Χαίρομε που σου αρέσει
Κεφάλαιο 8Πράγματα που είχα δεδομένα , που τα αποδεχόμουν και συνέχιζα την γεμάτη απρόοπτα ζωή μου, διαψεύδονται. Ο Άντριαν ζει. Για κάποιον λόγο που ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Λένε οι βρικόλακες του είδους μας, και οι απλοί μεταφορτοτικοί είναι ποιο έξυπνοι από κάθε κοινό βρικόλακα ή άνθρωπό. Πρέπει να ήμουν η εξαίρεση στον κανόνα, λόγο το μικρό της ηλικίας μου, ή απλά ήμουν χαζή από πάντα.
«Λοιπόν, αν το σκεφτείς με την απλή λογική, ο Άντριαν ζει, αφού ήρθε στον ύπνο σου. Σου μίλησε για πράγματα που θα συμβούν, όχι που έχουν συμβεί. Πρέπει να είναι ζωντανός.» είπε η Σόνε και κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα.
«Συστηθήκατε με τα κορίτσια;» της είπα και κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν δέκα το πρωί.
«Ναι αμέ.» είπε και τους χαμογέλασε.
«Λοιπόν, κορίτσια, θέλετε να πάμε για ψώνια;» τους είπα και χαμογέλασαν.
«Φυσικά! Το ρωτάς;» είπαν η Σώτο και η Αγγελική σαν μια φωνή.
«Περιμένετε να ντυθώ και φύγαμε.» τους είπα και αμέσως σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα στην ντουλάπα μου. Διάλεξα ένα σκισμένο σορτσάκι, και μια μπλούζα ανοικτό γαλάζιο, με την λέξη ¨WOLF¨ στο μπροστινό της μέρος. Καθώς ντυνόμουν άκουγα τις σκέψεις της Σόνε. Αναρωτιόταν γιατί δεν έδωσα συνέχεα στο θέμα του Άντριαν. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ότι ήταν να γίνει θα γινόταν. Δεν υπήρχε τρόπος να αποτρέψω κάτι από το μέλλον μου, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για τον Άντριαν.
Όταν φόρεσα και τα all star μου, στο ίδιο χρώμα με την μπλούζα, η Σόνε είχε πάψει να σκέφτεται τον Άντριαν και μιλούσε με τα κορίτσια. Τους έλεγε τι είναι κλπ.
Ίσιωσα τα μαλλιά μου, και αμέσως μετά πήρα τηλέφωνο τον μπαμπά μου.
«Γεια σου μπαμπά!» του είπα με χαρούμενο τόνο στην φωνή μου.
«Έλα Αννούλα.» μου είπε εξίσου χαρούμενα. Από μέσα άκουσα τον Χρίστο να μιλάει με έναν πελάτη.
«Πήγες στην τράπεζα μπαμπά;» τον ρώτησα λιγότερο ενθουσιασμένα αυτή την φορά.
«Ναι, και σου έβγαλα και κάρτα. Πλήρωσα και τα χρέη από τα δάνεια και όλα μια χαρά.» μου είπε και ξεφύσησε.
«Ωραία θα περάσω να την πάρω αν δεν σε πειράζει.»
«Εντάξει. Ποιος θα σε κατεβάσει η μαμά;»
«Όχι, είμαι με τα κορίτσια, θα κατέβουμε με ταξί.» του είπα και φόρεσα τα γυαλιά του ηλίου, έβαλα και ένα λαστιχάκι για τα μαλλιά στον δεξί καρπό μου, μήπως χρειαστεί από την ζέστη να πιάσω τα μαλλιά μου πάνω. Πέταξα στην τσάντα μου τσιμπιδάκια, το πορτοφόλι μου, το κινητό μου και την φωτογραφική μου κάμερα.
«Εντάξει.» μου είπε ο μπαμπάς με την συνοδεία του γέλιου του Χρίστου. Τερμάτισα την κλήση και έβαλα το ασύρματο για φόρτισμα. Έστρωσα στιγμιαία το κρεβάτι μου και κάλεσα ταξί. Όταν πήγα στην κουζίνα τα κορίτσια συζήταγαν μετάξι τους και μόλις με είδαν να έρχομαι η Αγγελική σταμάτησε και μίλησε σε εμένα.
«Άννα, εγώ και η Σώτο δεν θα πάρουμε κάτι γιατί δεν έχουμε αρκετά λεφτά μαζί μας.» είπε γρήγορα με την ψυχή στο στόμα.
«Δεν χρειάζεται. Θα πληρώσω εγώ ότι πάρετε.» της είπα και χαμογέλασα πλατιά.
«Σε ευχαριστούμε!» είπαν και σηκώθηκαν μαζί και με αγκάλιασαν.
«Δεν κάνει τίποτα» τους είπα και προσπάθησα να ανοίξω το ψυγείο. Γέλασαν και με άφησαν. Πήρα ένα μπουκαλάκι κρύο νερό και το πέταξα μέσα στην τσάντα μου. Κοντοστάθηκα στην πόρτα του ψυγείου και παρατηρούσα τις φίλες μου. Η Σόνε, είχε φορέσει τα ρούχα που τις είχα δήξει το βράδυ, η Σώτο φόραγε ένα ροζ σορτσάκι και μια μπλούζα στο ίδιο χρώμα με εμένα, η Αγγελική φορούσε ένα μαύρο σορτσάκι και μια άσπρη μπλούζα με το λογότυπο της γουέσκ πάνω του.
«Σόνε μήπως θες να σου φέρω ένα ζευγάρι γυαλιά;»
«Όχι είμαι εντάξει» μου είπε και χαμογέλασε. Εκείνη την ώρα κόρναρε το ταξί. Γρήγορα μπήκαμε όλες στο πίσω μέρος του αμαξιού. Ένιωσα μια ευχαρίστηση μια και ο οδηγός είχε ανοίξει τον κλιματισμό και είχε ένα ευχάριστο κρύο. Του είπα την διεύθυνση και σε δέκα λεπτά ήμασταν στο μαγαζί του μπαμπά μου. Ήταν πολύ ωραίο μαγαζί αλλά το μέρος όπου ήταν δεν βοηθούσε και πολύ.
«Να μαστέ!» είπα χοροπηδώντας μέσα στο μαγαζί. Και εδώ είχε ένα ευχάριστο κρύο.
«Γεια σας!» φώναξε ο μπαμπάς και πίρε αγκαλιά εμένα και την Σόνε. Ξαφνιάστηκε, αλλά της ¨μίλησα¨ γρήγορα μέσα στο κεφάλι της. Θυμήσου, είσαι υιοθετημένη από τους γονείς μου και σε αγαπάνε όσο και εμένα. Αμέσως χαλάρωσε και χαμογέλασε. Ο Χρίστος την κοίταξε για λίγο με περιέργεια και μετά κοίταξε εμένα.
«Χρίστο αυτή είναι το κορίτσι που σου έλεγα πως υιοθετήσαμε, η Σόνε.» είπε ο μπαμπάς στον Χρίστο και μας άφησε.
«Γεια σου Χριστάκι.» του είπα και του χαμογέλασα κουνώντας το χέρι. Ο Χρίστος ήταν ο βοηθός του μπαμπά στο μαγαζί. Ήταν καλό παιδί και πολύ, μα πάρα πολύ όμορφος. Ήταν γύρω στα είκοσι, γεροδεμένος με μελί μαλλιά και μάτια.
«Γεια σου Άννα.» μου είπε και μου έκλισε το μάτι. Επίσης, ο Χρίστος στο θέμα γυναίκες ήταν μανούλα, και έξω από το μαγαζί το έπαιζε ωραίος. Κοινός, ήταν μια μεγάλη ψωνάρα.
«Λοιπόν Σόνε από που είσαι;» είπε ο Χρίστος και κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο του μπαμπά.
«Από την Γερμανία.» είπε η Σόνε κοκκινίζοντας.
«Μπαμπά μου δίνεις την κάρτα;» τον ρώτησα βιαστικά.
«Ορίστε.» είπε και έβγαλε ένα ασημένιο μικρό παραλληλόγραμμο, με μια κίτρινη γραμμή στο πάνω μέρος. Είχε πάνω του το όνομα της τράπεζας, και αριθμούς σε ανάγλυφο.
«Πάρε και τον κωδικό.» μου είπε και μου έδωσε και ένα χαρτάκι.
«Τον χρειάζεσαι για να κάνεις ανάληψη. Η τράπεζα ξέρεις που είναι. Αλλά με το μαλακό.» είπε και ο Χρίστος άρχισε να γελάει.
« Ποιος την χάρη σου μικρή!» είπε γελώντας ο Χρίστος.
«Εσύ σουτ.» του είπα και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο.
«Επ!» είπε ο μπαμπάς. Δεν του άρεσε να βγαίνω με αγόρια να φλερτάρω να έχω σχέσεις και τα λοιπά.
«Μην ανησυχείς μπαμπά, μου πέφτει λίγο γέρος.» είπα και τα κορίτσια γέλασαν μαζί και ο μπαμπάς.
« Κοπελιά εμείς θα τα πούμε!» μου φώναξε ο Χρίστος καθώς βγαίναμε από το μαγαζί. Όταν ποια ήμασταν έξω στην ζέστη, η μύες μου τσιτώθηκαν και έπιασα μια γνώριμη μυρωδιά στον αέρα. Ο Βασίλης ήταν κάπου κοντά, αλλά δεν είχα χρόνο να τον ψάξω, γιατί τα μαγαζιά θα έκλειναν και είχαμε πολλά ψώνια να κάνουμε. Ξεκινήσαμε για την αγορά με τα πόδια, αφού ήταν σχετικά κοντά. Πεινούσα, άλλα δεν είχα ακόμα επιθυμία για αίμα, και στον δρόμο η μυρωδιά που έβγαινε από έναν φούρνο που έσπασε την μύτη. Πήραμε όλες από μια τυρόπιτα και μασουλάγαμε μέχρι να φτάσουμε. Ο ήλιος έκαιγε περισσότερο από ότι συνήθως. Έβγαλα το μπουκαλάκι που είχα στην τσάντα μου, το έβαλα για λίγο στον σβέρκο μου και μετά το κατέβασα με την μια. Όταν αρρωσταίνω, γίνομαι ευάλωτη από όλες τις απόψεις. Πέφτει η άμυνα, γίνομαι περισσότερο επιρρεπής στον ήλιο.
Έκανα ανάληψη από την τράπεζα ένα αρκετά μεγάλο ποσό, γιατί είχα σκοπό να πάρω πολλά πράγματα.
Όταν φτάσαμε τελικά στο κέντρο της αγοράς, κάθισα λίγο στον ίσκιο και έπιασα πάνω τα μαλλιά μου. Ήθελα να μπω γρήγορα σε ένα κατάστημα, οποιοδήποτε.
«Πάμε για ρούχα πρώτα τι λέτε;» είπε η Αγγελική και έδειξε το μαγαζί στο τέλος της στοάς. Ήταν ένα από τα αγαπημένα μας.
«Πάμε!» είπα και άρχισα να βηματίζω έντονα. Όταν μπήκαμε στο μαγαζί ένα κύμα δροσιάς με ανακούφισε.
«Γεια σας. Θέλετε βοήθεια σε κάτι;» μας είπε η πωλήτρια.
«Όχι ευχαριστούμε, θα ρίξουμε μια ματιά μόνες μας.» της απάντησε ευγενικά η Σώτο. Εγώ άρχισα να κοιτάω τα άσπρα. Η πωλήτρια είχε χωρίσει τα ρούχα σε χρώματα, και μου άρεσε πολύ αυτό. Από εδώ, εγώ πείρα ένα τζίν σορτσάκι, και μια ροζ μπλούζα που έλεγε I LOVE HIM. Η Σώτο πείρε και αυτή μια ροζ μπλούζα που έγραφε Drink your life, μια μπλε με ένα κοριτσάκι που τρώει παγωτό και μια πράσινη με τον Paul Frank. Η Αγγελική ένα φόρεμα σαν το παντελόνι που φόραγε η Σόνε, και η Σόνε, πείρε μια κόκκινη μπλούζα με μια άσπρη καρδία στο κέντρο, μια άσπρη με ένα πράσινο δέντρο, μια κίτρινη με ένα άσπρο καναρινή μέσα σε ένα κλουβί και δύο τζιν σορτσάκια. Αμέσως μετά, μπήκαμε σε ένα κλασσάτο μαγαζί, με διακόσμηση αριστοκρατική, που και μόνο την βιτρίνα να κοιτάς, χρεώνεσαι. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα ψώνιζα σε εκείνο το μαγαζί. Ήθελα όμως να έχω έστω και ένα κομμάτι από αυτό το μαγαζί.
Όταν μπήκαμε μέσα η Σώτο με σκούντηξε και μου ψιθύρισε στο αυτί.
«Είσαι σίγουρη πως θες να αγοράσουμε κάτι από εδώ μέσα;»
«Ναι. Να δω και εγώ μια φορά πως είναι.» είπα καθώς κοίταζα με ένα απλανές βλέμμα τα ρούχα. Τελικά, από εκείνο το μαγαζί πήραμε λίγα πράγματα, εγώ πείρα χειμωνιάτικες μπότες, αν και ήταν καλοκαίρι, και μια μπλούζα. Η Σόνε, η Αγγελική και η Σώτο επίσης από μια μπλούζα η κάθε μια.
Το ηλιόλουστο πρωινό μας πέρασε ευχάριστα, κάναμε αρκετά ψώνια, και τέλος αποφασίσαμε να πάμε και για παγωτό και καφέ στην αγαπημένη μας καφετέρια ¨Ο Βυθός¨
«Άννα μου ευχαριστούμε πολύ για σήμερα!» είπε η Σώτο και έφαγε μια κουταλιά από το παγωτό της.
«Δεν κάνει τίποτα...» και πριν τελειώσω έπιασα τη μυρωδιά του Βασίλη σε απόσταση αναπνοής, για την μύτη μου τουλάχιστον. Πετάχτηκα από την θέση μου και βγήκα έξω από το μαγαζί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα προς την θάλασσα. Ένα αγόρι γύρω στα δεκαεπτά, γεροδεμένο, με σκούρα καστανά μαλλιά, μελί μάτια, αρκετά ψιλό ώστε να με περνάει για μισό κεφάλι, ξεπρόβαλε από την γωνία του τετραγώνου. Ο ήλιος έλουζε τα μαλλιά του, τα φώτιζε, αναδείκνυε τις λεπτομέρειες του καλοσχηματισμένου προσώπου του. Το άρωμά του, σε συνδυασμό με την φυσική του μυρωδιά, μεθυστικό. Η καρδία μου φτερούγισε μέσα μου, στο στομάχι μου πέταγαν πεταλούδες, τα μάτια μου φώτιζαν, και οι κυνόδοντες μου επιθυμούσαν να βγουν από την λευκή, σκληρή προστατευτική τους μεμβράνη για να γιορτάσουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου, το γεγονός πως στο αγγελικό αυτό πρόσωπο είχα βρει την αληθινή αγάπη για δεύτερη φορά. Έτρεξα κατά πάνω του, και τον πείρα αγκαλιά.
«Ει, σιγά νεράιδα, θα σε σκοτώσεις.» μου είπε και με φίλησε στο μέτωπο. Αχ, πως μου άρεσε να με λέει νεράιδα. Πως μου άρεσε να με φιλάει. Τα δροσερά του χείλη στην σάρκα μου έκαναν το σώμα μου να ανατριχιάζει από χαρά.
«Τι κάνει ο λόγος που ανασάνω;» του είπα και τον φίλησα. Πως μου άρεσε να τον φιλώ.
Γέλασε και με κοίταξε. Αυτός ο ήχος, τόσο ωραίος ήχος. Έμεινα να τον κοιτάω. Δεν έμοιαζε με τον ξάδελφο του, ούτε στην εμφάνιση, ούτε στον χαρακτήρα, ούτε στην νοοτροπία, ούτε στον τρόπο σκέψης.
«Καλά είμαι ζωή μου. Πως και είσαι εδώ;» με ρώτησε και μου χαμογέλασε.
«Είχα πάει για ψώνια με τις φίλες μου. Το βράδυ θα σε δω;» τον ρώτησα, κρεμάμενη από τα χείλη του, από τα μάτια του.
«Κατά πάσα πιθανότητα. Βρε αγάπη μου, γιατί με κοιτάς έτσι;» μου είπε και ανέβασε το ένα φρύδι. Γέλασα και κάλυψα τα μάτια μου με το χέρι μου. Άνοιξα το ένα μου δάχτυλο για να τον δω, και γέλασε. Μου πήρε το χέρι που κράταγα τα μάτια μου και το φίλησε.
«Σε θαυμάζω καρδία μου» του είπα και τον φίλησα στο μάγουλο.
«Πάμε μέσα να σου γνωρίσω μια ¨φίλη¨ μου;» συνέχισα και τον έπιασα από το χέρι. Τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλά μου τα γέμιζαν υπέροχα τα δάχτυλα του Βασίλη. Τόσο ξεχωριστό.
Όταν έκανα ένα βήμα, η μυείς μου τεντώθηκαν, ο λαιμός μου έκαιγε και η μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα δεν ήταν ευχάριστη. Έκλεισα τα μάτια και πείρα μια βαθιά ανάσα για να σταματήσω την μεταφόρτωση. Δεν θα είχε και τα καλύτερα συναισθήματα ο Βασίλης αν έβλεπε την κοπέλα του να μετατρέπεται σε λύκο.
Κάποιος ετοιμαζόταν για επίθεση. Μέσα στον κόσμο; Δεν θα είχε και καλά ξεμπερδέματα αν το τολμούσε. Άρπαξα τον Βασίλη και έτρεξα μέσα στο μαγαζί. Ήμασταν οι μόνες που καθόμασταν μέσα, λόγο της υγείας μου, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Υπήρχε πολύς κόσμος έξω ώστε να δει το παραμικρό.
«Ει ει περίμενε μην τρέχεις.» μου είπε ελαφρός κοροϊδευτικά. Του χαμογέλασα και συνέχισα προς το τραπέζι που κάθονταν τα κορίτσια. Η Σόνε είχε βγάλει ελαφρός το φόρεμα που θα φορούσε το βράδυ από την τσάντα του μαγαζιού που το είχαμε αγοράσει και κάτι έλεγε στην Σώτο και στην Αγγελική. Μόλις με είδε το έβαλε πάλι στην τσάντα το άφησε δίπλα της και μου χαμογέλασε πλατιά.
«Από εδώ ο Βασίλης. Βασίλη η Σόνε.» ο Βασίλης την κοίταγε λίγο περίεργα, είχε ανεβάσει το ένα φρύδι και την εξέταζε από την κορυφή έως τα νύχια. Για να πω την πικρή αλήθεια, κάτι μέσα μου ζήλεψε.
«Χαίρω πολύ για την γνωριμία!» είπε ενθουσιασμένα η Σόνε καθώς του έτεινε το χέρι. Ο Βασίλης διστακτικά άπλωσε και αυτός το δικό του για να πιάσει την Σόνε.
«Επίσης ...» ψέλλισε ο Βασίλης και κάθισε ανάμεσα σε εμένα και την Σώτο.
Όσο η Σόνε μίλαγε με την Σώτο και την Αγγελική, και εγώ με τον Βασίλη, είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, την μυρωδιά που είχα πιάσει πριν. Δεν μου ήταν γνώριμη, αλλά ούτε και άγνωστη. Στην σκέψη πως υπήρχε βρικόλακας εδώ γύρο, εκτός από εμένα ανατρίχιασα. Ένταξη, Η Σώτο, η Αγγελική, Η Σόνε και η Δήμητρα, η οποία δεν κινδύνευε προς το παρόν, αφού ήταν στο χωρίο της, ξέρανε να προφυλάσσουν τον εαυτό τους από τέτοιου είδους κινδύνους. Ο Βασίλης όμως... Δεν θα ήμουν πάντα μαζί του για να τον προφυλάξω από ό,τι θα θελήσει να τον βλάψει. Ίσως να είχε έρθει η ώρα να του μιλήσω.
«Ακούς;» μου ψιθύρισε σε απόσταση αναπνοής. Εγώ αντί να του μιλήσω τον φίλησα.
Φιλιόμασταν για αρκετή ώρα, μέχρι που η Αγγελική ξερόβηξε και σταματήσαμε.
«Έλα λίγο έξω θέλω να σου πω.» είπα και έπιασα τον Βασίλη από το χέρι.
«Τι είναι;» μου είπε κάτω από την σκιά ενός δέντρου. Το μάρμαρο αντανακλούσε το φως στα μάτια του, και τους έδινε περίεργος ένα τόνο του πράσινου.
«Το βράδυ θέλω να βγούμε ό,τι και να γίνει, γιατί έχω κάτι πολύ σημαντικό να σου πω.»