Ευχαριστώ, Μάνια!
Επειδή κάποιοι εδώ μέσα είπαν ότι θα πεθάνουν πριν ανβάσω καινούργιο κεφάλαιο, είπα να σας κάνω τη χάρη και να το βάλω από σήμερα. Όχι, για να δείτε τι καλός άνθρωπος που είμαι κατά βάθος!
Κεφάλαιο 6ο
Οι τιμωρίες ήταν κάτι συνηθισμένο στη Σχολή. Δεν ήξερα για τις άλλες μαθήτριες, αλλά για μένα, δεν περνούσαν πέντε μέρες χωρίς να μπω ούτε μια φορά τιμωρία. Επειδή δεν έκανα κάποια εργασία, επειδή άργησα να ξυπνήσω, επειδή είπα τη γνώμη μου, επειδή υπήρχα…
Μπορούσα με βεβαιότητα να πω ότι είχα γράψει περισσότερο από ποτέ και είχα σκουπίσει και σφουγγαρίσει όλο το μοναστήρι. Πολλές φορές δεν είχα καταφέρει να πάω στο ραντεβού με την Άμπερλυ στην αποθήκη και κάποιες δεν είχε μπορέσει να έρθει εκείνη. Με τα βιβλία δεν κάναμε μεγάλη πρόοδο. Μαθαίναμε πράγματα, αλλά τίποτα που να χρειάζεται να μας κρύψουν. Είχαμε ήδη μια γενική ιδέα για το τι είχε γίνει στο παρελθόν, απλά τώρα μαθαίναμε με περισσότερες λεπτομέρειες ονόματα, τοποθεσίες, χρονολογίες και τον ακριβή ρόλο που είχαν παίξει.
Με όλα τα διαβάσματα και τις τιμωρίες είχαμε φτάσει κιόλας στο Δεκέμβριο, το Σαββατοκύριακο πριν σταματήσουν τα μαθήματα για Χριστούγεννα. Δεν υπήρχε βέβαια η γιορτινή ατμόσφαιρα που είχα συνηθίσει τόσα χρόνια όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, αλλά ανυπομονούσα να έρθουν μόνο και μόνο για να σταματήσουμε τη νηστεία.
Ήταν Παρασκευή απόγευμα, αμέσως μετά τα μαθήματα, και είχα επιλέξει να κάτσω στο δωμάτιό μου για να διαβάσω λίγο από το βιβλίο της Ιστορίας μέχρι να συναντηθούμε με την Άμπερλυ. Είχα πάει για λίγο στη βιβλιοθήκη για να δω κάποια πράγματα για μια εργασία Λατινικών, αλλά είχα βαρεθεί. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται αρκετά ενδιαφέροντα κατά τη διάρκεια του Τρίτου Παγκοσμίου και ήθελα να συνεχίσω το διάβασμα όσο πιο σύντομα μπορούσα. Τώρα διάβαζα για τη λήξη του, το 2148. Για εφτά ολόκληρα χρόνια, ο κόσμος καταστρεφόταν για να αποκτήσουν κάποιοι δύναμη, πράγμα που έβρισκα ηλίθιο. Γιατί να αναγκάσουν τόσον κόσμο να σκοτωθεί και να προκαλέσουν τόσες καταστροφές;
Είχα αρχίσει να διαβάζω το κεφάλαιο όταν χτύπησε η πόρτα. Μόλις που πρόλαβα να κρύψω το βιβλίο κάτω απ’ το μαξιλάρι μου, όταν η πόρτα άνοιξε και παρουσιάστηκε η Αδερφή Αγκάθα, η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης.
«Ξέχασες ένα τετράδιό σου», έκανε ψυχρά. Το βλέμμα της, παρατήρησα, ήταν καρφωμένο στο σημείο που είχα κρύψει το βιβλίο. Πλησίασε και μου έδωσε το τετράδιο με τις μεταφράσεις. Περίμενα ότι θα μου ζητούσε να της δώσω το βιβλίο της Ιστορίας, αλλά γύρισε αμέσως την πλάτη της και απομακρύνθηκε. Ίσως να νόμιζε πως ήταν κάτι άλλο.
Διάβαζα μέχρι να φτάσει η ώρα να συναντηθούμε με την Άμπερλυ. Έβαλα προσεκτικά το βιβλίο μέσα από το παλτό μου και αγκάλιασα το σώμα μου με τα χέρια μου για να μη φαίνεται πως κουβαλούσα κρυφά κάτι.
Η Άμπερλυ με περίμενε μέσα στην αποθήκη και έδειχνε ενθουσιασμένη.
«Τι γίνεται;» ρώτησα ακουμπώντας το βιβλίο δίπλα μου, πάνω σε μια κούτα.
Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά και είπε: «Νομίζω ότι βρήκα κάτι που δε θα ήθελαν να ξέρουμε».
«Τι;» έκανα περίεργη.
«Άνοιξε στη σελίδα διακόσια ογδόντα εφτά και θα σου πω». Έκανα όπως μου είπε και βρέθηκα στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο από αυτό που διάβαζα. Δεν το περίμενα πως είχε βρει χρόνο για να προχωρήσει παρακάτω.
«“Το Πείραμα των Πρινς και Χάργκεϊτ”», διάβασα τον τίτλο. «Πρινς δεν έλεγαν εκείνον που πρότεινε να σταματήσει η χρήση της περιττής τεχνολογίας;» Και το άλλο όνομα μου έλεγε κάτι, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι.
«Ναι, αυτός είναι. Άκου: “Ο Μπέντζαμιν Πρινς δεν αρκέστηκε μονάχα στην απαγόρευση της περιττής τεχνολογίας το 2148 για να δώσει στον κόσμο άλλη μια ευκαιρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου έκανε πειραματισμούς πάνω στη δημιουργία και χρήση ανθρώπων με ξεχωριστές ικανότητες ως όπλα, σε συνεργασία με μία ακόμα εξέχουσα μορφή του πνευματικού και επιστημονικού χώρου, την Σερύλ Χάργκεϊτ (2116 - 2153)”».
«Σερύλ Χάργκεϊτ;!» διέκοψα την Άμπερλυ, καταλαβαίνοντας επιτέλους ποια ήταν. «Είχα ακούσει το καλοκαίρι τη θεία μου να μιλάει γι αυτήν. Νομίζω είπε πως σκότωσε τα παιδιά της για να πετύχει το σκοπό της και μετά, όταν απέτυχε, αυτοκτόνησε».
«Χρησιμοποίησε τα παιδιά της σαν πειραματόζωα, αλλά δεν τα σκότωσε», είπε η Άμπερλυ. «Θα έλεγα ότι τα
θυσίασε για να πετύχει το σκοπό της».
«Μάλιστα. Συνέχισε».
«“Η χρήση όμως των ατόμων αυτών ως όπλα στάθηκε αδύνατη, γιατί η δημιουργία τους ήταν δυνατή μονάχα μετά τη λήξη του Πολέμου, το 2149. Αυτή την πρώτη γενιά, που έκανε την εμφάνισή της την 21η Ιουνίου 2149, αποτελούσαν τα μεγαλύτερα παιδιά της Χάργκεϊτ, Κέλβιν και Νίκολας, καθώς και πολλά ορφανά του Πολέμου, όλα σε ηλικίες μεταξύ δεκατριών και δεκαεννέα ετών”. Υπάρχει και μια λίστα με τα ονόματά τους δίπλα, θες να τα διαβάσω;»
«Όχι, δεν είναι ανάγκη», έκανα ανυπόμονα.
«“Το κοινό σημείο που είχαν όλα αυτά τα παιδιά, εκτός από την ηλικία, ήταν ότι είχαν πιο ανεπτυγμένο κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο που τα ξεχώριζε από τους υπόλοιπους συνομήλικούς τους”».
«Λέει τι είδους ταλέντο;» ρώτησα. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως τα πειράματα είχαν ως σκοπό να εντείνουν το ταλέντο των παιδιών αυτών.
«Όχι, δε λέει συγκεκριμένα. Απλά αναφέρει πως είχαν επίσης και ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και τα ζώα», απάντησε η Άμπερλυ. «Να συνεχίσω;» Χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, διάβασε πως οι ερευνητές αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα "αποτελέσματα" των πειραμάτων τους για να δημιουργήσουν σώματα ασφαλείας, αφού ο Πόλεμος είχε λήξει και δεν είχε νόημα να τα χρησιμοποιήσουν ως όπλα. Όμως, δεν μπόρεσαν να πετύχουν το σκοπό τους γιατί τα παιδιά αποδείχθηκε πως είχαν επικίνδυνη και βίαιη συμπεριφορά. Έτσι εγκαταλείφθηκε η ιδέα της συνέχισης των πειραμάτων και όλα τα πειραματόζωα απομακρύνθηκαν από τον πολιτισμό.
«“Είναι βέβαιο πως το μέλλον των εν λόγω παιδιών καταστράφηκε από τη στιγμή που έλαβαν μέρος στο πείραμα. Τώρα βρίσκονται στην απομόνωση, μακριά από κατοικημένες περιοχές, έτσι ώστε να αποφευχθούν κι άλλες αιματοχυσίες. Παραμένει, βέβαια, ακόμα η απορία για το τι θα απογίνουν οι απόγονοί τους. Θα γίνουν κι αυτοί βίαιοι ή θα γεννηθούν φυσιολογικά παιδιά που θα μπορέσουν να ενταχθούν επιτυχώς στην κοινωνία; Οι Πρινς και Χάργκεϊτ επιβεβαίωσαν πως η οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα έρθει την 21η Δεκεμβρίου του έτους 2162. Η δήλωσή τους αυτή έφερε στο φως νέες απορίες για το αν τα πειράματά τους ήταν όντως επιστημονικά ή αν είχαν να κάνουν με μαύρη μαγεία, όπως ειπώθηκε από πολλούς. Οι ερευνητές κατηγορήθηκαν για χρήση μαύρης μαγείας κυρίως από την εκκλησία και από φανατικούς θρησκόληπτους, αλλά η φωνή της λογικής υπερίσχυσε, καθώς το μόνο γεγονός που κάνει τα πειράματα αυτά να φαίνονται σαν αλχημείες είναι ότι τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη γενιά, η αλλαγή των ατόμων από απλά χαρισματικά παιδιά σε βίαια πλάσματα, συμπίπτει με την ύπαρξη πανσελήνου την ημέρα του Ηλιοστασίου”».
Η Άμπερλυ σήκωσε τα μάτια της από το βιβλίο και με κοίταξε. «Καταλαβαίνεις λοιπόν τι δεν ήθελαν να ξέρουμε;»
«Την ύπαρξη αυτών των ατόμων», έκανα με κομμένη την ανάσα. Αλλά γιατί; Γιατί να θέλουν να αποκρύψουν την ύπαρξή τους; Σίγουρα, δεν ήταν ό,τι καλύτερο να υπάρχουν, αλλά δε θα έπρεπε οι υπόλοιποι άνθρωποι να γνωρίζουν ώστε να προστατευθούν απ’ αυτούς;
«Τι λες να έγινε τελικά;» είπα μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Έγιναν κι αυτά τα παιδιά βίαια ή γεννήθηκαν φυσιολογικά; Και η πανσέληνος στο Ηλιοστάσιο είναι σύμπτωση ή όντως επηρεάζει;»
«Δεν…» έκανε να πει εκείνη, αλλά σταμάτησε και σήκωσε το χέρι για να μου κάνει νόημα να μη μιλήσω. Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Άκουγα κάποιους να έρχονται προς τα εδώ. Κάτι έλεγαν, αλλά δεν καταλάβαινα τι. Ευχήθηκα με όλη μου τη δύναμη να μην έρχονται σ’ εμάς. Το μόνο που ακουγόταν στη μικρή αποθήκη ήταν οι ανάσες μας.
Και ξαφνικά, εκεί που νόμιζα πως ίσως να ήμασταν αρκετά τυχερές για να γλιτώσουμε, η πόρτα άνοιξε. Η Ηγουμένη μαζί με την Αδερφή Αγκάθα, την Αδερφή Μάργκαρετ και μια άλλη καλόγρια που έβλεπα μόνο στις προσευχές και όταν με έβαζαν τιμωρία να βοηθήσω στην κουζίνα.
Τότε συνειδητοποίησα ότι είχαμε μείνει μαρμαρωμένες στη θέση μας από τη στιγμή που τις ακούσαμε να έρχονται και δεν είχαμε κάνει καμία προσπάθεια να κρύψουμε τα βιβλία, πράγμα που η Ηγουμένη πρόσεξε αμέσως και άρχισε να ουρλιάζει για το πώς ήμασταν ανυπάκουες και ότι είχαμε τολμήσει να βγούμε απ’ τα δωμάτιά μας για να συναντηθούμε. Και ότι ασχολούμασταν και με απαγορευμένα βιβλία, εκτός των άλλων. Τα μισά απ’ αυτά που έλεγε δεν τα καταλάβαινα. Φώναζε σαν δαιμονισμένη κι εγώ ήμουν υπερβολικά φοβισμένη για να προσέξω τα λόγια της.
Κάποια στιγμή σταμάτησε και μας πήγε στο γραφείο της, όπου συνέχισε να φωνάζει πως θα έπρεπε να μας αποβάλει για αυτό που είχαμε κάνει, αλλά την εμπόδιζε το ιερό καθήκον της. Τώρα ποιο ακριβώς ιερό καθήκον εννοούσε, δεν μας είπε ποτέ.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να τεθούμε υπό περιορισμό και να γράψει για τα “κατορθώματά” μας στο σπίτι, λες και θα μπορούσε να κάνει κάτι η θεία μου ή οι νονοί της Άμπερλυ για να βελτιώσουν την κατάσταση.
Το χειρότερο ήταν σίγουρα το ότι θα βρισκόμασταν υπό περιορισμό. Εμένα θα με αναλάμβανε η Αδερφή Μάργκαρετ και την Άμπερλυ η Αδερφή Μπέρθα, αυτή που δούλευε στην κουζίνα. Φυσικά, αυτό σήμαινε πως οι καλόγριες θα έμεναν μαζί μας όλη τη μέρα και το βράδυ θα έμενε μία απ’ αυτές στο διάδρομο για να μας παρακολουθεί. Έτσι, δε θα είχαμε την ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε. Και βέβαια, θα μας έπαιρναν τα βιβλία και θα ήμασταν τιμωρημένες σε όλη τη διάρκεια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών. Όταν η Ηγουμένη τελείωσε με τον εξάψαλμο και διέταξε την Αδερφή Μάργκαρετ και την Αδερφή Μπέρθα να μας συνοδεύσουν στα δωμάτιά μας, η Άμπερλυ έκλαιγε. Δεν τολμούσα να την παρηγορήσω, όχι μόνο γιατί οι “δεσμοφύλακές” μας δεν μας άφηναν να μιλήσουμε, αλλά και επειδή δεν μπορούσα η ίδια να πω κάτι. Τόσο απελπισμένη ήμουν. Δεν έκλαιγα σχεδόν ποτέ, αλλά αυτό δε σήμαινε πως δεν μπορούσα να νιώσω. Κι εκείνη τη στιγμή, ευχόμουν να μπορούσα κι εγώ να δώσω με τα δάκρυα μια διέξοδο στα συναισθήματά μου. Δε θα μπορούσα να ξαναμιλήσω στην Άμπερλυ. Δε θα ξαναβρισκόμασταν στην αποθήκη για να συζητήσουμε ενδιαφέροντα πράγματα… Δεν ήξερα καν αν θα με συγχωρούσε ποτέ που προκάλεσα την τιμωρία μας.