Το καινούργιο κεφάλαιο επειδή το υποσχέθηκα
Κεφάλαιο 2ο
Έριξα στο πάτωμα μπροστά από τη βιβλιοθήκη τον κατάλογο με τα πράγματα που θα χρειαζόμουν για τη Σχολή και κόλλησα στο αυτί μου στην κλειστή πόρτα.
Μια καλόγρια που συστήθηκε στη θεία Άμαρι ως Αδερφή Αγκάθα είχε έρθει για να με πάρει. Οι δυο τους είχαν κλειστεί στη βιβλιοθήκη για να συζητήσουν κι εμένα με είχαν βάλει να ελέγξω ότι είχα όλα τα απαραίτητα στη βαλίτσα μου. Όμως, με έτρωγε η περιέργεια κι αφού είχα φτιάξει τα πράγματα από την προηγούμενη, αποφάσισα να “παρακολουθήσω” κι εγώ τη συζητηση. Αν άνοιγαν την πόρτα θα με έβλεπαν να μαζεύω τον κατάλογο που είχε πέσει κάτω κι έτσι δε χρειαζόταν να ανησυχώ.
«Καταλαβαίνετε, έκανα ό,τι μπορούσα για το κορίτσι», έλεγε η θεία μου με έναν περίεργο, απολογητικό τόνο, «αλλά δεν μπορώ μπορω να την κρατήσω άλλο».
«Αποτύχατε να την περιορίσετε;» τη ρώτησε ψυχρά η καλόγρια.
«Δεν ξέρω. Μέχρι την καθορισμένη ημερά είναι αδύνατον να είναι κανείς σίγουρος. Αλλά είμαι σίγουρη πως ακόμα κι εγώ απέτυχα, εσείς μπορείτε να κάνετε περισσότερα. Ο Θεός θα προστατεύσει και εκείνη και εσάς από τις ανίερες δυνάμεις της».
Ανίερες δυνάμεις; Για μένα το έλεγε αυτό; Ήμουν σίγουρη πως δεν είχα καμία απολύτως δύναμη, εκτός ίσως από το να βρίσκω πάντα τρόπους να σπάω τα νεύρα της θείας μου. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι παράξενο. Τα νεύρα της έσπαγαν με το παραμικρό στραβοπάτημά μου.
«Θα έπρεπε, έχετε δίκιο», απάντησε η θεία μου σε κάτι που δεν είχα καταφέρει να ακούσω. «Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά».
«Θα κάνουμε ότι μπορούμε για την κατάστασή της, αλλά αν η φύση της εκδηλωθεί δε θα μπορέσουμε να την κρατήσουμε», είπε αργά η Αδερφή Αγκάθα. Άκουσα μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα, σημάδι ότι κάποια είχε σηκωθεί, κι έφυγα βιαστικά. Όμως είχα ξεχάσει τον κατάλογο. Καθώς έσκυβα για να τον πάρω, η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε θεία Άμαρι. Με κοίταξε για μια στιγμή με βλέμμα που ήταν ικανό να σκοτώσει αλλά δεν είπε τίποτα.
Πήγα στο δωμάτιό μου και περίμενα. Πίστευα πως θα μου έλειπε. Είχα περάσει εδώ όλη μου τη ζωή.
Πέρασαν μερικά λεπτά πριν ακούσω ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Αδερφή Αγκάθα μπήκε μέσα. Η έκφρασή της ήταν κάπως φοβισμένη και σίγουρα δυσαρεστημένη. Κοίταξα μήπως έκανε έτσι για τα ρούχα μου. Ήταν όλα εντάξει, το μαύρο φόρεμα με τα καρό έφτανε μέχρι λίγο κάτω απ’ το γόνατο και ήταν κουμπωμένο μέχρι πάνω, το ίδιο και το λευκό πουκάμισο από μέσα. Αυτή ήταν η στολή της Σχολής και δε φαινόταν να έχει κάποιο πρόβλημα.
«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε. «Έχω να παραλάβω άλλη μία μαθήτρια».
Σηκώθηκα παίρνοντας τη βαλίτσα μου και την τσάντα με τα βιβλία. Βγήκαμε έξω όπου μας περίμενε ένα παλιό αυτοκίνητο. Η θεία Άμαρι, όπως και αρκετοί άλλοι, δεν είχε αυτοκίνητο. Αν και είχα ξαναδεί πολλές φορές, λοιπόν, δεν είχα μπει ποτέ μέσα σε κάποιο. Ένας ηλικιωμένος άντρας καθόταν στη θέση του οδηγού. Η καλόγρια με έβαλε να κάτσω στο πίσω κάθισμα, έβαλε τη βαλίτσα μου πίσω και κάθισε μπροστά.
Έπρεπε να παραδεχτώ πως ήταν άνετα εκεί μέσα, αν και μύριζε έντονα λιβάνι.
Η αδερφή Αγκάθα είπε μια διεύθυνση στον οδηγό και το αυτοκίκητο ξεκίνησε.
«Μήπως γίνεται να ανοίξουμε τα παράθυρα; Ζεσταίνομαι», είπα μετά από λίγο, ελπίζοντας να μην καταλάβουν ότι ήθελα να ανοίξουμε για να φύγει η μυρωδιά.
Η καλόγρια άνοιξε λίγο και αμέσως ένιωσα καλύτερα. Ήλπιζα να μην είναι πολύ μακριά το άλλο σπίτι και μετά η Σχολή γιατί αμφέβαλλα αν θα μπορούσα να αντέξω για πολύ εκεί μέσα.
Μετά από περίπου μισή ώρα, σταματήσαμε μπροστά από ένα μεγάλο σπίτι. Πρέπει να ήμασταν στην άλλη άκρης της πόλης. Η Αδερφή Αγκάθα βγήκε και άφησε εμένα και το γέρο να περιμένουμε. Έμεινε μέσα για δέκα λεπτά και μετά βγήκε με μικρόσωμη κοπέλα με κοντά ξανθά μαλλιά στα οποία υπήρχαν μερικές ξεβαμμένες ροζ ανταύγειες. Φαινόταν πως δεν ένιωθε καθόλου άνετα με τα ρούχα της Σχολής και έδειχνε δυστυχισμένη. Το ύφος της καλόγριας από την άλλη ήταν σαν της είχαν δώσει να φάει με το ζόρι λεμόνια.
«Βγες έξω και κάτσε μπροστά!» με διέταξε. Παραξενεμένη, έκανα ό,τι μου είπε. Εκείνη μπήκε πίσω με την άλλη. «Φεύγουμε!» είπε απότομα στον οδηγό.
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να αποφασίσω να γυρίσω πίσω και να συστηθώ με την άλλη μαθήτρια.
«Με λένε Ρέιτσελ», της είπα φιλικά.
Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της και πήγε να συστηθεί κι εκείνη, αλλά η Αδερφή Αγκάθα τη διέκοψε.
«Απαγορεύεται να μιλάτε!» φώναξε. «Δεσποινίς Ρις, γύρνα μπροστά σου! Ενοχλείς τον κύριο Μάλετ».
Ήθελα να της πω ότι εκείνη τον ενοχλούσε περισσότερο με τις φωνές της, αλλά δεν το έκανα γιατί φαινόταν να με έχει ήδη βάλει στο μάτι και δεν ήθελα να επιβαρύνω τη θέση μου. Γύρισα μπροστά και κάρφωσα τα μάτια μου στο δρόμο. Διασχίζαμε ένα δρόμο με ψηλά δέντρα και από τις δυο μεριές. Μακάρι η Σχολή να ήταν κάπου κοντά γιατί το μέρος ήταν υπέροχο.
Κάποια στιγμή ο οδηγός έστριψε σε έναν παράδρομο και τότε φάνηκε μπροστά μας η Σχολή. Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα ήταν κάποιο μοναστήρι κι όχι κανονικό σχολείο. Ακόμα κι έτσι όμως, έπρεπε να παραδεχτώ πως ήταν όμορφα και ήρεμα εδώ. Σταματήσαμε μπροστά από τη σιδερένια πύλη και βγήκαμε, με την Αδερφή Αγκάθα να προπορεύεται κι εμάς να ακολουθούμε. Δεν τολμούσα να πιάσω κουβέντα όμως όσο με άκουγε γιατί ήμουν σίγουρη πως ακόμα κι αν δεν ενοχλούσα κανέναν, εκείνη πάλι θα μου φώναζε πως απαγορεύεται να μιλάω.
Μπήκαμε μέσα στο πέτρινο κτίριο και ανεβήκαμε πάνω. Η Αδερφή Αγκάθα χτύπησε μια πόρτα.
«Εσείς θα περιμένετε εδώ!» έκανε αυστηρά μόλις της δόθηκε η άδεια να περάσει. «Και δε θα μιλάτε!»
Όταν η πόρτα έκλεισε, εγώ έβαλα το αυτί μου πάνω της, όπως είχα κάνει και στο σπίτι.
Η άλλη με τράβηξε. «Τι κάνεις;» ψιθύρισε πανικόβλητη.
«Προετοιμάζομαι», έκανα μέσα απ’ τα δόντια μου και έσκυψα ξανά.
«… πρόβλημα;» Η φωνή που μιλούσε ανήκε σε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Δεν είχα καταφέρει να ακούσω τι άλλο είχε ειπωθεί πριν και αυτό δε μου έλεγε κάτι.
«Ναι, Ηγουμένη», απάντησε η Αδερφή Αγκάθα. «Και μάλιστα η μία δεν είχε κανέναν περιορισμό». Μάλλον για μας ήταν λοιπόν. Ίσως ότι της είχαμε δημιουργήσει πρόβλημα; Ή είχαμε εμείς κάποιο πρόβλημα;
«Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Η άλλη;»
«Η θεία της την περιόρισε όσο μπορούσε, αλλά φοβάται τώρα που ο καιρός πλησιάζει».
«Μάλιστα. Πες τους να έρθουν μέσα».
Απομακρύνθηκα βιαστικά από την πόρτα κι έκανα ότι παρατηρούσα το τοπίο έξω από το παράθυρο απέναντί μας.
«Η Ηγουμένη θέλει να σας δει», είπε η καλόγρια. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε. Το δωμάτιο ήταν γυμνό εκτός από έναν μεγάλο σταυρό στον τοίχο πίσω από το γραφείο της Ηγουμένης και μια βιβλιοθήκη. Η ίδια η Ηγουμένη ήταν, όπως είχα μαντέψει, μεγάλης ηλικίας, με φωτεινά γαλάζια μάτια που με κοιτούσαν εξεταστικά. Ένας χρυσός σταυρός κρεμόταν στη στήθος της, πάνω από τα μαύρα ρούχα.
«Ρέιτσελ Μέι Ρις και Άμπερλυ Ιβ Μπράντον», είπε. «Πληροφορήθηκα ότι σας έστειλαν εδώ επειδή δημιουργείται προβλήματα στις θετές οικογένειές σας. Έχω δίκιο;»
«Όχι!» είπα αμέσως. «Εγώ προσωπικά δεν έχω δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα! Πάντα άκουγα τη θεία μου και έκανα ό,τι μου έλεγε!»
«Και όπως ακριβώς μου είπε η θεία σου, όλο αντιδράς και αντιμιλάς», είπε ψυχρά η Ηγουμένη. «Κι εσύ, δεσποινίς Μπράντον; Τι έχεις να πεις;»
Η Άμπερλυ δεν είπε τίποτα. Ή όντως δημιουργούσε προβλήματα στο σπίτι της, πράγμα που μου φαινόταν απίθανο, ή είχε δει τη συμπεριφορά της Ηγουμένης και δεν ήθελε να προκαλέσει την τύχη της.
«Μάλιστα. Εσύ είσαι πιο συνεργάσιμη. Αλλά με τον καιρό, δεσποινίς Ρις, είμαι σίγουρη πως θα σε τιθασεύσουμε κι εσένα. Τώρα στα δωμάτιά σας για να προσευχηθείτε ως τις εφτά που σερβίρεται το δείπνο. Δε θα ανεχτώ να πηγαινοέρχεστε, ούτε να μιλάτε! Είμαι κατανοητή;» Η Άμπερλυ έσκυψε το κεφάλι κι εγώ ακολούθησα το παράδειγμά της. «Πηγαίνετε τώρα», είπε.
Τα δωμάτια-κελιά βρίσκονταν σε ένα διπλανό κτίσμα. Ευτυχώς, το δωμάτιό μου ήταν δίπλα στης Άμπερλυ. Βρίσκονταν στο δεύτερο όροφο και ήταν τα μόνα κατοικημένα δωμάτια εκεί. Όλοι οι άλλοι βρίσκονταν στον πρώτο.
Η βαλίτσα μου με περίμενε στο μικρό δωμάτιο. Ήταν κι αυτό πολύ λιτό, με μόνο ένα κρεβάτι, ένα μικρό γραφείο και μια καρέκλα. Στον ανατολικό τοίχο, αυτόν που είχε και το παράθυρο υπήρχε ένας σταυρός, μια εικόνα της Αγίας Αικατερίνης και μια εικόνα της Παναγίας.
Οι οδηγίες μας ήταν σαφείς: να κάτσουμε ήσυχες, να προσευχηθούμε και να κατέβουμε για δείπνο στις εφτά. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να συμμορφωθώ. Άνοιξα τη βαλίτσα μου και ξέθαψα κάτω από τις αλλαξιές της στολής ένα άνετο παντελόνι και μια κοντομάνική μπλούζα. Άλλαξα και πήγα προς το παράθυρο. Υπήρχε ένα μικρό πεζούλι στην εξωτερική μεριά που ένωνε όλα τα δωμάτια και ήταν ό,τι έπρεπε. Σκαρφάλωσα έξω και με πολλή προσοχή πήγα ως το δωμάτιο της Άμπερλυ. Χτύπησα το τζάμι και την είδα να γυρνά έντρομη προς το μέρος μου. Είχε κι αυτή αντικαταστήσει τη στολή με μια πράσινη φούστα κι ένα μαύρο μπλουζάκι.
«Θα σκοτωθείς!» είπε ανοίγοντας το παράθυρο για να μπω μέσα.
«Δεν παθαίνω τίποτα», έκανα.
«Γιατί ήρθες εδώ;»
«Βαριόμουν να προσευχηθώ και να μείνω μόνη μου χωρίς τίποτα να κάνω για τρεις ώρες. Μη μου πεις ότι εσύ θα προσευχόσουν!»
«Όχι», παραδέχτηκε χαμογελώντας. «Είχα σκοπό να ξεπακετάρω τα πράγματα και να διαβάσω λίγο».
«Μα, τα μαθήματα δεν έχουν αρχίσει ακόμα!»
Χαμογέλασε πάλι και πήγε ως τη βαλίτσα της, απ’ όπου έβγαλε ένα παλιό βιβλίο, έτοιμο να διαλυθεί. Θα διάβαζε λογοτεχνία, λοιπόν; Εγώ μονάχα μια φορά, πριν από δύο χρόνια, είχα προσπαθήσει, αλλά με έπιασε η θεία μου και από τότε κλείδωνε τη βιβλιοθήκη.
«Κάνεις σαν να μην έχεις ξαναδεί βιβλίο», είπε εύθυμα. Δεν είχα προσέξει πως το κοίταζα σαν να ήταν κάτι παράξενο.
«Όχι τέτοιο. Μπορώ να το πάρω για μια στιγμή;» Η Άμπερλυ μου το έδωσε κι εγώ το άνοιξα με προσοχή.
«Είναι μια ρομαντική ιστορία που διαδραματίζεται στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», εξήγησε. «Έχω ακούσει ότι συνέβη στ’ αλήθεια. Εμένα πάντως είναι το αγαπημένο μου βιβλίο αυτό και γι αυτό το πήρα μαζί. Ήθελα να έχω κάτι από το σπίτι».
«Εμένα η θεία μου δε με άφηνε να διαβάζω».
«Αν θες μπορείς να το πάρεις», είπε.
«Το εννοείς;» ρώτησα έκπληκτη από την προσφορά της. Βέβαια, ένα βιβλίο δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τον πιο πολύ κόσμο, αλλά για μένα ήταν.
«Φυσικά. Αρκεί όταν φεύγεις από ‘δω κρατώντας το να μην πέσεις κάτω».
Γέλασα και γέλασε κι εκείνη μαζί μου. Δεν ήθελα όμως να φύγω ακόμα και να την αφήσω μόνη της και χωρίς κάτι να κάνει. Έτσι έμεινα και πιάσαμε κουβέντα.
Ανακάλυψα πως ήταν κι αυτή υιοθετημένη, όπως κι εγώ. Αλλά σε αντίθεση με μένα, αυτοί που τη μεγάλωσαν δεν ήταν συγγενείς της, αλλά οι νονοί της. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τους γονείς της. Την άφηναν να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει και της φάνηκε παράξενο να τη στείλουν ξαφνικά σε ένα αυστηρό σχολείο. Ήταν κι αυτή στην ηλικία μου κι έτσι μαντεύαμε πως θα ήμαστε μαζί στις τάξεις.
Όταν η ώρα πήγε εφτά παρά τέταρτο, έφυγα σαν τον κλέφτη και πήγα δίπλα για να αλλάξω. Είχα μόλις βάλει το φόρεμά μου όταν μια καλόγρια ήρθε να με πάει ως την τραπεζαρία.
Όλα έδειχναν πως όσο κι αν μας πίεζαν, δε θα περνούσαμε άσχημα στη Σχολή.