Μιας και γύρισα από την κατασκήνωση και είχα γράψει και την συνέχεια, ορίστεεεεε!!
Κεφάλαιο 21ο
Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου όση ώρα βρισκόμουν μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Ήξερα πότε ξημέρωνε και πότε νύχτωνε, αλλά δεν γνώριζα τι μέρα ήταν, ούτε και τι ώρα. Η Βαλεντίνη ήταν υπεύθυνη για μένα, αλλά ποτέ δεν μου μιλούσε, εκτός και αν ήθελε να με χλευάσει ή να με τρομοκρατήσει. Στην αρχή, το κατάφερνε, με τον καιρό όμως δεν υπήρχε καμιά διαφορά. Είτε ήταν παρούσα στο δωμάτιο είτε όχι, η αίσθηση ήταν η ίδια. Δεν έτρωγα παρά μόνο ελάχιστα και αυτό με έκανε όλο και πιο αδύναμη. Μια μέρα, ο ξάδερφος του Σαμ μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας ένα δίσκο γεμάτο φαγητό στο χέρι.
“Αύρα, πρέπει να τρως.”
Η φωνή του προσπάθησε να ακουστεί στοργική και προστατευτική, αλλά η προσταγή ήταν προσταγή και αυτό φαινόταν ξεκάθαρα. Σηκώθηκα με κόπο και πλησίασα στο τραπέζι, όπου ήταν ακουμπισμένος ο δίσκος και άρχισα να τσιμπολογάω.
“Αύριο θα είναι μεγάλη μέρα. Πρέπει να είσαι δυνατή ώστε να μπορέσεις να επιβιώσεις.”
“Τι είναι αυτά που λες;” του πέταξα εχθρικά εγώ, κοιτώντας τον σταθερά στα μάτια, με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
“Μια μικρή έκπληξη που ετοιμάζω, τόσο σε εσένα όσο και στον Σαμ. Θα έρθει σε λίγο η Βαλεντίνη να σε ετοιμάσει.”
Και χωρίς άλλη κουβέντα, βγήκε από το δωμάτιο σαν καπνός.
ΣΑΜ Η Νικόλ όντως μου φάνηκε χρήσιμη. Και με τη βοήθεια του Μάικ, η δουλειά έγινε πολύ πιο γρήγορα. Λίγο η κοινωνική μου θέση, λίγο οι γνωριμίες της Νικόλ και λίγο η ικανότητα του Μάικ να προβλέπει το μέλλον μας έδωσαν την δυνατότητα να δούμε ότι ο Άλεξ είχε όντως απαγάγει την Αύρα. Και ετοιμαζόταν να κάνει κάτι μεγάλο.
“Σαμ, είσαι σίγουρος ότι θες να το κάνεις; Μια θνητή είναι, στο κάτω-κάτω. Κάποια στιγμή θα πεθάνει.”
“Μάικ ή θα το βουλώσεις ή θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια” σύριξα, μέσα από τα δόντια μου.
Η Νικόλ μονάχα αναστέναξε, μα δεν είπε τίποτα. Μπορούσα να διαβάσω στο μυαλό της ότι την ενοχλούσε η συμπεριφορά μου. Ζήλευε...
Εκείνη την στιγμή, κατάλαβε ότι ''ψαχούλευα'' το μυαλό της και με ''πέταξε'' έξω από τις σκέψεις της, σαν να μου έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
“Βγες από το κεφάλι μου.” Ακουγόταν ενοχλημένη. Λογικό ήτανε.
“Γιατί ζηλεύεις; Πάει καιρός από τότε που ήμασταν μαζί.”
“Έλα τώρα, Σαμ. Δεν ζηλεύω για αυτό.”
“Τότε για ποιο πράγμα ζηλεύεις;” Φάνηκε διστακτική μέχρι να απαντήσει. Όταν μίλησε, φάνηκε λες και είχε διαλέξει προσεκτικά την κάθε της λέξη.
“Ζηλεύω τον τρόπο που νοιάζεσαι για εκείνη. Εγώ ποτέ δεν το είχα αυτό, ακόμα και όταν ήμασταν μαζί.” Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω.
“Αυτό επειδή είσαι δυνατή, Νικόλ. Ανεξάρτητη. Δεν χρειάζεσαι προστασία” πετάχτηκε ο Μάικ.
“Επειδή ανήκω στους Zver δεν σημαίνει ότι δεν πληγώνομαι! Και επειδή είμαι βρικόλακας δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να νιώσω! Δεν παύω να είμαι γυναίκα και να χρειάζομαι ό, τι έχει ανάγκη κάθε γυναίκα. Αλλά τώρα πια βάζω ένα τέλος. Αρκετά!”
“Νικόλ...” είπε βιαστικά ο Μάικ και την έπιασε από το χέρι. Εκείνη τον έσπρωξε μακριά της και άρχισε να καταστρώνει σχέδια.
“Αν ο Άλεξ θέλει να κάνει κάτι, ας το κάνει.”
“Το ξέρω αυτό! Το έχω ζήσει ξανά.” Δεν μπορούσα να κρύψω την αγανάκτηση στην φωνή μου. Η Νικόλ πάντοτε έτσι έκανε: σαν πεισματάρικο παιδί.
“Άρα πρέπει να δράσουμε γρήγορα. Αύριο κιόλας. Μάικ, έμαθες πού μένει;”
“Εννοείται!” είπε και τα καστανά του μάτια άστραψαν. “Βρίσκεται σε ένα απομονωμένο μέρος, φυσικά, αλλά καθόλου μακριά από εδώ. Ξέρω, ακούγεται περίεργο, αλλά αυτό που ετοιμάζει πρέπει να είναι πάρα πολύ κακό.”
“Από την στιγμή που ξέρουμε πού βρίσκεται, πρέπει να καλέσουμε βοήθεια.” έκανε αδιάφορα η Νικόλ και χάθηκε στο διπλανό δωμάτιο, με το τηλέφωνό της ήδη να καλεί για ενισχύσεις.
Έπειτα από δέκα λεπτά, ε?χε επιστρέψει ήδη, με ένα σατανικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της που έκαναν τους κυνόδοντες της να μοιάζουν απίστευτα επικίνδυνοι.
''Πού πήγε ο Μάικ;”ρώτησε αδιάφορα, παίζοντας με το κινητό που κρατούσε στο χέρι της.
“Να καλέσει ενισχύσεις. Εσύ τι έκανες;”
“Το ίδιο. Όλοι είναι έτοιμοι να σε υποστηρίξουν. Επίσης, χαίρονται που γύρισες. Και ελπίζουν να μην τους ξεχάσεις αυτή τη φορά.” Υπήρχε μια κινηκότητα στην φωνή της την οποία μπορούσα να παραβλέψω.
“Δεν ξέρω. Δεν με απασχολεί αυτό το θέμα, Νικόλ.”
“Σωστά. Η Αύρα πάνω από όλα.” Η κινηκότητα της σαν να είχε μια όξινη μορφή, σαν δηλητήριο. Αυτό με έκανε να ξεσπάσω.
“Ποιο είναι το πρόβλημά σου Νικόλ; Ζηλεύεις, ε; Είναι ολοφάνερο.” Παραδόξως, αυτό την έκανε και εκείνη να ξεσπάσει.
“Ωραία ναι, ζηλεύω. Τον λόγο στον εξήγησα, ακόμα και αν εσύ αδιαφορείς ή κάνεις πως δεν το βλέπεις. Τώρα, αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να ξεκουραστώ. Προτείνω το ίδιο να κάνεις και εσύ. Η αυριανή μέρα θα είναι μεγάλη.”
“Εντάξει. Φεύγω. Καληνύχτα.” είπα, μη έχοντας διάθεση για αβρότητες, ειδικά προς την Νικόλ
“Καληνύχτα.” ανταπάντησε και εκείνη, εξίσου παγερά και δήθεν αδιάφορα, αν και από μέσα της έβραζε από οργή.
Βγήκα από το σπίτι της και κατευθύνθηκα προς το δικό μου. Με το που μπήκα μέσα στο σπίτι, μια άγνωστη μυρωδιά υπήρχε διάσπαρτη στο χώρο. Προχώρησα επιφυλακτικά, μα κανείς δεν βρισκόταν στο σπίτι. Μόλις μπήκα στην κουζίνα, βρήκα ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι και έγραφε το εξής:
Ελπίζω να απολαύσεις την έκπληξη αύριο. Νομίζω ότι θα είναι ό,τι καλύτερο έχεις δει.
Η Αύρα θα είναι απλά υπέροχη... στο πλάι μου.
Άλεξ
Άρπαξα το χαρτί και το έκανα φύλλο και φτερό. Τι στο διάολο μπορεί να εννοούσε;