Night Castle Το καλύτερο forum τρόμου στην Ελλάδα! |
|
| The Chosen | |
|
+4Sensitive Vampire Somnium Dark Princess. Nathaniel 8 απαντήσεις | |
Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Κυρ Νοε 21, 2010 4:11 am | |
| ο νειθαν ειπε γυρω στα 10, αρα ο κειλεν γυρω στα 12. υποθεσεις κανω, δεν ξερω. μονο ο nathaniel ξερει ακριβως | |
| | | Katerina Petrova Dark Elf
Αριθμός μηνυμάτων : 5409 Ημερομηνία εγγραφής : 14/05/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : mystic fall
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: christian ozera, damon salvatore Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Κυρ Νοε 21, 2010 4:21 am | |
| ωραια ας μας πει αυτος.. | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Κυρ Νοε 21, 2010 4:51 am | |
| παντως ξεροντας ή οχι ηλικιες, ανυπομονω για την συνεχεια | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Δευ Νοε 22, 2010 5:44 pm | |
| Βρε παιδιά... μιλάμε για μία οικογένεια που παλεύει καθημερινά για το ψωμί της... σπάνια τέτοιου είδους οικογένειες κρατούσαν ημερολόγιο με τις γεννήσεις. Κοινώς, τα δύο παιδιά είναι 10 με 12 ετών με τον Νέιθαν να είναι ο μικρότερος. Sensitive Vampire, ποιο βιβλίο είναι αυτό; να υποθέσω ότι είναι από τη σειρά των Forgotten Realms?
Και πάλι ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Δευ Νοε 22, 2010 7:02 pm | |
| Κεφάλαιο Τρίτο - Παλαδινός και Μαύρος Φρουρός Ο ήλιος είχε για τα καλά ανατείλλει πάνω από την κατα πράσινη κοιλάδα. Ήταν μιά από τις ζεστές μέρες της άνοιξης που προμηνούσε ότι το καλοκαίρι δεν ήταν πολύ μακριά, και οι περισσότεροι ταξιδιώτες είχαν κάνει ένα ευχάριστο διάλειμμα από τις περιπλανήσεις τους, προτιμώντας την δροσερή μπύρα των καπηλιών από τη σκόνη του δρόμου. Οι Φρουροί, είχαν πάρει διαταγή να ρίξουν πάνω από τις πανοπλίες τους λευκούς μανδύες για να μην καούν μέσα σε αυτές, και οι ημερίσιες βάρδιες στις πύλες είχαν αυξηθεί ώστε κανείς απ'τους Φρουρούς να μην είναι αναγκασμένος να μείνει για υπερβολική ώρα στον ήλιο. Στην βόρεια πύλη των τειχών της πόλης, μία παρέα τεσσάρων ατόμων έδινε τα ονόματά τους στον αρχηγό της Φρουράς. Ίππευαν όλοι άλογα περήφανα και ανήσυχα, με πλούσια χάμουρα και ανοιχτό δρασκελισμό, ενώ οι ανοιχτόχρωμοι μανδύες τους προστάτευαν τα σώματά τους από τον ήλιο με τις κουκούλες τους να σκεπάζουν ακόμη και τα κεφάλια τους. Ωστόσο, ακόμη και ο πιο άπειρος από τους κατοίκους της πόλης, δεν θα μπορούσε να μπερδέψει τα εξογκώματα κάτω απ'τους μανδύες τους. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι σαν αστακοί. Η φιγούρα που προπορεύονταν είχε ρίξει πίσω την κουκούλα του μανδύα της, αφήνοντας να φανεί η καταγωγή της. Οι άντρες της Φρουράς, σταμάτησαν για μια στιγμή τις ασχολίες τους και κοίταξαν εκστατικοί το πανέμορφο λείο πρόσωπο, τα αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του σκούρου πράσινου, και τα κατάξανθα, σχεδόν ασημένια μαλλιά που με δυσκολία μπορούσαν να κρύψουν τα μυτερά αυτιά της ξωτικιάς. Το πρόσωπό της δεν ήταν αυστηρό, κάποιος πιο πεπειραμένος θα έλεγε ότι αυτό οφείλεται στο νεαρό - για τα μέτρα των ξωτικών - της ηλικίας της, και τα μάτια της έκρυβαν ένα παιχνίδισμα ευθυμίας που θα μπορούσε να κάνει όλη την πόλη να ξεσπάσει στα γέλια αν αφηνόταν ελεύθερο. Η τετράδα, απομακρύνθηκε από την πύλη ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο της πόλης που ένωνε την βόρεια με τη νότια πύλη και περνούσε από την κεντρική πλατεία όπου ο δρόμος απ'το λιμάνι για την ανατολική πύλη έτεμνε κάθετα αυτόν εδώ. Οδήγησαν τα άλογά τους σε ένα από τα πανδοχεία του κέντρου της πόλης, αγνοώντας τα πιο πολυσύχναστα του λιμανιού, και ξεπέζεψαν πηγαίνοντας προς τους στάβλους. "Έυ εσύ, μικρέ!" Η ξωτικιά φώναξε έναν από τους νεαρούς σταβλίτες. "Μάλιστα κυρία!" είπε το παιδί γουρλώνοντας τα μάτια στη θέα της πανέμορφης γυναίκας. "Φρόντισε τα άλογά μας, μικρέ. Οι φίλοι μου κι εγώ θα θελαμε ένα ποτήρι δροσερής μπύρας. Αν όταν τελειώσω τη μπύρα μου και έρθω να βρω το άλογό μου είναι όλα σωστά, θα κερδίσεις ένα χρυσό νόμισμα." Τα μάτια του μικρού γυάλισαν στο άκουσμα του φιλοδωρήματος και πήρε τα χαλινάρια των αλόγων στα χέρια του οδηγώντας τα στα μεγαλύτερα παχνιά του στάβλου. Μέχρι οι τέσσερις φίλοι να μπουν στο πανδοχείο, ο νεαρός σταβλίτης τα είχε ήδη ξεσελώσει και είχε αρπάξει μία βούτσα κι έναν κουβά νερό για να ξυστρίσει το πανέμορφο γυαλιστερό τρίχωμα των μεγαλώσωμων ζώων. "Αν δίνεις ένα χρυσό νόμισμα σε κάθε σταβλίτη που συναντάμε, σύντομα θα ζητιανεύουμε για μια μπουκιά φαΐ, Ελέστελ" παρατήρησε ο ψηλότερος από τους τέσσερις συντρόφους. Από την ξωτικιά ξέφυγε ένα μικρό γελάκι. Οι τέσσερίς τους μπήκαν στην ταβέρνα του πανδοχείου και έριξαν πίσω τις κουκούλες τους. Ο ψηλότερος από τους τέσσερις, ήταν ένας κοντοκουρεμένος μαυρομάλλης ώριμος άντρας, γεμάτος μυς και με τραχύ δέρμα, που έδειχνε ότι μετρούσε πολλές μέρες - και νύχτες - στην ύπαιθρο. Δίπλα του, ένας καστανός άντρας με ευκίνητα μάτια έψαχνε ήδη για ένα καλό τραπέζι ανάμεσα στους θαμώνες του πανδοχείου. Δεν ήταν τόσο μυώδης όσο ο σύντροφός του, αλλά μπορούσε να δει κανείς από τον τρόπο που κινούνταν ότι ήταν καλά εκπαιδευμένος στη χρήση των όπλων που μάντευε κανείς ότι κουβαλούσε. Η τρίτη σιλουέτα ήταν γυναικεία, αν και τα σκουρόχρωμα μαλλιά της ήταν πολύ κοντά, και το ατσάλινο βλέμμα της δεν άφηνε χώρο για παρεξηγήσεις. Χαμογελώντας η Ελέστελ πήγε ως το μπαρ, που ενας ελαφρά γεμάτος άντρας σέβιρε μπύρα σε ποτήρια από κέρατο βουβαλιού. "Θα ήθελα τέσσερις μπύρες για εμένα και τους φίλους μου, και φαγητό. Το καλύτερο που έχεις κάπελα" είπε και προχώρησε μακριά από το μπαρ προς ένα αρκετά μεγάλο τραπέζι σε μια γωνιά της αίθουσας όπου είχαν ήδη καθίσει οι φίλοι. "Λοιπόν, ξεκουραζόμαστε εδώ σήμερα και αύριο πάλι στο δρόμο για την Πύλη του Μπάλντουρ ή ψάχνουμε για ένα καράβι με καλό καπετάνιο να μας πάει μέχρι εκεί;" ρώτησε, καθώς έβγαζε τον βαρύ μανδύα της. Τράβηξε μια φαρέτρα με μία εικοσάδα βέλη και ένα μεκρύ τόξο φτιαγμένο με τον τρόπο των ξωτικών με σκαλιστά φύλλα κισσού, που είχε κρεμασμένη στην πλάτη και την άφησε δίπλα από το τραπέζι. Πριν καθήσει, έλυσε την ζώνη με τα δύο μακριά ξωτικόσπαθα αποθέτοντάς την δίπλα από τη φαρέτρα. Κοίταξε γύρω στο τραπέζι τους υπόλοιπους, και είδε ότι όλοι τους είχαν αφήσει τα όπλα τους με παρόμοιο τρόπο - αρκετά μακριά ώστε να ξεφύγουν για λίγο απ'το βάρος τους, αρκετά κοντά ώστε να μπορούν να τα τραβήξουν σε περίπτωση ανάγκης. "Θα έλεγα ότι δεν μας βιάζει κάτι" είπε η γυναίκα με τα κοντά μαλλιά, "αλλά δεν έχω καμία όρεξη να καταπίνω σκόνη για τις επόμενες βδομάδες. Ειδικά αν δεν δροσίσει λίγο." "Μα εσύ Ζέλμα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη μαγεία ενός τοπείου από το απέραντο της θάλασσας. Τι περιπέτειες μπορεί να μας περιμένουν εκεί;" γέλασε ο λεπτοκαμομένος πολεμιστής απέναντι από τη Ζέλμα. Μία πλυθωρική σερβιτόρα ήρθε και άφησε πάνω στο τραπέζι τους τέσσερα ποτήρια μπύρας και μία μεγάλη πιατέλα με ψητό κρέας ελαφιού, μία γαβάθα με φρούτα και ένα καρβέλι ψωμί. "Αν θέλετε κάτι ακόμη φωνάξτε με" είπε χαμογελώντας στον μεγαλόσωμο άντρα και έφυγε. "Γουίλγουορντ, μπορούμε να μονομαχούμε καθημερινά και πίστεψέ με, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο με κάθε περιπέτεια... ή τουλάχιστον οι πληγές που θα φροντίσω να σου αφήσω" είπε η γυναίκα και τα μάτια της γυάλιζαν από προσμονή. "Ελάτε ηρεμήστε!" ο τόνος της Έλεστελ είχε αλλάξει, αν και η μεταξένια φωνή της παρέμεινε ήρεμη. "Αν φύγουμε αύριο το πρωί από τον χέρσο δρόμο, θα φτάσουμε στην Πύλη του Μπάλντουρ το γρηγορότερο σε τρεις βδομάδες, αν όλα πάνε καλά. Αν φύγουμε με το πρώτο πλοίο, που αυτό από μόνο του θα μας πάρει καμια βδομάδα, θα έχουμε φτάσει σε δύο βδομάδες, ίσως λίγες μέρες παραπάνω. Τι λες εσύ, Ίανμορν;" Ο μεγαλώσωμος πολεμιστής άφησε το ποτήρι της μπύρας στο τραπέζι. "Φεύγουμε με καράβι. Είναι πολύ πιο εύκολο και νομίζω ότι μετά από τόσες μέρες ταξίδι από τη Σίλβεριμουν, μας χρειάζεται λίγη ξεκούραση. Πόσα χρήματα έχουμε;" "Αρκετά. Η Αλούστριελ ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη μαζί μας." "Είμαι σίγουρος για αυτό" είπε ο Γουίλγουορντ με μια υποψία χαμόγελου να τρεμοπαίζει στα χείλη του "ο Άρχοντας Κέιλεν ήταν πάντα ο αγαπημένος της. Δεν θα άφηνε να επιστρέψει ένας τόσο σπουδαίος Παλαδινός από τον μακρυνό Νότο μόνος του." Η συντροφιά ξέσπασε σε γέλια. Ήταν από κοινού γνωστό στην Σιλβέριμουν ότι ο Λογαγός της Φρουράς της πόλης ήταν ένας από τους πολύ κοντινούς φίλους της Αρχόντισσας Αλούστριελ "Δεν έχει σημασία! Αποστολή μας είναι να τον συνοδεύσουμε πίσω στην πόλη κι όχι να τον κριτικάρουμε." τους κατσάδιασε η Ζέλμα μόλις η έκρηξη του γέλιου κόπασε, κατα τον τρόπο της. "Και αυτό θα κάνουμε, αγαπητή μου Ζέλμα..." είπε η Έλεστελ χαμογελώντας τόσο αφοπληστικά που η γυναίκα δεν μπόρεσε να βρει τίποτα να απαντήσει.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Nathaniel στις Τρι Νοε 23, 2010 8:10 pm, 1 φορά | |
| | | Ophelia Fallen
Αριθμός μηνυμάτων : 1372 Ημερομηνία εγγραφής : 25/04/2010 Ηλικία : 160 Τόπος : House of night
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Damon Salvatore Atittude: Scary
| Θέμα: Απ: The Chosen Δευ Νοε 22, 2010 7:58 pm | |
| Το ότι το έχεις δεν περιμένεις να το ακούσεις από εμένα στο είπαν ήδη αμέτρητες φορές. Έχεις πολύ ζωήρη φαντασία και τη ζηλεύω. Συνήθως γράφω εντελώς διαφορετικό στιλ... Στο θέμα μας, πρέπει να προσέξεις λίγο την επανάληψη. "Ο νεαρός..." ή "τα αγόρια..." είναι δύσκολο γιατί δεν μπορείς να δηλώσεις την αναφορικότητα με πολλούς τρόπους απλά θα πρέπει να το παλέψεις. Και κάτι ακόμα, επειδή πρόκειται για ένα απαιτητικό κείμενο, δηλαδή, έχουμε μπροστά μας κάτι που θέλει να το παρακολουθείς, δε γίνεται να αφαιρεθείς και να δοκιμάσεις να συνεχίσεις την ανάγνωση, ίσως θα ήταν καλό να περιορίσεις λίγο την χρήση μεγάλων προτάσεων... Ανυπομονώ για τη συνέχεια, νομίζω είναι από τα καλύτερα που έχεις γράψει. Εξαιρετική περιγραφική ικανότητα, πλούσιο σε δράση... Α και κάτι ακόμα, που θα μου άρεσε εμένα τουλάχιστον πολύ, θα ήταν να έβαζες και λίγο εσωτερικό μονόλογο. Αν και τα αγόρια είναι κάπως μικρά ηλικιακά θα είχε ενδιαφέρον... Αυτά Μ αρέσει, μ αρέσει πολύ. | |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Δευ Νοε 22, 2010 8:07 pm | |
| Και πότε με το καλό η συνέχεια? | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Δευ Νοε 22, 2010 9:37 pm | |
| πολυ ωραια! αλλα τα ονοματα... ειναι περιεργα. απο που τα εμνευστηκες? δεν ξερω αν το ξερεις αλλα μου θυμιζε στην αρχη με τον παραμυθα και τους εκλεκτους και τα ξοτικα το <<εραγκον>> για την συνεχεια δεν ρωταω. με προλαβαν ηδη... | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Τρι Νοε 23, 2010 6:41 pm | |
| - Sensitive Vampire έγραψε:
- πολυ ωραια! αλλα τα ονοματα... ειναι περιεργα. απο που τα εμνευστηκες?
δεν ξερω αν το ξερεις αλλα μου θυμιζε στην αρχη με τον παραμυθα και τους εκλεκτους και τα ξοτικα το <<εραγκον>> για την συνεχεια δεν ρωταω. με προλαβαν ηδη... Τα ονόματα βγαίνουν εύκολα αν διαβάζεις τέτοια βιβλία. Απλά πρέπει να βρεις το κατάλληλο για κάθε χαρακτήρα. Ελέστελ, ας πούμε σημαινει Ελπίδα των Άστρων στην ξωτική γλώσσα του Τόλκιν. (el=άστρο, estel=ελπίδα) Τα άλλα ονόματα απλά μου ακούστηκαν σωστά... | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Τρι Νοε 23, 2010 7:49 pm | |
| ειναι πολυ ωραια παντως. ταιριαζουν απολυτα | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Τρι Νοε 23, 2010 8:09 pm | |
| Στον μεγαλοπρεπή ναό στις βορειοανατολικές συνοικίες τις πόλης, ενας μοναχικός άντρας ήταν γονατισμένος λίγα μέτρα από τον βωμό. Φορούσε ένα φαρδύ λευκό χιτώνα με κουκούλα που έκρυβε το κεφάλι του. Ήταν σκυμμένος μπροστά, και προσευχόταν αληθινά, με κλειστά τα μάτια του, ένας ταπεινός πιστός, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους. Μπροστά στα γόνατά του, είχε ακουμπήσει ένα μακρύ σπαθί με λευκή λαβή και ασημένιο φυλακτήρα, που αναπαριστούσε το άνοιγμα των φτερών ενός ασημένιου δράκοντα. Από το φυλακτήρα ξεκινούσε ένα σκαλιστό στη λάμα σχέδιο, ίδιο με το λαιμό και το κεφάλι του δράκου, που με ανοιχτό το στόμα εξάγνιζε τον κόσμο με την καλοακονισμένη λάμα του σπαθιού. Η λάμα, έμοιαζε να απορροφά το φως του ήλιου που έμπαινε από την γυάλινη οροφή πάνω από το βωμό, και να την ανταπέδιδε με μία ένταση πολλαπλάσια από αυτή που τη δεχόταν. Ναι, ήταν ένα αριστούργημα της μεταλουργίας αυτό το σπαθί, και λίγα ήταν ισάξιά του σε όλα τα Βασίλεια της Λήθης. Ο άντρας είχε ολοκληρώσει την προσευχή του, καθώς φαίνεται, γιατί σηκώθηκε ξαφνικά, παίρνοντας και το σπαθί μαζί του και με βήμα ήρεμο και σίγουρο κατευθύνθηκε προς το αναγνωστήριο, όπου υπήρχε η μικρότερη, και σε αξία και σε μέγεθος, βιβλιοθήκη του Ναού. Κρατώντας το σπαθί με το ένα χέρι με την λάμα προς το ξύλινο πάτωμα, χτύπησε με το άλλο την βαριά πόρτα του Αναγνωστηρίου και μπήκε μέσα. Η κύρια αίθουσα αυτής της μικρής βιβλιοθήκης, ήταν ένα κυκλικό δωμάτιο με βιβλιοθήκες να στολίζουν κάθε σπιθαμή των τοίχων εκτός από τα ανοίγματα για τις δύο πόρτες - τη μία που οδηγούσε στο ναό και την άλλη που οδηγούσε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα και στο γραφείο του Αρχιερέα του Ναού. Ένας μεγάλος πολυέλαιος κρεμόταν από το κέντρο του ταβανιού και φώτιζε το δωμάτιο. Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχαν τέσσερα γραφεία που χρησιμοποιούνταν για μελέτη από τους επισκέπτες του Ναού, μα τόσο νωρίς το πρωί, ήταν λογικό να είναι άδεια. Ο άντρας προχώτησε προς την πόρτα και την άνοιξε. Μπροστά του εκτείνονταν ένας διάδρομος μιας ντουζίνας μέτρων με πόρτες στα δεξιά και μία στο άλλο άκρο. Προχώτησε στο διάδρομο ωσπου στην δεύτερη πόρτα σταμάτησε και χτύπησε. "Πέρασε, Κέιλεν" ακούστηκε η γνώριμη φωνή του Αρχιερέα. Υπακούοντας ο Κέιλεν βρέθηκε σε ένα δωμάτιο που με μία πρώτη ματιά ήταν υπερβολικά μικρό, κι όμως χωρούσε άνετα ένα κρεβάτι, μία μικρή ντουλάπα, ένα γραφείο με καρέκλα και μία βιβλιοθήκη πίσω από το γραφείο. Το μοναδικό φως του δωματίου ερχόταν από ένα αρκετά μεγάλο παράθυρο στον τοίχο απέναντι απ'την πόρτα. Ο Κέιλεν έριξε την κουκούλα απο το το κεφάλι του αφήνοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά του να στεφανώσουν τους ώμους του και έκλινε το κεφάλι προς τον γηραιότερο άντρα μπροστά του. "Αρχιερέα", είπε με σεβασμό στρέφοντας το γαλάζιο βλέμμα του στο σκούρο καστανό του ιερέα, "προσευχήθηκα όπως προσεύχομαι εδώ και πολλά χρόνια, αλλά τα λόγια του θεού, δεν φτάνουν τα αφτιά μου" "Ο Τηρ, Κέιλεν, είναι απρόβλεπτος θεός. Αν δεν κρίνει δίκαιο να σου μιλήσει, δεν θα το κάνει. Μα πες μου, εσύ τι αισθάνεσαι; Τι σου λέει η καρδιά σου;" ο ασπρομάλλης Αρχιερέας του Ναού του Τηρ της Πύλης του Μπάλντουρ, κοίταξε τον κατα πολύ νεότερό του άντρα μπροστά του με συμπόνια. "Είναι ακόμη ζωντανός... μπορώ να το νιώσω μέσα μου" είπε απολογητικά ο Κέιλεν, "μα που μπορεί να είναι;" "Παιδί μου, πέρασαν πολλά χρόνια από την καταστροφική επίθεση των ορκ στο χωριό σου και κανένα ίχνος του Νέιθαν δεν έχει εμφανιστεί. Ίσως να είναι ζωντανός, κι αφού εσύ μου λες ότι ειναι, δεν το αμφισβητώ, αλλά πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια και εκείνος ήταν μόλις παιδί. Οι πιθανότητες να θυμάται τι του συνέβει είναι πολύ λίγες, Αδερφέ μου, Κέιλεν." "Θα βγω να τον αναζητήσω, Αρχιερέα. Αν δεν ήμουν εγώ, αν δεν είχα επιλέξει να φύγω εκείνη τη μέρα, τότε ίσως-" "Τότε ίσως να ήσουν κι εσύ νεκρός ή αγνοούμενος. Οι ανιχνευτές που το τάγμα μας έστειλε ήταν από τους πιο ικανούς, και δεν κατάφεραν να βρουν τίποτα. Δύο πτώματα Ορκ, ολα κι όλα." "Και αυτο" είπε ο Κέιλεν με τρεμάμενη φωνή και βάζοντας το χέρι μέσα από τις πτυχές του χιτώνα του έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι. "Ήταν του αδερφού μου" "Μίλησε στην Αλούστριελ, Κέιλεν. Ίσως εκείνη, με τη μαγεία της να μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις τις απαντήσεις που αναζητάς" "Σοφή η συμβουλή σου, Αρχιερέα. Θα την ακολουθήσω μόλις γυρίσω στην Σιλβέριμουν" ο Κέιλεν σηκώθηκε και στράφηκε προς την πόρτα. "Σε λίγες μέρες η συνοδεία μου από την πόλη του Ασημένιου Φεγγαριού, θα πρέπει να καταφτάσει"
Η Γοργόνα του Αφρού έσκιζε τα κύματα προς το νότο με τη χάρη μιας χορεύτριας των Εφτά Πέπλων. Γοργοκίνητοι ναυτικοί πηγαινοέρχονταν στο κατάστρωμα - είχαν μόλις πιάσει δυνατό ούριο άνεμο και σιγούρευαν τα ξάρτια, άνοιγαν και τα μικρότερα πανιά στα δύο βοηθητικά κατάρτια και φρόντιζαν για την ασφαλή πορεία τους. Ο πηδαλιούχος, ένας μαυριδερός πολυταξιδεμένος ναύτης με κοφτερή ματιά και σταθερό χέρι, χαμογελούσε καθώς κουμαντάριζε το μεγάλο καράβι σαν να ήταν η από πολλά χρόνια ερωμένη του. Που και που, ένας ναύτης που η δουλειά του δεν είχε να κάνει με την σωστή πορεία του καραβιού, πλησίαζε έναν άντρα που κρεμόταν από την δεξιά κουπαστή, και του έδινε ένα κομμάτι σφουγγάρι μουσκεμένο με ξύδι. Ο άντρας σηκωνόταν από την κουπαστή για δύο στιγμές, όσο χρειαζόταν δηλαδή να αρπάξει το σφουγγάρι και να ευχαριστήσει τον ναύτη πριν γυρίσει και πάλι προς τη θάλασσα αδειάζοντας το περιεχόμενο του στομαχιού του. Καθισμένοι σε μία στίβα καραβόπανα δίπλα στο κεντρικό κατάρτι, δύο πολεμιστές, ένας άντρας και μία γυναίκα έδειχναν τον καημένο σύντροφό τους και γελούσαν με το βασανιστήριό του. "Μα Ζέλμα, δεν έπρεπε να τον αφήσεις να βγει απ'την καμπίνα μας!" διαμαρτυρήθηκε ο άντρας κοιτάζοντας την κάπως πιο σοβαρή γυναίκα δίπλα του. "Α ναι; Και ποιος θα καθάριζε το πάτωμα και τους τοίχους, και με την φόρα που έχει πάρει και το ταβάνι, Γουίλγουορντ; Εσύ;" "Είχες δίκιο, ίσως λίγος καθαρός αέρας να του κάνει καλό τελικά" είπε ο Γουίλγουορντ και ξέσπασε σε γέλια. "Πάντως η ξωτικιά φίλη μας περνάει καλά εκεί πάνω" συνέχισε δείχνοντας με τον αντίχειρα στην κορυφή του καταρτιού όπου δέσποζε το παρατηρητήριο." "Μα όπως είπε και ο Καπεταν-Κάιβεν, τι καλύτερο από τα μάτια ξωτικού; "ΑΑΑ! τι δουλειά έχεις εδώ εσύ; Γύρνα το κεφάλι σου απ'την άλλη, τα ρούχα μου είναι πεντακάθαρα!" κραύγασε ο Γουίλγουορντ κοιτάζοντας το υπερβολικά χλωμό και λίγο πρασινωπό πρόσωπο του Ίανμορν. "Σκάσε, άθλιε. Αυτή η σαφρακιασμένη μαούνα δεν τρέμει σαν χέλι πια" είπε αδύναμα ο πολεμιστής και σωριάστηκε δίπλα στην Ζέλμα. "Δηλαδή, θα ήθελες λίγο τυρί και ψωμί τώρα; Μου φαίνεσαι κάπως κομ-" Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο Γουίλγουορντ, ο Ίανμορν έτρεξε πίσω προς την κουπαστή με το χέρι του να σφίγγει το στόμα του.
Εδώ θα μπορούσα να μείνω για την υπόλοιπη ζωή μου, σκέφτηκε η Ελέστελ καθώς γλάροι και άλλα θαλασσοπούλια πετούσαν τριγύρω της. Πέρα μπροστά, ο Ωκεανός αντικατόπτρυζε τον ήλιο που ανέβαινε στον ουρανό, ακολουθώντας την καθημερινή του ρουτίνα, και σκορπίζοντας το φως και τη ζεστασιά του σε κάθε γωνιά της γης. Η Ελέστελ έκανε μία στροφή γύρω από την κορυφή του καταρτιού, ελέγχοντας για τυχών πλοία ή στεριές που θα μπορούσαν να συναντήσουν, και χαμογέλασε στον άνεμο που έκανε τα μαλλιά της να ανεμίζουν, σαν χρυσαφιά σημαία στο πιο ψηλό κατάρτι. Εκεί πάνω, έμοιαζε να πετά, και η ξωτικιά έχοντας πετάξει πολλές φορές με τους πήγασους της φυλής της, αναπολούσε τις δυνατές συγκινήσεις που της έδινε η αίσθηση όλου του κόσμου εκατοντάδες μέτρα κάτω από τα πόδια της.
Έτσι, το ταξίδι της παρέας για μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του Νότου, την Πύλη του Μπάλντουρ, συνεχιζόταν ήρεμα και χωρίς απρόοπτα. Στο Δάσος του Μίρν, στην έρημο που λεγόταν Κάλιμσαν, πολλές λεύγες νότια από την Πύλη του Μπάλντουρ, υπήρχε ένα παλάτι φτιαγμένο από μαύρο μάρμαρο και κόκκινο γρανίτη. Φτιαγμένο χιλιάδες χρόνια πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, το οικοδομημα δέσποζε, ψηλότερο κι από το πιο αρχαίο από τα αιωνόβια δέντρα του Δάσους του Μιρν. Κάθε του πέτρα, ήταν δεμένη με ξορκια για να μην μαραθεί ποτέ στο χρόνο, κάθε πυργίσκος, χτισμένος στην αποκρυφη ψαλμωδία μιας μαγεία πιο δυνατής κι από τον ίδιο τον κόσμο, θα έμενε αιώνια ορθωμένος. Εκεί, που μία ολόκληρη στρατιά από τα ζοφερά ντρόου-ελφ, τα μοχθηρά ξωτικά του σκότους, κατοικούσαν υπηρετώντας έναν και μόνο άρχοντα, έχοντας ξεχάσει την Βασίλισσά τους την Θεά Λοθ, μέσα από τις μαύρες πύλες του κάστρου, και διασχίζοντας τους μαρμαρόστρωτους διαδρόμους με τις αρχαίες πανοπλίες και οπλα στους τοίχους, στα δώματά του σε έναν από τους πιο ψηλούς πυργίσκους, ένας καλογυμνασμένος άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά και γκρίζα μάτια, φορούσε την πανοπλία του. Όταν όλα της τα εξαρτήματα είχαν κουμπώσει σωστά, ο άνδρας πήρε από τα πόδια του κρεβατιού του ένα τεράστιο σπαθί και το έδεσε πίσω από την πλάτη του, αφήνοντας την εβένινη, αρκετά μακριά για δύο χέρια, λαβή του να προεξέχει πάνω από τον δεξί του ώμο. Τέλος, ο άνδρας στερέωσε μία μακριά μαύρη κάπα κουμπώνοντάς της με μία βαθυκόκκινη πόρπη στον αριστερό του ώμο και πήρε το κράνος του στα χέρια, χωρίς να το φορέσει. Πηγαίνοντας προς την πόρτα του δωματίου του, δεν έκανε τον τόπο να την ανοίξει. Πέρασε από μέσα της σαν να μην υπήρχε το βαρύ μασίφ μαόνι, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ στην άλλη πλευρά, αλλά στην κεντρική αίθουσα του Κάστρου, πολλά πατώματα κάτω, εκεί που ένας άντρας με μεταξωτά ρούχα και χρυσό στέμμα καθόταν στον βελούδινο θρόνο. Κάνοντας μερικά βήματα που τον έφεραν μπροστά στον υπερυψωμένο θρόνο, γονάτισε. "Άρχοντά μου" "Α, ήρθες Νέιθαν" η φωνή του άντρα στο θρόνο ήταν πιο ψυχρή από ποτέ, μα ευγενική και φινετσάτη. "Ναι, Άρχοντα. Ήρθα να σε αποχαιρετίσω" Ο άντρας στο θρόνο γέλασε, και το γέλιο του αντήχισε στην τεράστια αίθουσα. "Να με αποχαιρετήσεις, φίλε μου; Πράγματι, πάει καιρός τώρα που δεν έχεις να μάθεις τίποτα πια από εμένα. Αλλά δεν είσαι ολοκληρωμένος ακόμα." "Το γνωρίζω, Άρχοντα, αλλά με την άδειά και τη βοήθειά σου, θα ήθελα να μου δωθεί και το τελευταίο προνόμιο." "Είσαι δυνατός, Νέιθαν. Ο καλύτερος μαθητής μου. Για αυτό, θα σου δώσω την άδεια να φύγεις, και θα σε βοηθήσω να κερδίσεις το τελευταίο σου προνόμιο." Ο άντρας στο θρόνο σηκώθηκε και ήψωσε τα χέρια. Μία κόκκινη λάμψη πλυμμήρισε τις παλάμες του και με μία κίνηση σαν να τις τίναζε από πάνω του, έστειλε την λάμψη να σταθεί στο κέντρο της αίθουσας. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μία έκρηξη λευκού φωτός τύφλωσε τον Νέιθαν. Όταν τα μάτια του συνήθισαν, μπροστά του, στη μέση του δωματίου, η σιλουέτα ενός λιονταριού φτιαγμένο εξολοκλήρου από λευκό φως, τον κοίταζε, με ένα απειλητικό γουργουρητό να βγαίνει από το λαιμό του. "Λοιπόν, Νέιθαν, ορίστε η Τελευταία Δοκιμασία σου" είπε ο άντρας και γέλασε ξανά, αυτή τη φορά ακομη πιο δυνατά. | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Τρι Νοε 23, 2010 8:09 pm | |
| Ευχαριστώ | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Τρι Νοε 23, 2010 11:46 pm | |
| ηταν πολυ ωραιο! για να σου πω την αληθεια οταν στο προηγουμενο κεφαλαιο ανεφερες τον κειλεν μπερδευτηκα γιατι δεν ειχες διευκρινισει οτι περασαν περιπου 10 χρονια. ετσι νομιζα οτι ηταν ας πουμε καποιος συγγενης τους ή κατι τετοιο. αλλα για να καταλαβω καλα, ο νειθαν ειναι με την μερια του θεου του κακου τωρα, και δεν θυμαται τιποτα απο την οικογενεια του και το παρελθον? πιστος υπηρετης? | |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Τετ Νοε 24, 2010 4:35 am | |
| Είναι τέλειο! Σε κάποια σημεία τα γράφεις πολύ ποιητικά! Ανυπομονώ να δω τησυνέχεια!!! | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Τετ Νοε 24, 2010 6:39 am | |
| | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Τετ Νοε 24, 2010 8:55 pm | |
| Χμ... θα δείτε... το τι είναι ο καθένας είναι λιγάκι περίπλοκο για να το εξηγήσω. Ωστόσο, ναι, ο Νέιθαν είναι πλέον κακός, αλλά χωρίς να υπηρετεί κάποιον. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν Blackguard και έναν Paladin (Νέιθαν και Κέιλεν αντίστοιχα) είναι ότι ο πρώτος υπηρετεί καθαρά τον εαυτό του ενώ ο δεύτερος υπηρετεί πάντα κάποιον Θεό, με τη διαφορά ότι μπορεί να μην είναι άμεση υπηρεσία. Δηλαδή ο Παλαδινός, μπορεί να έχει έναν ανώτερο Παλαδινό για Λοχαγό ή Άρχοντα, πάντα όμως πάνω απ'όλους είναι κάποιος θεός του καλού. | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Τετ Νοε 24, 2010 10:31 pm | |
| Η Πύλη του Μπάλντουρ, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια στα σύνορα του Νότου και των Μέσων Βασιλείων, ήταν ταυτόχρονα και μία πανίσχυρη πόλη, της οποίας οι τοπικοί Άρχοντες ήταν πασίγνωστοι για τον πλούτο, την ισχύ και την επιρροή τους. Χτισμένη με σχέδιο που διαχώριζε τις κοινονικές τάξεις των κατοίκων της, ήταν χωρισμένη σε τέσσερις συνοικίες, τεταρτημόρια θα τα λέγαμε, από δύο μεγάλους δρόμους που ένωναν την βόρεια με τη νότια πύλη, και την ανατολική πύλη με την περιοχή του λιμανιού. Στα βόρεια του λιμανιού, δέσποζε ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια της πόλης, που δεν ήταν άλλο από το ναυπηγείο. Γύρω από το λιμάνι, όπως θα περίμενε κάποιος, ήταν η περιοχή των εργατών του ναυπηγείου και των χαμάληδων που βοηθούσαν με τις δουλειές του λιμανιού, αλλά ο κύριος δρόμος του λιμανιού ήταν γεμάτος από ταβέρνες και φτηνά πανδοχεία. Η Πύλη του Μπάλντουρ, ήταν μεγάλο λιμάνι και για άλλους λόγους πέρα από εμπορικούς. Ένα πειρατικό πλοίο, δεν είχε παρά να μοστράρει την κλεμένη ναυτική σημαία ενός από τα παραθαλάσσια βασίλεια, και θα γινόταν δεκτό στο λιμάνι, ανεξάρτητα από προκυρήξεις. Αυτό το λιμάνι πρόσφερε άσυλο τόσο σε τίμιους μεροκαματιάρηδες ναυτικούς, όσο και στα αποβράσματα εκείνων των νερών, που τόση ήταν η δύναμή τους που είχαν ιδρύσει ακόμη και συντεχνία. Στην Νότια πλευρά της πόλης, υπήρχαν οι Στρατώνες, όπου κάθε επίδοξος στρατιώτης της Φρουράς, θα εκπαιδεύονταν. Εκεί υπήρχαν καπηλειά και πορνεία, μέρη δηλαδή, που προορίζονταν για σύντομη διασκέδαση ανάμεσα σε ώρες και μέρες σκληρής εκπαίδευσης, ενώ στην Ανατολική, κατοικούσαν οι αστοί και οι διάφοροι πραματευτάδες που νοίκιαζαν κάποιο σπίτι για όσο καιρό θα έμεναν στην πόλη. Το Βόρειο τεταρτημόριο, ήταν εντελώς διαφορετικό από τα άλλα. Ένας ταξιδιώτης που θα έκανε τον περίπατό του στην Πύλη του Μπάλντουρ, εκεί ήταν που στεκόταν να θαυμάσει τους πανέμορφους κήπους και την τεχνοτροπία των βιλών, των Αρχόντων και των γαλαζοαίματων. Το κέντρο της πόλης, ήταν κυρίως μία πελώρια πλατεία, όπου καθημερινά γινόταν το παζάρι και εκεί μπορούσε να βρει κανείς κάθε είδους αγαθά, από το φίλντισι του μακρινού Βορρά μέχρι εξωτικά ποτά και φρούτα της ερήμου του Νότου. Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνον τον καιρό, και για πολλά χρόνια πριν αλλά και μετά έτσι ήταν, γιατί η Πύλη του Μπάλντουρ ήταν ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι, όπου ο Βορράς συναντούσε το Νότο και εκεί μπορούσε να δει κανείς πολλά θαυμαστά πράγματα. Ήταν τέλη της άνοιξης εκείνο το σούρουπο, που ένα καράβι με τέσσερις ταξιδευτές, άραξε στο λιμάνι, και ίσα που πρόλαβε τον εκτελωνισμό, γιατί οι Φρουρά δεν άφηνε τίποτα και κανέναν να ανέβει ή να κατέβει από το πλοίο μετά τη δύση του ήλιου, παρεκτός κι αν είχε το ειδικό πάσο από το Λιμεναρχείο.
Η Γοργόνα του Αφρού είχε επιτέλους φτάσει στον πολυπόθητο προορισμό της. Οι τέσσερεις σύντροφοι, μουδιασμένοι από την υπερβολική απραξία, και ξυλιασμένοι από την υπερβολική υγρασία της θάλασσας, κατέβηκαν αφού πήραν άδεια από τον καπετάνιο στο λιμάνι και για πρώτη φορά στο ταξίδι τους ο Ίανμορν φάνηκε να ανακτά την ισορροπία και την καλή του διάθεση. Με τα σακίδιά τους στον ώμο οδηγήθηκαν από έναν ναύτη της Γοργόνας, μέχρι το σημείο που στην πρύμνη του καραβιού ένας γερανός ξεφόρτωνε τα τρομαγμένα τους άλογα. Η Ελέστελ, πλησίασε το δικό της, και μιλώντας του στη γλώσσα των ξωτικών, έλυσε το μαντήλι που του είχαν δέσει γύρω από τα μάτια, αφήνοντας το άλογο να τη μυρίσει, ηρεμώντας το. Παίρνοντας παράδειγμα από την φροντίδα της ξωτικιάς, οι τρεις πολεμιστές τη μιμήθηκαν και λίγες στιγμές αργότερα ίππευαν προς το κέντρο της πόλης. "Ελέστελ, ξέρεις που θα βρούμε τον μορφονιό;" ρώτησε η Ζέλμα καθώς ο Γουίλγουορντ που είχε ξαναρθει στην μεγάλη πόλη τους οδηγούσε μέσα από καλντερίμια σε ένα αξιοπρεπές πανδοχείο. "Δεν θα τον συναντήσουμε σήμερα" απάντησε εκείνη κάπως σκεπτική. "Οι Ιερείς του Ναού, δεν είναι άνθρωποι που αρέσκονται στις νυχτερινές επισκέψεις από τέσσερις πάνοπλους κυνηγούς της περιπέτειας, και νομίζω ότι οι φίλοι μας το έχουν παρακάνει λιγάκι με το οπλοστάσιό τους" είπε δείχνοντας τον Ίανμορν και τον Γουίλγουορντ, που το βάρος των όπλων τους ήταν ισο με το δικό τους, τουλάχιστον. "Ανόητοι διανοούμενοι. Τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα καλοζυγισμένο χτύπημα, κι ας προσεύχονται όσο θέλουν οι παπάδες" είπε απαξιωτικά ο Ίανμορν. "Φτάσαμε, φίλοι μου" ακούστηκε η φωνή του Γουίλγουορντ καθώς ξεπέζευε από το άλογό του μπροστά από ένα πανδοχείο που η ταμπέλα του λικνιζόταν στο απαλό νυχτερινό άνεμο. Η Ζέλμα κοίταξε την ταμπέλα και το ατσάλινο βλέμμα της έπεσε στον πεζό άνδρα. "Η Χαλασμένη Σουπιά;" ρώτησε μη πιστεύοντας στα μάτια της. "Που μας έφερες πάλι βρε άχρηστο τομάρι;" "Αγαπητή μου Ζέλμα, μην κάνεις έτσι" απάντησε άνετα εκείνος. "Απλώς ο ιδιοκτήτης έχει λίγο παράξενη αίσθηση του χιούμορ" "Έπρεπε να το φανταστώ αφού είναι δικός σου φίλος" είπε εκείνη πηδώντας από την σέλα. "Μα δεν είναι φίλος μου, αγαπητή μου" Ο Γουίλγουορντ οδήγησε το άλογό του στον σταβλο πίσω από το πανδοχείο ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους. Το άφησε στην φροντίδα ενός ιπποκόμου πετώντας του ένα ασημένιο που ο καλά εξασκημένος νεαρός εξαφάνισε στην τσέπη του, και μπήκε από μία πλαϊνή πόρτα στο πανδοχείο. Η συντροφιά τον ακολούθησε στη πολύβουη σάλα κάτι παραπάνω από χαρούμενοι που για αυτήν την νύχτα τουλάχιστον δεν θα ήταν αναγκασμένοι να κοιμηθούν στις στενές κουκέτες της Γοργόνας. Ο πολεμιστής προχώρησε προς το μπαρ και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του, κάνοντας αρκετά από τα ποτά που βρίσκονταν πάνω να αναπηδήσουν και φωνάζοντας "Τάρικ! Που είσαι βρε σαπιοκέρατε ελέφαντα;" στην προσφώνηση αρκετοι από τους πελάτες που τον άκουσαν ξέσπασαν σε γέλια ενώ από την κουζίνα πίσω από το μπαρ ακούστηκε η θυμωμένη απάντηση "Αν είναι αυτός ο άθλιος πολεμιστής πάλι το καλό που του θέλω να μου έχει φέρει κάθε μεταλλίκι που μου χρωστάει αλλιώς θα του εξηγήσω πως καθαρίζουνε τα σάπια ψάρια σαν και του λόγου του!" Οι τέσσερείς τους ξέσπασαν σε γέλια μαζί με τους πελάτες αυτή τη φορά, καθώς ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με φαλάκρα και μεγάλο χαμόγελο εμφανιζόταν πίσω από το μπαρ. "Γουίλγουορντ! Δεν σου είπα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου σ'αυτό το τίμιο μαγαζί;" "Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Ταρίκ, φίλε μου" "Και δεν σου είπα ότι αν το κάνεις, θα το μετανιώνεις για κάθε λεπτό από τη ζωή που θα σου απομένει;" "Ναι ναι, Ταρίκ, φαγητό για τέσσερεις στο γνωστό τραπέζι" "Και τι δουλειά έχεις εδώ βρε παλιοτόμαρο;" "Και γρήγορα, Ταρίκ γιατί πεινάμε!" "Οι μπύρες κερασμένες από εμένα" Ο Γουίλγουορντ οδήγησε τους τρεις συντρόφους σε ένα τραπέζι δίπλα από ένα παραδόξως καθαρό παράθυρο και κάθισε αναπαυτικά σαν να μην είχε υποθεί τίποτα το παράξενο ανάμεσα σε εκείνον και τον ταβερνιάρη. "Τι, στις Εννιά Κολάσεις, ήταν αυτό;" ρώτησε ο κάτι περισσότερο από μπερδεμένος Ίανμορν. "Ποιο;" "Μη μου κάνεις τον αθώο εμένα!" η Ζέλμα τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες. "Τι σχέση έχεις εσύ με αυτόν τον άνθρωπο. Αν πρόκειται να μας βάλει σε μπελάδες, καλύτερα να μας το πεις." "Α! Ο Ταρίκ; Πάντα έτσι είναι ο καημένος ο Ταρίκ! Δεν φταίει εκείνος, φυσικά. Στη πόλη λένε ότι όταν ήταν μικρός έπεσε στο κεφάλι του ένα δοχείο με κάποιο από τα μαντζούνια ενός μάγου και για αυτό έγινε έτσι. Από 'κει και η φαλάκρα" "Όσα χρόνια κι αν περάσω ανάμεσά σας, ποτέ δεν πρόκειται να σας καταλάβω, εσάς τους ανθρώπους" είπε η Ελέστελ κοιτάζοντας την έναστρη νύχτα από το παράθυρο. "Ορίστε και το γεύμα σας!" ακούστηκε ο Ταρίκ και άφησε ένα μεγάλο δίσκο με κρέας αγριόχοιρου και τέσσερις κούπες μπύρα πάνω στο τραπέζι. Ο ταβερνιάρης με μία ρευστή κίνηση άφησε την μεγάλη του παλάμη να πέσει πάνω στο σβέρκο του Γουίλγουορντ και τον έσφιξε κάνοντας τον πολεμιστή να μαζευτεί και τους τρεις της παρέας να ξεσπάσουν σε γέλια. "Λοιπόν, και τώρα που σας φρόντισα, καιρός να μου δώσεις τα χρυσά νομίσματα που μου χρωστάς!" "Μα Ταρίκ, ξέρεις ότι δεν έφταιγα εγώ! Ο χάφλινγκ είχε μαγεμένα ζάρια, για αυτό έχασα τα χρήματά σου!" "Δεν πιάνουν αυτά σε εμένα τζογαδόρε της πλάκας! Μου χρωστάς τριάντα χρυσά και θα μου τα δώσεις αλλιώς θα σε παραδώσω στο Ναό." "Στο Ναό; Γιατί όχι στη Φρουρά;" Ο Ταρίκ άφησε έναν βρυχηθμό να του ξεφύγει και άφησε το χέρι του να ξαναπέσει στον κοκκινισμένο σβέρκο του πολεμιστή. "Γιατί μία νυφίτσα σαν και του λόγου σου, κατάφερε να κάνει ακόμα και τους Φρουρούς να παίξουν ζάρια!" "Ορίστε, καλέ μου άνθρωπε τα χρήματά σου", είπε η Ελέστελ και άφησε ένα μικρό πουγκί να πέσει μέσα στην ποδιά του Ταρίκ. "Μα Ελέστελ, ο Ταρίκ δεν τα εννοεί αυτά που λέει, δεν θα με πείραζε ποτέ, έτσι δεν είναι;" ο Γουίλγουορντ κοίταξε παρακλητικά τον ταβερνιάρη και επανέλαβε "Έτσι δεν είναι Ταρίκ, αδελφέ μου;" "Για χάρη της μάνας μας που δεν σε έδερνε αρκετά όταν ήσουν μικρός, θα σου μαύριζα μόνο το ένα από τα δύο σου τα μάτια" απάντησε ο Ταρίκ. "Αδερφός σου; Αδερφός σου;" η Ζέλμα είχε σηκωθεί ρίχνοντας την καρέκλα που καθόταν. "Δεν μας είπες ότι αυτή η... Χαλασμένη Σουπιά ήταν το πανδοχείο του αδερφού σου!" "Μα δεν ήξερα αν είναι ακόμη δική του! Έφυγα κάπως βιαστικά την τελευταία φορά και-" Αλλά αυτή τη φορά αυτό που τον διέκοψε ήταν η γροθιά της πολεμίστριας ακολουθούμενη από τα βροντερά γέλια του Ίανμορν και του Ταρίκ. Καθώς η Ζέλμα τον σήκωνε από τον γιακά, η Ελέστελ έστρεψε το πρόσωπό της στον καθαρό ουρανό. "Άνθρωποι" είπε και χαμογέλασε στα άστρα.
Ο Νέιθαν κείτονταν στο μαύρο μάρμαρο του πατώματος της Αίθουσας του Θρόνου με την πανοπλία του να έχει παραμορφωθεί από τα δυνατά χτυπήματα του δαιμονικού αιλουροειδούς, Δίπλα του το κατεστραμένο σπαθί του κάπνιζε ακόμη από το τελευταίο χτύπημα που έριξε στον δαίμονα. "Νέιθαν" ακούστηκε η φωνή του μέντορά του, "Νέιθαν, Νέιθαν, Νέιθαν" ο άντρας επανέλαβε το όνομα του νεαρού άνδρα με τον συγκρατιμένο ενθουσιασμό να χρωματίζει ελαφρά τη φωνή του. "Τα κατάφερες καλύτερα από όσο θα μπορούσα ποτέ να ελπίζω. Σήκω τώρα. Σήκω και λάβε τις εξουσίες που σου ανήκουν" Στα λόγια του, ο Νέιθαν προσπάθησε να σαλέψει, μα οι μώλωπες σε κάθε σημείο του σώματός του είχαν άλλη άποψη. "Έλα κοντά μου, Νέιθαν" επανέλαβε ο άνδρας και στην προτροπή του ο Νέιθαν ανακάθισε με κόπο. Ένιωθε κάθε μυ του σώματός του να διαμαρτύρεται από την προσπάθεια, μα σφίγγοντας τα δόνια σηκώθηκε παραπατώντας με τα θλιβερά απομεινάρια του κάποτε πανίσχυρου σπαθιού στο δεξί του χέρι. Προχώρησε προς το Θρόνο που τον περίμενε αυτός ο χαμογελαστός άνδρας και στάθηκε μπροστά του. "Αυτά είναι που κέρδισες σήμερα" πρόφερε τα αρχαία λόγια ο μέντοράς του, και σήκωσε τα χέρια με τις παλάμες προς τα έξω. Ξανά, όπως και την προηγούμενη φορά, ένα κόκκινο φως τρεμόπαιξε γύρω από τις παλάμες του, μόνο που αυτήν την φορά ένα ίδιο τύλιξε και τον Νέιθαν, θεραπεύοντάς τον, διώχνοντας την κούρασή του και γιατρεύοντας τις πληγές του. Και ακόμη καλύτερα. Τώρα ένιωθε πιο δυνατός από πριν. Ο άνδρας στο θρόνο άπλωσε το δεξί του χέρι και έδειξε στα πόδια του Νέιθαν, και από το τίποτα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του μία πανοπλία, απλή αλλά καλοφτιαγμένη και δίπλα της ένα σπαθί, πανομοιότυπο με το παλιό του. "Αυτά θα πάρουν τη μορφή της πραγματικής σου δύναμης μόλις τα φορέσεις Νέιθαν. Και τότε δεν θα εισαι πια μαθητευόμενός μου, αλλά ο Άρχοντας Νέιθαν, ο Μαύρος Φρουρός, που δεν θα υπηρετεί πια κανέναν, αλλά τον εαυτό του!" "Αφέντη, κάτι ακόμη έχει υποθεί ότι θα μου δωθεί" τα γκρίζα μάτια του νεαρού γυάλιζαν με ένα εσωτερικό φως. Ο μέντοράς του χαμογέλασε καθώς ύψωνε για τελευταία φορά τα χέρια του και η έκρηξη φωτός που ακολουθούσε την εμφάνιση του Χέλκατ, συντάραξε την αίθουσα. "Αυτός είναι τώρα ο Αφέντης σου", είπε ο άνδρας δείχνοντας τον Νέιθαν. "Υπηρέτησέ τον όπως έχει υποθεί" Ο Δαίμονας πλησίασε τον Νέιθαν. Το φως που εξέπεμπε τύφλωνε τον νεαρό άνδρα αλλά κατάφερε να κρατήσει σταθερό το βλέμμα του. "Δεν σε χρειάζομαι, Χέλκατ, προς το παρόν. Μάθε, ότι σε ονομάζω Γκράαβερ!" Το Χέλκατ άφησε έναν εκωφαντικό βρυχηθμό και εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει πίσω του ίχνος. Ο Νέιθαν κοίταξε το Μέντορά του και άρχισε να αφαιρεί την παλιά του πανοπλία, πετώντας το παλιό του σπαθί στο πλάι. Με όλα τα κομάτια της πανοπλίας του πεταμένα μακριά του στο πάτωμα, ο Νέιθαν έσκυψε να πιάσει την καινούργια του πανοπλία αλλά μόλις την άγγιξε εκείνη εξαφανίστηκε και ο Νέιθαν τινάχτηκε στον αέρα αιωρούμενος από μία δύναμη που δεν μπορούσε να κρατήσει. Μαύρος καπνός έμοιαζε να τυλίγει το σώμα και το κεφάλι του και να στερεοποιείται αργά αλλά σταθερά, στην πανοπλοία που θα γινόταν από δω και μπρος το σύμβολο της δικής του δύναμης. Το σπαθί που μέχρι πριν από λίγο ήταν στο πάτωμα αιωρήθηκε προς το ανοιχτό του χέρι και μόλις η λαβή άγγιξε την παλάμη του, το σπαθί έμοιασε να εξαϋλώνεται. Καθώς ο Νέιθαν πλησίαζε στο πάτωμα με την πανοπλία και το σπαθί του στις αληθινές μορφές τους τώρα πια, ο άντρας στο θρόνο, ο μέντοράς και αφέντης του τα τελευταία δέκα χρόνια χαμογέλασε ώσπου το χαμόγελό του έγινε γέλιο, τόσο δυνατό που αντήχησε σε όλο το Κάστρο. Ο Νέιθαν τον πλησίασε βγάζοντας την καινούργια του περικεφαλαία. "Έχεις γίνει πιο δυνατός απ'όσο είχα φανταστεί, πράγματι, Νέιθαν" είπε με τη φωνή του να γεμίζει η ευθυμία της στιγμής. "Πιο δυνατός απ'όσο μπορείς να φανταστείς..." απάντησε ο Νέιθαν στρέφοντας τα μάτια του στον μέντορά του. "Πράγματι" Ξαφνικά το πρόσωπο του άντρα πήρε μία έκφραση ανύμπορου πανικού. Τα μάτια του γούρλωσαν και το στόμα του σχημάτισε μία άηχη κραυγή. Καθώς ο Νέιθαν γύριζε την πλάτη του στον μέντορά του, η φιγούρα του άντρα στο θρόνο έλιωσε μέχρι που αυτό που κάποτε ήταν μία πανίσχυρη και τρομερή παρουσία, σχημάτισε μία μικρή λίμνη από ρευστή σάρκα και κόκκαλα.
Καθώς ο Νέιθαν άφηνε για πάντα το Κάστρο του Δάσους Μιρν πίσω του, φόρεσε την περικεφαλαία του και θηκάρωσε το σπαθί στην πλάτη του, κάτω από τη μαύρη του, βελούδινη κάπα. | |
| | | Mysterious Dark Vampire Spirit
Αριθμός μηνυμάτων : 94 Ημερομηνία εγγραφής : 21/09/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : dreamland
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Atittude:
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 3:33 am | |
| ειναι πολυ ωραιο περιμενω την συναχεια τα συνχαριτιρια μου Nathanel εχεις ταλεντο αληθεια | |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 3:42 am | |
| ! I love it!!!!!!! | |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 2:13 pm | |
| πλοιο ηταν η γοργονα του αγρου τελικα? πολυ ωραιο αλλα με μπερδεψε εκει που λες οτι ο αφεντης του νειθαν ελιωσε. τι του εκανε? αφου δεν εδειξε να κανει καμια κινηση. | |
| | | Raven Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 12430 Ημερομηνία εγγραφής : 29/06/2010 Ηλικία : 30 Τόπος : Fairytale
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Eric Northman Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 9:16 pm | |
| Νομίζω ότι το έκανε με τη δύναμη του μυαλού του, άλλα δεν ξερω, μπορεί και να είπα βλακεία. Έτσι μου φάνηκε όμως.... | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 9:29 pm | |
| Μαγεία παιδάκια... κακιά, σατανική μαγεία... κακά πράγματα... χαχαχα. | |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Πεμ Νοε 25, 2010 10:45 pm | |
| Ο Κέιλεν προσευχόταν στο δώμα που του είχαν παραχωρήσει στον ξενώνα του Ναού. Από ώρα ο ήλιος είχε πέσει, και ο νεαρός Παλαδινός είχε αποσυρθεί, ωστόσο λίγο μετά τη δύση του ήλιου δέχτηκε την επίσκεψη ενός λαχανιασμένου πιτσιρίκου που του έφερνε μαντάτα από τον λιμενάρχη. Η συνοδεία του για την Σιλβέριμουν είχε φτάσει. Μόλις ο μικρός έφυγε σφίγγοντας γερά στη γροθιά του το καινούργιο του ασημένιο νόμισμα, ο Κέιλεν επέστρεψε στην περισυλλογή του, σκεπτόμενος την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Το δώμα που του είχαν παραχωρήσει οι ευγενικοί ιερείς του Ναού, δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα ασκητικό κελί με γκρίζουν τοίχους, ένα ξύλινο κρεβάτι με αχυρόστρωμα και ένα τραπεζάκι με μία καρέκλα. Στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, ένα παράθυρο άφηνε το φως του φεγγαριού να σκιάσει τις γωνίες του κελιού, μακραίνοντας τις σκιές των λιγοστών επίπλων του δωματίου. Μόνο μία γωνιά του δωματίου φαινόταν διαφορετική από τις άλλες. Εκεί ο Κέιλεν είχε ακουμπήσει την καλογυαλισμένη του αρθρωτή πανοπλία που στο προστήθειό της είχε σκαλισμένη την Πλάστιγγα του Τηρ, την περικεφαλαία με τη λευκή χαίτη μονόκερου που ο μέντοράς του Κέιλεν, ο Ιτάριε Λάιτμπρινγκερ, του είχε χαρίσει όταν πήρε το χρίσμα. Το σπαθί του, το είχε αφήσει μόλις πριν από λίγα λεπτά στη θέση του, θηκαρωμένο πια, δίπλα από την πανοπλία. Ο Κέιλεν έπεσε στα γόνατα μπροστά από το κρεβάτι του, αφήνοντας το φως του φεγγαριού να λούσει τα ξανθά μαλλιά του, και έφερε τα χέρια του σε στάση προσευχής, με τους αγκώνες του να ακουμπούν στο αχυρόστρωμα. Στη σιγαλιά της νύχτας που έμοιαζε γαλήνια στον άδειο ξενώνα, η τρεμάμενη φωνή του, προφέροντας τα αρχαία λόγια, προσπάθησε να φτάσει στα Ανώτερα Πεδία, στον Όλυμπο, όπου οι Θεοί του Καλού κατοικούν. "Ω, Τηρ, Φως της Δικαιοσύνης, Εσύ που κρατάς την Πλάστιγγα της Κρίσης, βοήθησέ με σε αυτήν μου την αναζήτηση. Δώσε μου τη δύναμη να φέρω το δικό σου Φως, στις καρδιές των ανθρώπων, κι ότι άδικο να γίνει δίκαιο, και ότι λάθος να γίνει σωστό. Ζητώ τη δύναμη να νικήσω τους εχθρούς σου, τη δύναμη να φέρω πίσω στη δικαιοσύνη όσους έχουν ξεστρατήσει και να σταματήσω με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο, τα όποια δαιμονικά και άδικα σχέδιά τους..." Ξανά και ξανά, ο Κέιλεν προσευχήθηκε στον προστάτη του με θέρμη, ώσπου αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε με τη σκέψη του να ταξιδεύει σε έναν γαλανό ουρανό και σε ένα λαχανόκηπο λίγο έξω από τα Βαθιά Νερά, σε ένα ξύλινο σπίτι με δύο παιδιά και μία μητρική φιγούρα να χαμογελά χαρούμενη στον χαρούμενο ήλιο.
Τον ξύπνησε το φως του ήλιου που έπεφτε από το μικρό παράθυρο στο πρόσωπό του. Σαστισμένος σηκώθηκε και πήγε ως το τραπέζι. Έριξε λίγο νερό από την πύλινη κανάτα στην λεκάνη και έπλυνε το πρόσωπό του διώχνοντας την πρωινή νάρκη και κάθισε στο τραπέζι απομακρύνοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό του. Μόλις ξύπνησε για τα καλά, έβγαλε τον χιτώνα και τον μανδύα που του είχαν δανείσει και κατευθύνθηκε προς τα λουτρά του ξενώνα όπου έκανε ένα ζεστό μπάνιο και ξυρίστηκε. Γύρισε στο δωμάτιό του ανανεωμένος, με ελαφριά καρδιά και άρχισε να ντύνεται, αυτή τη φορά με ένα δερμάτινο παντελόνι και μπότες, μία λευκή πουκαμίσα και φαρδιά περικάρπια. Έπειτα φόρεσε ένα ένα τα κομμάτια της πανοπλίας του, αφήνοντας την περικεφαλαία πάνω στο τραπέζι και ζώστηκε το σπαθί στη μέση. Τότε πρόσεξε κάτι και πλησίασε το κρεβάτι του. Ο Κέιλεν έμεινε έκπληκτος να κοιτάζει το αχυρόστρωμα. Κοίταξε γύρω του και το βλέμμα του έπεσε προς την πόρτα. Έπειτα ξανακοίταξε στο κρεβάτι. Κάνοντας μεταβολή, βγήκε από το δωμάτιο και έτρεξε να συναντήσει τον Αρχιερέα του Ναού.
"Ξύπνα άθλιε!" η Ζέλμα ορυωταν έξω από την πόρτα του Γουίλγουορντ. "Ξύπνα σκουλήκι της ερήμου, έχουμε αργήσει!" "Ξύπνησα!" προσπάθησε να απαντήσει από την αγκάλη του κρεβατιού του εκείνος, αλλά η βραχνάδα από το χθεσινοβραδινό φαγοπότι δεν είχε περάσει ακόμη. Ακούστηκε μία κοφτή κραυγή, και μετά ένα δυνατό 'κρακ' καθώς η πόρτα έπεφτε ξυλωμένη από τη θέση της προς τα μέσα. Ο Γουίλγουορντ προσπάθησε να ανακαθίσει αναστατωμένος από την εισβολή στο δωμάτιό του, μα η γυναίκα πολεμίστρια ήταν πιο γρήγορη. Η Ζέλμα, έξαλλη από θυμό, τον άρπαξε από τον αστράγαλο και τον τράβηξε με δύναμη, ρίχνοντάς τον από το κρεβάτι στο πάτωμα και προς μεγάλη απογοήτευση του αγουροξυπνημένου πολεμιστή, δεν σταμάτησε να τον τραβά παρα μόνο όταν είδε ότι ο Γουίλγουορντ συνήθιζε να κοιμάται γυμνός, όταν έβρισκε την ευκαιρία. "Ανώμαλε! Τι είναι αυτό;" ρώτησε η Ζέλμα δείχνοντας τη γύμνια του. Ο Γουίλγουορντ διασκεδάζοντας την πρωτοφανή αμηχανία της γυναίκας σηκώθηκε με το πάτωμα με ένα σαρκαστικό μειδίαμα στα χείλη. "Η ανατροφή μου, αγαπητή μου, καθώς αναθράφηκα από ευγενείς που η αφεντιά σας δεν είχε ποτέ την τιμή ή την τύχη να γνωρίζει, δεν μου επιτρέπει να απαντήσω αξιοπρεπώς στην ερώτησή σας" Ήταν γενναία λόγια, που ηπόθηκαν με στόμφο και αξιοπρέπεια που όμοιά τους δεν είχαν ξανακουστεί στο πανδοχείο 'Η Χαλασμένη Σουπιά' από τη στιγμή της ανέγερσής του. Μα το τίμημα ήταν να δεχτεί ο Γουίλγουορντ την ανοιχτή παλάμη της Ζέλμα στο μάγουλό του. "Σε δύο λεπτά να είσαι στην κάτω σάλα έτοιμος να φύγουμε" είπε η Ζέλμα καθώς έφευγε φουργιόζα από το δωμάτιο περνώντας πάνω από τα σπασμένα ξύλα της πόρτας. "Μάλιστα, κυρία μου" χαμογέλασε ο Γουίλγουορντ τρίβοντας το μάγουλό του με το ένα χέρι καθώς με το άλλο προσπαθούσε να φορέσει το παντελόνι του.
"Μα αυτό είναι σπουδαίο Κέιλεν!" αναφώνησε ο Αρχιερέας μόλις αντίκρυσε την λευκή ασπίδα που του έδειξε ο παλαδινός πάνω στο αχυρόστρωμα. "Τι λέτε να είναι;" "Μου είπες ότι πέρασες το βράδυ σου προσευχόμενος μέχρι που σε πήρε ο ύπνος, και ότι το πρωί βρήκες πάνω στο κρεβάτι αυτήν την ασπίδα. Δεν χωρεί αμφιβολία, νεαρέ. Είναι δώρο. Ένα δώρο του Τηρ" συμπλήρωσε ο ιερέας καθώς τα μάτια του εξέταζαν το σύμβολο του θεού πάνω στην ασπίδα. "Ένα δώρο του Τηρ σ'εμένα;" απόρησε ο Κέιλεν. "Μα και βέβαια!" συγκατένευσε ο ιερέας. "Έλεγξα την ασπίδα και δεν νιώθω καμία αύρα κακού μέσα ή γύρω της. Είμαι σίγουρος" "Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, Αρχιερέα" Ο Κέιλεν έσκυψε στο κρεβάτι και σήκωσε την ασπίδα με τα δύο του χέρια. Ήταν ελαφρια - μα πανίσχυρη, σαν να ήταν φτιαγμένη από μίθριλ, και τόσο ταιριαστή στο χέρι του... Πόσο εύκολα θα σταματούσε κάθε χτύπημα... Κρατώντας τη μπροστά του, τη σήκωσε ψηλά, μπροστά στα μάτια του ψιθυρίζοντας μία ευχαριστήρια προσευχή στον Τηρ. Ο Κέιλεν χαμογέλασε και κρέμασε την ασπίδα στην πλάτη του κατα τον τρόπο των παλαδινών και πήρε την περικεφαλαία του από το τραπέζι. "Αρχιερέα, σε λίγο θα είναι εδώ, και εγώ πρέπει να είμαι έτοιμος να τους υποδεχτώ. Ας πάμε στο Ναό, τι λέτε;"
| |
| | | Nathaniel Lycan
Αριθμός μηνυμάτων : 800 Ημερομηνία εγγραφής : 29/04/2010 Ηλικία : 36 Τόπος : The Savage Garden
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: Louis de Pointe du Lac Atittude: Noble
| Θέμα: Απ: The Chosen Παρ Νοε 26, 2010 12:23 am | |
| Η Ελέστελ, η Ζέλμα, ο Γουίλγουορντ και ο Ίανμορν ανέβηκαν τα τελευταία σκαλοπάτια της εισόδου του Ναού και πέρασαν από τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα που έμενε ανοιχτή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ήταν έτοιμοι για άμεση αναχώρηση όλοι τους, φορώντας τις πανοπλίες και τα όπλα τους και ταξιδιωτικούς μανδύες. Μόλις μπήκαν στην κύρια αίθουσα του Ναού, η Ελέστελ πρόσεξε δύο άντρες να κάθονται στις θέσεις μπροστά από τον βωμό. Ένευσε στους συντρόφους της και κατευθύνθηκαν προς τον Αρχιερέα και τον Κέιλεν που συζητούσαν χαμηλόφωνα. Λίγα μέτρα πριν φτάσουν τους δύο άντρες η Ελέστελ σταμάτησε και τράβηξε από την εσωτερική τσέπη του μανδύα της μία τυλιγμένη περγαμηνή. "Άρχοντα Κέιλεν, η Αλούστριελ της Πόλης του Ασημένιου Φεγγαριού στέλνει τους χαιρετισμούς της και αυτό" είπε προτίνοντας την περγαμηνή προς τον Κέιλεν. "Εσύ πρέπει να είσαι η Έλεστελ, η ξωτικιά της αυλής της αρχόντισσας, σωστά;" ρώτησε το χέρι παίρνοντας την περγαμηνή από την Ελέστελ. "Μάλιστα, Άρχοντα Κέιλεν. Και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου, η Ζέλμα, ο Γουίγουορντ και ο Ίανμορν. Είμαστε εδώ για να σε συνοδεύσουμε πίσω στην Σιλβέριμουν." Ο Κέιλεν έσπασε την σφραγίδα από βουλοκέρι και διάβασε το γράμμα της Αλούστριελ. Τελειώνοντας το διάβασμα, χαμογέλασε και έκρυψε το γράμμα στο σακίδιό του. "Χαίρομαι για τη γνωριμία, καλές μου κυρίες και καλοί μου κύριοι", είπε ο Κέιλεν κλίνοντας το κεφάλι πρώτα προς τις δύο γυναίκες και μετά προς τους άντρες. "Αλλά δεν είμαι άρχοντας. Να με αποκαλείτε Κέιλεν. Αυτό είναι το όνομά μου, ειδικά για τόσο εκλεκτή συντροφιά." "Ευτυχώς γιατί νόμιζα ότι είσαι κι εσύ ένας από αυτούς του παγωνάτους" είπε ο Ίανμορν χαλαρώνοντας. "Η μέρα είναι ακόμη νέα, μα ο δρόμος είναι μακρύς. Καλύτερα να πηγαίνουμε" "Μα και βέβαια, ναι." Ο Κέιλεν γύρισε προς τον Αρχιερέα και του έσφιξε το χέρι. "Είθε η Δικαιοσύνη και η Τιμή να μην αφήσουν ποτέ τη ζωή σου και τις ζωές όλων σε αυτόν τον Ναό" είπε και ακολούθησε τους άλλους έξω από το Ναό.
Στο προαύλιο του Ναού, κάτω από το άπλετο φως του ήλιου, Οι σύντροφοι βρήκαν τα άλογά τους. "Κέιλεν, για εσένα δεν έχουμε αγοράσει ακόμη άλογο. Θα δεχτείς να ιππεύσεις με κάποιον από εμάς μέχρι να βρούμε ένα;" ρώτησε η Ελέστελ κοιτάζοντας τον πεζό παλαδινό. "Εγώ, αγαπητή μου, δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους υποζύγια" απάντησε και υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό, φώναξε "Έλντρεϊθ! Έλα κοντά μου άτι μου!" Σαν από μακριά ακούστηκε ένα περήφανο χλιμίντρισμα αλόγου, και οπλές που χτυπούσαν σε πλακόστρωτο, και από την ανατολή, φάνηκε να καλπάζει προς το μέρος τους μία οπτασία αλόγου που όσο τους πλησίαζε τόσο πιο συμπαγές και αληθινό γινόταν. "Ένα Ουράνιο Άτι!" θαύμασε η Ζέλμα, κοιτάζοντας το πάλλευκο τρίχωμα του αλόγου και τις χρυσές οπλές του. Τα χάμουρά του ήταν μαύρα, κεντημένη με ασημοκλωστή, και η χαίτη του πυκνή και μακριά. Ο Κέιλεν έδεσε το σακίδιό του στο πίσω μέρος της σέλας και καβαλίκεψε με ευκολία παρά το βάρος της πανοπλίας του. "Έτοιμος!" είπε και οι πέντε τους άφησαν πίσω τους το Ναό και κατευθύνθηκαν προς τη βόρεια πύλη της πόλης.
O Νέιθαν παρακολουθούσε τον αδερφό του και την παρέα του να βγαίνουν από την πύλη κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα του δάσους. Καθώς η παρέα απομακρυνόταν από τη θέση του αγνοώντας την παρουσία του, ο Νειθαν έσκυψε στο λαιμό του αλόγου του και χάιδεψε το μαύρο σαν την νύχτα τρίχωμα του λαιμού του. Πιέζοντας ελαφρά με τα τακούνια του τα πλευρά του αλόγου, το έστρεψε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι, μέσα από την πυκνή βλάστηση, προς το βορρά.
"Ώστε κατάγεσαι από ένα χωριό που βρισκόταν στα περίχωρα των Βαθιών Νερών;" ρώτησε η Ζέλμα τον Κέιλεν. "Άσε τον άνθρωπο να ηρεμήσει! Τον έχεις τρελάνει με την πολυλογία σου!" πετάχτηκε ο Γουίλγουορντ μα μαζεύτηκε όταν η Ζέλμα του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. "Δεν ενοχλούμαι, Γουίλγουορντ" προσφέρθηκε να απαντήσει ο Κέιλεν. Ο πολεμιστής απομάκρυνε το άλογό του φέρνοντάς το πιο κοντά σε αυτό της Ελέστελ και του Ίανμορν αφήνοντας τον παλαδινό και την γυναίκα στην ησυχία τους, καγχάζοντας. "Σκεφτόμουν να τρέξω λίγο πιο μπροστά" είπε ξαφνικά η Ελέστελ, "να ανιχνεύσω το δρόμο" "Άκουσες κάτι;" τη ρώτησε ο Ίανμορν με το χέρι του να ψάχνει τη λαβή του σπαθιού του. "Όχι... απλώς έχω μία παράξενη αίσθηση ότι μας παρακολουθούν" απάντησε εκείνη και άφησε το άλογό της να ανοίξει το βήμα του. Γρήγορα η ξωτικιά εξαφανίστηκε στη στροφή του δρόμου. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Η Πύλη του Μπάλντουρ ήταν ήδη πολλές λεύγες πίσω τους, ακόμη και με το πέταγμα πουλιού, και είχαν κιόλας βγει από την περιοχή που προστάτευαν οι Φρουροί της πόλης. Ήταν όλοι τους πεπειραμένοι κυνηγοί της περιπέτειας, και είχαν ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου που ήταν εχθρικά και αφιλόξενα, και η ερημιά δεν ήταν ξένη για αυτούς. Ήξεραν ότι έπρεπε να είναι προσεκτικοί στους κινδύνουν του δρόμου. Ξαφνικά, από το δρόμο μπροστά τους, ακούστηκε μία κραυγή, κι αμέσως μετά ποδοβολητό αλόγων να τους πλησιάζει από τα βόρεια. Σύντομα, είδαν την Ελέστελ να τρέχει καταπάνω τους έχοντας τα γκεμιά του αλόγου ανάμεσα στα δόντια της και γυρίζοντας κάθε τόσο προς τα πίσω για να ρίξει βέλη με το τόξο της. Σταματώντας τα άλογά τους τράβηξαν τα όπλα τους. Ο Κέιλεν άφησε το άλογό του να κάνει μερικα βήματα μπροστά και πέρασε την ασπίδα στο μπράτσο του. "Ληστές!" ανάσανε η Ελέστελ σταματώντας το άλογο μπροστά τους μόλις τους έφτασε. "Μέτρησα δύο ντουζίνες, τραυμάτησα τρεις, ίσως να σκότωσα δύο" Πριν τελειώσει τη φράση της μία εικοσάδα άλογα φάνηκε καμιά εκατοστή μέτρα μπροστά τους. Κανείς τους δεν χρειάστηκε την προειδοποίηση της Ελέστελ όμως, όταν ήχοι από οπλές ακούστηκαν από πίσω τους. "Είναι άδικο!" φώναξε ο Γουίλγουορντ κάνοντας τον Κέιλεν και την Ζέλμα να τον κοιτάξουν περίεργα. "Μόνο τόσοι; Ούτε μία αξιοπρεπή επίθεση δεν μπορούμε ναδεχτούμε στο Νότο;" ο πολεμιστής έσκασε στα γέλια και σύντομα τον ακολούθησε και ο Ίανμορν. Στο άκουσμα του γέλιου τους, οι ληστές κοιτάχτηκαν συγχυσμένοι μεταξύ τους. Έπειτα η φιγούρα που προπωρευόταν κάπως από τους υπόλοιπους διέταξε επίθεση υψώνοντας μία πλατιά και κοντή σπάθα.
Η Έλεστελ κρέμασε το τόξο της στη σέλα του αλόγου, και σηκώθηκε όρθια στη σέλα. Δίνοντας ένα απαλό σάλτο, πήδηξε από τη ράχη του αλόγου της σε ένα από τα κλαδιά ενός δέντρου και τράβηξε το ξωτικόσπαθά της. Πηδώντας από κλαδί σε κλαδί και από δέντρο σε δέντρο πήγε να συναντήσει από ψηλά της προέλαση των επιτιθέμενων. Ο Κέιλεν όρμησε μπροστά, κάνοντας το άλογό του να καλπάσει προς τους ληστές, με το σπαθί προτεταμένο και την ασπίδα να προστατεύει την αριστερή πλευρά του ακολουθούμενος από τον Γουίλγουορντ που δεν του άρεσε ποτέ να περιμένει τους άλλους να κάνουν την πρώτη κίνηση. Η Ζέλμα, σηκώνοντας μία μικρή βαλίστρα άρχισε να εκτοξεύει βέλη προς τους ληστές ενώ ο Ίανμορν απέμεινε μόνος του να ασχοληθεί με τους άντρες που βρίσκονταν πίσω τους.
Καθώς οι πρώτοι άντρες ορμούσαν στον Κέιλεν και τον Γουίλγουορν, η Ελέστελ πήδηξε από το δέντρο που περίμενε προς το άλογο του αρχηγού των ληστών. Περνώντας με μία ανάποδη τούμπα πάνω από το άλογο, έστρεψε το πιο μακρύ από τα δύο της σπαθιά οριζόντια και έκοψε το λαιμο του άντρα καθώς περνούσε από κάτω της. Προσγειώθηκε άψογα και πιάνοντας το χέρι ενός ληστή που κάλπαζε δίπλα της πήδηξε πίσω του στη ράχη του αλόγου και τον αποτελείωσε με γρήγορες κινήσεις ρίχνοντάς τον από το άλογο. Εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στη μάχη ο παλαδινός με τον πολεμιστή, χτυπώντας δεξιά και αριστερά τους με ωμή δύναμη, ενώ η Ζέλμα με τον Ίανμορν είχαν σχεδόν τελειώσει με τους ελάχιστους άντρες που απέμειναν πίσω τους.
"Πανολεθρία!" φώναξε ο άντρας στον Νέιθαν από μία συστάδα δέντρων λίγο πιο βαθιά στο δάσος. "Έστειλες τους άντρες μου να πεθάνουν! Θα έπρεπε να σε σκοτώσω!" ο έξαλλος αρχηγός τον ληστών τράβηξε το σπαθί του και έκανε ένα απότομο βήμα μπροστά, για να πέσει στα γόνατα αμέσως μετά, απορώντας για ποιο λόγο δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ο Νέιθαν σκούπισε τη ματωμένη λάμα του σπαθιού του στο ρούχο του γονατισμένου άντρα με αργές κινήσεις και περνώντας από δίπλα του τον χτύπησε με τη γροθιά του στο πλάι του κεφαλιού τινάζοντάς τον μακριά.
| |
| | | Sensitive Vampire Vampire Eli†e
Αριθμός μηνυμάτων : 11982 Ημερομηνία εγγραφής : 14/09/2010 Ηλικία : 29 Τόπος : it's a secret!!!
Character sheet Αγαπημένος Ήρωας: damon salvatore, edward cullen, kristian ozera, adrian ivashkof Atittude: Kind
| Θέμα: Απ: The Chosen Παρ Νοε 26, 2010 12:38 am | |
| πολυ ωραιο! οι σκηνες με τημ ζελμα και τον γουιλγουορντ ειναι ξεκαρδιστικες αλλα ο νειθαν εχει γινει κακος... ψυχρος... δεν θυμαται τιποτα απο το παρελθον? | |
| | | | The Chosen | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |
|