Δεν πειράζει καλέ!
Ορίστε και το επόμενο κεφάλαιο!
Ελπίζω να σας αρέσει! Τώρα βέβαια για αρκετό καιρό δε με βλεπω να γράφω άλλο αλλά κάαααποιαστιγμή θα ξαναέχετε κεφάλαιο...
23ο κεφάλαιο
Ξύπνησα σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με εκείνο που ήμουν την πρώτη φορά. Ούτε αυτό είχε παράθυρα, ενώ το κρεβάτι ήταν πανομοιότυπο. Όμως, αντί για καθρέφτη μπροστά υπήρχε ένα μεγάλο γραφείο, που επίσης έδειχνε παλιό.
Στον τοίχο κρεμόταν το πορτραίτο μιας κοπέλας με πολύ σκούρες καστανές μπούκλες και μάτια στο ίδιο περίπου χρώμα, που φορούσε ένα φόρεμα εποχής σε απαλό ροζ και στεκόταν μπροστά από κάτι τριανταφυλλιές με ροζ άνθη. Η φυσιογνωμία αυτή μου θύμιζε αμυδρά κάτι. Ίσως να ήταν αντίγραφο κάποιου γνωστού πίνακα.
Σε μια γωνία υπήρχε κι ένα ρολόι αντίκα. Έλεγε πως η ώρα ήταν δώδεκα. Όταν είχα δει το ρολόι του αυτοκινήτου της Λαβίνια ήταν έντεκα και μισή, πράγμα που σήμαινε πως πρέπει να ξύπνησα σχεδόν αμέσως αφότου με μετέφεραν στο δωμάτιο. Το περίεργο όμως ήταν πως δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένη.
Ο χώρος φωτιζόταν από ένα πορτατίφ που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Πάνω του επίσης ήταν ακουμπισμένα μερικά βιβλία, ένα εκ των οποίων ήταν ανοιγμένο στη μέση περίπου. Το πήρα για να δω τι ήταν, όμως η γλώσσα που ήταν γραμμένο μου ήταν εντελώς άγνωστη. Το ξεφύλλισα λίγο για να δω αν υπήρχε καμία ένδειξη για το περιεχόμενο ή την προέλευσή του αλλά δε βρήκα τίποτα κατατοπιστικό. Από το εξώφυλλο μονάχα καταλάβαινα ότι ήταν πολύ παλιό.
Το άφησα στην άκρη και πήρα να δω ένα από τα άλλα βιβλία. Αυτό πρέπει να ήταν κάποιο βιβλίο φιλοσοφίας, γιατί αν και καταλάβαινα μεμονωμένα τις λέξεις, δεν έβγαζα κανένα νόημα από αυτά που έλεγε.
Δεν είχα προλάβει καν να τελειώσω μια ατελείωτη και ακατανόητη σελίδα όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε μέσα ο Άνταμ.
«Α, ξύπνησες επιτέλους!» είπε. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ». Ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
«Να ανησυχείς;» ρώτησα παραξενεμένη. «Για ποιο λόγο;»
«Αγάπη μου», απάντησε, «κοιμάσαι εδώ και εικοσιτέσσερις ώρες. Λίγο ακόμα και θα έλεγα πως είσαι σε κώμα».
«Τι; Έπρεπε να με είχες ξυπνήσει για να πάω σχολείο! Και οι γονείς μου θα έχουν τρελαθεί από ανησυχία!»
«Να πας σχολείο; Για μια βδομάδα ούτε να το σκέφτεσαι! Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πάς!»
«Και οι γονείς μου;» ρώτησα.
«Οι γονείς σου, για αυτή τη βδομάδα, έχουν ξεχάσει ότι υπάρχεις», απάντησε ο Άνταμ χαμογελώντας.
«Για περίμενε ένα λεπτό!» είπα. «Μου λες πως έκανες τους γονείς μου να ξεχάσουν ότι υπάρχω για μια βδομάδα και μου λες επίσης ότι αυτή τη βδομάδα δε θα με αφήσεις να πάω σχολείο; Καταλαβαίνεις ότι αυτό φαίνεται σαν να με κρατάς όμηρο;»
Ο Άνταμ γέλασε. «Ναι, τώρα που το λες δεν έχεις άδικο», αποκρίθηκε. «Αλλά το κάνω για το καλό σου. Έχασες πάρα πολύ αίμα, ταράχτηκες, και δε θέλω να κουραστείς άλλο. Γι αυτό θα μείνεις εδώ για μερικές μέρες, να χαλαρώσεις, και θα πας πίσω στο σπίτι σου το Σαββατοκύριακο, χωρίς κανένας να παρατηρήσει τη απουσία σου».
Αναστέναξα βαθιά. «Εντάξει», απάντησα. «Θα μείνω εδώ. Δε με χαλάνε κιόλας μερικές μέρες διακοπών. Ειδικά αφού θα είμαι μαζί σου».
Ο Άνταμ χαμογέλασε και με φίλησε. «Το ήξερα ότι θα συμφωνούσες!» Με φίλησε ξανά και σηκώθηκε. «Πάω να σου φέρω κάτι να φας», είπε κι εξαφανίστηκε.
Εγώ σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο, το οποίο ήταν στην ίδια θέση και στο άλλο δωμάτιο.
Έκανα ένα σύντομο μπάνιο γιατί δεν ήθελα να κάνω τον Άνταμ να περιμένει. Ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν ήδη έξω. Και πράγματι, όταν βγήκα τον βρήκα να κάθεται πάνω στο κρεβάτι, κρατώντας έναν δίσκο με πρωινό, που κατά τη γνώμη μου έφτανε για να φάνε τρία άτομα.
«Πρωινό βραδιάτικα;» τον πείραξα.
«Τι να κάνουμε, αφού βραδιάτικα ξύπνησες…» απάντησε.
«Εγώ φταίω; Αφού βλέπεις, έγινα μεσημεριανό για άλλον έπρεπε να αναπληρώσω τη χαμένη ενέργεια». Με το που το είπα αυτό το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Τι είναι;» τον ρώτησα.
«Φάε το πρωινό σου και θα μιλήσουμε μετά» απάντησε αυστηρά, σχεδόν θυμωμένα. «Και φρόντισε να το φας όλο!»
«Εντάξει γιαγιά!» τον πείραξα. Ακουγόταν σαν την γιαγιά μου, που κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι της έκρινε πως έπρεπε να φάω μέχρι σκασμού. «Σοβαρά τώρα», συνέχισα, «είναι πάρα πολύ. Δεν μπορώ να το φάω όλο!»
Ο Άνταμ γέλασε. «Εντάξει, όσο θες!» είπε και ξαναγέλασε.
Έφαγα ένα μήλο και μερικά μπισκότα. Έκανα να πιω και μια γουλιά από την πορτοκαλάδα αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν αναβράζουσα βιταμίνη, που δε μου άρεσε καθόλου.
Ο Άνταμ είδε την αντίδρασή μου και πριν καν προλάβω να αφήσω κάτω το ποτήρι είπε: «Αυτό ειδικά θα το πιεις οπωσδήποτε, αλλιώς δε σου μιλάω!»
Χαμογέλασα κι έκανα ένα κουράγιο να την πιω, να του κάνω το χατίρι για να μην ανησυχεί ότι δεν παίρνω αρκετές βιταμίνες.
«Ωραία!» είπα αφού τελείωσα. «Θα μου πεις τώρα;» Δεν ήξερα τι ακριβώς θα μου έλεγε αλλά φαινόταν από το βλέμμα του πως τον απασχολούσε κάτι.
«Άλις, ανησυχώ για σένα» παραδέχτηκε. «Πρώτα απ’ όλα ανησυχώ μήπως η Μέλανι ή κάποιος άλλος θελήσει να σε “δοκιμάσει” πάλι. Και φοβάμαι και γι αυτά που είπες στο δικαστήριο. Γιατί Άλις; Γιατί είπες ψέματα;»
«Δεν είμαι σίγουρη… Απλά ήθελα να προστατεύσω τη Μέλανι και αυτός μου φαινόταν ο μόνος τρόπος. Έτσι κι αλλιώς έχει καταστρέψει το ημερολόγιο και δε θα το μάθει κάνεις».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος γι αυτό. Και να μην το είχε καταστρέψει πάλι αυτό δε θα έλεγε, αφού κι εσύ τη βοήθησες να ξεφύγει; Αλλά έπρεπε να είχες πει την αλήθεια για να τιμωρηθεί περισσότερο και να είμαι πιο σίγουρος ότι δε θα σου κάνει κάτι».
«Δε θα μου κάνει τίποτα άλλο!» είπα. «Είμαι απόλυτα σίγουρη πως έμαθε το μάθημά της».
Ο Άνταμ δεν απάντησε, πράγμα που εξέλαβα ως παραδοχή ότι είχα δίκιο.
«Θέλω να σε μεταμορφώσω Άλις!» είπε ξαφνικά, μετά από μερικά λεπτά.
«Να κάνεις τι;» ρώτησα έκπληκτη. «Δε νομίζεις πως είναι λίγο νωρίς για κάτι τέτοιο;»
«Καθόλου» απάντησε σοβαρά. «Θέλω να σε μεταμορφώσω όσο πιο σύντομα γίνεται γιατί δεν αντέχω ούτε να σκέφτομαι ότι μπορεί να σου συμβεί κάτι».
Τα λόγια αυτά με έπιασαν απροετοίμαστη. Δεν περίμενα να φοβάται τόσο πολύ για την ασφάλειά μου.
«Δεν ξέρω…» έκανα διστακτικά. «Περίμενε τουλάχιστον να γίνω δεκαοχτώ και μετά το ξανασυζητάμε, εντάξει;»
«Σε πόσον καιρό;» ρώτησε ανυπόμονα. «Αν είναι πάνω από έξι μήνες τότε να το ξεχάσεις!»
«Τέλη Φεβρουαρίου είναι τα γενέθλιά μου», απάντησα. «Μπορείς να περιμένεις τόσο;»
«Όχι, δεν μπορώ. Αλλά αφού εσύ το θες, θα μπορέσω», είπε ανέκφραστα. Δεν καταλάβαινα ακριβώς το νόημα. Αφού όμως μου έλεγε πως θα περίμενε δεν ήταν ανάγκη να το σκαλίσω άλλο. Μου έφτανε που είχε συμφωνήσει!
«Σ’ ευχαριστώ», είπα και τον φίλησα. «Είναι πολύ σημαντικό για μένα που μου αφήνεις αυτό το χρόνο».
«Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί…» είπε εκείνος. «Περίμενα να μου πεις να σε μεταμορφώσω τώρα ή κάτι ανάλογο, όχι να με αποτρέψεις».
«Απλά μου φαίνεται πολύ νωρίς», απάντησα. «Δε με ξέρεις και τόσον καιρό για να είναι σοβαρή η απόφασή σου κι όχι της στιγμής».
«Μα, Άλις…»
«Μη με παρεξηγείς», τον διέκοψα. «Ξέρω πως μ’ αγαπάς τώρα. Θα ισχύει όμως αυτό μετά από δύο μήνες; Μετά από ένα χρόνο;»
«Θα ισχύει για πάντα!» είπε ο Άνταμ καρφώνοντάς με με τα πανέμορφα σκουροπράσινα μάτια του. Το βλέμμα του και μόνο μπορούσε να με πείσει για την αλήθεια των λόγων του αλλά δεν ήθελα να υποκύψω.
Απέστρεψα το βλέμμα μου και συνέχισα: «Αυτό που θέλω είναι πριν με μεταμορφώσεις να ζήσω λίγο καιρό σαν άνθρωπος και να το εκτιμήσω. Τόσα χρόνια πιστεύω δεν το είχα εκτιμήσει όπως του άξιζε…»
Ο Άνταμ με κοίταξε περίεργα. «Μιλάς σαν μελλοθάνατη, Άλις», είπε. «Θα συνεχίσεις να ζεις και μετά τη μεταμόρφωση, απλά θα αλλάξουν κάποια πράγματα. Θα είναι καλύτερα όλα! Θα δεις! Σε παρακαλώ, άσε με να το κάνω τώρα και να σου αποδείξω πόσο καλύτερη είναι η ζωή όταν είσαι αθάνατος!» Η φωνή του ήταν παρακλητική και γεμάτη πάθος, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσω.
«Τέσσερις μήνες είναι Άνταμ!» είπα. «Και δεν είναι καν γεμάτοι μήνες. Σου υπόσχομαι πως δε θα με χάσεις και πως δε θα μου συμβεί τίποτα!»
Ο Άνταμ αναστέναξε. «Δε βλέπω να υπάρχει τρόπος να σε κάνω να αλλάξεις γνώμη…» είπε με λίγο δραματικότερο τόνο απ’ όσο ταίριαζε, σαν να ήξερε πως κάτι θα μου συνέβαινε και θα πέθαινα πριν με μεταμορφώσει.
«Σε παρακαλώ, μη φέρνεις την καταστροφή!» έκανα αγανακτισμένα. «Σκέψου λίγο θετικά κι όλα θα είναι καλύτερα!»
«Δε φέρνω την καταστροφή», μουρμούρισε αλλά έβλεπα πως δεν το εννοούσε και ακόμα σκεφτόταν τι μπορεί να μου συνέβαινε μέσα σε αυτούς τους μήνες.
«Τι είναι αυτός ο πίνακας;» ρώτησα δείχνοντας το πορτραίτο της μελαχρινής κοπέλας πάνω από το γραφείο.
Ήθελα να αλλάξω οπωσδήποτε θέμα. Αν συνέχιζε να σκέφτεται τρόπους με τους οποίους θα πέθαινα, τον είχα ικανό να με κλειδώσει μέσα σε ένα δωμάτιο και να μη με αφήσει να βγω μέχρι τα γενέθλιά μου.
Ο Άνταμ γύρισε, κοίταξε τον πίνακα και μετά εμένα. «Είναι το πορτραίτο της Έμελιν», απάντησε.
Ωχ, σκατά! Ήθελα να αλλάξω το θέμα από τους θανάτους και τις καταστροφές και το κατάφερα να το ξαναφέρω εκεί! Τουλάχιστον όμως, αυτό εξηγούσε γιατί μου φαινόταν γνωστή η φυσιογνωμία.
Την είχα δει σε εκείνο το όνειρο, αλλά δεν περίμενα να είναι ίδια εκεί και στην πραγματικότητα! Από την περιγραφή του Άνταμ μπορούσαν να προκύψουν εκατοντάδες κοπέλες με τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά εντελώς διαφορετικές. Ήταν πάρα πολύ περίεργο που απ’ όλους τους πιθανούς συνδυασμούς εγώ είχα δει τον πραγματικό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό έδινε στο όνειρο περισσότερη σημασία.
«Την αγαπάς ακόμα, έτσι;» ρώτησα, προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να ενσωματώσω το όνειρο στην κουβέντα.
Ο Άνταμ γύρισε και με κοίταξε ερωτηματικά. «Αγαπώ μονάχα εσένα, Άλις», απάντησε. «Πολύ περισσότερο απ’ όσο αγάπησα ποτέ την Έμελιν».
«Θα την αγαπούσες ακόμα αν δε σε είχε ελευθερώσει;» ρώτησα ξανά. Αυτό τον έκανε να εκπλαγεί ακόμα πιο πολύ.
«Τι θες να πεις;» ρώτησε. «Πού ξέρεις εσύ γι αυτό;»
«Ξέρεις, το βράδυ της Κυριακής είδα ένα όνειρο που αφορούσε εσένα και την Έμελιν. Στην αρχή ήμασταν εμείς οι δύο και περπατούσαμε στο νεκροταφείο. Μετά εγώ εξαφανίστηκα κι εσύ πήγες στον τάφο της Έμελιν, όπου την είδες να σε περιμένει. Και ήταν ακριβώς όπως στον πίνακα, απλά αντί για ροζ φορούσε άσπρα. Της ζήτησες να σε συγχωρέσει που έσπασες την υπόσχεση εξαιτίας μου κι εκείνη σου είπε πως εξαρχής δεν ήθελε να την κρατήσεις και ότι έπρεπε να συνεχίσεις και να ζήσεις τη ζωή σου. Και σ’ ελευθέρωσε».
Όσο μιλούσα παρατήρησα πως ο Άνταμ έδειχνε όλο και πιο απορημένος κι έκπληκτος.
«Άλις, κι εγώ είδα το ίδιο όνειρο!» είπε. «Δεν του έδωσα πολλή σημασία γιατί πίστεψα πως ο εαυτός μου απλώς ήθελε να ελευθερωθεί από τις ενοχές. Μάλλον όμως ήταν κάτι περισσότερο. Και το ότι την είδες ακριβώς όπως ήταν το κάνει ακόμα πιο παράξενο».
Τώρα ήταν η σειρά μου να τον κοιτάξω σαν να μου είχε πει πως ήταν εξωγήινος. Όχι ότι μετά από όλα όσα είχα ακούσει για βρικόλακες και δαίμονες θα ήταν πολύ περίεργο να υπάρχουν και εξωγήινοι…
Αλλά πώς ήταν δυνατόν να έχει δει το ίδιο όνειρο με μένα;
«Πώς μπορεί να γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκα ξέπνοα. «Πώς είναι δυνατόν να είδες το ίδιο όνειρο; Πώς γίνεται να είδα την Έμελιν όπως ήταν;»
Ο Άνταμ βλέποντάς με έτσι με αγκάλιασε σαν λιποθυμούσα και μου έδωσε ένα ποτήρι νερό από το δίσκο. Το δέχτηκα χωρίς αντίρρηση, χωρίς καν να προσέξω τι ήταν. Ήμουν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή, και δηλητήριο να μου έδινε, δε θα παρατηρούσα καμία διαφορά.
«Υπάρχουν δύο εκδοχές», είπε ο Άνταμ. «Ή έχεις κάποιο έμφυτο χάρισμα ή έχεις πολύ δυνατή σύνδεση με μένα».
«Τι;!» έκανα έκπληκτη και σχεδόν πνίγηκα με το νερό. «Αποκλείεται!»
«Καθόλου!» είπε ο Άνταμ χαμογελώντας ενθαρρυντικά. «Το όνειρό σου είναι η απόδειξη».
«Είναι σύμπτωση! Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο!»
«Δεν νομίζω…» αποκρίθηκε. «αν ήταν σύμπτωση η Έμελιν δε θα ήταν ίδια!»
Αυτό η αλήθεια είναι ότι το πίστευα κι εγώ. Αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα κάποιο «υπερφυσικό» ταλέντο ή σύνδεση!
«Και πώς θα ξέρουμε;» ρώτησα. Ήθελα να βρω κάποιο παραθυράκι που θα με έκανε να ξεφύγω από τα υπερφυσικά και να επιστρέψω στο κανονικό.
«Δεν μπορούμε», απάντησε. «Θα το εξακριβώσουμε όταν θα μεταμορφωθείς. Αν θες να μάθεις πάρα πολύ μπορώ να σε μεταμορφώσω και τώρα».
Αναστέναξα. Πάλι στη μεταμόρφωσή μου το είχε φέρει το θέμα. «Νομίζω πως αυτό το ξεκαθαρίσαμε πιο πριν» είπα με τόνο που δε σήκωνε διαπραγματεύσεις.
Ο Άνταμ μισογέλασε. «Καλά, καλά!» έκανε. «Δε θα σε μεταμορφώσω τώρα! Όμως η ημέρα των γενεθλίων σου είναι η τελευταία μέρα που θα περιμένω. Μετά θα σε μεταμορφώσω με ή χωρίς την άδειά σου!»
«Αν το κάνεις αυτό μετά μπορεί και να σε μισήσω!» είπα πολύ ήρεμα και συγκρατημένα.
«Καλύτερα να με μισήσεις παρά να πεθάνεις!» απάντησε με τον ίδιο τόνο.
Ήθελα να βρω κάτι έξυπνο να πω αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως αν ο Άνταμ προτιμούσε να τον μισώ για μια αιωνιότητα παρά να πεθάνω με την αγάπη μου για αυτόν, τότε πρέπει να με αγαπούσε πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμουν.
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να σε μισήσω ποτέ», ψιθύρισα και τον φίλησα ως επιβεβαίωση.
Και πράγματι, μετά από την τελευταία του δήλωση, πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ να τον μισήσω;
Πώς μπορείς να μισήσεις κάποιον που σου δείχνει τόση αγάπη;