Χαίρομαι πάρα πολύ που σού άρεσε!
Όταν λες ότι τα βλέπει διφορετικά εννοείς που αγχώνεται?
Και ορίστε και η συνέχεια!
Ελπίζω να σας αρέσει!!!
37ο κεφάλαιο
«Ξύπνα! Είναι ώρα να φύγεις!» άκουσα την Έμελιν να μου φωνάζει καθώς με σκουντούσε. Εύκολο να το λέει! Ήταν τόσο βολικά κι εγώ ήμουν ακόμα τόσο κουρασμένη που την άφησα να προσπαθεί και επέστρεψα στον ύπνο μου.
«Άλις!» φώναξε μες στο αυτί μου. «Ξύπνα επιτέλους! Αν δεν ξυπνήσεις τώρα δε θα ξυπνήσεις ποτέ!»
Προσπάθησα να διώξω τη φωνή της, αλλά τα λόγια της μου έφεραν στο μυαλό αυτά που είχαν προηγηθεί. Ήταν αλήθεια τελικά; Τα είχα πράγματι ζήσει όλα αυτά;
Έκανα μια προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου να δω αν ακόμα βρισκόμουν σε εκείνον τον κήπο, αλλά τα βλέφαρά μου ήταν τόσο βαριά που απέτυχα.
«Έλα Άλις! Ξύπνα! Αν όχι για σένα τουλάχιστον για τον Άνταμ!»
Άνοιξα τα μάτια μου ίσα ίσα για να δω πού βρισκόμουν και ήταν όντως η Έμελιν αυτή που προσπαθούσε να με ξυπνήσει.
Ήταν πράγματι αυτή, ακριβώς όπως τη θυμόμουν πριν κοιμηθώ και ήμασταν ακόμα στον ίδιο κήπο.
«Επιτέλους! Σήκω πρέπει να φύγεις! Δεν έχεις πολύ χρόνο!»
«Πολύ χρόνο για ποιο πράγμα;» ρώτησα νυσταγμένα. «Αφού δεν κοιμάμαι πολλή ώρα!»
«Έτσι σου φαίνεται!» είπε και προσπάθησε να με τραβήξει από κάτω.
«Βοήθα κι εσύ λίγο!» έκανα εκνευρισμένα. «Δεν μπορώ να σε σηκώσω μόνη μου!»
Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα για να πάρω δύναμη να σηκωθώ. Έβαλα όλη μου τη θέληση και με τη βοήθεια της Έμελιν στάθηκα στα πόδια μου.
«Γρήγορα!» είπε με πολύ άγχος στη φωνή της. «Πρέπει να τρέξουμε αλλιώς θα μείνεις εδώ για πάντα!» Δεν περίμενε να απαντήσω, αλλά άρχισε να τρέχει γρήγορα τραβώντας με. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσω. Δεν είχα αρκετή ενέργεια για να αντισταθώ ή να τρέξω μόνη μου.
Η Έμελιν έτρεξε προς τη σπηλιά και μπήκε μέσα. Συνέχισε να τρέχει σαν τρελή ως τη λίμνη. Γιατί με έφερνε εδώ; Νόμιζα ότι θα έφευγα από καμιά πύλη που οδηγούσε στο χάος και μετά στο σώμα μου.
Όταν αντικρίσαμε τη λίμνη η Έμελιν με άφησε και είπε με επιτακτικό τόνο: «Άκου τι θα κάνεις για να επιστρέψεις: θα κάτσεις και θα σκεφτείς τον εαυτό σου όπως σκέφτηκες και τον Άνταμ πριν. Όταν η εικόνα καθαρίσει θα πέσεις μέσα στο νερό! Μη φοβηθείς, δε θα πάθεις τίποτα! Να είσαι συγκεντρωμένη μονάχα σε σένα και να αγνοήσεις οποιαδήποτε άλλη σκέψη ή εικόνα, ειδικά όταν θα βρίσκεσαι μέσα στο νερό γιατί αλλιώς μπορεί να χαθείς! Κατάλαβες;»
Ένευσα. «Ωραία! Πήγαινε και στάσου κάπου και κάνε ό,τι σου είπα! Γρήγορα».
«Θα σε ξαναδώ ποτέ;» ρώτησα πριν τρέξω προς το σημείο που είχα εντοπίσει.
«Ναι, σύντομα! Αλλά φύγε τώρα!» είπε η Έμελιν.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τη λίμνη. Κάθισα στο έδαφος και σκέφτηκα με όλη μου τη δύναμη τον εαυτό μου. Αυτό ήταν απείρως πιο δύσκολο από το να σκέφτομαι τον Άνταμ γιατί ήμουν εγώ σε δύο μέρη ταυτόχρονα και με μπέρδευε. Εκτός από αυτό ήμουν ακόμα κουρασμένη.
Καθάρισα το μυαλό μου από όλες τις σκέψεις και κράτησα μονάχα την εικόνα του εαυτού μου που είχα δει για πρώτη φορά στη λίμνη.
Το λαμπερό νερό θόλωσε και μαύρισε. Στην αρχή έβλεπα μονάχα θολές μορφές. Μετά όμως η εικόνα καθάρισε. Έβλεπα τον Άνταμ να κρατάει στην αγκαλιά του το σώμα μου και να κλαίει, ενώ παράλληλα φώναζε το όνομά μου.
Ήλπιζα αυτό να μη σήμαινε ότι είχα αργήσει τελικά. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να σκέφτομαι πιο πολύ τον Άνταμ παρά εμένα. Η εικόνα φυσικά δεν άλλαξε, αλλά όταν το συνειδητοποίησα προσπάθησα να τον διώξω από τις σκέψεις μου. Αν ήθελα να τον ξαναδώ δεν έπρεπε να τον σκέφτομαι τώρα.
Περίμενα μερικά ακόμα λεπτά και βλέποντας την εικόνα να μην αλλάζει έπεσα μέσα στη λίμνη.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Δε σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός από μένα, ούτε πνιγόμουν ή κρύωνα, κι ας ήμουν βυθισμένη μέσα σε νερό.
Μετά όμως κατέληξα να σκέφτομαι την Έμιλι, χωρίς καν να ξέρω πώς και γιατί.
Η εικόνα, την οποία έβλεπα να πλησιάζει και να καθαρίζει όλο και περισσότερο θόλωσε κι εγώ άρχισα να πνίγομαι.
Πανικοβλήθηκα! Αν ήταν όντως τόσο τελευταία στιγμή όσο έλεγε η Έμελιν, τότε μπορεί να μην μπορούσα να επιστρέψω. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, έφερα πάλι το μυαλό μου εκεί που έπρεπε. Δεν έπρεπε να χαθώ ή να πεθάνω τώρα που είχα φτάσει ως εδώ!
Τελικά τα κατάφερα να ξαναεστιάσω στη σωστή εικόνα και εντελώς ξαφνικά σταμάτησα και να πνίγομαι.
Κρατώντας το μυαλό μου μονάχα σε μένα συνέχισα να πλησιάζω όπως πλησίαζα και πριν ξεφύγουν οι σκέψεις μου.
Είχα πλησιάσει τόσο πολύ που πλέον μπορούσα να αγγίξω το σώμα μου. Ακούγοντας το ένστικτό μου, το ακούμπησα και έτσι απλά μπήκα πάλι μέσα.
Το πρώτο αληθινό πράγμα που ένιωσα ήταν τα χέρια του Άνταμ να με κρατάνε, μαζί με κάτι ακόμα.
Ένιωθα σαν να με διαρρέει ηλεκτρικό ρεύμα, να απλώνεται από τα άκρα μου σε όλο μου το σώμα, στέλνοντας κύματα πόνου. Στην αρχή δεν ήταν πολύ έντονος.
Τα κύματα όμως γίνονταν όλο και πιο συχνά και κάθε φορά ο πόνος ήταν χειρότερος. Προσπάθησα να τον αγνοήσω, αλλά δεν μπορούσα. Ήταν τόσο δυνατός που πίστευα ότι θα με σκότωνε, αυτή τη φορά για τα καλά.
Ακόμα και η αναπνοή μου ήταν επίπονη, σαν να καιγόμουν με κάθε ανάσα που έπαιρνα.
Ένιωθα να σπάω, να κομματιάζομαι, να μου κάνουν ηλεκτροσόκ και να καίγομαι ταυτόχρονα. Ούρλιαζα από πόνο και το σώμα μου είχε σπασμούς.
Δεν ήθελα τον Άνταμ να με βλέπει έτσι. Σίγουρα θα τρόμαζε αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω ούτε τον αβάσταχτο πόνο ούτε τις αντιδράσεις που είχα. Ο μόνος τρόπος για να μην πονάω πρέπει να ήταν ο θάνατος.
Πολλές φορές ένιωσα ότι θα με σκότωνε, αλλά ποτέ δεν το έκανε, και αν μία φορά στη ζωή μου είχα ευχηθεί να πεθάνω, τότε ήταν αυτή!
Πίστευα ότι δε θα σταματούσε ποτέ, ότι θα συνέχιζε να με βασανίζει για πάντα. Δεν ήξερα πόσος χρόνος είχε περάσει, όταν ξαφνικά σταμάτησε τελείως. Το μόνο που έμεινε ήταν μια ενόχληση στο λαιμό.
Αυτό ήταν λοιπόν, ήμουν πλέον βρικόλακας!
Πήρα μια κανονική ανάσα. Μύριζα στον αέρα ένα διακριτικό άρωμα βανίλιας και αίματος, ενώ κυριαρχούσε το άρωμα του Άνταμ, που μου φαινόταν πολύ πιο έντονο απ’ ότι το θυμόμουν πριν μεταμορφωθώ.
«Αγάπη μου;» είπε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρος ότι είχα επιστρέψει. Με ελευθέρωσε από την αγκαλιά του για να μπορέσει να με δει κανονικά.
Το πρόσωπό του ήταν δακρυσμένο. Το δέρμα του εξέπεμπε μια πολύ αχνή, σχεδόν αόρατη λάμψη, που τον έκανε ακόμα πιο τέλειο απ’ ότι θυμόμουν. Παρατήρησα ότι κι εγώ έλαμπα έτσι.
Ο Άνταμ, το δευτερόλεπτο που με ελευθέρωσε και κοίταξε τα μάτια μου έδειχνε απίστευτα θλιμμένος και ανήσυχος. Η έκφρασή του όμως άλλαξε με το που με είδε και συνειδητοποίησε πλήρως ότι είχα επιστρέψει. Έγινε ανακουφισμένη κι ευτυχισμένη.
Με ξαναπήρε στην αγκαλιά του και είπε ανάμεσα απ’ τα δάκρυά του: «Άλις, αγάπη μου! Γύρισες! Νόμιζα ότι σε είχα χάσει για πάντα! Νόμιζα ότι είχα αποτύχει κι ότι είχες πεθάνει! Αγάπη μου!» Εισέπνεε βαθιά το άρωμά μου και χάιδευε τα μαλλιά μου. Με κρατούσε σφιγμένη πάνω του σαν να φοβόταν ότι θα έφευγα.
«Γύρισα», είπα καθησυχαστικά. «Και τώρα δε θα φύγω ποτέ! Μην ανησυχείς για μένα».
«Μου έλειψες τόσο πολύ!» ψιθύρισε. «Και όταν είδα ότι είχε περάσει σχεδόν όλος ο χρόνος για να επιστρέψεις απελπίστηκα. Δεν ήθελα να ζω πια!»
Ακουγόταν σαν να θυμόταν τον πόνο από κάποιο τρομερό βασανιστήριο. Τον άφησα να βγάλει προς τα έξω ό,τι ένιωθε χωρίς να λέω τίποτα. Ποτέ μου δεν ήξερα τι έπρεπε να πω για να παρηγορήσω κάποιον και, προφανώς, ο προσωρινός θάνατος και η μεταμόρφωσή μου σε βρικόλακα δεν το είχαν αλλάξει αυτό.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ!» συνέχισε. «Είσαι τα πάντα για μένα. Η ζωή μου, η ψυχή μου, τίποτα δεν έχει σημασία! Μονάχα εσύ, αγάπη μου».
Σχεδόν δάκρυσα με τα λόγια του. Ποτέ μου δεν τον είχα ξανακούσει να μιλάει με τόσο πάθος γι αυτά που ένιωθε. Ήξερα ότι με αγαπούσε πολύ και ότι αν πέθαινα, το πιο πιθανό ήταν να πεθάνει κι εκείνος, αλλά ποτέ ως τώρα δεν είχε εκφράσει έτσι όλα αυτά που ένιωθε. Ίσως η ιδέα του ότι είχα πεθάνει να τον έκανε να αντιδράσει υπερβολικά τώρα που ξύπνησα.
«Γύρισα», επανέλαβα. «Μη στενοχωριέσαι πια! Γύρισα!» Δεν ήθελα να φαίνομαι σαν αναίσθητη με το να μη λέω απολύτως τίποτα.
Ο Άνταμ με άφησε από την αγκαλιά του για να με φιλήσει. Ήταν ένα φιλί γεμάτο πάθος και αγάπη, πολύ πιο βαθύ και έντονο απ’ όσα είχαμε μοιραστεί όταν ήμουν άνθρωπος.
Μόλις τα χωριστήκαμε ο Άνταμ με ξανακοίταξε στα μάτια.
«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισα και τον φίλησα πάλι. Ήθελα να του ζητήσω με κάποιο τρόπο συγγνώμη που του προκάλεσα τόσο πόνο, αλλά δεν ήξερα πώς. «Σ’ ευχαριστώ που με έσωσες».
«Δε θα μπορούσα να μην προσπαθήσω και να αφήσω να χαθεί ό,τι πιο πολύτιμο έχω», είπε τρυφερά.
Χαμογέλασα και τον αγκάλιασα.
«Πρέπει να φύγουμε για τον Οίκο μας», είπε λίγα λεπτά αργότερα. «Ο χρόνος ίσα που μας φτάνει μέχρι να ξημερώσει».
«Τον Οίκο μας;» ρώτησα απορημένη. Ήξερα ότι εκεί ανήκα τώρα που με είχε μεταμορφώσει, αλλά το άκουσμα μου φαινόταν παράξενο.
«Ναι, αγάπη μου», αποκρίθηκε. «Πρέπει να πάμε για να δεις τους ανώτατους. Θέλουν να γνωρίσουν αυτή που τους έσωσε!» μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
Ήξερα ότι είχε διαβάσει το ημερολόγιο και τους είχε πει γι αυτό. Για να είναι τόσο χαλαρός μάλλον θα αναφερόταν σε κάποιο επόμενο συμβούλιο.
Σηκωθήκαμε από το κρεβάτι. Ο Άνταμ μου έδειξε πού ήταν μερικά ρούχα μου και άλλαξα από τη μπλούζα που μου είχε βάλει.
Από όλους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να πάμε στον Οίκο, το αυτοκίνητο ήταν ο τελευταίος που είχα φανταστεί. Ήταν τόσο συνηθισμένος και ανθρώπινος.
Ο Άνταμ έτρεχε στους δρόμους πάρα πολύ γρήγορα, μάλλον για να προλάβει τον ήλιο.
Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μείναμε σιωπηλοί.
Ο Άνταμ ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Κάποιες φορές γυρνούσε το κεφάλι και με κοιτούσε σαν να φοβόταν ότι θα εξαφανιστώ. Δεν είχε βέβαια άδικο που ανησυχούσε. Δεν ήθελα καν να φανταστώ πώς θα ήταν γι αυτόν όταν πίστεψε πως είχα πεθάνει για τα καλά. Κάθε φορά που γύριζε να με δει εγώ του χαμογελούσα για να τον καθησυχάσω.
Όταν δεν με κοιτούσε εγώ παρατηρούσα διάφορα καινούργια πράγματα για μένα.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δε χτυπούσε η καρδιά μου. Περιέργως όμως αυτό δε μου άφηνε κανένα κενό. Ήταν απλά κάτι διαφορετικό που συνήθισα πολύ πιο εύκολα απ’ ότι πίστευα.
Ένα άλλο πράγμα ήταν ότι τώρα μπορούσα να ακούσω και να δω πολύ πιο καθαρά από πριν. Ήταν τόσο τέλεια να ανακαλύπτω νέες λεπτομέρειες σε γνώριμα πράγματα! Αν και ήταν νύχτα μπορούσα να ξεχωρίσω τέλεια τα πάντα, ό,τι κι αν κοιτούσα. Ήμουν σίγουρη ότι η μόνη διαφορά που θα υπήρχε με το φως της μέρας θα ήταν στα χρώματα, αν και, ακόμα κι έτσι, διέκρινα πεντακάθαρα σκιές και αποχρώσεις.
Επίσης, κατάφερα να προσδιορίσω τι ήταν αυτή η παράξενη αίσθηση που ένιωθα στο λαιμό μου. Ήταν δίψα για αίμα! Δεν ήταν έντονη και αφόρητη αλλά ήταν σίγουρα ενοχλητική και ήθελα να τη σβήσω. Αποφάσισα να το αφήσω για την ώρα και να το πω στον Άνταμ όταν θα φτάναμε.