Λοιπόοον... Μετά από ένα διαλλειματάκι επιστρέφω με τη συνέχεια!
Επίσης πρόσθεσα ένα κομμάτι στο προηγούμενο κεφάλαιο που αφορά τη μεταμόρφωση (γιατί υπάρχει αναφορά εδώ)
Ελπίζω να σας αρέσει το επόμενο κεφάλαιο!!!
38ο κεφάλαιο
Μετά από περίπου δύο ώρες στο δρόμο, φτάσαμε σε ένα κάστρο, έξω από το οποίο ο Άνταμ πάρκαρε το αυτοκίνητο.
Ήταν ένα μεγάλο επιβλητικό κτίσμα, πολύ κατάλληλο για βρικόλακες. Απ’ ότι έβλεπα τα παράθυρα ήταν λιγοστά και μικρά, ενώ από μέσα δε φαινόταν καθόλου φως. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι σχεδόν ολόκληροι με κισσό και μόνο σε λίγα σημεία ξεχώριζε η γκρίζα πέτρα.
«Αυτό είναι;» ρώτησα νευρικά.
«Ναι», απάντησε καθώς βγαίναμε έξω. «Μη φοβάσαι, αγάπη μου. Όλα θα πάνε καλά!»
«Το ξέρω», είπα. «Απλά είμαι λίγο νευρική. Δεν είναι κάτι που γίνεται κάθε μέρα».
«Σίγουρα όχι! Αλλά τώρα πλέον ανήκεις εδώ. Είσαι κομμάτι του Οίκου».
Ένευσα. Κοίταξα λίγο γύρω μου. Εκείνη τη στιγμή περνούσαμε την αψίδα της πύλης και μπαίναμε μέσα στην αυλή του κάστρου. Ο αέρας είχε ένα έντονο άρωμα φύσης, χώματος, βροχής και φύλλων, ενώ υπήρχε και μια λουλουδένια νότα. Κοίταξα μπροστά προς την κύρια είσοδο. Πάνω από την πόρτα υπήρχε κάτι σαν οικόσημο, που απεικόνιζε το τριαντάφυλλο που είχα δει και πάνω στο μενταγιόν του Άνταμ και από πάνω είχε χαραγμένη την ίδια λατινική επιγραφή, που ακόμα δεν μπορούσα να αναγνωρίσω.
Προχωρήσαμε μπροστά και ο Άνταμ χτύπησε την πόρτα διακριτικά. Σίγουρα θα άκουγαν μέσα και θα μας άνοιγαν.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως αν η καρδιά μου χτυπούσε ακόμα, αυτή τη στιγμή θα είχε τρελαθεί. Αν και ήξερα ότι δε θα πάθαινα τίποτα ήμουν πολύ νευρική ως προς το τι ακριβώς θα συναντούσα και πώς θα ήταν οι άλλοι βρικόλακες. Εκτός από τον Άνταμ και τη Λαβίνια, οι εμπειρίες μου με τους υπόλοιπους δεν ήταν ακριβώς ευχάριστες.
Άνοιξε ένας μελαχρινός άντρας κοντά τριάντα, που έδειχνε πολύ αυστηρός. Κάτι στο ύφος του μου θύμισε μπάτλερ σε παλιό αστυνομικό έργο, αλλά φυσικά δε θα του το έλεγα. Έδιωξα τη σκέψη από το μυαλό μου για να είμαι σίγουρη ότι δε θα το μάθαινε με τίποτα.
«Καλώς ορίσατε!» είπε και μας έδειξε το εσωτερικό με μια κίνηση, που μου θύμισε μπάτλερ ακόμα περισσότερο.
Περίμενα να είναι κατασκότεινο, παλιό στην όψη, ίσως και αραχνιασμένο, αλλά έπεσα τελείως έξω. Ήταν φωτεινό και αν είχε κάτι από παλιά εποχή στο στιλ της διακόσμησης, δεν ήταν δυσλειτουργικό. Απεναντίας, δημιουργούσε μια ευχάριστη αίσθηση και την ιδέα ότι ακόμα κι ένας θνητός θα μπορούσε άνετα να ζήσει εκεί.
«Καλημέρα Γκόρντον», είπε ο Άνταμ πολύ χαλαρά. «Από εδώ η Άλις, η σωτήρας του Οίκου μας».
«Καλημέρα», είπα με όσο πιο ευγενικό και φιλικό τόνο μπορούσα. Δεν είχαμε έρθει καλά καλά και ο Άνταμ μου έκανε διαφήμιση.
«Ώστε εσύ είσαι λοιπόν», είπε ο Γκόρντον. «Γοητευμένος». Έκανε μια μικρή υπόκλιση και συνέχισε: «Θα σας οδηγήσω στο διαμέρισμά σας. Υποθέτω ότι θα θέλετε να ξεκουραστείτε για τη μέρα».
Συμφωνήσαμε και αυτός μας οδήγησε μέσα στους διαδρόμους.
«Από ‘δω» είπε και μας παρουσίασε τη σουίτα μας. Το ένα δωμάτιο είχε δύο καναπέδες σε βικτοριανό στιλ και ένα τραπεζάκι του καφέ μπροστά από ένα αναμμένο τζάκι, ενώ στο άλλο δωμάτιο στο βάθος διέκρινα ένα κρεβάτι που έμοιαζε λίγο με αυτά που είχε ο Άνταμ στο σπίτι του.
«Η Ζενεβίβα θέλει να σε δει όσο το δυνατόν πιο σύντομα», είπε στον Άνταμ και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα.
«Τι ακριβώς είναι αυτός;» ρώτησα ψιθυριστά αφού πλέον δεν άκουγα τον ήχο των βημάτων του στο διάδρομο.
«Απλά μας άνοιξε», απάντησε καταλαβαίνοντας ακριβώς το νόημα της ερώτησής μου. «Είναι βέβαια αρκετά χαμηλά στην ιεραρχία καθώς είναι από τους πιο πρόσφατα μεταμορφωμένους, αλλά δεν είναι υπηρέτης. Δεν υπάρχουν υπηρέτες εδώ. Όλοι μοιραζόμαστε τις δουλειές».
«Κάποιες δουλειές όμως δεν είναι πιο κουραστικές ή πιο επικίνδυνες από άλλες; Αυτό δεν είναι και πολύ δίκαιο μοίρασμα…»
«Δεν υπάρχει τίποτα κουραστικό για μας. Και τις επικίνδυνες δουλειές τις αναθέτουν σε βρικόλακες που είναι πιο παλιοί και έχουν περισσότερη πείρα».
«Αυτό ακούγεται λογικό», έκανα και προχώρησα προς τα μέσα. Κάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα γύρω μου το δωμάτιο. Είχε δύο ντουλάπες αντίκες, περίπου της ίδιας εποχής με το κρεβάτι και μια άλλη πόρτα που πρέπει να ήταν το μπάνιο.
Ο Άνταμ ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Πρέπει να ετοιμαστώ και να πάω στη Ζενεβίβα, την αρχηγό του Οίκου», είπε.
«Εγώ θα περιμένω εδώ;»
«Ναι» απάντησε. «Πρέπει να περιμένεις γιατί ο ήλιος θα βγει σύντομα. Μόλις όμως δύσει θα γίνει η επίσημη παρουσίασή σου στους ανώτατους».
Ο Άνταμ ετοιμάστηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου. Λίγα δευτερόλεπτα πριν την ανοίξει, έτρεξα και τον αγκάλιασα.
«Δε θα λείπω για πολύ», είπε. «Μην ανησυχείς!» Μου χαμογέλασε και με φίλησε.
Βγήκε κι εγώ έκλεισα την πόρτα πίσω του βιαστικά. Πήγα πάλι πίσω στο δωμάτιο και κάθισα στο κρεβάτι κοιτώντας το τοίχο.
Σκεφτόμουν πόσα πράγματα είχαν συμβεί μέσα σε τόσο λίγο καιρό. Από τη στιγμή που γνώρισα τον Άνταμ η ζωή μου άλλαξε τελείως. Πήρε μια πορεία που δεν είχα φανταστεί ποτέ μου και τώρα δε θα μπορούσα να φανταστώ πώς θα ήταν χωρίς αυτόν.
Αφού πρακτικά δεν είχα τίποτα να κάνω, σκέφτηκα να στείλω κανένα μήνυμα στην Έμιλι και τη Ζοζεφίν, να δω τι κάνουν. Ήλπιζα να έχω αρκετή αυτοσυγκράτηση για να κάνω παρέα μαζί τους όταν θα άνοιγαν τα σχολεία. Δεν ήθελα να αποκοπώ απ’ αυτές όπως είχε γίνει με τη Μέλανι. Θα ήθελα μάλιστα να τους πω την αλήθεια για μένα, τον Άνταμ και τη Μέλανι κάποια στιγμή, αν και μάλλον αυτό θα ήταν ενάντια στους κανονισμούς του Οίκου.
Επίσης, μόλις ο Άνταμ επέστρεφε θα του έλεγα ότι διψούσα. Από τη στιγμή που έφυγε η δίψα μου είχε χειροτερέψει.
Μετά από περίπου τρία τέταρτα ο Άνταμ επέστρεψε. Έτρεξα στην πόρτα και τον φίλησα. Εκείνος μου χαμογέλασε και μου έδειξε ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια.
«Σκέφτηκα ότι θα διψάς», είπε εύθυμα.
«Ναι, πάρα πολύ!» απάντησα. Ο Άνταμ με έβαλε να καθίσω σε έναν καναπέ και γέμισε τα ποτήρια. Η μυρωδιά του αίματος πλημμύρισε το δωμάτιο και επιδείνωσε τη δίψα μου. Ένιωσα τους κυνόδοντές μου να μακραίνουν και να γίνονται πιο κοφτεροί.
«Αυτό τώρα είναι αίμα;» ρώτησα το προφανές. Αν και ήξερα ότι αυτό θα με ξεδιψούσε, η αλήθεια ήταν ότι σιχαινόμουν λίγο με τη σκέψη.
«Ναι», αποκρίθηκε. «Είναι 0 αρνητικό, η πιο ελαφριά ομάδα που υπάρχει. Βέβαια, οι άλλες ομάδες έχουν καλύτερη γεύση, αλλά σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να αρχίσεις με κάτι ελαφρύ για να το συνηθίσεις».
«Εντάξει», έκανα και πήρα το ποτήρι. Όλα αυτά που έλεγε μου φαίνονταν τόσο παράξενα κι εξωπραγματικά. Δεν περίμενα ότι θα ερχόταν πραγματικά η μέρα που θα έπινα αίμα!
«Πιες», είπε ο Άνταμ, βλέποντάς με να κοιτάζω σκεφτική το κόκκινο υγρό. «Θα νιώσεις πολύ καλύτερα». Χαμογέλασε και ήπιε μια γουλιά από το δικό του για να με ενθαρρύνει.
«Ελπίζω να μην έχει πεθάνει κανένας γι αυτό», είπα σκεφτικά.
«Όχι βέβαια!» έκανε σαν να μου έλεγε το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. «Είναι απαγορευμένο να σκοτώνουμε θνητούς. Μπορείς αν θες να πεις ότι έχει δοθεί με τη θέληση της πηγής».
Μου χαμογέλασε με νόημα. Μάλλον η θέληση της πηγής να δώσει το αίμα είχε βοηθηθεί με υποβολή και μάλλον αυτή η προσφορά ήταν όσο πιο οικιοθελής μπορούσε να υπάρξει. Θα έπρεπε λοιπόν να αρκεστώ σε αυτό.
Χαμογέλασα κι εγώ και έφερα το ποτήρι στα χείλη μου. Ήπια πολύ διατακτικά μια μικρή γουλιά. Αυτό ήταν όλο όσο χρειάστηκε για να διώξει όλη την αηδία που ένιωθα. Πριν το καταλάβω είχα ήδη αδειάσει το ποτήρι.
Ο Άνταμ γέλασε. «Σου αρέσει βλέπω!» είπε γεμίζοντας το ξανά.
«Ναι! Και διψούσα πολύ!» είπα και το άδειασα στο λεπτό.
«Φαίνεται!» έκανε εκείνος πειρακτικά και με πήρε στην αγκαλιά του. Έβαλε στο ποτήρι μου το αίμα που είχα απομείνει στο μπουκάλι.
Τώρα πλέον δε διψούσα τόσο και άρχισα να το πίνω πιο αργά για να καταλάβω πραγματικά τη γεύση. Είχε πολύ ελαφριά υφή. Δεν μπορούσα ακριβώς να προσδιορίσω τη γεύση του. Σίγουρα δεν ήταν τόσο μεταλλική όσο περίμενα. Ήταν το ό,τι πιο τέλειο είχα γευτεί ποτέ.
«Λοιπόν, πώς νιώθεις;» ρώτησε ο Άνταμ.
«Πολύ καλύτερα, όπως μου είχες πει», απάντησα.
«Εννοούσα πώς νιώθεις τώρα που είσαι βρικόλακας», διευκρίνισε.
«Α, αυτό… Καλά νιώθω», απάντησα. Ο Άνταμ με κοίταξε περιμένοντας να του το αναλύσω κι άλλο. «Είναι τόσο τέλεια που μπορώ να δω και να ακούσω τα πάντα πολύ πιο καθαρά τώρα! Όλα όσα μου ήταν γνώριμα τώρα έγιναν καινούργια και μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η αίσθηση».
Εκείνος γέλασε λίγο. «Αυτό συμβαίνει σε όλους τους νέους βρικόλακες», είπε. «Άλλα πρέπει να σου φαίνεται περίεργο που δεν χτυπάει η καρδιά σου, έτσι;»
Το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσω. «Δεν είμαι σίγουρη», είπα τελικά. «Την περισσότερη ώρα δεν του δίνω καν σημασία. Αλλά υπάρχουν στιγμές που περιμένω να χτυπήσει και τότε νιώθω περίεργα».
«Σου είναι αρκετά εύκολο να το συνηθίσεις δηλαδή», κατέληξε.
Ένευσα χωρίς όμως να είμαι απολύτως σίγουρη. «Εσένα πόσον καιρό σου είχε πάρει;» ρώτησα για να συγκρίνω.
«Πρέπει να μου είχε πάρει γύρω στον ένα μήνα», απάντησε. «Τόσο είναι περίπου το μέσο όρο».
«Δεν είναι και τόσος πολύς καιρός αυτό», είπα. «Αν το συγκρίνεις με την αιωνιότητα…»
Ο Άνταμ γέλασε και με φίλησε. Έδειχνε πολύ πιο ευτυχισμένος απ’ όσο τον είχα δει ποτέ. Σκεφτόμουν να τον ρωτήσω πώς ένιωθε που με είχε μεταμορφώσει, αλλά η έκφρασή του μου έδινε την απάντηση.
Με σήκωσε στην αγκαλιά του ξαφνικά και με μετέφερε στο κρεβάτι.
Έκλεισε βιαστικά τις κουρτίνες. «Ξημέρωσε», δικαιολογήθηκε. «Και θέλω να είμαι σίγουρος ότι δε θα σε δει καθόλου ο ήλιος».
«Και τώρα δηλαδή πρέπει να μείνω εδώ μέχρι να δύσει;» ρώτησα απογοητευμένη. Ήξερα ήδη την απάντηση, αλλά ήθελα πάρα πολύ να βγω έξω και να δω τα πράγματα με το φως της μέρας.
«Πρέπει, αγάπη μου», είπε εκείνος. «Δεν μπορείς να βγεις στον ήλιο αν δεν έχεις μενταγιόν. Αύριο αν θες μπορείς να κάτσεις έξω όλη τη μέρα, αλλά για σήμερα πρέπει να μείνεις εδώ!»
«Καλά», είπα. Ήξερα από την αρχή ότι αν έβγαινα χωρίς το μενταγιόν στον ήλιο η κατάληξη δε θα ήταν ευχάριστη.
«Μην απογοητεύεσαι!» έκανε. «Έτσι κι αλλιώς πρέπει να κοιμηθείς. Η μεταμόρφωση πρέπει να σε έχει εξουθενώσει».
Δεν το είχα σκεφτεί πιο πριν, αλλά πράγματι ένιωθα πως μερικές ώρες ύπνου δε θα μου έκαναν καθόλου κακό. Σίγουρα έπαιζε ρόλο που είχα χαλαρώσει και είχα ξεδιψάσει επιτέλους.
«Έδειχνες να υποφέρεις παρά πολύ», συνέχισε ο Άνταμ.
«Συνήθως δηλαδή δεν πονάει;» ρώτησα. Κάτι στον τόνο του με έκανε να πιστεύω ότι αυτό που είχα ζήσει εγώ δεν ήταν το φυσιολογικό.
«Πονάει», αποκρίθηκε. «Αλλά δεν νομίζω να πονάει τόσο πολύ. Ίσως βέβαια να φταίει ότι ξύπνησες ακριβώς την τελευταία στιγμή».
«Μπορεί…» απάντησα. Ίσως απλά να φαινόταν άσχημο σε εκείνον επειδή ανησυχούσε για μένα, αλλά στην πραγματικότητα να μην είχα πονέσει περισσότερο από κάθε άλλο βρικόλακα. Ίσως βέβαια και να είχε δίκιο, αλλά αυτό δε θα μπορούσα ποτέ να το μάθω.
«Μπορεί», συμφώνησε κι εκείνος και με τράβηξε κοντά του. Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί. «Κοιμήσου, αγάπη μου» είπε. «Θα είναι μεγάλη νύχτα».
«Τι θα γίνει;» ρώτησα με τη νευρικότητα να έχει επιστρέψει.
«Θα σε παρουσιάσω στους ανώτατους, θα πάρεις το μενταγιόν και μετά θα γίνει μια γιορτή προς τιμήν σου».
«Πράγματι πολλά…» είπα χαμηλόφωνα.
«Ναι» είπε ο Άνταμ. «Γι αυτό πρέπει να ξεκουραστείς».
«Εντάξει», έκανα και βολεύτηκα στην αγκαλιά του.
«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε. Ακουγόταν κι εκείνος κουρασμένος. Μάντευα ότι όλες αυτές τις μέρες που περίμενε να επανέλθω δεν είχε κοιμηθεί και πολύ.
«Σ’ αγαπώ», μουρμούρισα κι εγώ λίγα δευτερόλεπτα πριν το μυαλό μου αδειάσει από όλες τις σκέψεις και αποκοιμηθώ.