Κεφάλαιο 6Πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. Δεν μπορούσα να φτιάξω και πολλά πράγματα. Ομελέτα, τοστ, είχαμε γάλα, χυμό μήλου και ροδάκινου, θα μπορούσα να τηγανίσω και αυγά και να φτιάξω κρέπες. Είχα τεράστια πίνα και αυτά μου φαίνονταν λίγα. Ωραία. Σιγά σιγά αρρώσταινα από το κολο-ροδάκινο. Έβαλα όλα τα υλικά στο τραπέζι και άρχισα να τα ετοιμάζω σε ταχύτητες φωτός. Έφτιαξα τέσσερεις ομελέτες, δέκα κρέπες, τηγάνισα δύο αυγά για εμένα και την Σόνε, έφτιαξα και τοστ για όλους. Μάζεψα τα σκουπίδια μου και έβαλα ότι ήταν για εμένα και την Σόνε σε ένα δίσκο. Πριν φύγω άκουσα τον παππού μου να ξυπνάει. Είπα να περιμένω λίγο να ξυπνήσει να του πω να μην φύγει. Θα τους το έλεγα σήμερα για την Σόνε. Το θέμα δεν παίρνει παράταση
«Καλημέρα παππού.» του είπα και του χαμογέλασα.
«Καλημέρα! Τί είναι όλα αυτά;» μου είπε και χασμουρήθηκε.
«Χαχαχα μην τα κοιτάς έτσι τα περισσότερα είναι για εμένα. Φάε το τοστ και μετά κόψε και λίγο ομελέτα Μην την φας όλη δύο έφτιαξα. Αν θες φτιάχνω κ’ άλλη τώρα δεν με πειράζει Κρέπες είναι δέκα οπότε μια ο καθένας..» του είπα και δάγκωσα το τοστ μου.
«Όχι εντάξει δεν πειράζει.» είπε καθώς άναβε το μικρό μάτι της κουζίνας για να φτιάξει καφέ.» όσο είχε γυρισμένη την πλάτη έφαγα το τοστ μου γρήγορα την ομελέτα και την κρέπα μου. Το αυγό το αφίσα για μετά.
«Βλέπω πεινάς πολύ.» μου είπε και γέλασε.
«Δεν βαριέσαι.» του είπα και ήπια λίγο χυμό μήλο.
«Άντε θα φάω λίγο και θα φύγω» είπε και άρχισε να τρώει το τοστ του.
«Παππού μπορείς να κάτσεις εδώ μέχρι να ξυπνήσει και ο μπαμπάς με την μαμά, και γενικά όλοι και η γιαγιά με τα μικρά, έχω να σας πω κάτι.» του είπα και στο τέλος πρόσθεσα πολύ λίγο υποβολή.
«Κανένα πρόβλημα» είπε και συνέχισε να τρώει. Εγώ πείρα τον δίσκο και πήγα στο δωμάτιο μου. Μόλις μπήκα μέσα, είδα ένα πράγμα σε οβάλ σχήμα να κρέμεται από το ταβάνι, όπου ήταν κολλημένο με μια παχύρευστη ουσία. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να δω μέσα στο κουκούλι. Άλλο ένα πλεονέκτημα των βρικολάκων. Μέσα σε αυτό ήταν η Σόνε, κοιμόταν περίπου στο κέντρο του, πάνω σε ένα πράγμα σαν ράφι, και ήταν κουλουριασμένη, όπως οι γάτες εν ώρα ύπνου. Πήγα να το ακουμπήσω αλλά αυτό τρεμόπαιξε, και άρχισε να γίνεται στάχτες. Η Σόνε βγήκε λίγο πριν γίνει στάχτη και το ¨ράφι¨ της. Χασμουρήθηκε και γέλασε ταυτόχρονα.
«Καλημέρα! Αχ, τι μυρίζει τόσο ωραία;» είπε και τεντώθηκε σαν γάτα.
«Καλημέρα. Το πρωινό σου. Της είπα και της έδειξα τον δίσκο πάνω στο γραφείο μου.
«Τι ωραία σε ευχαριστώ!» μου είπε και με πίρε αγκαλιά. Αμέσως κάθισε στην καρέκλα και άρχισε να τρώει.
«Επειδή δεν ήξερα τι πίνεις, σου έβαλα και γάλα, και χυμό ροδάκινο και μήλο.»
«Όλα μου αρέσουν!» είπε και κατέβασε μονορούφι το γάλα.
«Θα πρέπει να πεινάς πολύ» της είπα και την λοξοκοίταξα. Με την καλή ένια.
«Όσο δεν φαντάζεσαι. Είχα να φάω τέσσερεις μέρες.» είπε και έκοψε ένα κομμάτι από την ομελέτα.
«Θα τους πω σήμερα για εσένα.» της είπα και μετατόπισα το βάρος μου στο δεξί μου πόδι.
«Κιόλας;» με κοίταξε και ήπιε μια γουλιά χυμό μήλο.
«Κιόλας. Δεν γίνετε να περιμένω άλλο. Αν μπορούσα θα τους ξύπναγα και θα τους το έλεγα. Αλλά είχα ανάγκη από τροφή.» της είπα και πήγα να βγω από το δωμάτια.
«Που πας;» μου είπε κρατώντας στο ένα χέρι το πιρούνι με την ομελέτα και στο άλλο το τοστ, καθώς μασούλαγε την κρέπα.
«Η ώρα είναι 7:30. Λογικά όλοι θα έχουν ξυπνήσει. Ήδη τους ακούω. Αν και καλοκαίρι, τα αδέλφια μου ξυπνάνε πρωί πρωί. Θα κλειδώσω πάλι.» της είπα και βγήκα από το δωμάτιο. Πήγα στην κουζίνα, που τώρα ποια επτά άτομα καθόντουσαν στο τραπέζι και έτρωγαν. Οι ομελέτες είχαν κάνει φτερά. Λογικό, τι να κάνουν δύο ομελέτες σε επτά άτομα.
«Καλημέρα!» μου είπαν όλοι μαζί εκτός από τον παππού που έπινε καφέ.
«Καλημέρα. Σας αρέσουν;» τους είπα λίγο αδιάφορα.
«Ναι, μπράβο σου Άννα. Δεν τα συνηθίζεις αυτά. Μήπως θες κάτι;» είπε ο Γιάννης, ο μπαμπάς μου.
«Η αλήθεια είναι πως κάτι θέλω, αλλά δεν έφτιαξα όλα αυτά για να σας καλοπιάσω.» είπα εντελώς πειστικά, καθώς έπαιρνα το αυγό που από το τραπέζι Ο Γιάννης με κοίταξε με απορία και μετά γύρισε στην Γιώτα, την μαμά μου. Αυτή σήκωσε τους ώμους.
«Λοιπόν, πάω να δω τηλεόραση, να φάω και το αυτό μου. Όταν τελειώσετε πείτε μου.» τους είπα και πήγα στο σαλόνι. Άνοιξα την τηλεόραση και έκανα πως χάζευα. Άκουγα τι έλεγαν, και άνθρωπος θα άκουγε από τόσο κοντά.
«Τι λες να μας θέλει;» είπε η μάνα μου.
«Χρήματα θα θέλει. Ευτυχώς, μετά θα πάω να πάρω τα λεφτά από το λότο. Τώρα που το ανέφερα να τα βάλω κατευθείαν στον λογαριασμό μας;» είπε ο μπαμπάς.
«Δηλαδή θα μου πάρετε μηχανάκι;» είπε ενθουσιασμένα ο Πάνος, ο κατά πέντε λεπτά μικρότερος της οικογένειας. Εκείνη την ώρα ο Πέτρος, ο κατά πέντε λεπτά τρίτος της οικογένειας πετάχτηκε πριν προλάβει ο μπαμπάς να του απαντήσει.
«Τι λες ρε βλάκα θα ξεχρεώσουμε πρώτα τις τράπεζες, θα τελειώσουμε τις δουλείες σε αυτό το σπίτι και μετά θα πάρουμε άλλο. Μην σκέφτεσαι το μηχανάκι σου. Και ούτος ή άλλος είσαι πολύ μικρός ακόμα.» του είπε και του έκανε και έναν κοροϊδευτικό ήχο με το στόμα του. Όντως ο Πάνος και ο Πέτρος ήταν έντεκα χρονών. Μικροί για μηχανάκι.
«Αι ρε ηλίθιε, εγώ θα το πάρω το μηχανάκι!» του είπε και του έκανε και αυτός τον ίδιο ήχο.
«Τι θα γίνει τώρα θα τσακωθείτε πρωί πρωί; Έχει δίκιο ο Πέτρος, πρώτα θα κάνουμε αυτά που έχουμε πει και τα έχουμε ανάγκη και μετά όλα τα άλλα. Αλλά κράτη θα κάνουμε, και τα λεφτά θα τα επενδύσουμε στο να ανοίξουμε μαγαζί ποιο κοντά στο κέντρο. Θα μας κάνει πολύ καλό. Η ζωή μας θα αλλάξει στο καλύτερο, αλλά δεν θα γίνετε και απαιτητικοί. Τα λεφτά κάνουν φτερά πριν το καταλάβεις. Λοιπόν Γιώτα, να τα βάλω κατευθείαν σε λογαριασμό;» είπε ο μπαμπάς μου και όλοι οι τσακωμοί σταμάτησαν.
«Ναι, βγάλε και τέσσερεις κάρτες, μια για εμένα μια για εσένα, για την Άννα και μια να την έχουμε εδώ για ώρα ανάγκης, αν θέλουν κάτι ο μπαμπάς με την μαμά.» είπε η μάνα μου.
«Ει, γιατί η Άννα να πάρει κάρτα και εμείς όχι; Είναι άδικο! Αυτή θα παίρνει ότι θέλει.» είπε ο Πάνος φωναχτά. Η Μαριλένα και η γιαγιά Άννα δεν είχα αναμιχτεί στην συζήτηση, απλά άκουγαν σιωπηλά.
«Και ποιος σου είπε ότι θα παίρνει ότι θέλει; Θα μας ρωτάει πρώτα. Και θα πάρει γιατί ποια είναι μεγάλη και έχει συνείδηση των πραγμάτων. » είπε ο μπαμπάς. Χα. Μάντεψε ξανά.
«Ναι καλά.» είπε ο Πάνος και χτύπησε το ποτήρι στο τραπέζι.
«Μίλησα» είπε ο μπαμπάς και δεν συνεχιστικέ η κουβέντα.
«Τελειώσατε;» είπα και σηκώθηκα από τον καναπέ.
«Ναι έλα να μας πεις τι μας θέλεις.» είπε και εγώ αυτόματα αφού αφίσα το πιάτο μου με τα υπόλοιπα άπλυτα, πήγα και κάθισα σε σημείο όπου μπορούν να με βλέπουν. Εκτός από τον παππού.
«Παππού μπορείς να γυρίσεις;» του είπα και ήπιε μια γουλιά, και την τελευταία μάλλον από τον καφέ του.
«Ναι εντάξει.» είπε και γύρισε. Τώρα όλοι με κοιτάγανε.
«Αυτό που θέλω να σας πω, είναι πολύ σημαντικό, για αυτό θα ήθελα να...» και πριν καν αρχίσω η μαμά άρχισε να με διακόπτει και να λέει διάφορα τρελά.
«Τι είναι;! Είσαι έγκυος;!» είπε με τρομαγμένη φωνή.
«Όχι ρε μαμά πας καλά; Και μην με διακόψει κανείς παρακαλώ!» φώναξα και πρόσθεσα και υποβολή. Όλοι τώρα με κοιτάζανε με ένα μαστουρωμένο βλέμμα.
«Λοιπόν, είναι μια κοπέλα, μια φίλη μου, που δεν έχει σπίτι, και είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς. Συγγενείς δεν έχει, και είμαι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει στην Ελλάδα. Για αυτό θα ήθελα, να την δεχτείτε στην οικογένεια μας. Τα χαρτιά της θα τα κανονίσω εγώ. Επίσης, τα σπίτια που θα πάτε να δείτε, θα θέλω να έχουν πρώτα την έγκριση μου και μετά θα το αγοράζετε. Θα έρθω και εγώ μαζί όταν πάτε να τα δείτε. Θα θέλω όλοι να την σέβεστε και να την αγαπάτε σαν να ήμουν εγώ. Θα της συμπεριφέρεστε σαν κόρη, εγγονή, αδελφή. Δεν θα ανεχτώ καμία προσβολή από κανέναν. Έγινα κατανοητή;» σχεδόν φώναζα. Η υποβολή είχε φτάσει στα κόκκινα, τόσο που όλοι με κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα.
«Ναι, θα την υποδεχτούμε στην οικογένεια και θα την έχουμε σαν κόρη, εγγονή, αδελφή.» είπαν όλοι μαζί.
«Στον κόσμο θα λέτε ότι είναι υιοθετημένη από την Γερμανία. ΤΟ ΚΑΤΑΛΆΒΑΤΕ;» είχα φτάσει τα όριά μου. Δεν πήγαινε άλλο.
«Ναι.» είπαν όλοι μαζί. Δεν στέρεψαν το βλέμμα τους αλλού, μέχρι που κούνησα το κεφάλι μου, έκλεισα τα μάτια μου και τους είπα ότι μπορούν να φύγουν τώρα. Για να σιγουρευτώ ότι δεν θα είχαν επιδράσεις, μίλησα ιδιαίτερος στον μπαμπά.
«Μπαμπά, το δελτίο από το λότο το έχεις μαζί σου;» τον ρώτησα και μόνο από το βλέμμα του κατάλαβα ότι είχε συνέλθει το εννενηνταπέντε τις εκατό του εγκεφάλου του από την υποβολή.
«Ναι» είπε και το έβγαλε από το πορτοφόλι του για να μου το δήξει.
«Ωραία, του είπα, βάλτο πάλι στο πορτοφόλι για να μην το χάσεις»
«Ναι δίκιο έχεις.» μου είπε και έβαλε το δελτίο στο πορτοφόλι του, και με την σειρά του στην εσωτερική τσέπη που μπουφάν του. Μπουφάν καλοκαιριάτικα;
«Για σπίτι πότε θα πάμε να δούμε;» του είπα κουμπώνοντας το μπουφάν του.
«Αύριο, μεθαύριο, κάτσε πρώτα να δώσω τα λεφτά στις τράπεζες και μετά.» μου είπε και πήγε να φύγει.
«Γιατί δεν τα δίνεις σήμερα;» του είπα, και προσπάθησα να βάλω λίγη υποβολή, μα μάταια. Ήμουν τόσο κουρασμένη, που δεν μπορούσα ούτε να τρέξω, που λέει ο λόγος.
«Ναι καλά λες, γιατί να το καθυστερώ.» είπε και ευτυχώς, δεν χρειάστηκε η υποβολή.
«Καλή μέρα να έχεις μπαμπά. Δώσε χαιρετίσματα και στον Χριστάκη.» του είπα και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Χρίστος ήταν ο βοηθός του μπαμπά στο μαγαζί, ένα μικρός θεός, γύρο στα εικοσιπέντε, γεροδεμένος και ένας από τους ¨γκόμενους¨¨ τις πόλης. Ήταν και λίγο ψώνιο.
«Επίσης Αννούλα. Ναι θα του πω.» μου είπα και έφυγε.
«Πάει και αυτό.» ξεφύσησα, και πήγα να δω τι κάνει η Σόνε. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, είχε πάρει ένα από τα βιβλία μου και το ξεφύλλιζε.
«Έχεις πολλά βιβλία για βρικόλακες.» μου είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το βιβλίο.
«Γελάω με αυτά. Δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για εμάς. Άλλες φορές αναρωτιέμαι αν μερικοί από αυτούς είναι όντως βρικόλακες, και απλά καλύπτουν την αλήθεια. Αρκετά με αυτό, της το πείρα και το έβαλα στην θέση του. Αν θες κοίτα και τα άλλα, ή μπες στον υπολογιστή, γιατί είμαι πολύ κουρασμένη και θέλω να κοιμηθώ λίγο. Η υποβολή που έκανα πριν ήταν πέρα από τα όρια μου.» της είπα και κάθισα στο κρεβάτι.
«Ξέρεις να χειρίζεσαι τον υπολογιστή έτσι;» την ρώτησα και αυτή άρχισε να γελάει.
«Μα φυσικά. Αλλά για πες μου, τι έγινε πριν;» μου είπε σταυρώνοντας τα χέρια της και μετατοπίζοντας το βάρος την στο αριστερό πόδι. Θα ήταν γύρω στα πενήντα κυλά, και λίγο ποιο κοντή από εμένα, 1,65, 1,67.
« Τους έπεισα. Έχουμε το πάνω χέρι τώρα. Απλά για να είμαι σίγουρη κλείδωσε τον πόρτα. Αν τυχόν έρθουν τα κορίτσια, άνοιξέ τους ή ξύπνα με. Άντε καληνύχτα» της είπα και γέλασα. «Να δεις όνειρα γλυκά!» μου είπε και άνοιξε τον υπολογιστή. Όπως πάντα, η κούραση έφυγε με μια ανάσα, άρχισα να μουδιάζω και με πίρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως.
Ήμουν σε ένα περίεργο μέρος. Ήταν ένα γραφείο, με έναν υπολογιστή, μερικά βιβλία και μια στοίβα μερικά μισοτελειωμένα σκίτσα. Έμοιαζε λίγο με το δικό μου γραφείο, αλλά είχε πολύ ποιο ωραία και στιλάτα πράγματα πάνω του. Εγώ ήμουν πάνω του σαν μυρμηγκάκι. Περπάτησα λίγο μπροστά, αλλά όταν άκουσα κάποιον να με φωνάζει, πάγωσα. Ήταν μια αντρική φωνή. Οικία αντρική φωνή.
«Επ.» είπε η οικία φωνή. Γύρισα και τον είδα.
«Άντριαν.»
(είναι λίγο μεγάλο
)