AЯianЯhod.ЬЩ.22 Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 5273 Ημερομηνία εγγραφής : 23/02/2011 Ηλικία : 32 Τόπος : Lying in my coffin...Buried in a distant tomb of a distant place...away from unwanted eyes...
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis, Lestat and Dracula Atittude: Mean
| Θέμα: My life is end...[by paramu8enia] Πεμ Ιαν 17, 2013 1:35 am | |
| My life is end… (από την paramu8enia)
Όνομα: Ελίζαμπεθ/Ελίζ Φίτζ. Ημερομηνία Γέννησης: 23/7/96 Ηλικία: 16 Φίλοι: Κολλητή, Άριελ Ίστ-γουντ, και άλλοι πολλοί. Αγόρι: Δεν είχε, αλλά κάποιος υπήρχε… Έζησε από…μέχρι: 1996-2012 Οικογένεια: Μητέρα και δυο αδέρφια.
Δεν θυμάμαι πολλά από την παιδική μου ηλικία, αν και ήθελα μερικά πράγματα από αυτή να θυμάμαι. Όταν ήμουν στην εφηβεία, έμαθα τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει φιλία και τι σημαίνει ζωή. Η ζωή ποτέ δεν ήτανε εύκολη για κανέναν. Κάποιοι χάνουν πρόσωπα σε τραγικό θάνατο. Άλλοι επειδή δεν εμπιστεύτηκαν κάποιον και τσακώθηκαν… Άλλοι επειδή δεν γνώριζαν και άλλοι επειδή είχαν μια ασθένεια, μα θέλανε να ζήσουν… Μα όσο κι αν πονάει κανείς τους τσακωμούς και τα ψυχικά τραύματα που σου αφήνουν κάποιοι, δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος όταν μαθαίνεις ότι το σύντομα δηλαδή το πολύ σε ένα χρόνο θα πεθάνεις… Εκεί που όλα σου πάνε καλά, γίνεται ένα ξαφνικό μπαμ… Και μένεις… Και έπειτα πεθαίνεις… Έτσι κι εγώ θα σας αφηγηθώ μια ιστορία. Θέμα; Την ζωή μου!
Όλα ξεκίνησαν, στο σχολείο μου, που στην αρχή της χρονιά είχαμε διαχωριστεί σε ομάδες, η παρέα που κάποτε συνήθιζε να είναι ενωμένη. Εμένα δεν με ένοιαζε αν ήμουνα σε μια ομάδα. Άλλοτε έκανα παρέα με εκείνους, άλλοτε με τους άλλους. Αν και ένοιωθα ότι κάποια κορίτσια δεν με συμπαθούσαν… Δεν με ένοιαζε τις θεωρούσαν όλες ψωνισμένες. Δεν ήμουν ρατσίστρια, αλλά γι’αυτές θα έκανα μια εξαίρεση… Δεν μισούσα κανέναν, πάντα ήμουν η πιο ήσυχη κοπέλα και η πιο ντροπαλή. Όταν μου άρεσε κάποιος, απλά τον κοίταζα, και αν μου έλεγε “γεια” του πέταγα και εγώ ένα. Αλλά αν μια φίλη μου τον γούσταρε, έκανα πάντα πίσω. Με τον καιρό, και με τους φίλους που έκανα συνήθως παρέα, ξεθάρρεψα. Έγινα τολμηρή! Είχα αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Και έχω να πω “σας ευχαριστώ πολύ, φίλοι μου.” Όλα μου πήγαιναν πάρα πολύ καλά στην αρχή της χρονιάς της δευτέρας λυκείου. Όταν πριν καλά-καλά μπει ο Σεπτέμβρης, η κολλητή μου η Άριελ Ιστ-Γουντ έμαθε ότι είχε ένα πρόβλημα με την πλάτη της, είχε σκολίωση. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την κάνω να νοιώσει καλά, ότι αυτό δεν είναι τίποτα, ότι υπάρχουν χειρότερα πράγματα. Μα εκείνη φοβόταν, φοβόταν το ότι θα φορέσει «σαμάρι», ένα είδος ορθοπεδικό που βοηθάει στο ίσιωμα της σπονδυλικής στήλης και ανησυχούσε μήπως είναι αποκρουστική η εμφάνισή της για τον κόσμο. Μα την κοίταξα και της είπα στα ίσια ότι, αν ο κόσμος απομακρυνθεί μακριά από σένα, θα σημαίνει ότι ήθελαν πάντα «να την κάνουν» και βρήκαν την ευκαιρία μ αυτό το ένα μικρό πρόβλημα. Δεν νοιάστηκαν ποτέ! Με κοίταξε τότε κατάματα και μου είπε, ευχαριστώ… Και μόνο ότι μου το είπε ένοιωσα χαρά, μέσα μου.
Πέρασαν μήνες μετά από εκείνη την μέρα, είχε πάει στους καλύτερους γιατρούς της χώρας. Και της είχαν πει ότι αν έκανε την κατάλληλη γυμναστική και έφτιαχνε η πλάτης της λίγο, θα γινόταν καλά. Αισθανόμουν χαρά που υπήρχε Θεός και την φύλαγε. Εν τω μεταξύ στο σχολείο, είχε έρθει ένας καινούργιος γραμματέας. Όλα τα κορίτσια μόλις τον είδαν, τους πέφτανε τα σάλια. Μπορώ να πω ότι και εγώ ήμουν κάπως τσιμπημένη μαζί του αλλά… «Ελίζ, κοπέλα μου; Μπορείς να μιλήσεις;» με διέκοψε από τις σκέψεις μου η φωνή της μητέρας μου. Πήγα να της πω ναι… αλλά το στόμα μου ήτανε τόσο ξερό, που το μόνο που της είπα στα ξερά, ήτανε λίγο νερό. Εκείνη αμέσως πήγε και μου έβαλε νερό. Με κοίταξε με παρηγοριά και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει ξανά. «Οι γιατροί λένε ότι αν δεν γίνει σωστά το χειρουργείο, ξέρεις η μεταμόσχευση της καρδιάς σου… θα… θα…» άρχισε να κλαίει. Με δυσκολία σήκωσα το χέρι μου και της χάιδεψα το χέρι της. Με κοίταξε με τα κοκκινισμένα μάτια της. «Θα σε αγαπάω για πάντα μαμά, να το…το ξέρεις»η φωνή μου βγήκε σιγανή αλλά ήξερα ότι με είχε ακούσει. Έπειτα της χαμογέλασα όσο μπορούσα. «Και εγώ κόρη μου» είπε μέσα στους λυγμούς της, έπειτα σήκωσε το κεφάλι της, και έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο. Το επόμενο πράγμα που την είδα να κάνει ήτανε να φεύγει με αργά βήματα από το δωμάτιο του νοσοκομείο. «Αυτό ήτανε ο αποχαιρετισμός μου, αντίο μαμά» είπα ψιθυριστά και έκλεισα τα μάτια μου για να χωθώ στις αναμνήσεις που ήθελα να πω, ότι τις είχα ζήσει και ήμουν ευτυχισμένη γι’αυτό. Μπορεί να είπα πολύ νωρίς το αντίο… Αλλά θα ήτανε αργά μετά… Το ένοιωθα.
Ένα βράδυ καθώς κοιμόμουν, ένοιωσα ένα μούδιασμα στο χέρι μου και έπειτα ένας αβάστακτος πόνος στο στήθος. Αυτό συνεχιζόταν περίπου όλη την μέρα για τρεις μέρες. Ώσπου δεν άντεξα, και είπα τον πόνο αυτό στην μάνα μου. Εκείνη αμέσως άφησε τις δουλειές που έκανε στο σπίτι και με πήγε στο νοσοκομείο. Πήγε σε έναν γιατρό, και του είπε τι είχα εγώ. Εκείνος με πήρε και με έβαλε να κάνω πολλές εξετάσεις. Είχα κουραστεί, το θυμάμαι πολύ καλά… Όταν τελείωσα τις εξετάσεις μας είπε ο γιατρός ότι θα μας ειδοποιούσε αύριο. “Τι; Και τόση ώρα δηλαδή εγώ τι έκανα;” γύρισα και είπα στην μάνα μου. “Καρδούλα μου, μην ανησυχείς! Θα δούμε αύριο! Δεν πιστεύω να είναι κάτι σοβαρό.” Την είχα πιστέψει… Δεν πιστέψαμε ποτέ ότι θα ήτανε κάτι σοβαρό. Μα… το επόμενο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο, ήτανε ο γιατρός. Βγήκα από το δωμάτιο μου και πήγα κατευθείαν στο τηλέφωνο, το οποίο το είχε σηκώσει η μαμά μου. Εκείνη απαντούσε με ένα ναι, συνέχεια. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο τελικά και το έβαλε στην θέση της, γύρισε και με κοίταξε με κοκκινισμένα μάτια. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι. Πήγα δίπλα της και την ρώτησα… “Μαμά τι έγινε; Τι σου είπε ο γιατρός;” Εκείνη άρχισε να κλαίει. “Μαμά είσαι καλά;” την ξαναρώτησα. “Παιδί μου όμορφο! ” είπε και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, έπειτα με φίλησε στο μέτωπο και με κοίταξε κατάματα, σταματώντας το κλάμα της. “Ο γιατρός μου είπε ότι η καρδιά σου έχει μια βλάβη.” “Δηλαδή;” Την ρώτησα “Δηλαδή χρειάζεσαι να κάνεις μεταμόσχευση καρδιάς, αλλιώς θα πεθάνεις. ”
Θυμάμαι που είχα μείνει όταν μου το είχε πει αυτό η μάνα μου. Ήμουν έτοιμη να κλάψω αλλά, έφυγα από εκεί και βγήκα από το σπίτι τρέχοντας. Ήξερα τον προορισμό μου. Κατευθυνόμουν προς το νοσοκομείο, όταν έφτασα εκεί λαχανιάζοντας. Βρήκα το γιατρό, και ενώ έκλαιγα του φώναζα. “Πείτε μου ότι είναι ένα κακό αστείο, πείτε το μου…σας παρακαλώ…”έπεσα στα γόνατα κάτω έβαλα τα δυο μου χέρια μέσα στο πρόσωπο μου, και άρχισα να κλαίω σε λυγμούς που ήτανε γεμάτο από πόνο. Ο γιατρός ήρθε κοντά μου, λέγοντας μου “Ελίζαμπεθ, σηκωθείτε σας παρακαλώ, σας παρακολουθούν όλοι οι ασθενείς, και δεν είναι σωστό αυτό.” “Γιατρέ… Δεν θέλω να πεθάνω. Θέλω να ζήσω! Γιατί σε μένα;! Πείτε ότι είναι ένα αστείο, σας παρακαλώ… Μόνο σας παρακαλώ..” Σήκωσα το βλέμμα μου, και τον κοίταζα μες τα μάτια. Εκείνος κάθισε δίπλα μου, και με κοίταζε. “Δεν θα πεθάνετε, σας το υπόσχομαι…Αν και νέος γιατρός, φημίζομαι για τις ικανότητες μου, δεν θα σας αφήσω να πεθάνετε… Σας το υπόσχομαι.” Όντως ήτανε νέος αλλά και ωραίος επίσης, αλλά δεν με ένοιαζε εκείνη την στιγμή, άρπαξα και τον αγκάλιασα και του ψιθύρισα ένα “ευχαριστώ”.
Εκείνη την μέρα είχα πάθει κρίση πανικού. Ο γιατρός Γούλιαμ, έτσι λεγόταν, είχε τηλεφωνήσει στη μάνα μου για να της πει ότι ήμουν στο νοσοκομείο και ότι ήμουν καλά. Επίσης της είπε ότι θα έμενα στο νοσοκομείο εκείνο το βράδυ για να κάνω και άλλες εξετάσεις, αλλά και γενικώς να μιλήσουμε για το θέμα. Από την μία χαιρόμουν, που θα έχανα το σχολείο την επόμενη μέρα, αλλά από την άλλη φοβόμουν…φοβόμουν ότι μπορεί και να χανόμουν από στιγμή σε στιγμή. Μετά από τις πολλές εξετάσεις, μου έδωσε τα αποτελέσματα αμέσως μετά. “Πως και βγήκαν τα αποτελέσματα τόσο γρήγορα;” τον ρώτησα με απορία. “Εεε είπα να εξυπηρετήσω μια όμορφη κοπέλα σαν εσένα. ” “Ιιι, σαν δεν ντρέπεστε γιατρέ, μου την πέφτετε και είστε και παντρεμένος!” είπα και του έδειξα το χρυσό δακτυλίδι που φορούσε, και έπειτα τον κοίταζα έντονα. Εκείνος στην αρχή ακολούθησε το βλέμμα μου και έπειτα μου χαμογέλασε. “Χαχα, αν ήμουν παντρεμένος, δεν θα στην έπεφτα…” Τον κοίταξα με απορία. “Δηλαδή;” “Δηλαδή;” “Θέλω να πω ότι…” ξεκίνησε να λέει, και άρχισε να έρχεται κοντά μου, ώσπου έκατσε δίπλα μου. “Ότι αυτό το φορούσε η μάνα μου, αλλά πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός, επειδή οι γιατροί δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά. Αλλά της είχα υποσχεθεί, ότι όταν μεγαλώσω θα μπορούσα να γίνω γιατρός και να τους σώζω όλους. Χαζή υπόσχεση να μου πεις…Αλλά εγώ το κατάφερα.” “Δεν είναι χαζή και λυπάμαι πολύ, που σε έφερα σε δύσκολη θέση.” Μου χαμογέλασε ξανά και όταν μίλησε είχε μια φοβία στον τόνο του. “Αν δεν κάνω λάθος εσένα ο πατέρας σου δεν είχε πεθάνει, όταν ήσουν μωρό;” Τον κοίταξα, και ένοιωσα θλίψη. “Συγνώμη αν σε φέρνω σε δύσκολη θέση τώρα εγώ, αν θες μην απαντάς. ” τον κοίταξα και του χαμογέλασα θλιμμένα. “Άρα πριν σε έφερα σε δύσκολή θέση ε;” έπειτα σοβάρεψα και κοίταξα προς τα κάτω. “Σε τροχαίο, πέθανε. Δεν πειράζει όμως πέρασε πολύς καιρός…” Μου σήκωσε το κεφάλι , και το γύρισε απαλά προς αυτόν. Πήγαινε να με φιλήσει, εγώ σιγά-σιγά έκλεινα τα μάτια μου, αλλά… “Ντριιν.” Το κινητό του χτύπησε και… “Συγνώμη αλλά πρέπει να απαντήσω, είναι ένας φίλος μου.” είπε και την επόμενη στιγμή είχε φύγει από το δωμάτιο. Άνοιξα τώρα τα μάτια μου και είδα ότι βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο, που ήμουν πριν κάτι μήνες με τον Γούλιαμ. Όταν τα ξανά έκλεισα, θυμήθηκα το πόσο ερωτευμένη ήμουν μαζί του. Ήτανε 24 χρονών αλλά δεν με ένοιαζε, τον είχα ερωτευθεί… Ήθελα να ήτανε μόνο δικός μου. Μια μέρα είχαμε πάει και για καφέ για να μου γνωρίσει το κολλητό του, αλλά όταν είχα δει τον κολλητό του είχα μείνει έκπληκτη! Ήτανε ο γραμματέας του σχολείου. Αλλά με τον καιρό έγινα φίλη μαζί του, αν και ήτανε κάποτε η καψούρα μου. Ο Γούλιαμ, ήταν πολύ καλός, γλυκός τα είχε όλα. Αν και νέος γιατρός ήτανε όντως φημισμένος για τις ικανότητες του.
Μια μέρα είχα βγει έξω με την κολλητή μου την Άριελ Ίστ-γουντ, καθώς καθόμασταν στο στέκι μας, ένα στενό με αδιέξοδο αναρωτιόμουν πως θα της το πω. Το πρόβλημα που είχα, έπρεπε να της το πω… “Ελίζ είσαι καλά; Που είναι το μυαλό σου;” άκουσα ξαφνικά να μου λέει η Άριελ. “Ναι απλά έχω κάποια προβλήματα μεγάλα, που δεν ξέρω πώς να σου τα πω” της είπα πικραμένη, προσέχοντας την κάθε μου λέξη. “Πάντως τα προβλήματα σου, δεν ξεπερνάνε τα δικά μου. Εγώ θα φορέσω «σαμάρι» και δεν ξέρω τι να κάνω… Εσένα ποιο είναι το πρόβλημα σου… ερωτική απογοήτευση;!” Δεν περίμενα από την κολλητή μου να ακούσω αυτά τα λόγια, θυμάμαι που γύρισα απ’ την άλλη σκύβοντας το κεφάλι , λέγοντας της, “Έχεις δίκιο τα προβλήματα σου είναι μεγαλύτερα από τα δικά μου.” Σταμάτησα να μιλάω για λίγο, να πάρω μια μικρή ανάσα και να σκουπίσω τα μάτια μου από τα δάκρυα μου. Τίποτα δεν μου είχε προκαλέσει περισσότερο πόνο μέχρι εκείνη τη στιγμή, όσο αυτή η ψυχρή στάση της κολλητής μου. Όταν τα λόγια μου την επόμενη στιγμή βγήκαν από το στόμα μου, ήτανε κι αυτά ψυχρά. “Έχεις πολύ δίκιο Άριελ, συγνώμη δεν θα σε ξαναενοχλήσω με τα προσωπικά μου, συγνώμη και που πήγα να στα πω… Λοιπόν αφού είναι έτσι, θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή πάω να αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα το ~ερωτικό~” είπα δήθεν και έφυγα. Θυμάμαι που της είχα σπάσει τα νεύρα αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Εγώ είχα πάρει ήδη τον δρόμο μου.
Την ίδια μέρα πήγα ξανά στο νοσοκομείο να κάνω εξετάσεις, ο Γούλιαμ ενθουσιασμένος που με έβλεπε ξανά, μου χαμογέλασε λέγοντας μου “όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. ” Όταν τελείωσα τις εξετάσεις, με παρακάλεσε να πάω να του πάρω, κάτι να φάει επειδή αυτός δεν θα μπορούσε διότι δούλευε. Όταν επέστρεψα με ένα σάντουιτς γι’αυτόν, με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. “Ελίζ, τι κάνεις εδώ;” “Εγώ τι κάνω εδώ; Ή εσύ;” είπα με απορία, κοιτάζοντας την Άριελ. “Εγώ όπως σου είχα πει έχω ένα σοβαρό πρόβλημα και όχι ~ερωτικό~ να λύσω…Έτσι ήρθα στον καλύτερο γιατρό να μου το λύσει.” “Ναι και όπως έλεγα, στην δεσποινίς από εδώ… Δεν είναι και τόσο σοβαρό λύνεται…Αλλά εσείς οι δυο από πού γνωρίζεστε;” Απέφευγα να απαντήσω στην ερώτηση του Γούλιαμ, απλά χαμογέλασα προς την Άριελ και είπα. “Χαίρομαι πολύ, αν και το είχα πει ότι θα γίνεις καλά… Τουλάχιστον εσύ θα γίνεις…” Ο Γούλιαμ εκείνη την στιγμή, χτύπησε δυνατά το χέρι του στο τραπέζι κοιτάζοντας με , με αγριεμένο ύφος. “Όλοι θα γίνουν καλά… Ακόμα και εσύ! Σου το υποσχέθηκα…” Κατέβασα το κεφάλι μου, άφησα το σάντουιτς πάνω στο τραπέζι και γύρισα την πλάτη μου και στους δυο λέγοντας τους. “Δεν το πιστεύω πια, ότι θα γίνω καλά… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα γίνω καλά ή ότι θα μου συμβεί κάτι… κάτι σαν θαύμα” Έπειτα άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Τα μάτια μου, τσούζουν τώρα πολύ που θυμήθηκα εκείνη ειδικά την ανάμνηση. Γιατί μετά από εκείνο το σκηνικό, ο Γούλιαμ είχε πει το πρόβλημα που είχα στην Άριελ. Και ξαφνικά από πίσω μου, έτρεχε η Άριελ για να με προλάβει. Όταν με πρόφτασε, μου άρπαξε το χέρι και με αγκάλιασε σφιχτά. Ενώ τα δάκρυα της έπεφταν ασταμάτητα, τα λόγια της ήτανε πολύ ζεστά. “Συγνώμη, συγνώμη Ελίζ, φέρθηκα σαν ηλίθια εγωίστρια. Συγνώμη ειλικρινά και ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις… Θα είμαι από εδώ και πέρα δίπλα σου κάθε στιγμή! Στο υπόσχομαι”
Η υπόσχεσή της κρατήθηκε ακόμα και τώρα είναι κοντά μου, πάνω από το κεφάλι μου, παρακαλώντας με να ανοίξω τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα, της χαμογέλασα. Εκείνη αμέσως με αγκάλιασε. «Ήθελα να σου πω καλό κουράγιο, και όταν γίνεις καλά! Θα ήμαστε και οι δυο μας καλά! Απλά εσύ θα γίνεις καλά, το πιστεύω» Μάλλον δεν φτάνει μόνο η πίστη, σκέφτηκα. Της χαμογέλασα πικρά. «Είσαι συγχωρεμένη Άριελ, και να ξέρεις ότι θα σε έχω πάντα στην καρδιά μου, όπου και να είμαι…» της είπα αργά και πολύ σιγανά. «Είσαι ηλίθια, δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις!» Με αγκάλιασε σφιχτά ξανά, και έπειτα όταν σηκώθηκε πήγε στην πόρτα να φύγει, αλλά πριν φύγει μου συμπλήρωσε «Σε αγαπάω κολλητούλα μου!» «Και εγώ σε αγαπώ» είπα ψιθυριστά κλείνοντας τα μάτια μου. Έκλαιγα, προκαλώντας το μυαλό μου να θυμηθεί τον τελευταίο καιρό πως ήμουν και πως τον πέρασα… Τα αδέρφια μου όταν το έμαθαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν… Αλλά ευτυχώς που τους αποχαιρέτησα και εκείνους πριν μπω εδώ…
Μια μέρα πριν μπω εδώ, είχα πάει μόνη μου, μια επίσκεψη στο νεκροταφείο, στον πατέρα μου. Του άφησα ένα γράμμα λέγοντας του, ότι σύντομα θα ιδωθούμε. Φίλησα το μνήμα και έφυγα.
Περνάω τα λίγα λεπτά που μου απομένουν, πριν έρθουν να με πάρουν , με μια σκέψη. Άραγε θα με θυμούνται; Ξαφνικά ακούω την φωνή του Γούλιαμ να με φωνάζει. Ανοίγω τα μάτια μου. «Καλησπέρα όμορφε γιατρέ!» Μου χαμογέλασε ενώ τα μάτια του έσταζαν από λύπη, έπειτα με φίλησε τρυφερά και μου είπε «Ήρθε η ώρα…Σε αγαπάω! Θα τα πούμε σύντομα…» Μα δεν το νομίζω… «Σε αγαπάω!» του είπα μόνο και έκλεισα τα μάτια μου.
Όταν τα ξανάνοιξα, βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Είδα έναν άλλον γιατρό να μου βάζει προσεχτικά στο μπράτσο μου μια βελόνα. Μάλλον το αναισθητικό. Δεν μπορούσα να αντισταθώ την ζάλη του έτσι… έπεσα σε αναισθησία.
Είδα ένα φως, δεν μπορούσα να το αντικρίσω, ήτανε πολύ φωτεινό. Έκρυψα τα μάτια μου με τα δυο μου χέρια… Τότε άκουσα την φωνή Του… με καλούσε. Συγνώμη μαμά, αγαπημένα μου αδέρφια, συγγενείς, κολλητούλα μου, φίλοι μου και μεγάλε ερωτά μου. Αντίο σας. Θα σας έχω πάντα στην καρδιά μου ακόμα και στον Παράδεισο. Σας αγαπώ… ΤΕΛΟΣ | |
|