Ωράια! Κανονίστηκε λοιπόν: του χρόνου θα κάνουμε πάρτιιιι!!!
Και επειδή είμαι καλός άνθρωπος, σας δίνω το επόμενο κεφάλαιο για να μη βαριέστε μέχρι τότε ;Ρ
45ο κεφάλαιο
Δεν έχω ιδέα για πόση ώρα σκότωνα, ούτε και ποιους. Περιέργως, μπορούσα με κάποιον τρόπο να αναγνωρίζω τα μέλη του Οίκου μου και μην τα πειράξω, αλλά αυτό ήταν το μόνο ψήγμα λογικής μέσα σε αυτή την τρέλα για αίμα.
Ένα τράνταγμα έβγαλε το μυαλό μου από την κατάσταση που βρισκόταν. Ένιωσα έναν απίστευτο πόνο στους ώμους μου, σαν να με τρυπούσαν με πυρωμένα καρφιά. Επίσης, εκτός από αυτόν τον πόνο, που ήταν και ο πιο έντονος απ’ όλους, υπήρχαν κι άλλοι, πιο μικροί. Στα χέρια μου, στα πόδια μου, στο κεφάλι μου…
Και, ξαφνικά, βρισκόμουν στον αέρα! Άρα λοιπόν, ο πόνος στους ώμους μου προέρχονταν από… Σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου και είδα αυτό ακριβώς που φοβόμουν. Ένας Δαίμονας με είχε πιάσει και με έσερνε προς τα κάπου. Δεν ήξερα τι ήθελε να κάνει μαζί μου και ούτε με απασχολούσε ιδιαίτερα εκείνη την στιγμή, απλώς έπρεπε να ξεφύγω. Και μάλιστα γρήγορα!
Με δυσκολία κατάφερα να θυμηθώ τα λόγια για το ξόρκι, τα οποία ήταν ίδια με αυτά που είχα χρησιμοποιήσει και στον άλλον Δαίμονα.
Άρχισα να ψέλνω, με όσο πιο σιγανή φωνή μπορούσα, για να είναι μεν τα λόγια ευδιάκριτα, αλλά και να μην μπορεί ο Δαίμονας να καταλάβει εύκολα τι έλεγα.
Αλλά τι θα έκανα αν έπεφτα; Θα μπορούσε η πτώση από μεγάλο ύψος να με σκοτώσει; Θα μπορούσα διαλυθώ κι εγώ μαζί με τον Δαίμονα;
Προσπάθησα να μην τα σκέφτομαι όλα αυτά και να επικεντρωθώ μονάχα στο Δαίμονα, που εκείνη τη στιγμή με πήγαινε ψηλά, σε έναν πύργο του κάστρου, από όπου έβλεπα κάποιους βρικόλακες να παλεύουν.
Εξανάγκασα τον εαυτό μου να πει λίγο πιο γρήγορα το ξόρκι. Θα ήμουν πάνω από τον πύργο, όταν αυτός θα διαλυόταν. Το ξόρκι έπιασε ακριβώς την ώρα που πετούσαμε πάνω από το γείσο.
Άρχισα να πέφτω. Πλησίαζα τον πύργο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Άπλωσα το χέρι μου και κατάφερα να αρπάξω την άκρη του τοίχου, αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ο πόνος που μου είχε προκαλέσει η διάλυση του Δαίμονα και η κούραση που ένιωσα μετά το ξόρκι έκαναν τα δάχτυλά μου να γλιστρήσουν. Την τελευταία στιγμή, κάποιος με συγκράτησε. Το άγγιγμα του ήταν κάτι παραπάνω από γνωστό. Ήταν ο Άνταμ!
Με τράβηξε πάνω και με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου.
«Πώς ανέβηκες εδώ πάνω;» ρώτησα ξέπνοα.
«Ήμουν εδώ από ώρα», η μόνη του απάντηση. Με κράτησε στην αγκαλιά του.
«Ευχαριστώ», είπα, αναφερόμενη στο γεγονός ότι με είχε σώσει. Ξανά.
Έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στη μέση αυτής της σφαγής είχα βρει, έστω, λίγη ηρεμία και γαλήνη.
«Βρε, βρε, βρε!» άκουσα τη φωνή της Μέλανι, σαρκαστική όσο δεν παίρνει «Κοίτα να δεις ποιους πετύχαμε! Τα πιτσουνάκια μας».
Απελευθερώθηκα από το αγκάλιασμα του Άνταμ και την αγριοκοίταξα. Ο Στέφαν ήταν μερικά βήματα πίσω της.
«Αχ, μα δεν είναι ρομαντικό; Να πεθάνουν μαζί».
Ο Στέφαν και εκείνη έβγαλαν ταυτόχρονα ένα σατανικό γέλιο.
«Κανείς από εμάς τους δυο δεν πρόκειται να πεθάνει!» είπα, γρυλίζοντας. «Αλλά αν θες να πεθάνεις εσύ ρομαντικά, μετά χαράς να σε βοηθήσω!»
«Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση: ακριβώς με ποιο όπλο;» έκανε ειρωνικά εκείνη. Αμέσως, έριξα ένα βλέμμα τα άδεια χέρια μου. Προφανώς, κάποια στιγμή, μέσα στην τρέλα μου για αίμα, είχα χάσει το σπαθί μου.
Η Μέλανι γέλασε για άλλη μια φορά, ενώ ο Στέφαν ταυτόχρονα άρχισε να τρέχει προς το μέρος μας. Ο Άνταμ με πέταξε στην άκρη την τελευταία στιγμή και συγκρούστηκε μαζί του. Ευτυχώς, είχε πολλή περισσότερη εμπειρία από τον Στέφαν, αλλά αυτό φαινόταν να είναι το μόνο πράγμα που μετρίαζε κάπως τις πιθανότητες να είναι ο Στέφαν νικητής της μονομαχίας.
Η Μέλανι εκείνη τη στιγμή έψελνε κάποιο ξόρκι και φαινόταν έτοιμη να με σκοτώσει σε περίπτωση που έκανα κάποια κίνηση εναντίον της. Τουλάχιστον, δε θα μου επιτίθονταν αν δεν της έδινα αφορμή.
Σάρωσα με το βλέμμα μου το πάτωμα και ,τελικά, βρήκα αυτό που έψαχνα: ένα πεσμένο σπαθί βρισκόταν δίπλα από το ματωμένο πτώμα ενός βρικόλακα στην άλλη άκρη, κοντά στις σκάλες. Η Μέλανι βρισκόταν πολύ πιο κοντά του απ’ ό,τι εγώ, πράγμα που σήμαινε πως, αν υποπτευόταν τι σκόπευα να κάνω, θα με σταματούσε.
Αν όμως δεν μπορούσε να με δει, δε θα με καταλάβαινε. Υπήρχαν δύο πιθανές λύσεις γι αυτό: είτε ένα ξόρκι που θα την τύφλωνε για μερικά δευτερόλεπτα, αφήνοντάς μου ακριβώς τόσο χρόνο όσο χρειαζόμουν για να τρέξω ως την άλλη άκρη ή να γίνω εγώ αόρατη και να πάω όσο πιο διακριτικά μπορούσα.
Επειδή είχα ήδη χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου, αποφάσισα πως η δεύτερη επιλογή ήταν η καλύτερη, δηλαδή, να γίνω αόρατη.
Έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα. Όταν ένιωσα πως το ξόρκι είχε πιάσει, τα άνοιξα ξανά και, με όσο πιο διακριτικές αλλά γρήγορες κινήσεις μπορούσα, κατευθύνθηκα προς το πτώμα.
Βρισκόμουν πλέον γύρω στα δέκα μέτρα μακριά του, όταν το είδα να σηκώνεται στον αέρα και να εκσφενδονίζεται προς το μέρος μου.
«Τι στο…!» πρόλαβα να φωνάξω καθώς έκανα στην άκρη, μόνο και μόνο για να με πετύχει όσο ερχόταν από πίσω μου και να με ρίξει κάτω.
Η προσοχή μου είχε αποσπαστεί τελείως και τώρα η Μέλανι με έβλεπε και γέλαγε. Το ξόρκι που είχε κάνει πρέπει να ήταν της τηλεκίνησης, αλλά το να με πετύχει με τόση ευκολία ήταν παράλογο, όχι μόνο γιατί δεν μπορούσε να με δει εξ' αρχής, αλλά και γιατί ήταν ένα αρκετά πολύπλοκο ξόρκι που, για να το πετύχει στον βαθμό που πέτυχε σε εκείνη, θα έπρεπε να έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία.
Αποτίναξα το πτώμα από πάνω μου και σηκώθηκα. Έτρεξα πάλι προς το σπαθί, αλλά η Μέλανι μπήκε μπροστά μου και με πέταξε κάτω.
Άρπαξα το πόδι της και την πέταξα λίγα μέτρα μακριά. Πριν προλάβει να σηκωθεί, είχα πιάσει το σπαθί και έτρεχα προς το μέρος της, όταν, ξαφνικά, ένας Δαίμονας μπήκε σαν ασπίδα μπροστά της.
Τώρα όλα φαίνονταν ξεκάθαρα: δεν ήταν η Μέλανι αυτή που μου στείλει το σώμα του βρικόλακα, αλλά ο Δαίμονας. Αυτός μπορούσε να με δει και μια από τις βασικές ιδιότητες των Δαιμόνων ήταν η τηλεκίνηση. Η Μέλανι απλώς τον είχε καλέσει την ώρα που εγώ νόμιζα ότι το έκανε από μόνη της.
Άρχισα ξανά να χρησιμοποιώ το ίδιο ξόρκι που είχα χρησιμοποιήσει και τις δύο προηγούμενες φορές. «Άλις!» φώναξε ο Άνταμ. «Πρόσεξε, πίσω σου!» Γύρισα να δω, χωρίς να καταφέρνω να αποφύγω τελείως ένα βράχο που πετούσε προς το μέρος μου. Όπως έκανα δεξιά για να τον αποφύγω, με πήρε ξυστά και έσπασε το αριστερό μου χέρι. Στην πραγματικότητα, δεν πονούσε πολύ, αλλά έπρεπε να περιμένω μέχρι να θεραπευτεί για να συνεχίσω τη μάχη. Αυτό θα έπαιρνε γύρω στα δέκα λεπτά, στην πραγματικότητα όμως δεν είχα τόσο χρόνο. Έπρεπε να συνεχίσω, ακόμα και έτσι. Άρχισα να ψέλνω το ξόρκι που είχα χρησιμοποιήσει κατά και των άλλων δύο Δαιμόνων ώστε να τον ξεφορτωθώ. Μετά...θα έβλεπα τι θα έκανα. Η Μέλανι δε θα χρειαζόταν να κάνει τίποτα εναντίον μου, αν αυτό δεν κρίνονταν απαραίτητο. Θα άφηνε το Δαίμονα να κάνει όλη τη δουλειά για αυτήν. Έπρεπε μόνο να προσέχω, γιατί αυτός ήταν ικανός να μου στείλει πράγματα από όλες τις κατευθύνσεις.
Συνέχισα να ψέλνω τα λόγια, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο καθαρά. Ο Δαίμονας έδειξε να καταλαβαίνει ότι εξαπέλυα επίθεση εναντίον του και έφυγε από το πλευρό της Μέλανι για να μου ορμήσει.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, με είχε αρπάξει στα νύχια του. Τα ένιωθα να σκίζουν τη σάρκα μου και να με τρυπούν, αλλά δεν έπρεπε να σταματήσω. Αν σταματούσα, θα με σκότωνε. Όμως, το κράτημα του γινόταν όλο και πιο βίαιο.
Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα, έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου για να συνεχίσω. Πράγματι, δεν ήταν παραπάνω από τόσο, αλλά ο πόνος το έκανε να φαίνεται πολύ περισσότερο.
Επιτέλους, διαλύθηκε, στέλνοντας ένα οξύ πόνο στο σώμα μου, ειδικά στα μέρη στα οποία είχα πληγώσει. Ένιωθα τόσο κουρασμένη τώρα. Ήθελα να κοιμηθώ…
Όχι τώρα! Διέταξα τον εαυτό μου να σηκωθεί και να συνεχίσει να μάχεται.
Ο Άνταμ έδειχνε, για την ώρα, να μπορεί να αντισταθεί. Ο Στέφαν είχε αρχίσει να χάνει έδαφος.
Η Μέλανι θα μπορούσε, παρόλα αυτά, να τον βοηθήσει. Δε ήξερα πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα αν το έκανε. Ο Στέφαν κι εκείνη ήταν πιο ''πρόσφατοι'' σε σύγκριση με τον Άνταμ, αλλά, για κάποιο λόγο, εκείνος έδειχνε αποδυναμωμένος, μετά βίας με αρκετή δύναμη, ίσα-ίσα για να μπορέσει να συνεχίσει να μάχεται εναντίον του Στέφαν.
Έπρεπε λοιπόν να εμποδίσω τη Μέλανι από το να εμπλακεί.
Άρχισα να την πλησιάζω, με αργά και σταθερά βήματα. Εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου. Με κοιτούσε και χαμογελούσε σατανικά, σαν να περίμενε ότι θα το έκανα αυτό και να είχε σχεδιάσει κάτι μεγαλειώδες ώστε να με εξοντώσει. Και, ξέροντας την, αυτή η εκδοχή ήταν πολύ πιθανή.
Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Μέλανι», ξεκίνησα.
Εκείνη ρουθούνισε και μου έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα.
«Μέλανι, δε θέλω να γίνει έτσι», ξεστόμισα κι εγώ το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Δεν είχα και πολλές ελπίδες ότι θα το λύναμε ειρηνικά, αλλά τουλάχιστον, έτσι κέρδιζα χρόνο.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Άλις», γρύλισε. «Δε θέλω άλλον τρόπο». Σήκωσε το σπαθί της. Απέκρουσα την κίνησή της και έκανα μερικά βήματα πίσω.
«Ήμασταν φίλες, Μελ. Δεν έχει καμία σημασία αυτό για σένα;»
Προσπάθησε να με χτυπήσει ξανά, αλλά μπλόκαρα την επίθεσή της. «Παράξενο ορισμό για τη φιλία έχεις εσύ. Από πότε η φιλία έγινε συνώνυμη της εκμετάλλευσης; Από πότε ταυτίστηκε με την αδιακρισία; Και από πότε σου έδωσε το δικαίωμα να καταστρέφεις ζωές στο όνομά της;»
Κάθε ερώτημα συνοδευόταν και από μια, αποτυχημένη ευτυχώς, επίθεση.
«Δεν έκανα ποτέ κάτι τέτοιο και το ξέρεις! Οι άλλοι σε έχουν τυφλώσει, Μελ!»
«Οι άλλοι μου άνοιξαν τα μάτια. Αυτή που με είχε τυφλώσει είσαι εσύ!»
Πήγα να πω κάτι, αλλά δεν πρόλαβα. Έβγαλε ένα απειλητικό γρύλισμα και μου επιτέθηκε, με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Τα χτυπήματά της ήταν οργισμένα και κάπως άτσαλα.
Όλα ήταν σχεδιασμένα για να σκοτώσουν με τη μία. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τα αποφύγω, αλλά ήταν πολύ δυνατά. Μετά από λίγη ώρα, άρχισαν να βρίσκουν τον στόχο τους και να με τραυματίζουν. Επιφανειακά μόνο, αλλά και πάλι, αν συνεχίζαμε για πολύ έτσι, κάποια στιγμή δε θα μπορούσα να τα αποφύγω καθόλου. Η ενέργειά μου ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ήδη ένιωθα το σπαθί πιο βαρύ απ’ ό,τι συνήθως και τα τραύματα με πονούσαν ακόμα πιο πολύ.
Η Μέλανι θα με σκότωνε κάποια στιγμή αν δεν τη σκότωνα εγώ πρώτα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα ήταν και περήφανη για το κατόρθωμά της.
Με τη σκέψη αυτή, ένιωσα την οργή να φουντώνει μέσα μου. Δεν μπορούσα να της δώσω αυτή τη χαρά και, το πιο σημαντικό απ' όλα, δεν μπορούσα να σπάσω την υπόσχεσή που είχα δώσει στον Άνταμ ότι θα παρέμενα ζωντανή.
Συγκέντρωσα όση δύναμη είχε μείνει μέσα μου για να περάσω στην αντεπίθεση. Έκανα μια πρώτη προσπάθεια για να χτυπήσω το κεφάλι της, αλλά δεν τα κατάφερα. Καθώς με απέκρουε, μου έκανε ένα κόψιμο στον ώμο.
Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην φωνάξω από τον πόνο. Για κάποιο λόγο, αυτό με είχε πονέσει πιο πολύ απ’ ό,τι θα έπρεπε. Μάλλον οι αντιστάσεις μου είχαν μειωθεί περισσότερο απ’ όσο είχα φανταστεί, πράγμα που, με τη σειρά του, σήμαινε πως είχα πολύ λίγο χρόνο, αν ήθελα έστω να έχω ελπίδες ότι μπορούσα να νικήσω.
Με μια από τις πιο γρήγορες κινήσεις που είχα χειριστεί ποτέ μου, την κάρφωσα στο στήθος.
Το σώμα της έπεσε στον πέτρινο δάπεδο. Απέμεινα να την κοιτάζω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Ήμουν κουρασμένη και καταβεβλημένη, όχι τόσο από τη μάχη την ίδια, αλλά από αυτή την τελευταία μου πράξη.
Η Μέλανι έδειχνε τώρα τόσο αθώα, ήρεμη και ανυπεράσπιστη, που πίστεψα ότι ίσως να είχα φανταστεί όσα είχαν προηγηθεί και τη σκότωσα χωρίς λόγο.
«Μέλανι!» ούρλιαξε ο Στέφαν, κάνοντας με να γυρίσω. Ο Άνταμ ήταν πεσμένος κάτω και αιμορραγούσε, αλλά ήταν ζωντανός. Σίγουρα σε λίγο θα θεραπευόταν αν ο Στέφαν δεν τον αποτελείωνε τώρα.
Παράτησε τον Άνταμ και έτρεξε προς το μέρος μου. Ήμουν έτοιμη για την επίθεσή του, αλλά με προσπέρασε και γονάτισε δίπλα στο σώμα της Μέλανι.
«Μέλανι», είπε αυτή τη φορά, με αιμάτινα δάκρυα στα μάτια. «Μέλανι…»
«Άλις», μουρμούρισε ο Άνταμ, «σκότωσέ τον τώρα».
Ταυτόχρονα, άκουσα ένα γρύλισμα από την πλευρά του Στέφαν. Είχε ξεγυμνώσει τους κυνόδοντες του και με κοιτούσε εχθρικά. Η τρέλα έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν.
Σηκώθηκε και έτρεξε προς τα πάνω μου, ρίχνοντάς με κάτω. Τα δόντια του βρίσκονταν λίγα εκατοστά μακριά απ’ το λαιμό μου, έτοιμα να τον ξεσκίσουν. Στριφογύρισα και βρέθηκα εγώ από πάνω του. Τον δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη, ξανά και ξανά, μέχρι που έμεινε τελείως ακίνητος. Συνέχισα όμως, φοβούμενη ότι μπορεί να μην τον είχα σκοτώσει τελείως. Το αίμα του βέβαια έπαιξε κι αυτό ρόλο στο ότι δε σταματούσα, αλλά δεν ήταν όπως και πριν, που το χρειαζόμουν.
«Άλις, τον σκότωσες», άκουσα την ήρεμη, αλλά κουρασμένη φωνή του Άνταμ. Σταμάτησα απότομα και γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος του. Ήταν ακόμα πεσμένος κάτω, αλλά η πληγή του είχε σχεδόν θεραπευτεί.
Μετά κοίταξα τον Στέφαν. Λίγο ακόμα και δε θα μπορούσε να αναγνωριστεί. Ήταν σαν να τον είχαν αφήσει να τον κατασπαράξει μια αγέλη από άγρια ζώα.
Σηκώθηκα και πήγα ως τον Άνταμ.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησα σιγανά. Δεν ήταν και στα καλύτερά του, αυτό ήταν σίγουρο, τουλάχιστον όμως δεν έδειχνε και πολύ χάλια.
«Ναι», απάντησε. «Η μάχη έτσι κι αλλιώς τελείωσε τη στιγμή που σκότωσες το Δαίμονα».
«Τι πράγμα;!» έκανα έκπληκτη. «Πόση ώρα κράτησε;»
Κοίταξε προς τον ουρανό. Είχε αρχίσει να χαράζει… «Γύρω στις...πέντε ώρες. Ο Κάσσιος όμως και οι υπόλοιποι ανώτατοι είναι νεκροί εδώ και ώρα. Αν αυτή ήταν μια συνηθισμένη μάχη, θα σταματούσε εκεί, αλλά τώρα; Έπρεπε να εξοντώσουμε όλους τους Δαίμονες», εξήγησε.
«Η Μέλανι και ο Στέφαν…;» είπα, νιώθοντας ένα κύμα απελπισίας να με πνίγει. Αν η μάχη τέλειωσε τη στιγμή που σκότωσα το Δαίμονα τότε τους είχα σκοτώσει άδικα.
«Δε θα σταματούσαν αν δε σε σκότωναν», συμπλήρωσε ο Άνταμ. «Ήθελαν εκδίκηση και, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσεις. Απλά έτυχε να γίνει τώρα».
Σηκώθηκε από κάτω και μου πρότεινε το χέρι του. Το έπιασα, αλλά ξαφνικά, ένιωθα τόσο κουρασμένη που δεν μπόρεσα παρά να μείνω ακίνητη στο σημείο όπου βρισκόμουν.
Ο Άνταμ, βλέποντας πως δεν είχα αρκετή ενέργεια, με σήκωσε στην αγκαλιά του και με πρόσταξε να ξεκουραστώ.
Ήθελα να κλείσω τα μάτια μου, μόνο για μια στιγμή, και να μείνω ξύπνια για να μπορέσω να δω τις εξελίξεις από πρώτο χέρι. Μόλις όμως έκλεισα τα μάτια μου, η επιθυμία μου πήγε περίπατο και η στιγμή αυτή έγινε αιωνιότητα.