Η Ρομφαία της Αλήθειας
Πόσο μακριά μπορείς να τρέξεις ώστε να ξεφύγεις από την μοίρα;
Το πρωταρχικό ερώτημα είναι αν μπορείς. Ή αν θα έρθει πάλι το πλήρωμα του χρόνου και θα σου υπενθυμίσει, κοιτάζοντάς σε βαθιά στα μάτια, την αλήθεια από την οποία προσπαθείς τόσο επίμονα και τόσο σκληρά να ξεφύγεις.
Όσο κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου τον Φρέντι, όλες αυτές οι ενοχλητικές σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μου. Σε τι άδικο, ζοφερό και παραμελημένο τόπο είχε αναγκαστεί να γεννηθεί; Μόνο και μόνο εξαιτίας ενός απατηλού, πλέον, ονείρου, το οποίο ένιωθες να σου προσφέρει μια εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας, ενότητας, αλληλεγγύης:
Της οικογένειας.
Αυτή την λέξη δεν μπορώ καν να την προφέρω χωρίς να νιώσω, έστω και στιγμιαία, την καρδιά μου να σφαδάζει από τον πόνο. Απ’ όταν έγινε η Αποκάλυψη, τα έχασα όλα: τους γονείς μου, τον σύζυγό μου, αγαπημένους μου φίλους και γνωστούς, το σπίτι μου. Όλα.
Μην βιαστείτε, όμως, να κρίνετε ότι μας χώρισε όλους ο θάνατος. Μόνο ο σύζυγός μου έφυγε εξαιτίας της ‘’Ασθένειας’’ Όλοι οι υπόλοιποι μου γύρισαν την πλάτη. Με εγκατέλειψαν. Εγκατέλειψαν εμένα και τον γιο μου δίχως δισταγμό, δίχως δεύτερη σκέψη. Μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να διαλέξουν μια μεριά.
Θα αναρωτιέστε, ασφαλώς, σε τι αναφέρομαι. Είναι αστείο, πραγματικά, όμως η ζωή έχει μια απαράμιλλη αίσθηση του χιούμορ.
Πλέον είναι βέβαιο, όπως σας βλέπω και με βλέπετε: Οι άγγελοι υπάρχουν. Το ίδιο και οι δαίμονες. Και, αν δεν έπαιρνες είτε το μέρος της μιας ‘’έννομης τάξης’’ ή της άλλης, έπρεπε να πεθάνεις. Τόσο απλά. Και, αν είχες τύχη, μπορεί να περίμενες να αναστηθείς μαζί με τους υπόλοιπους νεκρούς κατά την ημέρα της Κρίσεως, όπως αναφέρεται και στις Γραφές.
Είναι παράξενο το πώς μπορεί να ανατραπεί η τάξη των πραγμάτων από την μια στιγμή στην άλλη. Όσοι ήταν άπιστοι, πίστεψαν αμέσως και έσπευσαν να διαλέξουν μια από τις δυο μεριές. Όσοι ήταν ήδη πιστοί… δεν μπορούσαν απλώς να δεχτούν τίποτα από όλα αυτά. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ο παράδεισος που τους έταξαν ήταν ψέματα.
Αυτό συνέβη και σε εμένα. Όχι επειδή ήμουν γενναία. Δεν ήξερα καν τι σήμαινε το να είναι κάποιος ‘’γενναίος’’ Ούτε επειδή ήθελα να πολεμήσω. Αυτή η μάχη δεν ήταν καν δική μου. Όλα αυτά τα έκανα για χάρη του Φρέντι. Αυτό θα ήθελε και ο Μπεν. Και αυτό επέλεξα να κάνω. Όταν μου τέθηκε το ‘’Ερώτημα’’ τους το πέταξα μες στην μούρη: ότι, εφόσον μου πήρε τον Μπεν ο Θεός, δεν υπήρχε δίκαιο. Δεν υπήρχε ‘’σωστό’’ και ‘’λάθος’’ Υπήρχε μόνο μια μάχη από την οποία οι μόνοι χαμένοι ήμασταν εμείς.
Χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους καθημερινά. Εκατοντάδες πεινούσαν. Οι φυσικές καταστροφές διαδέχονταν η μια την άλλη, η αιματοχυσίες το ίδιο. Τα ‘’μεγάλα κεφάλια,’’ όπως ήταν φυσικό, μιας και είχαν επιλέξει προ πολλού να υπηρετήσουν στο πλευρό του Αντίχριστου, ήταν ασφαλή από κάθε νέο δεινό που μάστιζε την ανθρωπότητα. Και όσο οι άγγελοι πολεμούσαν και έχαναν μάχες, την μια πίσω από την άλλη, τόσο υπήρχαν άνθρωποι στον κύκλο μου που τα άφησαν όλα για χάρη των προσωπικών τους φιλοδοξιών και έσπευσαν να ταχθούν υπέρ του Σατανά.
Ο Σατανάς, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής. Σε έναν κόσμο όπου, από την αρχή της ιστορίας του, ‘’αποτίνασσε’’ την πίστη από πάνω του ως κάτι φορτικό. Που δεν πίστευε στον ένα και μοναδικό Θεό, ακόμα και τότε. Τον όχλο, που ήταν πάντα ένα κοπάδι πρόβατα χωρίς βούληση. Ήταν σαφές ότι θα κέρδιζε στο τέλος το κακό και θα μας κατάπιε το σκοτάδι. Διότι αυτό μας άξιζε πλέον έτσι όπως είχαμε γίνει. Είχαμε χάσει το πιο σημαντικό στον βωμό όλων αυτών: την ανθρωπιά μας.
Κανένα μέρος σε αυτή τη Γη δεν ήταν πλέον ασφαλές για εμάς, γι’ αυτό και ζούσαμε για τόσο πολύ καιρό σαν νομάδες και αλλάζαμε συχνά μέρη, το ένα μετά το άλλο. Αν βρίσκαμε κανένα ξεροκόμματο στον δρόμο μας, θα ήμασταν τυχεροί, πιο τυχεροί από όσο μπορούσαμε να ελπίζουμε. Στο τέλος της ημέρας, ήμασταν ακόμα ζωντανοί. Σε αυτό τον διεφθαρμένο κόσμο, παραμέναμε δυνατοί. Για λίγο ακόμα.
Ο Φρέντι, λίγο πριν κοιμηθεί, κάθε βράδυ, έκλαιγε στον ύπνο του. Τότε, εγώ του χάιδευα απαλά τα μαλλιά και του έλεγα πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Αρκεί να μην μας έβρισκαν. Εύχομαι να μην μας έβρισκαν ποτέ.
Μου το έλεγαν κάποτε, αρνιόμουν όμως να το πιστέψω: ότι οι ελπίδες και τα όνειρα ήταν κάτι πιο μακρινό και απατηλό από ποτέ. Σαν αγκάθι σφαλίζουν την καρδιά σου και είσαι τυφλός και κουφός στην αλήθεια που βρίσκεται εμπρός σου. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να το συνειδητοποιήσω αυτό. Αρκούσε μόνο μια ημέρα.
Μια ημέρα που άλλαξε τα πάντα.
Καθώς περπατούσαμε κατά μήκος του ποταμού, του μόνου που παρέμεινε ακέραιος μετά από την εποχή της ‘’Μεγάλης Ξηρασίας’’ Ο ήλιος έκαιγε, όπως πάντα. Ακόμα κι αν η εποχή της ξηρασίας είχε περάσει, σπανίως έβρεχε. Τον Φρέντι δεν έδειχνε να τον απασχολεί αυτό. Μετά από πολύ καιρό, φαινόταν ευχαριστημένος, πιότερο παιδί από ενήλικος: χαμογελούσε, έτρεχε, έπαιζε. Όλα έμοιαζαν γαλήνια.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για όσα θα ακολουθούσαν.
Μια από τις Σάλπιγγες άρχισε να ηχεί μονότονα, κάπου μακριά στον ουρανό. Ένιωσα την αναπνοή μου να κόβεται μαχαίρι.
Οι άγγελοι κήρυτταν μάχη εναντίον των παρατάξεων του Αντίχριστου. Και εμείς θα βρισκόμασταν στην μέση όλων αυτών που θα ακολουθούσαν.
Πολύ πιο σύντομα απ’ όσο υπολόγιζα, οι αντίπαλες παρατάξεις είχαν ήδη σχηματιστεί μπροστά στα μάτια μου. Ακόμα και αν η μορφή των αγγέλων δεν ήταν ‘’πλήρης’’ και δεν έκαναν χρήση της δόξας τους, ήταν ολοφάνερο ότι υπήρχε κάτι το απόκοσμο, το τρομακτικό, το μη ανθρώπινο επάνω τους. Και μπορεί η μάχη τους αυτή να ήταν μια από αυτές που ήθελαν και οι δυο πλευρές να περάσουν στα ‘’ψιλά γράμματα,’’ οι συνέπειές της, παρόλα αυτά, θα εκδηλώνονταν, ως συνήθως, υπό την μορφή μιας ακόμα ‘’φυσικής καταστροφής’’
Μεσουρανούσαν στον ουρανό, με τα τεράστια, ολόλευκα φτερά τους να γυαλίζουν κάτω από τον πύρινο, μεσημεριανό ήλιο. Οι μορφές τους μπορεί να ήταν ανέκφραστες, ως συνήθως, ήταν όμως έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους, για το ‘’καλό της ανθρωπότητας’’ (αυτό, τουλάχιστον, υποστήριζαν οι ίδιοι) Οι δαίμονες, από την άλλη, τους κοιτούσαν με μια ‘’λανθάνουσα’’ αλαζονεία και ας ήξεραν βαθιά μέσα τους ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να χάσουν αυτή την μάχη. Απέμειναν να κοιτάζουν οι μεν τους δε για αρκετή ώρα, κάτι που με έκανε να απορήσω γιατί δεν έκανε κάποιος την πρώτη κίνηση προς επίθεση, μέχρι που ακούστηκε ένα ακόμα σάλπισμα από την Σάλπιγγα, πιο δυνατό αυτή την φορά.
Ήταν το σήμα της έναρξης της μάχης.
Τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες κινήθηκαν με τέτοια ταχύτητα που θα ήταν αδύνατο να την συλλάβω απόλυτα με τα ανθρώπινα μάτια μου, η σύγκρουση ανά μεταξύ τους, ωστόσο, ήταν κάτι το εκπληκτικό. Ήταν σαν να έβλεπες, με την μορφή ενός σώματος, δυο τιτάνες να συγκρούονται. Σείστηκαν τα βουνά, σε έναν σεισμό που έκανε μια ολόκληρη σειρά κτιρίων να γκρεμιστεί αυτοστιγμεί. Αυτό με έκανε να γουρλώσω τα μάτια, αλλά δεν μπορούσα να επικεντρωθώ στους ανθρώπους που έψαχναν πανικόβλητοι τρόπο διαφυγής. Τα μάτια μου παρέμειναν καρφωμένα στους δαίμονες και τους αγγέλους.
Μπορεί από την πτώση να μην είχαν πλέον τα φτερά τους, ωστόσο οι δαίμονες, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο, προσπαθούσαν να κερδίσουν την μάχη. Οι άγγελοι είχαν ρομφαίες, ξίφη και βέλη καμωμένα από Άυλο Φως; Οι δαίμονες, για να προστατευτούν, πότε χρησιμοποιούσαν τους ακόλουθους τους σαν ασπίδες και πότε χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους, δυνάμεις βγαλμένες από τα κατάβαθα της κόλασης και της ανύπαρκτης ψυχής τους.
Κάποια στιγμή, η Γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Τα δέντρα έγιναν πιο φωτεινά, τα κτίρια, οι άνθρωποι, τα πάντα ήταν λουσμένα σε ένα φως τόσο δυνατό που σε γέμιζε στοργή, θαλπωρή και… αγάπη. Αυτό μπορεί να σήμαινε ένα πράγμα.
Ένας αρχάγγελος έκανε την εμφάνισή του. Με όλη του την δόξα.
Με έπιασε πανικός. Αυτό δεν έπρεπε να το δούμε. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να δει την πλήρη μορφή ενός αγγέλου. Και όσοι το επιχείρησαν, στο τέλος έβρισκαν τραγικό θάνατο.
Άρπαξα τον Φρέντι από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήταν ήδη πολύ αργά. Σύντομα, ο αρχάγγελος εμφανίστηκε με όλη του την Δόξα, σε ένα άυλο, εκτυφλωτικό φως. Τσίριξα από τον πανικό μου στον Φρέντι να μην τον κοιτάξει ούτε λεπτό, όσο και αν το ήθελε. Υπό άλλες συνθήκες, θα υπάκουγε σε ό, τι του έλεγα δίχως αντιρρήσεις, μα αυτή την φορά η άρνησή μου φάνηκε να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Άρχισε να ουρλιάζει. Τα μάτια του έκαιγαν εξαιτίας της απόκοσμης όψης του. Παραβλέποντας τον χαμό γύρω μου και, ακόμα και αν τα χέρια μου καίγονταν εξαιτίας αυτής της ‘’φωτιάς,’’ τον άρπαξα στην αγκαλιά μου και άρχισα να τρέχω, φροντίζοντας ώστε να ξεφύγουμε τόσο από τα πύρινα βέλη και τις ζοφερές δυνάμεις των δαιμόνων, όσο και από την οργή των αγγέλων. Λυπόμουν γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα το μακελειό που εκτυλίσσονταν. Το μόνο που έβλεπαν ήταν σεισμοί και μια βροχή από μαύρο καπνό. Από την κρυψώνα, όμως, όπου βρισκόμουν, μπορούσα να τα δω όλα ολοκάθαρα:
Έβλεπα αγγέλους να πέφτουν ηρωικά στο πεδίο της μάχης, με τα φτερά τους να γεμίζουν θλίψη το απομεσήμερο και να εντείνουν τον θρήνο όσων αγγέλων έψελναν απ’ τα ουράνια για να τους προστατεύουν. Τους δαίμονες, να φανερώνουν την φρικαλέα τους όψη, τέρατα εκ φύσεως, ανθρωποκτόνα με δίψα για ανθρώπινο αίμα. Και, μέσα σε όλα αυτά, έβλεπα και τις ψυχές των ανθρώπων να βγαίνουν από τα σώματά τους και να πηγαίνουν προς το Φως. Έβλεπα προς τα πού πήγαιναν. Έβλεπα ότι γίνονταν ‘’ψηφίδες’’ της διαμάχης αυτής λες και δεν σήμαιναν τίποτα. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι ευλογημένη και καταραμένη ταυτοχρόνως. Ευλογημένη διότι μπορούσα να προφυλάξω τον εαυτό μου και να κρυφτώ από τούτα τα καθάρματα ολκής. Και ας ήμουν ‘’έκπτωτη,’’ απόκληρη και από τις δύο μεριές.
Το κακό ήταν ακριβώς αυτό.
Ότι μπορούσα να τα δω όλα αυτά να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου και, χάρη στην επιλογή μου να σταθώ στο παιδί μου, να μην είμαι σε θέση να βοηθήσω κανέναν.
Κάποια στιγμή, όταν τα πυρά ανά μεταξύ τους έπαψαν για λίγο, αναγκαστήκαμε να βρούμε ένα μέρος πιο ασφαλές. Μπορεί πλέον να είχαμε βρει ένα καταφύγιο, αλλά είχε ήδη νυχτώσει, ο Φρέντι ήταν ακόμα αναίσθητος και η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα. Που σημαίνει ότι πουθενά δεν ήμασταν ασφαλείς. Έβγαλα έναν βαρύ αναστεναγμό, σκεπτόμενη αν όλα τα βάσανα που περνούσαμε θα είχαν ποτέ ένα αίσιο τέλος.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον ξάστερο ουρανό. Όσο ατένιζα τα άστρα, αναρωτήθηκα πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα δει τον ουρανό ξάστερο. Κόντεψα να ξεχάσω την όψη του, πνιγμένη καθώς ήμουν από τον αγώνα της ζωής. Ο καπνός, οι στάχτες και, καμιά φορά, η πληθώρα των πολυκατοικιών στις μεγαλουπόλεις ήταν αποτρεπτικά από το να καθίσεις απλώς και να θαυμάσεις το μεγαλείο τους. Όσο έφεγγαν στον ουρανό, άλλαζαν, θαρρείς, σχήματα και χρώματα. Ήταν πράγματι έτσι ή ήταν όλα στην φαντασία μου; Την μια ήταν αστέρια και την άλλη ψυχές που ταξίδευαν στον ποταμό της Αιώνιας Λήθης.
Όταν το βλέμμα μου, όμως, επέστρεψε στον γιο μου, στο ταλαίπωρο, κούφιο σημείο που ήταν κάποτε τα ματάκια του, ήξερα πως ήταν χαμένα μια για πάντα. Δεν θα έβλεπε ξανά το πύρινο φως του ήλιου, ούτε την λάμψη των αστεριών. Δεν θα μπορούσε να δει τίποτα απ’ όλα αυτά. Επειδή οι άγγελοι του είχαν στερήσει το δικαίωμα να βλέπει.
Η δόξα των αγγέλων.
Ένα ακόμα ψέμα.
Η νύχτα μας βρήκε έξω από ένα παρεκκλήσι. Αποφύγαμε να μπούμε μέσα και κοιμηθήκαμε ακριβώς έξω από την αυλόπορτα. Σύντομα, ξύπνησα από ένα σκούντημα στον ώμο.
Ήταν ένας παπάς της ‘’Νέας Εκκλησίας’’
Να πάρει.
‘’Τέκνον μου, χρειάζεστε κάτι εσύ και ο…’’ Η φράση του κόπηκε στην μέση την στιγμή που έριξε μια καλή ματιά στον γιο μου ‘’Τι του συνέβη;’’
‘’Τίποτα’’ απάντησα, σχεδόν μηχανικά εγώ. Σηκώθηκα, τίναξα την σκόνη από το παντελόνι μου και ξύπνησα τον Φρέντι, όμως ο παπάς με άδραξε από τον ώμο και με σταμάτησε.
‘’Δεν έχετε να πάτε πουθενά’’ μου είπε, ρίχνοντας μου ένα βλέμμα απειλητικό ‘’Όπου να ‘ναι, θα ‘ρθουν για τον μικρό. Πρέπει να διαλέξει’’
‘’Δεν έχει να επιλέξει τίποτα. Άφησέ μας να φύγουμε’’
‘’Προτιμάς να καταδικάσεις αιώνια τον γιο σου;’’ Μου φώναξε με όλη του την δύναμη καθώς έφευγα, κρατώντας σφιχτά το χέρι του Μπεν.
‘’Όχι’’ ανταπάντησα, με τόλμη και θάρρος ‘’Προτιμώ να είναι ελεύθερος’’
Από εκεί και ύστερα, η μάχη μεταξύ των αγγέλων και τον δαιμόνων κράτησε τρία ολόκληρα μερόνυχτα και, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Ευτυχώς, πλέον, που ο γιος μου δεν μπορούσε να τα δει όλα αυτά. Ήταν τυχερός μες στην ατυχία του.
Δυστυχώς, το πλήρωμα του χρόνου είχε άλλα σχέδια για εμάς. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθούσα να ξεφύγω από το αναπόφευκτο ήταν μάταια.
Όλα ήταν προσχεδιασμένα. Ήμασταν παγιδευμένοι.
Κοίταζα ευθέως στα πρόσωπα όλων τους. Είτε ήταν αγγελικά πλασμένα είτε όχι, το ίδιο και το αυτό ήταν για μένα. Και στην μέση όλων αυτών στέκονταν ο χειρότερος όλων:
Ο Αντίχριστος.
Έμοιαζε τόσο ανθρώπινος, όλοι όμως ξέραμε πολύ καλά ότι ήταν το χειρότερο είδος προδότη. Εκείνος έγινε η σκυλίτσα του Διαβόλου. Εκείνος τον προσκύνησε και τα ξεκίνησε όλα. Στα μάτια μου δεν έβλεπα απλώς έναν ακόμα Ιούδα: έβλεπα να απεικονίζονται εμπρός μου όλα τα κακά της ανθρώπινης φύσεως.
Με κοίταξε, χαμογελώντας μου με αυτό το συμπαθητικό, διπλωματικό χαμόγελο το οποίο χρησιμοποιούσε για να πετύχει τον σκοπό του.
‘’Προσπάθησες να μας ξεφύγεις, ε;’’ είπε εκείνος, εύθυμα και κεφάτα.
‘’Όχι αρκετά, απ’ ό, τι φαίνεται’’ είπα μέσα από τα δόντια μου. Οι άγγελοι με κοιτούσαν με απάθεια. Οι δαίμονες χαίρονταν με το μαρτύριο μου.
‘’Δεν ψάχναμε εσένα, ξέρεις’’ Με υπεράνθρωπη ταχύτητα, πλησίασε και τους δυο μας ‘’Επειδή ξέρεις τι θέλουμε, γι’ αυτό μας το κρύβεις’’
‘’Παρ’ τε εμένα!’’ έκανα με βιάση ‘’Απλώς αφήστε τον γιο μου ήσυχο’’ Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ.
‘’Γιατί δεν αφήνεις εκείνον να διαλέξει;’’ Από αυτή την προοπτική και μόνο, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Όχι γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη στο παιδί μου. Το είχα διδάξει καλά όλα αυτά τα χρόνια. Φοβόμουν μήπως του έλεγαν κάτι που μπορούσε να το παρασύρει ώστε να διαλέξει, κάτι στο οποίο δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί.
Εφόσον του έριξε μια καλή ματιά από πάνω μέχρι κάτω, τον ρώτησε πως ακριβώς τυφλώθηκε. Ο Φρέντι απάντησε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του. Στην συνέχεια, τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες του υπέβαλλαν ερωτήσεις για να καθορίσουν την ηθική του, ερωτήσεις που κατέληγαν πάντα σε ισοπαλία. Στο τέλος, του υπέβαλλαν την ‘’Τελική Δοκιμασία’’
Το αποτέλεσμα που θα καθόριζε την μοίρα του μια για πάντα.
Οι άγγελοι, από την μια, υποστήριξαν ότι η τύφλωσή του ήταν ευλογία από τον Θεό και προσέφεραν όλα τα πνευματικά αγαθά που μπορούσε να ελπίζει ένας άνθρωπος, όταν, φυσικά, θα επέρχονταν η Βασιλεία των Ουρανών. Οι δαίμονες, από την άλλη, κατηγόρησαν τους αγγέλους γι’ αυτό που του συνέβη και θέλησαν να τον ανταμείψουν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Όχι μόνο την όρασή του, αλλά και ό, τι άλλο τραβούσε η ‘’όρεξή’’ του.
Ο Φρέντι δεν ήθελε τίποτα άλλο για να δεχτεί. Είδα τον Αντίχριστο να τον παίρνει μες στην αγκαλιά του και να χάνεται.
Μαζί με ένα κομμάτι της ψυχής μου.
Έκλαψα γοερά, έκλαψα με δάκρυα πικρά και για πολύ ώρα. Όταν πλέον σηκώθηκα, πήρα την απόφασή μου.
Δεν ανήκω σε καμία πλευρά. Είμαι απόκληρη, βασανισμένη και αιωνίως καταραμένη. Δεν έχω πλέον, όμως, τίποτα να χάσω. Δεν με ενδιαφέρουν οι άγγελοι, οι δαίμονες, τι είναι λάθος και τι σωστό.
Το μόνο που θα κάνω, προτού αφήσω την τελευταία μου πνοή, προτού χαθεί ολάκερος ο κόσμος, είναι να πάρω πίσω τον γιο μου.
Ακόμα και αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω που θα έχει νόημα.
Σε μια μιζέρια που άλλοι λεν’ ‘’ζωή’’