ορίστε το επόμενο κεφάλαιο και όπως είπα είναι πιο μεγάλο
ελπίζω να σας αρέσει
Κεφάλαιο 5 Αν και ήταν βαρετή αυτή η εβδομάδα πέρασε σχετικά γρήγορα. Είχε πλέον φτάσει η μέρα που θα βγαίναμε όλοι έξω για το μπαρ. Ήμουν σχεδόν έτοιμη μου έμεναν μόνο τα παπούτσια όταν βούτηξε στο δωμάτιο η Σίντη.
«Εε κανεί. Πόση ώρα; Έχει εδώ και μισή ώρα που λες πως είσαι σχεδόν έτοιμη»
«Sorry που προσπαθώ να βάλω αυτά τα κολοπαπούτσια που εσύ με έβαλες να αγοράσω. Στο λέω θα έχουμε ατύχημα μην σου πω και κηδεία»
«Και ποιανού κηδεία;»
«Τη δική μου», κλαψούρισα.
«Μην ανησυχείς θα τα πας μια χαρά».
«Μμμ έτσι λες εσύ. Τα ‘χεις συνηθίσει εγώ όμως όχι. Το νοιώθω είμαι σίγουρη πως θα γκρεμο-τσακιστώ μι’ αυτά τα μμμ άτε να μην πω».
«Τέλειωνε κόρη μου θα βρούμε κάποιον να σε σώσει αν πέσεις», απάντησε και με άρπαξε απ’ το χέρι τραβώντας με μαζί της, βγαίνοντας από το δωμάτιο μου. Κάτω βρίσκονταν η Ντρίνα, η Φέι, ο Νικ, ο Τέιλορ, η Κάσι, ο Σάιλορ, η Ριάννα, ο Μαρκ, ο Έιντζελ, η Τζοάννα και ο Γκάμπριελ. Η Ντρίνα φορούσε ένα στενό μαύρο παντελόνι με μια γαλαζοπράσινη φανέλα που γυρνούσε στον ένα ώμο και μαύρα τακούνια. Η Φέι φορούσε μίνι φούξια φούστα μαζί με μια άσπρη φανέλα με φούξια γράμματα που έγραφε I’M A STAR και φυσικά ροζ τακούνια. Η Τζοάννα μια στράμπλεξ φανέλα με αποχρώσεις του μοβ και ροζ κι από κάτω μαύρο κολάν με – ω τι έκπληξη – μαύρα τακούνια. Μάλλον το είχαν συμφωνήσει σχεδόν όλες να φορέσουν μαύρα τακούνια και μάλιστα ψηλά, πολύ ψηλά που με έκαναν να νιώθω κόμπλεξ για το ύψος μου. Τα αγόρια φορούσαν σχεδόν όλοι το ίδιο. Δηλαδή στενό τζιν με ή μαύρη ή γαλάζια ή άσπρη μπλούζα με γράμματα πάνω. Όλοι κάθονταν στον καναπέ και περίμεναν. Είχαμε κανονίσει πριν να πάμε στο μπαρ να βρεθόμασταν στο σπίτι μου.
«Μα πόση ώρα μπροστά στον καθρέφτη;» Είπε κοροϊδευτικά αλλά και κάπως σοβαρά η Τζοάννα.
«Δεν ήμουν στον καθρέφτη κι μην ξεχνάς δεν είμαι εγώ που κοιτάω την αντανάκλαση μου συ-νεχώς αλλά εσύ», απάντησα με σαρκασμό. Πράγματι η Τζοάννα χωρίς τον καθρέφτη μπορεί να είναι ικανή να αυτοκτονήσει. Μπορεί ακόμη να το αγαπά ακόμα περισσότερο και από τον Έιντζελ. «Έιντζελ ένα πράγμα σου λέω. Μην της αγοράσεις ποτέ καθρέφτη. Αυτή είναι ικανή να σε αφήσει εσένα και να πάρει αυτό». Του είπα.
«Ψέματα. Δεν είμαι εξαρτημένη απ’ αυτό. Έιντζελ πε της».
«Τι να πει ο φτωχός που αν δεν πει αυτό που θες του κάνεις ολόκληρο κήρυγμα κι αυτό είναι μπροστά μας. Να δούμε τι του κάνεις όταν είσαστε μόνοι. Μήπως τον μαστιγώνεις;»
«Όχι κάτι ακόμη χειρότερο που δεν μπορείς να φανταστείς;»
«Τον τσιμπάς με τις βελόνες;»
«Όχι».
«Το βρήκα τον φιλάς και μετά ξερνά».
«Αυτό αγαπητή μου δεν είναι μαρτύριο αλλά ένα δώρο από τον παράδεισο».
«Όχι γι αυτόν».
«Μήπως ζηλεύεις;»
«Ναι. Όπως το πες. Ζηλεύει, ζηλεύει αφάνταστα που δεν μ’ έχει εμένα τον κούκλο, τον θεό δί-πλα της και προσπαθεί να μας χωρίσει». Είπε υπερηφανεύονται τον εαυτό του ο Έιντζελ.
«Ε και χέι ρε γόη που τρέχουν όλες από πίσω». Του απάντησα.
«Ναι ωραία η συζήτηση σας αλλά αν θέλετε να πάμε καμιά φορά στο μπαρ κουνηθείτε». Είπε η Φέι.
«Αχ κρίμας η σκηνή ζηλοτυπίας διακόπτεται εδώ, η παράσταση συνεχίζετε αύριο. Να σηκωθούμε να πάμε γιατί έτσι που την βλέπω σε κανένα δευτερόλεπτο θα βγάζει καπνούς απ’ τ’ αυτιά της». Είπε πειραχτικά η Σίντη.
«Εν δυο, εν δυο να βλέπω κίνηση». Διέταξε η Φέι.
«Μάλιστα κυρία της απαντήσαμε».
«Επ περιμένετε. Σέσι κάνε μια στροφή». Είπε ο Γκάμπριελ κοιτάζοντας με επίμονα.
«Γιατί;» Ρώτησα.
«Κάνε το». Έκανα μια στροφή όπως μου είπε και έπειτα τον κοίταξα με περιέργεια. «Δεν το πρόσεξα πριν αλλά τώρα που σε βλέπω καλύτερα είσαι μια κούκλα. Μόλις μου ‘κλεψες την καρδιά ας εν καλά που ο Θεός κατέβασε στη γη έναν τόσο όμορφο άγγελο σαν εσένα και μπήκε στη ζωή μου».
«Έλα τώρα σταμάτα τις βλακείες» του είπα κάπως κοκκινισμένη. Ο Γκάμπριελ δεν είναι πολλή καιρό στην παρέα μας. Κατ’ ακρίβεια πρόσφατα ήρθε πριν δυο βδομάδες. Στην αρχή τον παρεξηγούσαμε πολύ εύκολα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πότε μιλούσε σοβαρά για ένα θέμα και πότε το υποκρινόταν. Είναι ένας ψηλός με καστανόξανθα μαλλιά και μελίσσια μάτια. Έχει γεροδεμένο κορμί και αρκετά ωραίος μπορώ να πω.
«Παιδιά σηκωθείτε να πάμε στο αυτοκίνητο ΤΩΡΑ. Στο τέλος το βλέπω να την περάσουμε εδώ». Ξανάπε η Φει.
«Εντάξει εντάξει». Είπαμε όλοι ταυτόχρονα και πήγαμε στην είσοδο και ανοίξαμε την πόρτα. Μας σταμάτησε ένα μπουκέτο με κατακόκκινα, βελούδινα τριαντάφυλλα που μύριζαν υπέροχα.
«Από ποιόν είναι;» Ρώτησε ο Γκάμπριελ αρπάζοντας το μπουκέτο.
«Δεν ξέρω».
«Τώρα να δω την κάρτα».
«Εννοείς εγώ να δω την κάρτα» του απάντησα και το άρπαξα απ’ τα χέρια του αρχίζοντας να ψάχνω για κάποιο στοιχείο που θα με οδηγούσε στην λύση του μυστηρίου. Οι ελπίδες μου ό-μως χάθηκαν στο κενό. Δεν υπήρχε κάρτα.
«Είναι ανώνυμη» είπε η Ντρίνα όταν το κατάλαβε από το ύφος μου.
«Κοίταξε καλύτερα» μου είπε ο Γκάμπριελ.
«Κοίταξα. Αν δεν με πιστεύεις είσαι ευπρόσδεκτος να κοιτάξεις και μόνος σου» είπα με θυμό. Τότε το ξαν’ άρπαξε και κοίταζε με μανία να βρει μια κάρτα. Σταμάτησε όταν πλέον πείστηκε κι ο ίδιος αφού δεν βρήκε τίποτα ενώ οι υπόλοιποι έμεναν να μας παρακολουθούν σαν χαζά.
«Χα. Τώρα με πιστεύεις; Καλά, τι σε νοιάζει εσένα από ποιόν είναι και γιατί κάνεις έτσι;»
«Επειδή έτσι. Θέλω να μάθω.»
«Γιατί τι είσαι; Ο κηδεμόνας μου;»
«Όχι αλλά…»
«Αλλά τι; Δεν είμαι κανένα παιδί που θα του ελέγχουν την ζωή και συγκεκριμένα εσύ την προ-σωπική μου ζωή».
«Ε παιδιά σταματάτε να τσακώνεστε. Πώς κάνετε έτσι για ένα σκατομπουκέτο;» ούρλιαξε η Ντρίνα».
«Εμένα ρωτάς; Αυτόν να ρωτήσεις που κάνει σαν τρελός», είπα δείχνοντας τον νευριασμένα.
Τότε ο Τέιλορ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και διάταξε να μπούμε μέσα. Εμείς χωρίς να παραπονεθούμε κάναμε αυτό που μας είπε αμίλητοι. Φυσικά χωριστήκαμε γιατί δε μας χωρούσε όλους το αυτοκίνητο. Εγώ είχα μπει με την Σίντη, την Τζοάννα και τα υπόλοιπα κορίτσια ενώ στο άλλο μπήκαν όλα τα αγόρια. Η Κάσι έκατσε στο τιμόνι και στη θέση του συνοδηγού η Ριάννα. Ήμουν τσαντισμένη δεν ήθελα να βλέπω τα μούτρα του. Τουλάχιστον όχι μέχρι να φτάναμε εκεί που προοριζόμασταν διότι μέχρι τότε θα είχα ξεθυμάνει.
Η Ριάννα καθοδηγούσε την Κάσι για το δρόμο προς το μπαρ. Περάσαμε μέσα από μεγαλο-πρεπές και γιγάντια πανέμορφα σπίτια και μετά προσπεράσαμε ανάμεσα σε χιλιάδες καταστήματα. Συνειδητοποίησα πως πηγαίναμε σε μια άλλη περιοχή. Εμείς μέναμε στο Phantom’s hill. Οι κάτοικοι που κατοικούσαν εκεί πριν πολλά χρόνια το είχαν ονομάσει έτσι λόγο των τεράστιων παλιών σπιτιών. Έλεγαν πως ήταν τα σπίτια του κόμη Dracula που τάχα ακόμα ζει κι ότι περιπλανείται μέσα στους διαδρόμους για να βρει κάποιο θύμα να του σπαράξει την ζωή μέσα απ’ τα χέρια. Φήμες αυτό έχω να πω γιατί αν ήταν αλήθεια τον καιρό που εξερευνούσα το σπίτι θα τον είχα συναντήσει. Το μόνο που κατάφερα να βρω ήταν χιλιάδες ιστούς και αράχνες μαζί με τα νεογέννητα παιδιά τους και την απαίσια μούχλα που αποφάσισε να ‘ρθει μαζί μου στο σπίτι. Αναρωτιέμαι τι είχε κατεβεί στο κεφάλι τους εκείνη την στιγμή και έβγαζαν τέτοιες ιστορίες.
Μετά από 20 λεπτά περίπου φτάσαμε στη περιοχή Lanuna. Το αυτοκίνητο σταμάτησε κι ε-μείς κατεβήκαμε. Ήμασταν σε ένα καντούνι, όλα ήταν σκοτεινά. Υπήρχε μόνο μια φωτεινή τα-μπέλα ͘ με μεγάλα κόκκινα γράμματα μαζί με κόκκινες σταγόνες να τρέχουν από κάτω που έλεγε “Bloodsucker’’.
«Νάμαστε». Είπε η Ριάννα
«Τι; Μας περιπαίζεις σωστά;» Την ρώτησα.
«Όχι. Αυτό είναι το μπαρ». Απάντησε.
«Καλέ αυτό περισσότερο μοιάζει με δολοφονικό τοπίο παρά με μπαρ. Μόνο από το στιλ που είναι τα γράμματα το καταλαβαίνεις λες και είναι χάλοουιν. Γιατί εδώ έξω πάει πίσω σαν να γίνηκε ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος και ερημώθηκε. Είμαι σίγουρη πως μόλις φυσήσει αέρας αυτό το μπαρ θα κατεδαφιστεί».
«Μην το βλέπεις έτσι είναι γερό και τέλειο μέσα.»
«Ναι είμαι σίγουρη γι αυτό», είπα σαρκαστικά.
«Θοβαρά είναι τέλειο» είπε η Τζοάννα χαρούμενη.
«Πες μας τώρα ότι ξανάρθες;»
«Ναι άπειρεθ φορέθ. Θου λέω είναι φοβερό» απάντησε ενώ την ίδια στιγμή ήρθαν τα αγόρια.
«Ουάου!! Τέλεια ήθελα καιρό να ‘ρθω εδώ». Φώναξε από την χαρά του ο Νικ.
«Με κοροϊδεύεις σωστά; Πες μου τώρα πως είναι και δημοφιλές;»
«Ναι hello. Υπάρχει μέσα στο διαδίκτυο» απάντησε.
«Πάμε μέσα και θα δεις» είπε ο Μαρκ και με γράπωσε από το χέρι.
«Καλά» είπα γυρίζοντας τα μάτια. Υπήρχε κάτι σ’ αυτό το μέρος που δε μου άρεσε αλλά σώπασα δεν είπα τίποτα και προχώρησα δισταχτικά. Τελικά είχαν δίκαιο ήταν καταπληκτικό και η μουσική τόσο δυνατά που τρύπωνε το αυτί σου αυτό όμως δεν σημαίνει πως μου έφευγε αυτό το αίσθημα. Αντιθέτως όσο πιο πολλά προχωρούσαμε τόσο πιο έντονο γινόταν.
Το μπαρ βρισκόταν λίγο πιο πέρα από την είσοδο είχε κόκκινα σκαμπό και ο πάγκος ήταν μαύρος. Ο τοίχος του ήταν βαμμένος γκρίζο εκτός από το ορθογώνιο που βρισκόταν στο κέντρο του το οποίο ήταν βαθύ κόκκινο με μαύρα ράφια που ήταν τα μπουκάλια και τα γυάλινα ποτήρια. Οι καναπέδες ήταν κόκκινοι όπου μπορούσες να βουλώσεις μέσα. Γύρω από το τραπεζάκι το οποίο ήταν μπροστά από το καναπέ υπήρχαν πολλά σκαμπό σε χρώμα μαύρο. Το πάτωμα ήταν από σκληρό γυαλί έτσι μπορούσες να βλέπεις τον κάτω όροφο που υπήρχαν κι άλλα σκαμπό με καναπέ και τραπέζια. Επίσης υπήρχε ακόμα ένα ολόιδιο μπαρ και στη μέση η πίστα. Εμείς καθίσαμε στο κοντινότερο καναπέ κοντά στο μπαρ και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Άρχισα να κοιτάζω τριγύρω όταν ένοιωσα κάποιον να με κοιτάζει. Ένοιωθα την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα και κοίταξα προς την κατεύθυνση που ήταν απέναντι κάτω σε ένα καναπέ. Είδα δυο γαλανά μάτια να με κοιτάζουν μες τα μάτια κι αμέσως γύρισα το κεφάλι μου. Τότε ο Γκάμπριελ σηκώθηκε κι ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.
«Συγνώμη για πριν. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Απλά…»
«Απλά τι;»
«Απλά… Ζήλεψα»
«Τι; Δεν άκουσα». Είπα φωνάζοντας δυνατά λόγο της μουσικής. Τότε ήρθε πιο κοντά μου.
«Σεσίλια από την πρώτη στιγμή που σε είδα ήθελα να σου πω ότι…»
«Ώρα για χορό» είπε η Φέι πιάνοντας με απ’ το χέρι, τραβώντας για να κατεβούμε τα σκαλιά και να πάμε στην πίστα.
«Πας καλά;»
«Γιατί τι έκανα;»
«Με έβλεπες πως μίλαγα με τον Γκάμπριελ κι εσύ ήρθες και με άρπαξες. Κάτι ήταν έτοιμος να μου πει.»
«Δεν πειράζει θα σου πει μετά. Άντε έλα να χορέψουμε.»
«Όχι. Πάω τουαλέτα», είπα κι έφυγα. Σοβαρά εκείνη την στιγμή, παρόλο που είναι φίλη μου, μου ‘ρθε να την πιάσω να της βγάλω τα μαλλιά απ’ το κεφάλι μία μία. Η απόφαση να πάω στις τουαλέτες και μάλιστα μόνη μου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωή μου.
Πήγα στις τουαλέτες, άνοιξα την πόρτα και ξαφνικά κάποιος με τράβηξε από τα χέρια μέσα σε μια από τις τουαλέτες και με έβαλε με την βία να κάτσω. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποιος ήταν μέχρι που προσπάθησα να σηκωθώ και με έβαλε πάλι να κάτσω βάζοντας βάρος στους ώμους μου ακινητοποιώντας με και σηκώνοντας το κεφάλι μου για να τον δω. Μου κόπηκαν τα πόδια, πάλι αυτός. Αυτός ο άγνωστος με τα γαλάζια σαν πάγο μάτια, αυτός που ήταν στο σπίτι της Κάσις.
«Α! Α! Α! Πού νομίζεις ότι πας;». Είπε με ένα πονηρό χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά. «Στο είπα πως σύντομα θα ξαναβρισκόμασταν, δε στο είπα; Μα πίστευες πως σε ξέχασα; Έτσι και προσπαθήσεις να φύγεις την έβαψαν οι φίλοι σου», είπε απότομα.
«Έτσι και τολμήσεις ν’ αγγίξεις έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τους θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια κάθαρμα», του φώναξα όσο πιο ψυχρά μπορούσα.
«Μπα μπα έχεις και τσαμπουκά», απάντησε γελώντας. «Κοριτσάκι μου αυτά δεν πιάνουν πάνω μου, εγώ δεν γεννήθηκα προχτές για να τα τρώω αυτά. Όσο και να προσπαθείς να παίξεις την γενναία ξέρω πως φοβάσαι το καταλαβαίνω από τον χτύπο της καρδιάς σου.»
Ωχ με κατάλαβε και τώρα τι κάνω; Σκέφτηκα.
«Απολύτως τίποτα» είπε και χωρίς να προλάβω να αντιδράσω βρέθηκα στον τοίχο, να μου κρατά τα χέρια και να κολλά το σώμα του πάνω στο δικό μου με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κουνηθώ. Τα χείλη του ήταν τόσο κοντά στα δικά μου που τα ένοιωθα σχεδόν να με ακουμπάνε ενώ με το ελεύθερο του χέρι να ανεβοκατεβαίνει το λαιμό μου. Με κοίταγε βαθιά μες τα μάτια και ξαφνικά με φίλησε. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά δεν μπορούσα έτσι του δάγκωσα την γλώσσα. Τραβήχτηκε πίσω και με κοίταζε αγριεμένος «Το παίζεις και δύσκολη ε, ήταν ένα λάθος που δεν έπρεπε να κάνεις τώρα θα δεις τι έχεις να πάθεις». Και εκεί που ήταν έτοιμος να κάνει, που ούτε ‘γω δεν ξέρω τι ήταν να κάνει, εμφανίστηκε ένας άντρας, του έριξε μια δυνατή γροθιά και με άδραξε από το χέρι τραβώντας με έξω βουτώντας μέσα στο πλήθος που χόρευε.
«Είσαι καλά; Δε σου έκανε τίποτα αυτό το καθίκι έτσι;» Με ρώτησε και με κοίταζε σαν να υπάρχω μόνο εγώ και κανένας άλλος. Ήταν κούκλος με τέλειο γεροδεμένο σώμα και με την φανέλα που φόραγε το έδειχνε πόσο γυμνασμένος ήταν. Είχε μαύρα μαλλιά και μάτια καστανά σκούρο με μερικούς τόνους ανοιχτό μέσα σαν τα δικά μου.
«Ναι ευχαριστώ».
«Δεν κάνει τίποτα αρκεί εσύ να είσαι καλά. Σιγά μην τον άφηνα αυτό τον μαλάκα να σου κάνει κακό. Παρεμπιπτόντως με λένε Νέιθεν», είπε χαμογελώντας μου.
«Σεσίλια», είπα και του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Ένοιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει απ’ την χαρά. Ξαφνικά το χαρούμενο κλίμα έσπασε.
«Αιμορραγείς. Πού χτύπησες;» Είπε σοβαρά λες και έκανα κάνα έγκλημα.
«Πρέπει να ήταν τη στιγμή που με τράβηξε». Απάντησα.
«Σήκω πάνω αμέσως», είπε και σηκώθηκε βοηθώντας με να σηκωθώ όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχα μια μεγάλη ουλή στον ώμο που έτρεχε ασταμάτητα αίμα. «Πρέπει να φύγεις τώρα», είπε και έβαλε το χέρι στη πληγή για να σταματήσει το αίμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνει έτσι σιγά το πράγμα ασπούμε δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Μέχρι που γύρισαν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί κοιτώντας με, με ένα χαμόγελο που δεν περιγράφεται. Τότε ο Νέιθεν με πήρε πάνω του και έτρεξε τα σκαλιά. Όταν τα ανεβήκαμε συνειδητοποίησα πως η παρέα μου δεν ήταν εκεί δεν ήξερα που ήταν.
«Περίμενε οι φίλοι μου δεν είναι ‘δω». Είπα ψάχνοντας τους.
«Μην ανησυχείς έφυγαν».
«Και πώς το ξέρεις εσύ;» Είπα όλο με απορία στο πρόσωπο.
«Δεν έχουμε χρόνο τώρα γι’ αυτά σου εξηγώ μετά, τώρα πρέπει να φύγ..» και πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του βρέθηκα στο πάτωμα και ο αυτός να τινάζεται στο μπαρ πάνω στα ποτήρια και τις γυάλινες μπουκάλες.
«Νέιθεν», φώναξα.
«Φύγε ΤΩΡΑ», είπε. Σηκώθηκα τρομαγμένη έτοιμη να φύγω όταν αυτός ο ηλίθιος με τα γαλάζια μάτια με άρπαξε από το λαιμό.
«Σου είπα πως θα το μετανιώσεις», είπε και έσφιγγε το χέρι του πνίγοντας με. Άρχισα να τον κλωτσάω και να τον γδέρνω μα αυτός όλο κι με έσφιγγε περισσότερο. Γινόμουν πιο αδύνατη και έχανα τις δυνάμεις μου. Όταν είδε πόσο αδύνατη είχα γίνει αυτός με τους υπόλοιπους έβγαλαν τους κυνόδοντες τους. Δεν μπορούσα να αντιδράσω. Τότε κατάλαβα γιατί ο Νέιθεν έκανε έτσι όταν είδε την πληγή μου αλλά πλέων ήταν αργά. Σιγά σιγά έχανα τις αισθήσεις μου ακούγοντας τον Νέιθεν να φωνάζει το όνομα μου και εγώ να αναρωτιέμαι πως το διάολο κατάφερα να μπλέξω έτσι.