Λοιπόοον... Μετά από ένα αρκετά μεγάλο διάλλειμα, είπα επιτέλους να παλουκωθώ και να διορθώσω αυτό το @#$*^ κεφάλαιο (ναι, μεγάααλη αγάπη).
Ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ την Argy για τις συμβουλές και τη βοήθειά της γιατί αν δε με βοηθούσε δεν νομίζω να την τελείωνα ποτέ κανονικά την ιστορία.
Ελπίζω να σας αρέσει.
44ο κεφάλαιο
Οι μέρες ώσπου να πάμε στον Οίκο για άλλη μια φορά πέρασαν απίστευτα γρήγορα. Ούτε που κατάλαβα για πότε είχε περάσει ένας μήνας. Μέσα στο λιγοστό χρόνο που είχαμε, ο Άνταμ με έμαθε να χρησιμοποιώ τα σπαθιά, που ήταν το κύριο όπλο των βρικολάκων, καθώς και μερικά ακόμα ξόρκια. Περιέργως, αν και με τα πιστόλια δεν το είχα καθόλου, στα σπαθιά ήμουν πολύ καλή. Επίσης, όταν ήμουν μόνη μου, εξασκούσα διάφορα άλλα ξόρκια που σκέφτηκα ότι, ίσως, να μου φαίνονταν χρήσιμα. Βέβαια, ήταν δύσκολο να πιάσουν στους βρικόλακες και ακόμα δυσκολότερο στους Δαίμονες, αλλά, εφόσον μπορούσα να καταφέρω, παρόλο ότι υπήρχε ο τοίχος ως εμπόδιο, να πιάσουν την αδερφή μου, δεν έβλεπα το λόγο να μην μπορώ να τα καταφέρω και με κάποιον που θα έπρεπε να αντιμετωπίσω.
Φτάσαμε στον Οίκο το απόγευμα της πρώτης Φεβρουαρίου, ακριβώς ένα μήνα μετά την επίσημη παρουσίασή μου. Σε αντίθεση όμως με τότε, ήμουν τόσο αγχωμένη που δεν διψούσα καν, κι ας είχα να τραφώ μια ολόκληρη μέρα.
Ο αντιπρόσωπος του Οίκου μας, ένας βρικόλακας που βρίσκονταν αρκετά ψηλά στην ιεραρχία, είχε μόλις φύγει για να διαπραγματευτεί την ειρήνη ανάμεσα στους δυο Οίκους. Φυσικά, όλοι μας γνωρίζαμε ποια θα ήταν η απάντηση στο αίτημα αυτό, παρ’ όλα αυτά, όμως, έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να επισημοποιηθεί ώστε να μας δοθεί ευκαιρία για επίθεση.
«Πρέπει να πιεις λίγο αίμα, αγάπη μου», είπε ο Άνταμ, δίνοντας μου παράλληλα ένα γεμάτο ποτήρι, σχεδόν με το που μπήκαμε στο δωμάτιό μας.
«Δεν κατεβαίνει ούτε σταγόνα», απάντησα, αλλά πήρα το ποτήρι στο χέρι μου και έριξα μια φευγαλέα ματιά το περιεχόμενό του.
«Πρέπει», έκανε εκείνος, με αυστηρότητα και αποφασιστικότητα. «Αν τραυματιστείς, θα σε βοηθήσει να θεραπευτείς πιο γρήγορα».
Ένευσα καταφατικά και προσπάθησα να το πιω. Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσα να κατεβάσω ολόκληρο το μπουκάλι μέσα σε δευτερόλεπτα, αλλά τώρα, ακόμα κι ένα ποτήρι που έπινα, μου φαινόταν πάρα πολύ.
Βγήκαμε απ’ το δωμάτιο σχεδόν τρεις ώρες αργότερα και πήγαμε στην αίθουσα όπου είχε γίνει η παρουσίασή μου, ώστε να περιμένουμε τον απεσταλμένο που μετέφερε την τελική απόφαση. Οι ανώτατοι κάθονταν στους θρόνους, όπως και τότε, η αίθουσα όμως, αυτή τη φορά, ήταν γεμάτη από βρικόλακες, πολλούς από τους οποίους δεν είχα ξαναδεί ποτέ και ίσως και να μην ξαναέβλεπα ποτέ. Αν ζούσα για να ξαναδώ τον οποιονδήποτε…
Όλοι έκαναν απόλυτη ησυχία, όχι απαραίτητα επειδή έτσι υπαγόρευε κάποιο πρωτόκολλο συμπεριφοράς, αλλά μάλλον επειδή συμμερίζονταν την ίδια αγωνία που κατέτρωγε κι εμένα.
Ο Άνταμ με πήγε κατευθείαν σε μια άκρη του δωματίου, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη μια ομάδα από περίπου πενήντα βρικόλακες. Αυτή πρέπει να ήταν η ομάδα που θα ανήκα κι εγώ, η οποία θα είχε ως κύρια όπλα τα σπαθιά και τα ξόρκια.
«Εδώ είμαστε», ψιθύρισε, αν και στη νεκρική σιγή που επικρατούσε, όλοι θα μπορούσαν να τον ακούσουν.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα στα μάτια, ίσως και για τελευταία φορά. Εκείνος έπρεπε να πάει στην ομάδα που χειρίζονταν μόνο τα όπλα. Με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
«Με κάθε κόστος, Άλις», ψιθύρισε, αυτή τη φορά με σκοπό να τον ακούσω μόνο εγώ, «μείνε ζωντανή».
«Ναι», είπα, με κομμένη την ανάσα. «Κι εσύ το ίδιο». Μείναμε για μερικά λεπτά αγκαλιασμένοι, χωρίς να δίνουμε σημασία σε τίποτα. Δεν τολμούσαμε να το παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον, αλλά ήξερα ότι οι σκέψεις μας ήταν οι ίδιες. Μπορεί να μην είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε ο ένας τον άλλον. Μπορεί αυτές οι στιγμές να ήταν οι τελευταίες που περνούσαμε μαζί.
Ο Άνταμ με άφησε για λίγο και με κοίταξε ξανά. Κατάφερε, ένας Θεός ξέρει πώς, να μου χαμογελάσει. Μετά έκανε μεταβολή και εκτινάχθηκε, σχεδόν, στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Γύρισα πίσω την ομάδα μου. Απ’ ό,τι έβλεπα, η υπεύθυνη ήταν μια κοπέλα με μακριά, μαύρα μαλλιά και σμαραγδένια μάτια. Το βλέμμα μας συναντήθηκε κι εκείνη, για να δείξει ότι με αναγνώριζε ως μέλος της ομάδας, κούνησε το κεφάλι της και μετά το ξαναχαμήλωσε.
Γύρισα πάλι προς το σημείο που βρισκόταν ο Άνταμ και τον είδα να με παρακολουθεί. Προσπάθησα να του χαμογελάσω, αλλά όχι μόνο δεν τα κατάφερα, αλλά μετά βίας μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που ένιωθα να έρχονται στα μάτια μου.
Έτσι λοιπόν απέστρεψα το βλέμμα μου και το κάρφωσα στο σπαθί μου.
Ο χρόνος περνούσε παράξενα, άλλες φορές με απίστευτη ταχύτητα και άλλες απελπιστικά αργά. Δεν ήξερα καν πόση ώρα περιμέναμε χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως αλλαγή. Φυσικά, μετά από την πρώτη μου αποτυχία με τον Άνταμ, δεν υπήρχε περίπτωση να ρισκάρω, να ανταλλάξουμε κι άλλη ματιά και να βουρκώσω. Έπρεπε να φανώ δυνατή!
Ξαφνικά, μπήκε στην αίθουσα ένας βρικόλακας, μεταμορφωμένος περίπου στην ηλικία των τριάντα. Ήταν ματωμένος, με πολυάριθμα τραύματα και σχισμένα ρούχα. Ο τρόπος με τον οποίο κινούταν και ανέπνεε έδειχνε ότι, μάλλον, δεν είχε και πολλή ζωή ακόμα μπροστά του.
«Απελευθέρωσαν τους Δαίμονες», είπε με βραχνή φωνή ο απεσταλμένος μας. «Περιμένουν την επίθεση».
Ο άντρας σωριάστηκε κάτω και δεν είπε τίποτα άλλο, ούτε κουνήθηκε ξανά. Κάποιοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, αλλά μάλλον δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για τον σώσουν. Σχεδόν αμέσως, όλοι μας στρέψαμε το βλέμμα μας προς τους θρόνους.
«Θα επιτεθούμε», είπε με ηγετικό τόνο η Ζενεβίβα. Σηκώθηκε από το θρόνο της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, με τη συνοδεία των ανώτατων του Οίκου και μερικών άλλων ακόμα. Ανάμεσά τους ήταν και η Λαβίνια, πράγμα που με παραξένεψε λίγο, μέχρι να θυμηθώ ότι ήταν από τους καλύτερους και στα όπλα και στα ξόρκια.
Οι ομάδες έφευγαν η μία μετά την άλλη από την αίθουσα, με ένα πλάνο που δεν είχε μπει κανένας στον κόπο να μου εξηγήσει και ούτε που με ένοιαζε ιδιαίτερα. Η δικιά μου ομάδα ήταν από τις πρώτες που βγήκαν, ενώ του Άνταμ δεν έχει φύγει ακόμα.
Όταν βγήκαμε έξω, συνεχίσαμε να περπατάμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μας δει κανένας θνητός, μιας και είχαμε κάνει όλοι το αόρατο ξόρκι, το οποίο θα κρατούσαμε μέχρι να έρθει η ώρα μας να επιτεθούμε.
Περπατούσαμε για αρκετή ώρα, μέχρι που είδαμε το κάστρο του Οίκου της Αστρικής Βροχής μπροστά μας, σε μια αρκετά μεγάλη απόσταση . Ακόμα κι από τόσο μακριά και μες στη νύχτα, όμως, μπορούσα να δω τους βρικόλακες συγκεντρωμένους απ’ έξω. Όπως είχε πει και ο εκπρόσωπος, περίμεναν την επίθεσή μας.
Ευτυχώς, χάρη στο ξόρκι μας, δεν θα μπορούσαν να μας δουν, τουλάχιστον όχι μέχρι να φτάναμε πολύ κοντά τους. Στο μυαλό μου επαναλάμβανα συνέχεια τις φράσεις από τα ξόρκια που είχα μάθει ώστε να σιγουρευτώ για μια τελευταία φορά ότι τα θυμόμουν. Μετά απ’ αυτό, έκανα μια ακόμα γρήγορη, νοητή επανάληψη τόσο στις κινήσεις όσο και στις τεχνικές που μου είχε μάθει ο Άνταμ.
Περιέργως, όσο πιο πολύ πλησιάζαμε, τόσο λιγόστευε το άγχος μου. Και πάλι καλά που λιγόστεψε δηλαδή! Το μόνο που μου έλειπε τώρα ήταν μια κρίση πανικού!
Όσο ήμασταν ακόμα αόρατοι, η αρχική επίθεσή μας προκάλεσε έκπληξη. Μέχρι να καταλάβουν από πού τους είχε έρθει και να περάσουν στην αντεπίθεση, είχαμε ήδη εισχωρήσει μέσα στο τεράστιο προαύλιο του κάστρου. Ευτυχώς, ακόμα δεν είχε χρειαστεί να σκοτώσω κανέναν γιατί δεν είχαμε προσχωρήσει τόσο μέσα. Αποφάσισα να σταματήσω το ξόρκι, όπως είχαν ήδη κάνει αρκετοί, ώστε να εξοικονομήσω ενέργεια.
Αυτό που φοβόμουν όσο τίποτα άλλο ήταν η στιγμή που θα χρειαζόταν να πάρω τη ζωή κάποιου. Βέβαια, δεν έτρεφα καμία αυταπάτη για το θέμα. Ήξερα ότι, για να επιβιώσω, έπρεπε να σκοτώσω, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ανυπομονούσα να το κάνω. Όπως ήταν φυσικό, εφόσον βρισκόμασταν σε μάχη, η στιγμή αυτή δεν θα αργούσε να έρθει.
Μπροστά μου εμφανίστηκε, από το πουθενά, μια θηλυκή βρικόλακας, λίγο πιο κοντή από μένα και πιθανώς μεταμορφωμένη σε πιο νεαρή ηλικία από εμένα. Με κοιτούσε έντονα, με ένα βλέμμα που μου έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήθελε να πεθάνω. Από το αίμα στα ρούχα της, συμπέρανα ότι είχε ήδη καθαρίσει κάποιον, πράγμα που σήμαινε πως δεν ήταν καμία άσχετη. Ενστικτωδώς, έσφιξα το σπαθί μου με περισσότερη δύναμη απ’ όση έπρεπε και το σήκωσα στο ύψος του διαφράγματος μου, έτοιμη για μονομαχία.
Με κινήσεις τόσο γρήγορες που το μάτι ενός θνητού δε θα μπορούσε να συλλάβει, ήρθαμε αντιμέτωπες. Τα ξίφη μας συγκρούστηκαν με δύναμη στο κενό ανάμεσά μας. Έκανε στην άκρη το σπαθί μου και προσπάθησε να με χτυπήσει χαμηλότερα, αλλά μπλόκαρα την κίνησή της και πήγα να την καρφώσω στο στήθος. Με σταμάτησε με ευκολία. Απομακρύνθηκε μερικά βήματα από μένα και ξανασήκωσε το σπαθί της. Απέκρουσα την επίθεση της και, χωρίς να είμαι σίγουρη αν αυτό που έκανα θα είχε αποτέλεσμα, την κλότσησα με δύναμη στο θώρακα. Άκουσα αυτό τον απαίσιο ήχο που κάνουν τα κόκαλα όταν σπάζουν. Είχα βάλει πιο πολλή δύναμη απ’ ότι σκόπευα, αλλά αυτό τουλάχιστον την έκανε να χάσει την ισορροπία της. Καθώς εκείνη προσπαθούσε να σταθεί όρθια, βρήκα την ευκαιρία και την κάρφωσα στο στήθος. Καθώς τραβούσα το σπαθί μου απ’ το σώμα της, το αίμα της πετάχτηκε και πιτσίλισε το πρόσωπο και τα ρούχα μου, κάνοντας με για μια στιγμή να κλείσω ενστικτωδώς τα μάτια μου.
Σκούπισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα το αίμα από το πρόσωπό μου και όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, είδα έναν ψηλό βρικόλακα, φαινομενικά γύρω στα εξήντα, να με πλησιάζει. Ίσα που πρόλαβα να αποκρούσω την πρώτη του επίθεση, που είχε ως στόχο το κεφάλι μου. Η λεπίδα βρίσκονταν μονάχα μερικά εκατοστά μακριά από το πρόσωπό μου κι έτσι αποφάσισα να κάνω λίγα βήματα προς τα πίσω για να απομακρυνθώ. Καθώς πισωπατούσα, σκόνταψα πάνω σε ένα πτώμα κι έχασα την ισορροπία μου.
Το σπαθί γλίστρησε απ’ τα χέρια μου καθώς έπεφτα και προσγειώθηκε δίπλα μου. Ο βρικόλακας είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και είχε ήδη έρθει από πάνω μου. Ήξερα πως δε θα προλάβαινα να ξαναπιάσω το σπαθί μου και να τον σταματήσω.
«Ακινησία», μουρμούρισα βιαστικά το πρώτο ξόρκι που μου ήρθε στο μυαλό. Δεν περίμενα να πιάσει, μιας και ήταν ακριβώς κίνηση της τελευταίας στιγμής, μα ο βρικόλακας έμεινε σαν άγαλμα, με το σπαθί του χαμηλωμένο, να μου αφήνει μετά βίας αρκετό χώρο για να συρθώ λίγο παραπέρα και να ξεφύγω.
Μάζεψα το σπαθί μου από το πάτωμα και αποκεφάλισα τον ακινητοποιημένο βρικόλακα.
Ένιωσα αμέσως ενοχή που τον είχα σκοτώσει, ενώ ήταν ακινητοποιημένος από το ξόρκι μου, χωρίς να του δώσω την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ήμουν σίγουρη όμως πως, αν εγώ βρισκόμουν στην ίδια θέση με εκείνον, δε θα είχε διστάσει να με σκοτώσει, οπότε σταμάτησα να το σκέφτομαι.
Τουλάχιστον, δεν είχε εμφανιστεί κανένας Δαίμονας ακόμα. Έριξα μια ματιά στον ουρανό και αντί να τον δω άδειο, όπως θα ήθελα, είδα έναν Δαίμονα να πετάει από απόσταση πενήντα μέτρων. Όσα βιβλία κι αν είχα διαβάσει γι αυτούς, τίποτα δεν μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα. Ήταν γύρω στα τρία μέτρα, με μεγάλες, μαύρες φτερούγες νυχτερίδας να ξεφυτρώνουν απ’ τους ώμους του. Η ίδια του η ύπαρξη ήταν το πιο βαθύ και σκοτεινό μαύρο που είχα δει ποτέ μου, σαν να μην ήταν μόνο το σώμα του σκούρο, αλλά να εξέπεμπε σκοτάδι ο ίδιος. Μονάχα το βρώμικο κουρέλι που κάλυπτε τη μέση του έσπαγε κάπως τη μαυρίλα. Το σώμα του, με εξαίρεση τα φτερά, ήταν σχεδόν ανθρώπινο. Τα μάτια του ήταν στο χρώμα του αίματος και θα στοιχημάτιζα, κρίνοντας από αυτό που έβλεπα, ότι τα δόντια και τα νύχια του ήταν κοφτερά σαν ξυράφια.
Έψαξα με το βλέμμα μου τριγύρω για να βρω το υποψήφιο θύμα του και με έκπληξη διαπίστωσα πως ο στόχος του Δαίμονα ήταν ο Άνταμ, που εκείνη τη στιγμή πάλευε ταυτόχρονα με δύο βρικόλακες, που έδειχναν αρκετά δυνατότεροι του.
Κάπου στο βάθος του τοπίου είδα και τη Μέλανι, αλλά με αυτήν θα ασχολιόμουν αργότερα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τον Άνταμ, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν πώς θα αντιμετώπιζα τον Δαίμονα. Ήξερα πως, στοχεύοντας, δε είχα καμία ελπίδα, οπότε το μόνο που έμενε ήταν ένα ξόρκι που απαιτούσε αρκετή ενέργεια και χρόνο. Άρχισα να ψέλνω τα λόγια ενώ έκανα την καλύτερη προσπάθεια για να συγκεντρωθώ μονάχα στο Δαίμονα και να αφήσω όλες τις άλλες σκέψεις κατά μέρους.
Ξαφνικά, ένας βρικόλακας πήδηξε επάνω μου και με έριξε στο έδαφος προσπαθώντας να ξεσκίσει το λαιμό μου με τα δόντια του. Δε σταμάτησα να λέω το ξόρκι, δεν έπρεπε να σταματήσω γιατί αλλιώς η ενέργειά μου θα χανόταν χωρίς να έχω καταφέρει τίποτα. Με μια αστραπιαία κίνηση, τον κόλλησα στο έδαφος, έπιασα το λαιμό του και τον στριφογύρισα έτσι ώστε να του σπάσω τον σβέρκο (και όχι μόνο) Έβαλα όλη μου τη δύναμη και αποκόλλησα το κεφάλι του από το υπόλοιπο σώμα.
Ευτυχώς που δεν μπορούσα να ξεράσω! Να και ένα καλό του να είσαι αθάνατος.
Σηκώθηκα επάνω και εντόπισα ξανά το Δαίμονα. Ήταν ακόμα στο ίδιο σημείο, αλλά φαινόταν να γνωρίζει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε σταματήσει να κοιτάζει στο σημείο όπου ο Άνταμ πολεμούσε και σάρωνε με το βλέμμα του τον χώρο για να βρει αυτόν που έκανε το ξόρκι.
Ένιωσα τα κόκκινα μάτια του να τρυπούν βαθιά μες στην ψυχή μου. Συνέχιζα να λέω το ξόρκι με κομμένη την ανάσα, αλλά δεν μπορούσα να στρέψω αλλού το βλέμμα μου. Ήταν σαν να είχε σβήσει όλος ο υπόλοιπος κόσμος και να είχαμε μείνει μονάχα εγώ και αυτό το πλάσμα.
Μια ξαφνική κίνηση από μέρους του με επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα. Έκανε βουτιά για να επιτεθεί, όχι στον Άνταμ, αλλά σε μένα.
Όταν έψαλα τα τελευταία λόγια, αμέσως, ενώ ακόμα κατέβαινε προς το έδαφος, ο Δαίμονας διαλύθηκε κι έγινε σκόνη.
Ένιωθα ήδη πιο κουρασμένη από πριν. Θα μπορούσα βέβαια να πολεμάω μερικές ώρες ακόμα με την ενέργεια που είχα, αρκεί να μην τραυματιζόμουν και να μην ξαναχρησιμοποιούσα μαγεία.
Ο Άνταμ είχε εξουδετερώσει τους δύο βρικόλακες με τους οποίους πολεμούσε προηγουμένως και τώρα ήταν απασχολημένος με έναν άλλον. Η Μέλανι είχε εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο.
Έριξα το βλέμμα μου στον ουρανό για άλλη μια φορά. Υπήρχαν ήδη τρεις νέοι Δαίμονες που αιωρούνταν, αλλά δε θα τους αντιμετώπιζα. Ο Οίκος μας είχε γύρω στους πεντακόσιους βρικόλακες στο σύνολο. Σίγουρα θα βρίσκονταν δεκαοχτώ άλλοι για να εξοντώσουν και τους υπόλοιπους Δαίμονες. Εγώ θα πολεμούσα με τους βρικόλακες του αντίπαλου Οίκου.
Κοντά μου, τρεις μεγαλόσωμοι αρσενικοί βρικόλακες είχαν περικυκλώσει την Κρίστι, οπότε αποφάσισα να βοηθήσω.
Κινήθηκα σαν αστραπή και ετοιμάστηκα να αποκεφαλίσω έναν από αυτούς που ήταν συγκεντρωμένος στην Κρίστι, αλλά εκείνος γύρισε γρήγορα προς το μέρος μου. Ούτε μάτια στην πλάτη να είχε!
Πριν προλάβω να αντιδράσω, με είχε σηκώσει στον αέρα, σφίγγοντας με το ένα χέρι το λαιμό μου.
Τον κλότσησα για να με απελευθερώσει, αλλά δεν έκανε καμία διαφορά. Ήταν πολύ μεγαλόσωμος και δυνατός για να τον επηρεάσει.
Ξαφνικά, θυμήθηκα μια κίνηση που μου είχε μάθει πριν από τέσσερα χρόνια η Ζοζεφίν. Ήταν σχετικά εύκολη. Έπρεπε να λυγίσω τις αρθρώσεις της φάλαγγας με την παλάμη έτσι ώστε να κινήσω το σώμα μου προς τα κάτω και να λυγίσω τα δάχτυλα έτσι ώστε να σχηματίζουν γάντζους. Μετά θα έγδερνα το πρόσωπο του “θύματος” Αν ήμουν τυχερή, μπορεί και να τον τύφλωνα.
Έκανα την καλύτερή μου προσπάθεια για να του κάνω όσο μεγαλύτερη ζημιά μπορούσα, αν και ήξερα από την αρχή ότι το αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο με το αν χρησιμοποιούσα αυτή την κίνηση σε έναν θνητό.
Το μόνο που κατάφερα να του κάνω ήταν να του χαράξω το πρόσωπο, αλλά τουλάχιστον αυτό είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό μου, μιας και το έκανα για αντιπερισπασμό.
Έπεσα με δύναμη στο έδαφος, όπου και σηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αρπάζοντας παράλληλα το σπαθί μου.
Τον κάρφωσα στο στομάχι και το τράβηξα ξανά. Ευτυχώς, ο βρικόλακας πέθανε αμέσως.
Η Κρίστι όμως, δυστυχώς, είχε σκοτωθεί την ώρα που εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω. Οι άλλοι δύο βρικόλακες ήταν τώρα απασχολημένοι με ένα άλλο μέλος της ομάδας μου.
Ελπίζοντας να μην έχει την ίδια κατάληξη με την Κρίστι, πήγα να τον βοηθήσω. Ευτυχώς, αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα. Ο βρικόλακας στον οποίο επιτέθηκα δεν ήταν το ίδιο διορατικός, όπως ο άλλος και δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου.
Μερικές σταγόνες από το αίμα του έπεσαν πάνω στο πρόσωπό μου. Ένιωσα τη ζεστασιά του στα χείλη μου και, χωρίς να το σκεφτώ, το έγλειψα.
Η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη. Οι σκέψεις μου σταμάτησαν να έχουν λογικό ειρμό και το κυρίαρχο στοιχείο τους ήταν η δίψα για αίμα. Δεν ήταν η συνηθισμένη δίψα. Ήταν διαφορετική, πιο βίαιη. Ήθελα να σκοτώσω για να αποκτήσω όχι όλο το αίμα ενός βρικόλακα, αλλά λίγες σταγόνες από το επόμενο, υποψήφιο θύμα μου.