου απάντησε απλά συνέχισε να με κοιτάει με ένα απλανές βλέμμα, βασικά δεν κοιτούσε εμένα αλλά το άπειρο...
- Κλεομένη, σε παρακαλώ, μην κάνεις καμιά τρέλα. Είπα και ενώ τον πλησίαζα μου φώναξε.
- Μείνε εκεί που είσαι, δεν χρειάζεται να με πλησιάσεις. Είπε, και αποφάσισα να μείνω στη θέση μου, μήπως θυμώσει πιο πολύ και τότε είναι που δεν θα μπορέσω να τον σταματήσω από αυτό που θα κάνει.
- Άκουσε με λίγο...σε παρακαλώ, το ξέρω ότι έχεις κάθε λόγο να με μισείς...πιστεύω ότι...ότι αξίζω να πεθάνω, σκότωσέ με αλλά μην βλάψεις τον εαυτό σου...μην!
- Το ξέρεις ότι σε αγάπησα...τόσο πολύ που ήσουν όλη μου η ζωή...για μένα πια τελείωσες, και είναι σαν να τελειώνει η ίδια μου η ζωή και όλα έχουν κάποιο τέλος!
- Όχι σε παρακαλώ, μην τα λες αυτά, ήταν απερισκεψία αυτό που έγινε, σου υπόσχομαι ότι δεν θα με ξαναδείς ποτέ σου, θα φύγω κάπου μακριά. Είπα, κλαίγοντας και πέφτοντας κάτω στα γόνατά μου. Τα δάκρυά μου είχαν ανακατευτεί με το χώμα, τον είδα να χαμογελάει, δεν ξέρω...ίσως έτσι μου φάνηκε γιατί έβλεπα θολά τα πάντα εξαιτίας των δακρύων μου. Σκούπισα τα μάτια μου με το μανίκι του φορέματος μου και είδα καθαρά, τον Κλεομένη να με κοιτάζει με ένα χαμόγελο γεμάτο θλίψη.
Ίσως τα κατάφερα, ίσως κατάφερα να τον αποτρέψω από αυτό που πήγαινε να κάνει. Χαμογέλασα και εγώ αλλά τελικά έκανα λάθος, γιατί την επόμενη στιγμή, είχε χαθεί μες την θάλασσα. Έτρεξα προς το σημείο που πήδηξε αλλά τελικά έκανα λάθος, δεν είχε χαθεί μες τη θάλασσα αλλά είχε πέσει στα μυτερά βράχια, που του έσκισαν την σάρκα. Το θέαμα ήταν φρικτό, τα πάντα κόκκινα εκεί κάτω. Δεν μπορούσα να πιστέψω τίποτα. Εγώ φταίω για όλα!
Θα με κοιτάνε, όλοι με ένα βλέμμα που δεν θα άντεχα με τίποτα, ίσως και να μην μάθαινε κανείς τίποτα αλλά και πάλι, εγώ δεν θα άντεχα τον εαυτό μου, δεν θα μπορούσα να ζω με τις ενοχές να με συντροφεύουν παντού, σε κάθε μου σκέψη. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τίποτα, ήμουν κομμάτια και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ίσως η λύση, ήταν αυτή που είχαν βρει πολλοί πριν από εμένα, η λύση που έλυνε όλα τα προβλήματα, η λύση που ήταν τόσο εγωιστική γιατί σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου και όχι τους άλλους που σε αγαπούν και θα τους λείψεις, η λύση που διάλεξε και ο Κλεομένης. Πλησίασα πιο πολύ και άνοιξα τα χέρια μου σαν να ήθελα να πετάξω, το τελευταίο μου δάκρυ κύλησε από το μάτι μου και η επόμενη κίνηση μου, ήταν να αφήσω την κορδέλα του θανάτου να με τυλίξει...