Μετά από ένα ακόμα διαλλειματάκι, έγραψα επιτέλους το επόμενο κέφαλαιο!
Και φυσικα, δε θα μπορούσα να τo γράψω αν δεν είχα τη βοήθεια της Argy!
39ο κεφάλαιο
Ξύπνησα πέντε ώρες αργότερα ανανεωμένη, αλλά και πολύ διψασμένη για άλλη μια φορά. Ήμουν μόνη μου στο κρεβάτι, πιθανότατα και στο δωμάτιο. Η αναπνοή του Άνταμ δεν ακουγόταν καθόλου. Από το άρωμά του όμως, που βρισκόταν ακόμα στο χώρο, συμπέρανα ότι δεν έλειπε πολλή ώρα.
Επίσης, εκτός από το άρωμά του, πλανιόταν στον αέρα και το άρωμα από τριαντάφυλλα.
Κοίταξα λίγο γύρω μου και είδα στο μαξιλάρι δίπλα μου ακουμπισμένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μαζί με ένα σημείωμα από τον Άνταμ. Μου έγραφε ότι είχε πάει να μου φέρει αίμα. Έγραφε επίσης με τεράστια γράμματα να μην τολμήσω να βγω έξω γιατί ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό.
Ήλπιζα να μην αργούσε πολύ να γυρίσει γιατί θα βαριόμουνα πάρα πολύ να τον περιμένω μονή μου, χωρίς καν να μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι!
Ευτυχώς δεν άργησε καθόλου. Ήρθε μόλις λίγα λεπτά αργότερα.
Με μια αστραπιαία κίνηση κάθισε δίπλα μου φροντίζοντας να μην αφήσει τις κουρτίνες ανοιχτές για περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Τα λιγοστά δευτερόλεπτα όμως που έμειναν ανοιχτές, κατάλαβα γιατί δεν έπρεπε να βγω έξω.
Ένιωθα ένα παράξενο μυρμήγκιασμα στο δέρμα μου, που έτσι και υπήρχε λίγο περισσότερο φως θα γινόταν κάψιμο. Ευτυχώς, μόλις το φως σταμάτησε να μπαίνει, σταμάτησε και η αίσθηση αυτή.
«Καλημέρα!» είπε ο Άνταμ χαρωπά βλέποντάς με ξύπνια. «Κοιμήθηκες καλά;»
«Ναι», απάντησα. «Αλλά ξύπνησα πολύ διψασμένη».
«Αυτό διορθώνεται!» είπε εκείνος, δείχνοντάς μου ένα καινούργιο μπουκάλι με αίμα.
Χαμογέλασα. «Και τι καλό μου έφερες;» έκανα πειρακτικά.
«Το ίδιο με χτες», είπε. «Στη γιορτή θα πρέπει να πιεις και καλύτερα να μην έχεις φουσκώσει ήδη!»
«Εντάξει» έκανα, με ολοφάνερη ανυπομονησία. Θα μπορούσα να πιω οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή!
Ο Άνταμ μου έβαλε αίμα σε ένα ποτήρι και μου το πρόσφερε. «Εσύ δε θα πιεις;» ρώτησα επιδεικνύοντας τρομερή αυτοσυγκράτηση για να μην το πιω αμέσως.
«Όχι. Γενικότερα, όλοι οι βρικόλακες άνω των εκατό, δεν χρειάζεται να πίνουν τόσο συχνά όσο οι πιο πρόσφατα μεταμορφωμένοι. Εγώ έχω φτάσει στο σημείο να τρέφομαι μόνο μια φορά την εβδομάδα».
«Πώς αντέχεις;» έκανα έκπληκτη, ενώ ξαναγέμιζα το ποτήρι μου. Μου φαινόταν αδιανόητο να είναι σε θέση κάποιος να τα καταφέρει για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα..
«Συνήθεια», είπε ανάλαφρα εκείνος. «Και εκτός από αυτό, χτες το βράδυ ήπια μαζί σου. Μόνο οι πολύ νέοι βρικόλακες χρειάζονται αίμα σε τόσο τακτά διαστήματα».
Δεν σχολίασα τίποτα πάνω σ’ αυτό. Ήμουν πολύ απασχολημένη με το να πίνω αίμα. Τώρα πλέον δεν ένιωθα καμία αηδία με τη σκέψη, όπως είχε γίνει το βράδυ. Είχα αποδεχτεί πλήρως το γεγονός ότι μου ήταν απαραίτητο για να ζήσω.
«Νομίζω ότι τώρα μπορείς να βγεις», είπε ο Άνταμ.
Είχαν περάσει τέσσερις ώρες από τη στιγμή που είχα ξυπνήσει. Δεν ήταν τόσο βαρετές όσο περίμενα βέβαια, καθώς ο Άνταμ μου εξηγούσε τι έπρεπε να κάνω για το τελετουργικό της υποδοχής μου και κάποιους πολύ βασικούς κανόνες.
«Νομίζεις ή μπορώ να βγω;» τον ρώτησα. Ακόμα και το ελάχιστο φως θα με έβλαπτε.
«Μπορείς» έκανε εκείνος και άνοιξε την κουρτίνα. «Δες, είναι ήδη σκοτεινά».
Πράγματι, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έχει δύσει ο ήλιος. Το δωμάτιο παραήταν σκοτεινό για κάτι τέτοιο.
Βγήκα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν άντεχα να μείνω άλλο καθηλωμένη σε ένα σημείο.
Έκανα ένα μπάνιο για να είμαι όσο πιο περιποιημένη γίνεται για την τελετή.
Βγαίνοντας, ο Άνταμ με περίμενε σχεδόν απ' έξω από την πόρτα. «Πρέπει να πάω να επιβλέψω τις προετοιμασίες», είπε, ενώ παράλληλα με έτρωγε με τα μάτια του. «Αλλά δε θα είσαι μόνη σου. Θα έρθει κάποια για να σε βοηθήσει να ετοιμαστείς».
«Εντάξει», είπα καθώς έβγαινε. Πήγα και κάθισα στον καναπέ και πήρα το κινητό μου. Κάποια στιγμή, εκείνη την ώρα που δεν μπορούσα να βγω, μου είχαν έρθει μερικά μηνύματα.
Δύο ήταν από τη Ζοζεφίν. Το ένα με ρωτούσε γιατί τόσες μέρες δεν απαντούσα στα email της και το άλλο έλεγε ότι περνούσε πολύ καλά στη Γαλλία, αλλά θα έφευγε αύριο, γιατί από μεθαύριο είχαμε πάλι σχολείο. Μια αμυδρή απορία μου ήταν αν ήμουν έτοιμη να βρεθώ σε έναν χώρο με τόσους νόστιμους θνητούς και μερικούς αχώνευτους βρικόλακες. Υποπτευόμουν ότι η απάντηση πρέπει να ήταν “όχι”.
Η Έμιλι μου είχε στείλει ένα τεράστιο μήνυμα όπου μου περίγραφε με λεπτομέρειες τη συναυλία που είχε πάει και ανέφερε ότι είχε βρεθεί επιτέλους μόνη της με τον Τζέισον.
Την ώρα που πήγαινα να πάρω τη Ζοζεφίν τηλέφωνο άκουσα ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα.
Άνοιξα και είδα να στέκεται μπροστά μου μια μικρόσωμη κοπέλα μεταμορφωμένη περίπου στη δικιά μου ηλικία, ίσως και μικρότερη. Είχε ίσια καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους, καστανά μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Γεια! Είμαι η Κρίστι!» είπε χαρούμενα. «Κι εσύ πρέπει να είσαι η Άλις, σωστά;»
«Ναι», είπα χαμογελώντας. Κάτι μου έλεγε πως θα τα πήγαινα καλά μαζί της.
«Λοιπόν, χαίρομαι που σε γνωρίζω!» έκανε πρόσχαρα εκείνη. «Ήρθα για να σε βοηθήσω να ετοιμαστείς για την παρουσίασή σου». Μου έδειξε μια μεγάλη μαύρη τσάντα που πρέπει να είχε μέσα όλα τα απαραίτητα.
«Ωραία! Τι θα κάνουμε δηλαδή;»
«Απλά θα ντυθείς κι εγώ θα σε βάψω και θα σου φτιάξω τα μαλλιά», απάντησε. «Λοιπόν… Πρέπει να σου βρούμε κάτι επίσημο να φορέσεις».
Επίσημο; Δεν είχα φέρει τίποτα επίσημο μαζί μου. Όλα μου τα ρούχα ήταν υπερβολικά καθημερινά.
Η Κρίστι πήγε κατευθείαν σε μια από τις ντουλάπες και άρχισε να ψάχνει μέσα σε κάποια φορέματα, τα περισσότερα από τα οποία πρέπει να βρίσκονταν εδώ για δεκαετίες ή και αιώνες.
«Αυτό πρέπει να σου κάνει!» είπε η Κρίστι βγάζοντας από τη ντουλάπα ένα άσπρο δαντελένιο φόρεμα και έναν άσπρο κορσέ με γκρίζα λουλούδια.
«Άσπρο; Εγώ; Σοβαρά μιλάς;» έκανα εγώ, παραξενεμένη από αυτή την επιλογή. Μισούσα το άσπρο γιατί το έβρισκα πολύ μονότονο.
«Φυσικά! Είναι κάτι σαν παράδοση να φοράνε άσπρα οι “νεοσύστατοι” βρικόλακες όταν παρουσιάζονται για πρώτη φορά στον Οίκο. Είναι, κατά κάποιοn “ανεπίσημο” τρόπο, ένα επίσημο χρώμα».
«Εγώ νόμιζα ότι τα επίσημα χρώματα ήταν το μαύρο και το μωβ». Αυτή την εντύπωση είχα, τουλάχιστον. Στη δίκη της Μέλανι όλοι αυτά τα χρώματα φορούσαν.
Η Κρίστι με κοίταξε απορημένη. «Αυτά τα χρώματα είναι τα πάρα πολύ επίσημα. Τα φοράμε όταν παρευρισκόμαστε σε δίκες και σε κηδείες. Αλλά εσύ πού να τα ξέρεις αυτά; Κανένας δεν έχει πεθάνει εδώ και πενήντα χρόνια και δεν μπορεί να έχεις πάει σε δίκη!»
«Κι όμως, έχω πάει», αποκρίθηκα κι εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Ήταν βλέπεις μια φίλη μου που μεταμορφώθηκε πρόσφατα και μου επιτέθηκε…» εξήγησα.
«Απίστευτο!» είπε απλά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η έκφρασή της έγινε ξανά χαρούμενη και μου είπε, με απέραντο ενθουσιασμό, να πάω να δοκιμάσω το φόρεμα.
Ευτυχώς, αν και ήταν σίγουρα παλιό, δεν είχε τίποτα το περίπλοκο επάνω του και το έβαλα σχετικά εύκολα. Έριξα μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη και συνειδητοποίησα, ότι μου πήγαινε, παρόλο που ήμουν σχεδόν τόσο άσπρη όσο κι αυτό.
«Πολύ ωραία!» είπε η Κρίστι επιδοκιμαστικά. Με βοήθησε να βάλω και τον κορσέ από πάνω. Πάλι καλά που τώρα πια δεν χρειαζόταν να αναπνέω!
«Τώρα κάτσε εδώ!» Μου υπέδειξε μια καρέκλα μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του δωματίου.
Εκείνη έβαλε στην πρίζα ένα ψαλίδι για μπούκλες ενώ παράλληλα έβγαζε από την τσάντα της διάφορα πινέλα και σκιές.
«Θα σου κάνω ένα ελαφρύ βάψιμο για να ταιριάζει με τα ρούχα», έλεγε, καθώς είχε ήδη αρχίσει την “διαδικασία”. Εγώ απλά κούνησα λίγο το κεφάλι για της δείξω ότι συμφωνούσα σε ό,τι και να έκανε. Έτσι κι αλλιώς, αφού έπρεπε να βάλω άσπρο οπωσδήποτε, λογικό ήταν να μην είμαι βαμμένη πολύ έντονα.
Μέσα σε λίγα λεπτά η Κρίστι είχε τελειώσει με το βάψιμο. Κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη για να δω το αποτέλεσμα. Σίγουρα, ήταν πολύ ικανοποιητικό και ταίριαζε απόλυτα με το φόρεμα.
«Τέλεια!» είπα με ειλικρίνεια και ενθουσιασμό.
Η Κρίστι χαμογέλασε πλατιά. «Μετά από την μεταμόρφωσή μου είχα πολύ χρόνο για να εξασκηθώ», είπε χαρούμενα εκείνη.
«Δηλαδή πόσα χρόνια εξασκείσαι;» ρώτησα εγώ, γεμάτη περιέργεια. Ο τρόπος της παρέπεμπε σε σημερινή συνομήλικη μου, αλλά πρέπει να ήταν αρκετά παλαιότερη στην ιεραρχία των βρικολάκων.
«Α, μόνο σαράντα», είπε σαν να μου έλεγε ότι ήταν μόνο μερικές εβδομάδες. Για μένα τα σαράντα χρόνια ήταν πάρα πολύς καιρός.
«Είμαι τόσο πρόσφατη που θα μπορούσα να ζω ακόμα!» συνέχισε. «Αλλά χίλιες φορές καλύτερα που μεταμορφώθηκα! Φαντάζεσαι πώς θα ήμουν τώρα; Μες στις ρυτίδες, που θα έπρεπε να βάζω πενήντα κρέμες για να είμαι έστω και λίγο εμφανίσιμη, θα έπρεπε να δουλεύω και πολύ πιθανόν να είχα παιδιά και ίσως, ακόμα και εγγόνια! Σκέτη φρίκη!»
Έτσι όπως τα παρουσίαζε δεν μπόρεσα να μη σκάσω στα γέλια. Η αλήθεια ήταν όμως ότι ούτε κι εμένα με ενθουσίαζε η ιδέα αυτής της ζωής. Μου φαινόταν πολύ πεζή και βαρετή.
«Εσύ πώς μεταμορφώθηκες;» με ρώτησε η Κρίστι καθώς τύλιγε την πρώτη τούφα στο ψαλίδι.
Της μετέφερα τη σκηνή και λίγα από αυτά που είχαν προηγηθεί για να καταλάβει.
«Ώστε πραγματικά έχεις πληροφορίες για τον Οίκο της Αστρικής Βροχής, όπως έχει ακουστεί», είπε με θαυμασμό.
«Αν αυτό είναι το όνομα του άλλου ανώτατου Οίκου, τότε ναι», έκανα αδιάφορα.
«Αυτό είναι!» αποκρίθηκε ενθουσιασμένα. «Σίγουρα λοιπόν θα σε συμπαθήσουν οι ανώτατοι!»
«Το ελπίζω». Δεν μου είχα καν σκεφτεί τι θα έκανα αν δε με συμπαθούσαν. Ίσως θα έπρεπε να το σκάσω ή να κάνω κάτι για να τους εντυπωσιάσω και να αλλάξουν γνώμη. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς πάνω σε διάφορα σχέδια.
«Σίγουρα θα σε συμπαθήσουν!» με διαβεβαίωσε η Κρίστι. «Έχεις ήδη κάνει κάτι για τον Οίκο και δεν μεταμορφώθηκες έτσι ξαφνικά, χωρίς άδεια!»
Κούνησα απλά το κεφάλι μου για να της δείξω ότι την είχα ακούσει και συμφωνούσα, αλλά για όλη την υπόλοιπη ώρα την πέρασα με το να φτιάχνω σενάρια για την παρουσίασή μου.
«Τελειώσαμε!» είπε κεφάτα η Κρίστι μετά από λίγη ώρα.
«Ευχαριστώ!» είπα ευγενικά, ενώ παράλληλα αποφάσισα να σταματήσω με τα σενάρια γιατί θα αγχωνόμουν πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε. «Και τώρα τι κάνουμε;»
«Τώρα περιμένουμε τον καλό σου να σε πάει στους ανώτατους για την παρουσίαση. Δε χρειάζεται πάντως να αγχώνεσαι γι αυτό. Θα σου φανούν βέβαια λίγο ψυχροί στην αρχή, που θα είναι το πιο τελετουργικό κομμάτι, αλλά στη γιορτή θα είναι πιο χαλαροί».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Άνταμ.
«Είσαι πανέμορφη», μου είπε όταν ήρθε κοντά μου. «Καταπληκτική δουλεία Κρίστι!».
Εκείνη τον ευχαρίστησε και μας χαιρέτησε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο.
Ο Άνταμ με αγκάλιασε προσεκτικά για να μη χαλάσει την εμφάνισή μου και με φίλησε.
«Πάμε;» ρώτησε καθώς με κατεύθυνε προς την πόρτα.
«Ναι», είπα καθώς άνοιγα την πόρτα. «Πάμε». Όσο πιο γρήγορα τέλειωνε η τελετή, τόσο το καλύτερο.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μας και αρχίσαμε να προχωράμε στους διαδρόμους του κάστρου. Συναντούσαμε ελάχιστους άλλους βρικόλακες τους οποίους χαιρετούσαμε και συνεχίζαμε στο δρόμο μας.
Κάποια στιγμή, μπήκαμε σε ένα διάδρομο που είχε στο τέρμα του, μια τεράστια δίφυλλη πόρτα με το τριαντάφυλλο σκαλισμένο πάνω της, ίδιο με αυτό που είχα δει και στην είσοδο του κάστρου.
«Θυμάσαι τι σου είπα να κάνεις, έτσι;» με ρώτησε ο Άνταμ όταν σταματήσαμε μπροστά της.
«Ναι», είπα. «Δεν ήταν πια και τόσο δύσκολο!»
«Εντάξει λοιπόν», είπε και με φίλησε πεταχτά. Χτύπησε απαλά την πόρτα. Φάνηκε σαν να άνοιξε μόνη της.
Το δωμάτιο ήταν τεράστιο, σαν πραγματική βασιλική αίθουσα. Περίμενα να είναι κι αυτό φωτισμένο σαν το υπόλοιπο κάστρο. Αντίθετα όμως, ήταν σκοτεινό, με μονάχα έναν πολυέλαιο με κεριά να φωτίζει το χώρο.
Στο πάτωμα ήταν στρωμένο ένα κόκκινο χαλί, που πρέπει να ήταν μερικών αιώνων, και έφτανε ως την άλλη άκρη της αίθουσας. Εκεί βρίσκονταν οι πέντε θρόνοι όπου κάθονταν οι ανώτατοι του Οίκου.
Ο μεσαίος ήταν και ο πιο πολυτελής και βρισκόταν μερικά σκαλοπάτια πιο πάνω από τους άλλους. Σε εκείνον καθόταν μια μελαχρινή γυναίκα, φαινομενικά γύρω στα είκοσι πέντε. Αυτή πρέπει να ήταν η αρχηγός του Οίκου, η Ζενεβίβα. Αν και δεν είχα ακούσει πολλά γι αυτήν, περίμενα να είναι πολύ σκληρή και ότι θα με αντιπαθούσε από την πρώτη στιγμή, ενώ, στην πραγματικότητα, φαινόταν σχετικά καλή Μου χαμογελούσε ενθαρρυντικά καθώς προχωρούσα προς το μέρος της, μερικά βήματα πίσω απ’ τον Άνταμ.
Στα δεξιά βρίσκονταν ένας ξανθός άντρας περίπου στην ηλικία μας και μια κοπέλα, κι αυτή περίπου στην ίδια ηλικία με εκείνον, με κατακόκκινα μαλλιά. Αυτοί οι δύο φαίνονταν επίσης να μην έχουν κάτι εναντίον μου, αν και δεν εκδήλωναν την όποια συμπάθεια ή αντιπάθειά τους για το πρόσωπό μου.
Στα αριστερά καθόταν άλλος ένας άντρας, γύρω στα είκοσι πέντε, όπως ακριβώς και η αρχηγός, με μαύρα μακριά μαλλιά. Αν και δεν ήμουν απολύτως σίγουρη, πρέπει να ήταν Ασιάτης, ίσως Κινέζος ή Γιαπωνέζος. Η έκφρασή του ήταν πολύ σοβαρή, αλλά κάτι μου έλεγε ότι αυτό ήταν απλά ένα προσωπείο για την τελετή.
Δυστυχώς όμως, δε θα μπορούσα να πω το ίδιο για το παιδί που καθόταν στον διπλανό θρόνο. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, αλλά το σίγουρο ήταν ότι δε θα μπορούσα με τίποτα να το εμπιστευτώ. Στα μάτια του μπορούσα να ξεκάθαρα να διαβάσω το μίσος, το οποίο, αν και δεν κατευθυνόταν προς εμένα, ήταν πραγματικά τρομακτικό. Αυτό το παιδί έδειχνε να έχει χάσει την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας και να μισεί τους πάντες και τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή του την στερήσανε τόσο νωρίς.
Τα μάτια ενός ενήλικα, σκέφτηκα. Για μια στιγμή, αναρτήθηκα πόσο χρονών να ήταν άραγε αυτό το “παιδί”
Απέστρεψα βιαστικά το βλέμμα μου από πάνω του και το κάρφωσα στο πάτωμα. Ο Άνταμ μου είχε πει ότι δεν θα έκανα και την καλύτερη εντύπωση αν τους έριχνα εξονυχιστικά βλέμματα για μεγάλα διαστήματα της ώρας.
Σταματήσαμε μερικά βήματα πριν από τα σκαλιά που οδηγούσαν στο θρόνο της Ζενεβίβα.
Ο Άνταμ υποκλίθηκε και τους κοίταξε χωρίς όμως να λέει τίποτα.
«Έχεις την άδεια να μιλήσεις», είπε η αρχηγός. Ήλπιζα αργότερα, στη γιορτή, να μην πρέπει κάθε φορά να περιμένω την άδεια για να πω μια κουβέντα!
«Εγώ, ο Άνταμ Γουόρτον, έχω ορκιστεί πίστη στον Οίκο του Αιμάτινου Ρόδου και σε σας, τους αρχηγούς του», είπε με σίγουρη και πολύ επίσημη φωνή. «Ορκίστηκα πως κάθε δικό μου δημιούργημα θα το θέτω στην υπηρεσίας σας. Ως εκ τούτου, σας προσφέρω την Άλις Ρόουζ, μεταμορφωθείσα την εικοστή ογδόη Δεκεμβρίου του έτους 2010, εγερθείσα την πρώτη Ιανουαρίου του παρόντος έτους».
Υποκλίθηκε ξανά και έκανε ένα βήμα πίσω για να προχωρήσω εγώ μπροστά και να σταθώ στο σημείο που στεκόταν πρωτύτερα εκείνος.
Έκανα μια μικρή υπόκλιση σε όλους, χωρίς να τους κοιτάω στα μάτια στην πραγματικότητα, αφήνοντας τελευταία τη Ζενεβίβα, για την οποία έκανα μια πιο βαθιά υπόκλιση, μιας και ήταν η αρχηγός.
«Σήκω» είπε εκείνη μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Έκανα όπως μου είπε και σηκώθηκα, συναντώντας αυτή τη φορά το σκουρόχρωμο βλέμμα της. «Επιβεβαιώνεις τα λόγια και την ταυτότητα του δημιουργού σου, καθώς και τη δική σου ταυτότητα;» ρώτησε εκείνη, τυπικά και ψυχρά. Πάλι καλά που ήξερα ότι αυτό ήταν μέρος της τελετής, αλλιώς θα τα είχα χάσει τελείως.
«Τα επιβεβαιώνω», είπα. Αν και, από τη μία, μου φαινόταν παράξενο που μια στιγμή σαν κι αυτή η καρδιά μου δεν χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς για να με ''προδώσει,'' από την άλλη όμως ήμουν ευγνώμων γι' αυτό το γεγονός. Δεν θα καταλάβαινε κανείς πόσο αγχωμένη ήμουν πραγματικά, αν και μπορεί να έδειχναν και λίγη κατανόηση, μιας και οι ίδιοι κάποτε πιθανότατα είχαν βρεθεί στην ίδια θέση μ' εμένα.
Εκείνη απλά ένευσε και μου είπε να πλησιάσω. Υποκλίθηκα πάλι και πήγα ως τα σκαλιά.
Η Ζενεβίβα έκλεισε τα μάτια της και κάποιες λέξεις σχηματίστηκαν σιωπηλά στα χείλη της. Στα χέρια της εμφανίστηκε από το πουθενά μια περγαμηνή, την οποία ξετύλιξε, με αργές και λεπτεπίλεπτες κινήσεις.
«Άλις Ρόουζ», είπε σαν να διάβαζε από μέσα, που μάλλον αυτό έκανε, όσο απίστευτο κι αν φαινόταν. Στην ουσία, φαινόταν λες και κοιτούσε μόνο εμένα και όχι το χαρτί που κρατούσε, κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. «Ορκίζεσαι αιώνια πίστη στον Οίκο του Αιμάτινου Ρόδου και σε μας, τους αρχηγούς του, στη ζωή, την τιμή και την αθάνατη ψυχή σου; Ορκίζεσαι ότι θα κάνεις τα πάντα για το καλό του Οίκου;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσω. «Ορκίζομαι», είπα. Για καλή μου τύχη, η φωνή μου βγήκε σταθερή και σίγουρη. Αν και ο Άνταμ μου είχε πει λίγα λόγια για το τελετουργικό, δεν το είχε παρουσιάσει τόσο καταπιεστικό.
«Ορκίζεσαι ότι θα υπακούς στους νόμους των βρικολάκων και στις εντολές των αρχηγών σου, στη ζωή, την τιμή και την αθάνατη ψυχή σου;»
«Ορκίζομαι», είπα με μεγαλύτερη σιγουριά αυτή τη φορά.
«Ορκίζεσαι ότι κάθε δημιούργημά σου θα ανήκει στους αρχηγούς του Οίκου του Αιμάτινου Ρόδου;»
«Ορκίζομαι», είπα. Ευτυχώς που δεν είπε ολόκληρο τον όρκο, όπως έκανε προηγουμένως. Οι όρκοι που έδωσα μέχρι στιγμής με έκαναν να νιώθω λες και έμπαινα σε μοναστήρι. Ακούς εκεί! Να ορκιστώ στην ψυχή μου!
«Άλις Ρόουζ», είπε κάπως επίσημα η Ζενεβίβα, «από αυτή τη στιγμή ανήκεις επίσημα πλέον στον Οίκο του Αιμάτινου Ρόδου. Ως εκ τούτου, μπορείς να παραλάβεις το φυλαχτό του ήλιου».
Ο Άνταμ ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Η Ζενεβίβα μας κοίταξε αδιάφορα για μερικά δευτερόλεπτα.
«Αφού δεν μπορώ να διακρίνω κάτι που να μην έχει γίνει σύμφωνα με τους νόμους μας, επιτρέπω σε σένα, Άνταμ Γουόρτον, να αναλάβεις την εκπαίδευσή της Άλις ως δημιουργός της».
Ο Άνταμ υποκλίθηκε κι εγώ αντέγραψα μηχανικά την κίνηση του.
«Είστε ελεύθεροι να φύγετε», είπε και υπέδειξε την έξοδο με μια πλατιά χειρονομία.
Ο Άνταμ άγγιξε απαλά το μπράτσο μου και με οδήγησε έξω.
«Ευτυχώς, τελείωσε!» ψιθύρισα όταν βρισκόμασταν πλέον σε μια ασφαλή απόσταση από την αίθουσα.
Ο Άνταμ έπιασε το χέρι μου για να με καθησυχάσει. «Είναι το πιο τυπικό κομμάτι στη ζωή ενός βρικόλακα, εκτός κι αν έχει ποτέ την τύχη να μπει στην πεντάδα, που φυσικά θα χρειαστεί να περάσει από άλλο ένα τελετουργικό».
«Ευτυχώς πάντως που μου είχες πει τι γίνεται, γιατί αλλιώς θα είχα φύγει τρέχοντας!» παραδέχτηκα γελώντας.
«Όλοι έτσι νιώθουν όταν παρουσιάζονται», απάντησε. «Και πού να δεις πώς είναι αν η μεταμόρφωση δεν έχει γίνει νόμιμα!»
«Ειλικρινά, δε θα ήθελα να ξέρω!» έκανα. «Είναι αρκετά άσχημο και νόμιμα!»
«Πέρασε τώρα», είπε και με αγκάλιασε. «Από ‘δω και μπρος θα είναι σαν να ανήκεις σε μια οικογένεια».
Είχαμε φτάσει μπροστά σε κάτι σκάλες που οδηγούσαν σε ένα υπόγειο. Κατεβήκαμε και προχωρήσαμε πάλι μέσα σε διαδρόμους, ώσπου φτάσαμε σε μια μικρή πόρτα.
«Θα πάρεις το μενταγιόν σου», είπε ο Άνταμ. Σήκωσα το κεφάλι μου για να συναντήσω τα μάτια του.
«Πώς και δεν μου το έδωσαν εκεί το μενταγιόν;» ρώτησα «Θα ήταν πιο επίσημο έτσι».
«Δεν στο έδωσαν οι αρχηγοί, γιατί οι κοσμηματοποιοί έχουν πιο ουσιαστική εξουσία από εκείνους. Έτσι, για να τους τιμήσουν, έχουν ορίσει να δίνεται το μενταγιόν από αυτούς».
«Θα έχει κι εδώ τελετή;» έκανα λίγο πιο αγχωμένα απ’ ότι ήθελα. Δε μου πολυάρεσε η ιδέα να το περάσω όλο αυτό πάλι απ’ την αρχή.
«Μην ανησυχείς», με καθησύχασε. «Εδώ δεν έχει κανένα άλλο τελετουργικό πέρα από μια υπογραφή που θα βάλεις. Και τα δίδυμα είναι πολύ συμπαθητικά, θα δεις!»
«Τα δίδυμα;» έκανα ερωτηματικά. Έτσι όπως το έλεγε, το μόνο που μπορούσα να φανταστώ ήταν δυο πανομοιότυπα μωρά μέσα σε μια κούνια!
«Η κοσμηματοποιός μας έχει έναν δίδυμο αδερφό, υπεύθυνο για τα όπλα», εξήγησε και χτύπησε την πόρτα.
Μας άνοιξε ένας νεαρός με κατάξανθα μαλλιά και εντυπωσιακά γαλάζια μάτια. Το παρουσιαστικό του μου θύμιζε ξωτικό.
«Καλησπέρα Ανσέλ», είπε ο Άνταμ χαμογελώντας. «Από ‘δω η Άλις. Ήρθαμε για να πάρουμε το μενταγιόν της».
«Καλησπέρα», απάντησε κι εκείνος στον Άνταμ. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Άλις!», μου είπε με ευθυμία και μου έσφιξε το χέρι.
«Περάστε μέσα», συνέχισε. «Η αδερφή μου σας περιμένει».
Άρα αυτός πρέπει να ήταν ο ένας από τους διδύμους και, συγκεκριμένα, ο υπεύθυνος τον όπλων. Του έριξα άλλη μια, πιο εξεταστική ματιά αυτή την φορά. Δε μου έκανε και τόση εντύπωση τελικά που έδειχνε τόσο ευλύγιστος και δυνατός, όπως περίπου ήταν και η εικόνα ενός ξωτικού στο μυαλό μου. Σίγουρα είχε εκπαιδευτεί πολύ πάνω στα όπλα για να φτάσει στο σημείο να τα φτιάχνει κιόλας.
Προχωρήσαμε μέσα στο δωμάτιο, το οποίο ήταν πολύ στενό, σε μια μισάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε σε ένα πολύ πιο ευρύχωρο δωμάτιο.
Απέναντι από την πόρτα βρισκόταν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, πίσω από το οποίο καθόταν μια κοπέλα με πολύ μακριά ξανθά μαλλιά. Αυτή λοιπόν πρέπει να ήταν η αδερφή του Ανσέλ. Εκείνη βέβαια έμοιαζε πιο πολύ με πριγκίπισσα παρά με ξωτικό, αλλά μπορούσα να διακρίνω κάποιες ομοιότητες μεταξύ των δύο αδερφών.
Όταν σήκωσε το βλέμμα της για να μας κοιτάξει, δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία. Τα μάτια τους ήταν ολόιδια.
«Γεια σας!» είπε πρόσχαρα εκείνη.
«Γεια, είμαι η Άλις», απάντησα βλακωδώς, σαν παιδάκι στην πρώτη του μέρα στο σχολείο.
Αντί να με κοιτάξει σαν να ήμουν όντως ηλίθιο, η κοπέλα μου χαμογέλασε περισσότερο. «Είμαι η Οριάν», απάντησε. «Θα σου δώσω το μενταγιόν σου».
Έψαξε για λίγη ώρα μέσα σε ένα συρτάρι. Μου παρουσίασε ένα μενταγιόν, ολόιδιο με του Άνταμ, που ήταν περασμένο σε μια μαύρη σατέν κορδέλα.
«Να το προσέχεις πολύ!» είπε με σοβαρότητα εκείνη. «Αν το χάσεις δεν έχεις το δικαίωμα να πάρεις άλλο. Όχι ότι δεν έχω όλη την καλή διάθεση να δώσω δηλαδή, αλλά απαγορεύεται από τους νόμους μας».
«Εντάξει, θα το προσέχω»,έκανα κι εγώ με την αρμόζουσα σοβαρότητα και έδεσα την κορδέλα γύρω απ’ το λαιμό μου. Αμέσως ένιωσα τη δύναμη του. Η αίσθηση ήταν πολύ πιο δυνατή απ’ ό,τι θυμόμουν. Τώρα ένιωθα σαν να ήταν η ίδια μου η καρδιά μέσα σε αυτό το μενταγιόν.
«Ωραία! Λοιπόν, τώρα πρέπει να υπογράψεις ότι το πήρες». Άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο με κόκκινο εξώφυλλο, που πρέπει να υπήρχε για τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια.
Έκανα το γύρω του τραπεζιού και στάθηκα πίσω της. Η σελίδα που είχε ανοίξει έγραφε με μαύρο μελάνι αυτά που είχα ορκιστεί καθώς και την ημερομηνία και είχε στο τέλος τις υπογραφές των πέντε αρχηγών. Παρατήρησα ότι το κόκκινο χρώμα των υπογραφών δεν ήταν μελάνι.
«Αίμα;» είπα με την αηδία έκδηλη τόσο στο πρόσωπό μου όσο και στη φωνή μου. Έπρεπε δηλαδή να κοπώ για να αποδείξω ότι είχα γίνει μέλος του Οίκου;
Ο Άνταμ έκανε δυο βήματα και βρέθηκε κι εκείνος από πίσω μου. «Η πληγή θα θεραπευτεί σχεδόν αμέσως, αγάπη μου», με απίστευτη ηρεμία εκείνος, σαν αυτό που έλεγε να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. «Μην ανησυχείς».
Η Οριάν είχε ήδη βγάλει ένα μικρό μαχαίρι από κάπου και μου το πρότεινε. Πρόσεξα ότι οι φλέβες στο εσωτερικό του καρπού της είχαν ασυνήθιστο χρώμα, ακόμα και για βρικόλακα. Ίσως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν πολύ χαρισματική.
«Θα το κάνω εγώ πρώτος για να δεις πώς γίνεται», είπε ο Άνταμ και πήρε το μαχαίρι. Έκλεισε τη λεπίδα στη χούφτα του και με μια αστραπιαία κίνηση την τράβηξε. Άνοιξε το χέρι του, που έσταζε αίμα. Πήρε γρήγορα το φτερό από το χέρι της Οριάν, το ακούμπησε απαλά στην πληγή, που είχε ήδη αρχίσει να κλείνει, και υπέγραψε.
«Σειρά σου», είπε. «Απλά κάνε ό,τι έκανα κι εγώ».
Πήρα διστακτικά το μαχαίρι στα χέρια μου και αντέγραψα τις κινήσεις του. Πίστευα ότι θα με πέθαινε στον πόνο, αλλά σχεδόν δεν το ένιωσα. Ο Άνταμ μου έδωσε την πένα κι εγώ υπέγραψα. Η πληγή μου θεραπεύτηκε, όπως είχε πει, σχεδόν αμέσως.
Καθώς ήμουν πολύ απασχολημένη με το να παρακολουθώ το χέρι μου να θεραπεύεται με αυτόν τον τρελό ρυθμό, δεν είδα την Οριάν να υπογράφει.
«Τελειώσαμε», είπε απλά και τυπικά. Κοίταξα το βιβλίο, που είχε πλέον όλες τις υπογραφές.
«Θα σας δούμε σε λίγο», τους είπε ο Άνταμ, ενώ με οδηγούσε προς της πόρτα.
Μόλις βγήκαμε από το δωμάτιο εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του. Σίγουρα ήταν κι αυτός τόσο ανακουφισμένος όσο κι εγώ που το τελετουργικό κομμάτι είχε πάει καλά. Με κράτησε για μερικά λεπτά και μετά με άφησε πάλι.
«Είσαι έτοιμη για τη γιορτή;» ρώτησε χαμογελώντας.
«Φυσικά!» είπα κεφάτα.