άτιμη...εξαιτίας σου αποκάλυψα κάτι σημαντικό!!
Αα και btw, ορίστε και το καινούριο κεφάλαιο!!
Κεφάλαιο 2ο: Ύποπτες Εξηγήσεις
«Λέικ, ξύπνα»,… άκουγα την φωνή της, μετά από τόσο καιρό που πέρασα μόνη στην σκοτεινή πλευρά, πιστεύοντας ότι δεν θα άκουγα αυτόν τον όμορφο ήχο ξανά… και τώρα τον άκουγα ολοκάθαρα, η Λενόρ ήταν εδώ και μου ψιθύριζε σιγά να ξυπνήσω. Αυτό έκανα, άνοιξα τα μάτια μου αργά και την κοίταξα.
«Λενόρ» αναφώνησα, ανακουφισμένη, «Είσαι καλά!»
«Ναι, είμαι καλά!» απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
«Τι συνέβη; Πού βρισκόμαστε;»
«Θα στα εξηγήσω όλα, πρώτα όμως, φάε» μου είπε, δίνοντας μου μια βαθιά ξύλινη κούπα, που περιείχε ζεστό χυλό.
Την κοίταξα ερωτηματικά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκε ένας ψιλός άντρας γύρω στα είκοσι, πίσω από τη Λενόρ. Έκανα να σηκωθώ και να πάρω αμυντική στάση αλλά εκείνη με έσπρωξε απαλά κάτω.
«Λέικ, από δω ο σωτήρας μας!» είπε η Λενόρ χαμογελαστά, και κοίταξε τον άγνωστο σε μένα άντρα. Παρατήρησα το βλέμμα στα μάτια της, έμοιαζε γλυκό και έκθαμβο, σαν να τον θαύμαζε.
«Είμαι ο Ρέιβαν» μου είπε χαμογελώντας.
Άρχισα να τον παρατηρώ καλύτερα και κατάλαβα πως ήταν αδελφός του Βάιαν, έμοιαζε με άνθρωπο αλλά κάποια χαρακτηριστικά του ήταν όμοια με εκείνα των Ξωτικών . Εγώ συνέχισα να τον κοιτάω καχύποπτα.
«Φάε τον χυλό σου πριν κρυώσει, και μόλις τελειώσεις θα σου εξηγήσω τα πάντα»
Του έγνεψα συγκαταβατικά και τελείωσα το χυλό μου με λίγες κουταλιές.
Τον ευχαρίστησα κοφτά, καθώς η Λενόρ σηκωνόταν από το χαμηλό σκαμνί που καθόταν και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου από άχυρο και μάλλινες κουβέρτες. Ο Ρέιβαν κάθισε στην προηγούμενη θέση της και ξεκίνησε να μου διηγείται πως βρεθήκαμε εκεί.
«Πριν τρεις μέρες, όταν εγώ και ο μικρός μου αδερφός, ο Βάιαν, περνάγαμε τυχαία από την άκρη του Απέραντου Δάσους, ακούσαμε κραυγές, ποδοβολητά και διαισθανθήκαμε τη μαγεία στον αέρα. Ήμασταν περίεργοι, γι’ αυτό και στη συνέχεια ακολουθήσαμε τους ήχους, οι οποίοι μας έφεραν αντιμέτωπους με τα Σκοτεινά Τέρατα. Αρχίσαμε να τα κυνηγάμε, ενώ εκείνα κυνήγαγαν εσάς. Μόλις τα προφτάσαμε, αντικρίσαμε εσένα αιμόφυρτη και λαβωμένη βαριά στο έδαφος ενώ η Λενόρ ξιφομαχούσε με ένα από τα Τέρατα. Τους επιτεθήκαμε αθόρυβα από πίσω. Αυτό τους αιφνιδίασε, εγώ κατάφερα να αποκεφαλίσω το Τέρας που επιτίθενται στη Λενόρ και ο Βάιαν κάρφωσε το άλλο με το ξίφος του. Πολύ φοβάμαι όμως ότι απλά πληγώθηκε και ότι δεν είναι νεκρό.» τελειώνοντας την αφήγησή του ο Ρέιβαν ήπιε αργά μια γουλιά από το φλασκί του και με κοίταξε κατάματα.
Το βλέμμα στα μάτια μου ήταν το ίδιο, η καχυποψία μου ήταν εμφανής στους άλλους δύο, αλλά εγώ τη θεωρούσα δικαιολογημένη.… Κάτι δεν πήγαινε καλά με τις εξηγήσεις του Ρέιβαν…ήτνα αρκετά ύποπτες...