Θα έκανε λοιπόν ότι μπορούσε, το είχε αποφασίσει. Έτρεξε μέσα στα δάση, δεν άφησε δέντρο για δέντρο ώσπου να βρει το βοτάνι που έψαχνε. Άναψε μια μεγάλη φωτιά, έριξε το βότανο στο καζάνι με το νερό που έβραζε και με παιδική ευλάβεια χάραξε το όνομά του στο χώμα. Άρχισε να φωνάζει τα ονόματα των δαιμόνων που θα την υπηρετούσαν...