Christin The Vamp
Παίζω εδώ και πολλά χρόνια σε ένα vutrual game, οπου εκεί έφτιαξα και την ιστορία μου, η οποία σαν βάση έχει αυτό μου έκανε να θέλω να είμαι βαμπίρ: Το Λυκόφως.
So...
Γεννήθηκα στο Λονδίνο το 1646, και μεγάλωσα σε ένα μεγάλο σπίτι μαζί με τους γονείς μου Μαρία και Τιμόθεο Κάλεν και τον αδελφό μου Καρλάιλ ( ! )
Όλα ήταν γλυκά και αρμονικά στην οικογενιακή μας ζωή μέχρι που ένα βράδυ, λίγες μέρες μετα τα 20α γενέθλια μου καθώς ήμουν στο δωμάτι μου και διάβαζα ένα βιβλίο, μια αδιόρατη κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Ένας άντρας στεκόταν έξω απο το παράθυρο μου και με κοίταζε. Τρομοκρατημένη πετάχτηκα ορθια αλλά πρίν προλάβω να φτάσω στην πόρτα του δωματίου μου εκείνη η φυγούρα εξαφανίστηκε. Έτρεξα στο δωμάτιο του αδελφού μου, και του είπα τι ακριβώς είδα. Εκείνος έτρεξε στην αυλή και μετά απο λίγη ώρα γύρισε πίσω λέγοντας μου πως μάλλον είχα κάνει λάθος και πως δεν υπήρχε κανείς εκει έξω. Με άφησε όμως να κοιμηθώ στο κρεβάτι του ενώ εκείνος βολέυτηκε σε μια μεγάλη πολυθρόνα και δεν σταμάτησε να μου μιλάει μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Ξημέρωνε αλλά εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ούτε να ξεχάσω τον παράξενο επισκέπτη. Αλλά τι ήταν αυτός; Το δέρμα του ήταν λευκό του φεγγαριού δίνοντας του μια απόκοσμη λάμψη. Αλλά κυρίως ήταν τα μάτια του που είχαν ένα έντονο κόκκινο χρόμα, Αυτά τα μάτια ήταν μάλιστα αυτά που με έκαναν να τρομάξω.
Η μέρα πέρασε και η νύχτα ήρθε ξανά. Κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου και περίμενα. Όταν τελικά στο σπίτι μας βασίλεψε απόλυτη ησυχία, άνοιξα το παράθυρο μου και περπάτησα στο μαλακό γρασίδι.
-Αν είσαι εδώ, σε ποαρακαλώ έλα, είπα απαλά.
Τίποτα δεν έγινε
- Έλα είπα με περισσότερο θάρρος.
-Είσαι σίγουρη; άκουσα μια απαλή φωνή ακριβώς απο πίσω μου.
Ένοιωσα την κρία του ανάσα να χαιδεύει τα μαλιά μου, και κρατώντας την αναπνοή μου αποφάσισα να γυρίσω και να αντιμετωπίσω το άγνωστο
-Μη. με διέταξε η φωνή.
-Θέλω να σε δω ψυθίρσα.
-Όχι σε παρακαλώ, είπε η φωνή τόσο απαλά που δεν ήμουν καν σίγουρη πως άκουσα καλά.
Μα εγώ γύρισα. Στάθηκα μπροστά του και άνοιξα τα μάτια μου. Και έμεινα έκπληκτη να τον κοιτάζω. Ήταν υπέροχος. Ήταν κατι παραπάνω απο όμορφος. Και το χαμόγελο του μου έκοψε την ανάσα.
-Τι πάθανε τα μάτια σου; ρώτησα χωρίς να μπορώ να πάρω τα δικά μου μάτια απο πάνω του.
Εκείνος χαμογέλασε ξανά,
-Αυτό είναι το βασικό τους χρώμα, απάντησε
-Γιατί; βιάστηκα να ρωτήσω.
-Γιατί δεν ανήκω στο είδος σου. είπε εκείνος.
Σταμάτησε απότομα σαν να πρόδωσε ένα μυστικό, σαν να μοιράστηκε μαζί μου κάτι που δεν θα έπρεπε. Τον είδα να πέρνει μια βαθιά ανάσα, κλείνοντας τα μάτια του.
-Ήμουν όμως. Πριν πολλούς αιώνες.
-Αιώνες; ρώτησα μπερδεμένη
Εκείνος έγνεψε απαλά.
-Και τι είσαι;
Εκείνος συνέχιζε να με κοιτάζει, καθώς στεκόταν μπροστά μου, χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε κοίντηση, χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια του.
-Τι είσαι..εμ Πως σε λένε;
-Spirus αγαπητή μου.
Αναστέναξα απαλά. Αν η περίσταση ήταν διαφορετική σίγουρα το όνομα του θα μου είχε φανεί αστείο. Όχι όμως και τώρα.
-Λοιπόν Spirus, τι είσαι;
-Δεν μπορώ να σου πω, αρκέστεικε να πει.
-Δηλαδή μπορείς να μου πεις οτι δεν ανήκεις στο είδος μου, αλλά δεν μπορείς να μου πεις σε πιο είδος ανήκεις;
Εκείνος έγνεψε ξανά.
-Και το είδος σου, αυτό που δεν μου λες, μπορεί να με βλάψει;
-Ναι. απάντησε τόσο απότομα που σχεδόν πήδηξα απο τον φόβο μου.
-Αυτό έχεις σκοπό να κάνεις; Να με βλάψεις;
-Όχι το υπόσχομαι, ειπε εκείνος κοιτάζοντας με εκπληκτος, και συνέχισε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε βλάψω. Δεν θέλω να σου κάνω κακό.
-Και τι ψάχνει το είδος σου απο το δικό μου είδος; συνέχισα να ρωτάω.
-Απο σένα, η γενικά απο το είδος σου.
-Απο το είδος μου πρώτα.
-Τροφή κυρίως.
Η απάντηση του με ξάφνιασέ.
-Ω Θεέ μου πεινάς;
-Πολύ
-Πάμε μέσα, Είμαι σίγουρη πως κάτι θα βρούμε να φάς.
-Οχι, Δεν μπορώ να μπω.
-Ναι μπορείς είπα και έπιασα το χέρι του προσπαθώντας να τον τραβήξω. Μα ήταν τόσο κρύο που απότομα το άφησα
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι ψυθιρίζοντας μου συγνώμη.
-Είσαι παγωμένος του είπα και συνέχισα. Πρέπει να είσαι άρρωστος. Πάμε μέσα, Είμαι σίγουρη πως ο αδελφός μου μπορεί να κάνει κάτι για σένα.
-Όχι Κρίστιν, είπε εκείνος κάνοντας ένα βήμα πίσω
-Πως ξέρεις το όνομα μου του ειπα έκπληκτή για μια ακόμα φορά.
Εκείνος στεκόταν σαν τον βράχο χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση.
-Μου έχεις κάνει τόσες πολλές ερωτήσεις
-Και δεν μου έχεις απαντήσει σε καμιά, είπα πλησιάζοντας τον
Εκείνος μου χαμογέλασε ξανά. Και για πρώτη φορά με άγγιξε. Χάιδεψε απαλά το μπράτσο μου,
-Γιατί ειναι τόσο δίσκολες οι απαντήσεις που ζητάς, είπε χωρίς να σταματήσει να με χαιδεύει. Γιατί ξέρω Κρίστιν πως αν σου δώσω τις απαντήσεις που ζητάς, τότε θα φύγεις μακριά μου ουρλιάζοντας απο φόβο.
-Και αν υποσχεθω πως δεν θα το κάνω; ρώτησα αθώα.
-Δεν θα κρατήσεις την υπόσχεση σου. Όταν μάθεις τι είμαι, τότε δεν θα μπορέσει τίποτα να σε κρατήσει εδώ.
-Όμως μπορείς να πάρεις το ρίσκο έτσι δεν είναι; απάντησα κοιτάζοντας τον στα μάτια.
Τον είδα να πέρνει μια ακόμα βαθιά ανάσα, και κατάλαβα πως οι αντιστάσεις του είχαν καμθεί.
-Δεν μπορώ να μπω στο σπίτι σου αν δεν με προσκαλέσεις πρώτα. Δεν μπορώ να φάω το φαγητό σου γιατί το δικό μου φαγητό είναι το δικό σου είδος. Η βασική η κύρια τροφή μου είναι το είδος σου Κριστίν, και κυρίως αυτό το υγρό που τρέχει στις φλέβες σας. Με νοιώθεις παγωμένο, αλλά αυτή είναι η φυσική μου θερμοκρασία. Γιατί η καρδιά μου δεν χτυπάει σαν την δικιά σας. Ο τελευταίος χτύπος της ήταν το 480 πρό Χριστού. Και τι θέλω απο ένα κορίτσι σαν εσένα; Τα πάντα Κρίστιν.
Σταμάτησε να μιλάει, και μόνο τότε με κοίταξε ξανά.
-Τουλάχιστον δεν έφυγες ουρλιάζοντας είπε χαμογελώντας πλατιά αφήνοντας με να δώ τους μακριούς του κυνόδοντες.
-Είσαι εεμμ..
-Βαμπίρ; Ναι.
-Δηλαδή υπάρχετε; Δεν είναι μύθος;
-Οι μύθοι βγαίνουν απο την πραγματικότητα Κριστιν.
-Και τώρα θέλεις να με δαγκώσεις;
-Το θέλω πολύ αλλά δεν θα το κάνω
-Γιατί; ρώτησα
Εκείνος γέλασε ξανά.
-Είσαι το πιο περίεργο πλάσμα που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Εγω σου λέω πως δεν θα σε δαγκώσω και εσύ με ρωτάς γιατί;
-Μα είσαι πεινασμένος
-Εχω πολλά περισσότερα αισθήματα για σένα Κρίστιν.
-Και πότε πρόλαβες; ρώτησα δύσποιστα
-Κριστίν, είπε εκείνος σοβαρός και συνέχισε. Έρχομαι κάθε βράδυ σχεδόν 9 μήνες τώρα. Μη με ρωτήσεις γιατί δεν με είδες.
-Εχτές όμως δεν μπόρεσες να κρυφτείς είπα
-Εχτές σε άφησα να με δεις.
Κοίταξε τον ουρανό για λίγα δευτερόλεπτα.
-Ξημερώνει είπε. Πρέπει να φύγω, και εσύ πρέπει να κοιμηθείς.
-Μπορεί ο ήλιος να σε βλάψει; ρώτησα ανήσυχα.
-Όχι. Ούτε ο ήλιος, ούτε ο αγιασμός, ούτε το σκόρδο. όμως πρέπει να ξεκουραστείς. Δεν κοιμήθηκες καθόλου εχτές, και όλη μέρα τριγυρνούσες στον κήπο προσπαθώντας να με βρεις.
-Ήσουν εδώ; ρώτησα ξαφνιασμένη.
-Είμαι πάντα εκεί που είσαι εσύ.
-Είσαι πολύ καλός κατάσκοπος φίλε μου, του είπα εγώ, Και για αυτό θα σε λέω Spy(κατάσκοπος). Σε πειράζει;
Εκείνος γέλασε και με τράβηξε στην αγκαλιά του για πρώτο φορά.
-Αντίθετα. Το λατρεύω. Όπως λατρεύω και εσένα Κρίστιν.
Ο Spyrus με έκανε βαμπρί στις 8 Ιανουαρίου 1666, και παντρευτήκαμε στις 14 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου. Είχαμε σκοπό να φύγουμε απο την Αγγλία και να γυρίσουμε στην πατρίδα του στην Ελλάδα σε ένα μικρό νησί που λέγεται Κεφαλονιά. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι πριν κλείσω τον πρώτο χρόνο "ζωής μου" ως νεογέννητη.
Σκότωσα πολλούς εκείνη την περίοδο της ζωής μου.
Και θα είχα σκοτώσει περισσότερους αν δεν ειχα τον Σπυ κοντά μου, προσπαθώντας να μου μάθει να ελέγχω τον εαυτό μου, και να σταμάταω πριν σκοτώσω τα θύματα μου.
Ένα βράδυ κυνηγούσαμε ξανά. Ο Σπυ μόλις είχε πιεί το αίμα μιας πολύ όμοργης γυναίκας, καθώς εγώ τον κοίταζα νοιώθοντας το στόμα μου εντελώς ξερό απο την δίψα.
Ξαφνικά, άκουσα βήματα να έρχονται προς εμάς. Δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο παρα το αίμα. Επιτέθηκα.
Απολάμβανα την γλυκιά γεύση του άιματος όταν άκουσα ξανά κάτι πίσω μου. Γύρισα αστραπιαία γρυλίζοντας στον άγνωστο εισβολέα. Μα αυτός δεν ήταν άγνωστος. Ο Σπύ μου με κοίταζε εμβρόντητος.
-Τι έκανες Κρίστιν; ρώτησε κοιτάζοντας με λυπημένος.
-Τι; ρώτησα μπερδεμένη.
-Κοίταξε το πρόσωπο του γλυκιά μου.
Και τότε είδα για πρώτη φορά το πρόσωπο του θύματος μου. Και μια διαπεραστική κραυγή βγήκε απο τα χείλη μου.
-Καρλίαλ ψυθίρισα έντρομη
Το σώμα του αδελφού μου έτρεμε μέσα στην αγκαλιά μου
-Όχι είπα κλείνοντας τον πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου.
-Κρίστιν, θα γίνει βαμπίρ, άκουσα την φωνή του Σπυ
Δάκρια έτρεχαν απο τα μάτια μου βάφοντας κόκκινο το λευκό δέρμα του αδελφού μου.
- Όχι είπα ξανά.
-Τότε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Σκότωσε τον είπε εκείνος επιτακτικά.
-Όχι ούρλιαξα.
Ο Σπυρους στάθηκε δίπλα μου. ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου, και με κοίταξε αγέλαστος.
-Δεν έχεις πολλές επιλογές καλή μου. Διάλεξε τώρα.
-Δεν μπορώ να τον σκοτώσω είπα κοιτάζοντας τον αποφασιστικά
-Τότε ξέρεις τι θα γίνει
Τον κοίταξα ξανά, και έγνεψα καταφατικά
Και τότε ξαφνικά βρέθηκα στην αγκαλιά του Σπυ. Και εκείνος ετρεχε μακριά.
-Άφησε με ούρλιαξα. χτυπώντας τον δυνατά.
-Εκείνος στάματησε, με άφησε να πατήσω ξανά στα πόδια μου, χωρίς όμως να με αφήσει απο την αγκαλιά του.
-Αγάπη μου είπε, σκέψου. Σε λίγο εκει πέρα θα γεννηθεί ένας νέος βρικόλακας. Με απίστευτη δύναμη.Δύναμη που ούτε εγώ δεν μπορώ να έχω. Και δεν αντέχω ούτε στη σκέψη πως θα σου συμβεί κάτι.
-Μα είναι ο αδελφός μου είπα νευριασμένη.
-Ο αδελφός σου που θα θυμώσει πολύ όταν μάθει τι του στέρησες. Και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω κοντά του όταν θα συμβεί αυτό. Τουλάχιστον όχι μέχρι να συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Κάποτε διάλεξες Κρίστιν. Διάλεξες εμένα αφήνωντας πίσω σου όσους αγαπούσες. Για αυτό σου ζητώ να διαλέξεις και τώρα. Ή μαζί μου, ή με τον αδελφό σου. Γιατί δεν υπαρχει περίπτωση να σταθώ άπραγος και να βλέπω ένα νεογέννητο βαμπίρ να σε ξεκσίζει απο μίσος για αυτό που του έκανες. Θα φύγω. Διάλαξε λοιπόν με πιον θέλεις να είσαι.
-Είσαι άδικος είπα σκύβωντας νικημένη το κεφάλι μου.
Τον άφησα να με τραβήξε μακριά απο τον αδελφό μου, και την επόμενη μέρα φύγαμε για την Ελλάδα.
Ο Καρλάιλ ήταν το τελευταίο θύμα μου
Χρόνια αργότερα μου δώθηκε η ευκαιρία να συναντήσω τον αδελφό μου, και να πάρω την συγχώρεση που τόσο ποθούσα, και εκείνος κράτησε για πάντα μυστική την ταυτότητα εκείνου που τον έκανε βαμπίρ.