Στο ελαφρύ φως του φεγγαριού μπορούσε κανείς να δει τις φιγούρες των εκπαιδευμένων στρατιωτών που αποτελούσαν τη φρουρά του χωριού να παίρνει θέσεις στο τείχος που έβλεπε στο λόφο.
Απελπιστικά λίγοι, θα έλεγε κάποιος με αυτήν, την πρώτη ματιά, μα σύντομα οι αγρότες, αυτοί οι ίδιοι οι κάτοικοι του Χάιλαντ, ξεσκόνισαν τα όπλα τους και με τάξη πρωτοφανή για μη εκπαιδευμένους άνδρες πήραν τη θέση τους στις επάλξεις και πίσω από το τειχος.
Η Ελέστελ βρισκόταν εκεί, στις επάλξεις, ανάμεσα σε μία ομάδα τοξοτών. Η δερμάτινη πανοπλία της σφιχτά τοποθετημένη γύρω από το καλογυμνασμένο κορμί της τόνιζε την εξέχουσα φυσιογνωμία της με τα μακριά της μαλλιά να χαϊδεύουν την πλάτη της.
Διάσπαρτοι ανάμεσα στους υπόλοιπους πολεμιστές βρίσκονταν οι έμπειροι τυχοδιώκτες, με τον Κέιλεν να δίνει διαταγές σε ένα τμήμα ασπιδοφόρων να σταθεί πίσω από την μικρή πύλη του τείχους και τον Ίανμορν, την Ζέλμα και τον Γουίλγουορντ να έχουν χωριστεί στα δεξιά στα αριστερά και στο κέντρο των επάλξεων.
Ο Κόλμπεν είχε, από την αρχή της παρουσίας των Ορκ, ειδοποιήσει τους φιλοξενούμενούς του με κάθε ευγένεια, ότι το Χάιλαντ βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας και εκείνοι άλλο που δεν ήθελαν να βοηθήσουν.
Ο Νέιθαν στεκόταν στην κορυφή του λόφου κοιτάζοντας την ορδή των Ορκ και τους λίγους Γίγαντες που κατέφερε να βρει να παίρνουν θέση για επιθεση.
Χαμογέλασε στη σκέψη.
Η φράση "παίρνουν θέση για επίθεση" δεν ταίριαζε στην πολεμική τακτική αυτών των τεράτων που ορμούσαν όπως όπως στον εχθρό προκαλώντας τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά. Ολετήρες της φυσικής τάξης των πραγμάτων ήταν τα Ορκ, και οι Γίγαντες απλά βοηθούσαν ακόμη περισσότερο.
Ο Νέιθαν έκανε ένα νόημα με το χέρι του στον Βολκάνους και με μία δυνατή ιαχή που δεν ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από γρυλίσματα θηρίων, η στρατιά όρμησε στα τείχει της πόλης σας τεράστιο κύμα.
"Περιμένετε!" φώναξε η Ελέστελ στους τοξότες γύρω της, "μην ρίξετε πριν δείτε τα μάτια τους!"
Περίμενε λίγο ακόμη ώσπου θεώρησε ικανοποιητική την απόσταση ανάμεσα στους υπερασπιστές και στα τέρατα και ελευθέρωσε το πρώτο της βέλος πετυχαίνοντας ένα Ορκ στο μάτι. Αμέσως μετά ο ήχος από την ταλάντωση των χορδών των τόξων κάλυψε για μια στιγμή το ποδοβολητό των τεράτων.
Σύντομα το πρώτο κύμα εχθρών έπεσε πάνω στο τείχος πετώντας γάντζους και προχειροφτιαγμένες πολιορκητικές σκάλες και η μάχι άναψε με τους πολιορκούμενους να ρίχνουν βροχή τα βέλη στις γραμμές των τεράτων, να κόβουν τα σκοινιά των γάντζων και να ρίχνουν τις σκάλες και με τους Ορκ να ανεβαίνουν κατα δεκάδες το τείχος με σκοπό να δημιουργήσουν ένα άνοιγμα στη σφιχτή άμυνα των υπερασπιστών.
Ο Κέιλεν με δύο εικοσάδες πίσω του, περίμενε πίσω από την πύλη που δεχόταν τα βαριά χτυπήματα του πολιορκητικού κριού.
Είχε βάλει άλλη μία εικοσάδα που κουβαλούσαν δόρατα να είναι σε ετοιμότητα ακριβώς πίσω από την πύλη για να υποδεχτούν την πρώτη ομάδα που θα κατάφερνε να μπει στο χωριό.
Ξάφνου, από τις επάλξεις ακούστηκες ορυμαγδός καθώς ένας ογκόλιθος τίναξε αρκετούς πολεμιστές από το τείχος, σαρώνοντας στο διάβα του και όσους ορκ είχαν καταφέρει να φτάσουν στην κορυφή του.
"Γίγαντας!" ούρλιαξε ο Γουίλγουορν λίγο πριν η πύλη δονηθεί βίαια από το χτύπημα της γροθιάς του τέρατος.
"Κουράγιο!" εμψύχωσε τους πολεμιστές του ο Κέιλεν "τα τέρατα δεν θα περάσουν από εμάς!"
Δύο χτυπηματα αργότερα, η πύλη με έναν ανατριχιαστικό ήχο ξύλου που σπάει, έπεσε προς τα μέσα. Από το σύννεφο σκόνης που δημιουργήθηκε με την πτώση της, πετάχτηκε ένας Γίγαντας ύψους τεσσάρων μέτρων με ένα μεγάλο ρόπαλο στο χέρι του και ένα κομμάτι δέρμα να καλύπτει τα γεννετικά του όργανα.
"Επίθεση!" διέταξε ο Κέιλεν και ταυτόχρονα πίσω από τον Γίγαντα όρμησαν από την πύλη πολυάριθμοι Ορκ.
Ο Κέιλεν με την ασπίδα υψωμένη μπροστά του και το σπαθί γυμνό στο χέρι του πλησίασε το πανύψηλο τέρας με μάτια που έλαμπαν.
Η Ελέστελ έριχνε το ένα βέλος πίσω από το άλλο. Χάρη στην προστασία που τους παρείχαν οι πολεμιστές της Ζέλμα και των άλλων, εκείνη και οι τοξότες της μπορούσαν να δημιουργούν μία συνεχή ροή από ιπτάμενα βέλη που έβρισκαν το στόχο τους με καταστροφικά αποτελέσματα.
Ξαφνικά από πίσω της άκουσε ένα τρομερό ουρλιαχτό. Γύρισε το κεφάλι της για μια στιγμή και είδε τον Κέιλεν να εφορμά στον πρώτο από τους τέσσερίς γίγαντες με το μακρύ του σπαθί να λάμπει με ένα λευκό φως. Ο Γίγαντας σήκωσε το ρόπαλό του να αμυνθεί, μα ο Κέιλεν πήδηξε ψηλά και κατέβασε το όπλο του, σπάζοντας το ρόπαλο στα δύο και συνεχίζοντας προς το κρανίου του άτυχου Γίγαντα.
Αμέσως μετά ο Κέιλεν όρμησε ανάμεσα στους ορκ πετσοκόβοντάς τους.
Η Ελέστελ χαμογέλασε βλοσυρά και έριξε το επόμενο βέλο της.