Όπως υποσχέθηκα έχω έτοιμο το κεφάλαιο!!!!!!! ΌΛΟ ΔΙΚΌ ΣΑΣ
Κεφάλαιο 23ο
Δεν πέρασε πολλή ώρα από την στιγμή που διάβασα το σημείωμα και ο Άλεξ μπήκε στο δωμάτιο, μαζί με έναν άνδρα, που υπέθεσα πως ήταν μπράβος του. Φόραγε μαύρα και είχε ένα άγριο ύφος...Το σίγουρο ήταν πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα έβαζα ποτέ μαζί του.
‘‘Ώρα να πηγαίνουμε. Πάμε.’’ διέταξε ο Άλεξ και απλά βγήκε από το δωμάτιο. Σηκώθηκα, τον ακολούθησα και από πίσω μου ακολουθούσε και ο μπράβος. Πρώτη φορά κυκλοφορούσα μες στο σπίτι. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα γαλάζιο, απαλό χρώμα που θύμιζε καθαρό ουρανό. Υπήρχαν πίνακες σε ορισμένα σημεία, απεικονίζοντας διάφορες μορφές ανθρώπων που, αν έκρινα από τα ρούχα που φορούσαν, πρέπει να ζούσαν γύρω στον 16ο με 18ο αιώνα. Περάσαμε από το καθιστικό, όπου μας περίμενε η Βαλεντίνη, φορώντας μια μακριά ροζ τουαλέτα με λευκά γάντια που έφταναν μέχρι τους αγκώνες. Τα μαλλιά της τα ήταν πιασμένα σε κότσο, αφήνοντας μερικές τούφες να πέφτουν στα πλάγια του προσώπου της. Μας ακολούθησε σιωπηλή καθώς βγαίναμε από την πόρτα.
Στην είσοδο του σπιτιού, μας περίμενε μια σχετικά μικρή λιμουζίνα με φιμέ τζάμια. Ο μπράβος μας κράτησε ανοιχτή την πόρτα και, εφόσον επιβιβαστήκαμε, κάθισε στην θέση του οδηγού, μπήκε μέσα και έβαλε μπρος την μηχανή.
Δεν είχα ιδέα που πηγαίναμε. Ο δρόμος, απ’ όσο μπόρεσα να διακρίνω, μου ήταν άγνωστος. Μέσα στο αμάξι, κάθισα σε μια γωνία και απλά κοίταζα έξω από το παράθυρο, πειθαρχώντας τον εαυτό μου ώστε να μην κοιτάξει κανέναν από τους συνοδούς μου. Η καρδιά μου, από την άλλη, ήταν κάτι στο οποίο δεν μπορούσα να κυριαρχήσω και έτσι χόρευε σε φρενιασμένους ρυθμούς.
Έπειτα από έναν αιώνα (τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε εμένα) το αμάξι σταμάτησε. Ο μπράβος ήρθε απότομα και μας άνοιξε την πόρτα. Καθώς έβγαινα από το αμάξι, ένας κρύος αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Μια μεγαλοπρεπής έπαυλη ξεπρόβαλε μπροστά στα μάτια μου.
‘‘Πού βρισκόμαστε;’’ Τραύλισα.
‘‘Στο μέρος όπου στεγάζεται το Συμβούλιο, εδώ όπου βρίσκονται και διοικούν οι άρχοντες των Nobles.’’
‘‘Μα γιατί ήρθαμε εδώ;’’επέμεινα εγώ. Τίποτα από όλα αυτά δεν έβγαζε νόημα εκείνη τη στιγμή.
‘‘Θα δεις αγαπητή μου’’ είπε εκείνος και γέλασε. Άρχισε να περπατά και πάλι, χωρίς όμως να μιλά.
Από μέσα η έπαυλη φαινόταν ακόμα μεγαλύτερη, μιας και κόσμος πηγαινοερχόταν ασταμάτητα. Στην είσοδο μας περίμενε μια γυναίκα με έντονα, κόκκινα μαλλιά.
‘‘Άλεξ! Τι καλά που σε ξαναβλέπω!’’ αναφώνησε η γυναίκα και τον αγκάλιασε.
‘‘Γλυκιά μου Μικαέλα. Χαρά μου που ξανασυναντιόμαστε. Θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να μας βρεις ένα μέρος να μείνουμε;’’ Της είπε ο Άλεξ με ένα γλυκό χαμόγελο και εκείνη ένευσε καταφατικά.
‘‘Φυσικά. Τρία δωμάτια;’’ρώτησε, λες και υπήρχε περίπτωση να κρύβουμε κανέναν κάτω από το μανίκι μας.
‘‘Ναι. Αλλά να είναι δίπλα.’’Ο Άλεξ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτό και η κοπέλα απλώς χαμογέλασε, λέγοντας παράλληλα με ευγένεια:
‘‘Πολύ καλά. Παρακαλώ, ακολουθήστε με.’’
Μας έδειξε τον δρόμο προς τις σκάλες που οδηγούσαν στους πάνω ορόφους. Στον δεύτερο όροφο, άρχισε να κατευθύνεται προς τα μέσα, όπου πόρτες ξεπρόβαλαν από κάθε μεριά του τοίχου. Σταμάτησε μπροστά σε τρεις πόρτες, οι οποίες βρίσκονταν η μία δίπλα στην άλλη.
‘‘Εδώ είμαστε. Θα σε δω το βράδυ Άλεξ.’’είπε η Μικαέλα κλείνοντας του το μάτι και απομακρύνθηκε.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο μου δίχως να μιλήσω σε κανέναν. Ήταν ένα σχετικά άνετο δωμάτιο με μονό κρεβάτι. Πήγα και κάθισα στο γραφείο, που υπήρχε στην μια πλευρά του τοίχου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον μεγάλο οβάλ καθρέπτη που υπήρχε. Φόραγα ακόμα το φόρεμα και μπορώ να πω πως δεν ένιωθα και πολύ άνετα με αυτή τη τόσο βαριά τουαλέτα. Έριξα μια ματιά στο μενταγιόν μου και θυμήθηκα που είχα δει το σύμβολο που είχε πάνω του: στις πόρτες της έπαυλης. Άρα ήταν το ορόσημο των Nobles. Πήγα προς το κρεβάτι και ξάπλωσα. Δεν με ενδιέφερε αν κατέστρεφα το φόρεμα ή τα μαλλιά μου. Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
ΣΑΜ
Ένιωσα αμέσως την παρουσία της μέσα στην έπαυλη. Την αναγνώρισα! Η Αύρα μου ήταν εδώ!
Ακολούθησα αμέσως την μυρωδιά της. Κατάλαβα πως μαζί της ήταν ο Άλεξ, αλλά δεν με ένοιαζε. Την ήθελα πίσω.
Η μυρωδιά της με έβγαλε μπροστά από μια πόρτα. Θα πρέπει να ήταν μέσα στο δωμάτιο. Πλησίασα την πόρτα και αφουγκράστηκα. Μια καρδιά χτύπαγε σταθερά. Η Αύρα! Άνοιξα την πόρτα με φόρα και μπήκα μέσα. Την είδα να πετάγεται από το κρεβάτι άτσαλα και να προσπαθεί να κρυφτεί σε μια γωνία. Είχε κρύψει το πρόσωπο της μέσα στις χούφτες της και έτρεμε.
‘‘Δεν έκανα κάτι...’’ μουρμούρισε. Την τρόμαξα χωρίς να το θέλω. Ηλίθιος που είμαι!
‘‘Αύρα..’’ είπα μαλακά. Την είδα να σηκώνει κάπως το κεφάλι στο άκουσμα της φωνής μου.
‘‘Εγώ είμαι Αύρα. Ο Σαμ. Ο δικός σου Σαμ...’’ Σήκωσε το κεφάλι της με δάκρυα στα μάτια. Και τότε όρμησε πάνω μου. Τα χείλη της σφράγισαν τα δικά μου και ένιωσα σαν να βρήκα το σπίτι μου σε αυτό το λυτρωτικό φιλί.
‘‘Σςςςςς... Είμαι εδώ. Δεν θα σε πειράξει κανείς.’’ είπα όταν τα χείλη μας χώρισαν.
‘‘Τι θα μου κάνει ο Άλεξ;’’
‘‘Θέλει να σε μεταμορφώσει. Δεν κατάφερα να αλλάξω γνώμη στο Συμβούλιο. Δεν ξέρω τι να κάνω...’’
‘‘Και αν...και αν με μεταμορφώσεις εσύ; Τώρα;’’ ρώτησε δειλά.
‘‘Θα με έδιωχναν από τον οίκο...ίσως και να με αφάνιζαν!’’
‘‘Δεν το ήξερα... Συγνώμη...’’ κλαψούρισε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Τότε, πρόσεξα το φόρεμα που φορούσε. Πόσο της πήγαινε. Αλλά αυτό σήμαινε πως, από στιγμή σε στιγμή, ο Άλεξ θα ερχόταν να την μεταμορφώσει... Έπρεπε να το κάνω εγώ. Έπρεπε να προλάβω.
Χωρίς προειδοποίηση, άρπαξα ελαφρά το σβέρκο της και τον τράβηξα πίσω.
‘‘Δεν θα πονέσεις...’’ της υποσχέθηκα.
‘‘Μα... θα σε διώξουν! Μπορεί και να σε σκοτώσουν! Μη το κά...’’ Όμως ήταν ήδη αργά. Τα δόντια μου βυθίστηκαν στο δέρμα της. Λιποθύμησε και σκέφτηκα πως έτσι θα ήταν πιο εύκολο να μεταμορφωθεί. Έβγαλα τα δόντια μου από το ζεστό της λαιμό. Το αίμα της ήταν θεσπέσιο, αλλά δεν ήταν ώρα να τα σκεφτώ αυτά. Έφερα το καρπό μου στο στόμα μου και τον έσκισα. Αίμα άρχισε να τρέχει. Έβαλα το καρπό μου στο στόμα της και τα χείλη της βάφτηκαν κατακόκκινα. Την άκουσα να καταπίνει. Υπέροχα. Η μεταμόρφωση της άρχιζε. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και περίμενα. Θα έπαιρνε 3 ώρες για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση της. Αλλά σκόπευα να παραμείνω στο πλάι της. Ό, τι και αν γινόταν.