Εντάξει! Αναστηθείτε! Σας έχω συνέχεια!
Και για μια ευχάριστη νεκρανάσταση σας αφιερώνω το "Χριστός Ανέστη"! Άντε και καλό Πάσχα!
35ο κεφάλαιο
«Γεια σου και πάλι!»
Άνοιξα τα μάτια για να δω ποιος μιλούσε. Ήταν η Έμελιν. Στεκόταν από πάνω μου και με κοιτούσε υπομονετικά.
Η πρώτη μου σκέψη όπως την είδα ήταν ότι έμοιαζε με νεράιδα της άνοιξης. Ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα σε ανοιχτό κίτρινο και τα μαλλιά της διακοσμούσαν μερικές μαργαρίτες.
«Γεια», είπα μουτρωμένα. Δε χαιρόμουν καθόλου που την έβλεπα. Σηκώθηκα από το έδαφος.
«Λοιπόν, τελικά τα κατάφερες με την προειδοποίηση», έκανε χαμογελαστά.
«Χα! Χα! Χα! Πολύ αστείο!» είπα και κοίταξα γύρω μου για να αποφύγω να κοιτάξω αυτήν. Βρισκόμασταν σε ένα πάρκο. Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος και παντού τριγύρω υπήρχαν λουλούδια, αλλά προσεκτικά φυτεμένα και περιποιημένα μέσα σε παρτέρια και άλλα ελεύθερα πάνω στο γρασίδι. Ήταν ένα υπέροχο μέρος, αλλά δεν είχα και πολλές ελπίδες να το χαρώ.
«Μα γιατί;» ρώτησε η Έμελιν απορημένη. «Αφού τα κατάφερες!»
«Ναι, τα κατάφερα να πεθάνω!» έκανα ενοχλημένα χωρίς καν να την κοιτάξω. Μου την έδινε στα νεύρα που ήταν μες στην καλή χαρά!
«Α, κατάλαβα…» είπε εκείνη. «Δεν έχεις πεθάνει. Τουλάχιστον όχι κανονικά».
Γύρισα και την κοίταξα με απορία. «Ε;»
«Δεν έχεις πεθάνει!» είπε ξανά. «Αν είχες πεθάνει δε θα καθόμασταν εδώ ούτε θα μιλάγαμε σαν να έχουμε όλο ο χρόνο του σύμπαντος! Θα είχαμε πολύ πιο σημαντικά θέματα να κανονίσουμε!»
«Ωραία! Τέλεια! Άλλο ένα από τα τρελά μου όνειρα!» Κοίταξα απηυδισμένη τον υπερβολικά γαλάζιο ουρανό.
«Πάντα δύσπιστη, έτσι;» έκανε η Έμελιν. «Δεν είναι όνειρο!»
«Ναι, καλά!»
«Μα τις να κάνω επιτέλους για να σε πείσω; Μου ζήτησες απόδειξη μια φορά και στην έδωσα. Αλλά δεν πείστηκες! Τώρα δηλαδή τι θες να κάνω; Τι άλλο μπορώ να κάνω για να σε πείσω;» Ποτέ μου δεν την είχα ακούσει τόσο θυμωμένη.
«Να με τσιμπήσεις για να ξυπνήσω!» είπα.
«Θα κάνω κάτι καλύτερο» έκανε πιο ήρεμα και χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση μου έριξε ένα χαστούκι που έκανε το μάγουλό μου να κάψει.
«Άου! Γιατί το έκανες αυτό τώρα;» είπα περισσότερο απορημένα παρά θυμωμένα.
«Ορίστε! Λοιπόν, πείστηκες τώρα; Απ’ ότι μπορείς και μόνη σου να δεις δεν έχεις ξυπνήσει! Και ανάθεμά με που ήθελα να σε βοηθήσω να περάσεις το χρόνο σου εδώ ομαλά! Έπρεπε να σε είχα αφήσει να τα βγάλεις πέρα μόνη σου!»
«Εντάξει, εντάξει! Πείστηκα!» Και πράγματι, είχα πειστεί. Δεν ήταν δυνατόν να με πονάει τόσο ένα απλό όνειρο!
«Πάλι καλά! Λοιπόν, πάμε!» είπε και άρχισε να περπατάει στο γρασίδι προς ένα μονοπάτι του πάρκου όπου ήταν κι άλλοι άνθρωποι και περπατούσαν. Υπήρχαν ακόμα και μερικά σκυλιά.
«Μπορείς να μου πεις πού στο καλό είμαστε;» ρώτησα. «Και αν δεν είμαι πεθαμένη τότε τι είμαι;»
«Το σώμα σου είναι νεκρό αυτή τη στιγμή και βρίσκεται στη γη. Η ψυχή σου είναι εδώ, μαζί μου σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη σε αυτό τον κόσμο».
«Τι πράγμα;!» φώναξα σοκαρισμένη. Κάποιοι από τους περαστικούς γύρω μας γύρισαν και με κοίταξαν, αλλά δεν έδωσαν παραπάνω σημασία. «Μα, αφού μου είπες ότι δεν είχα πεθάνει! Τώρα μου τα αλλάζεις!»
«Σου είπα, δεν έχεις πεθάνει κανονικά! Δεν είπα ότι δεν έχεις πεθάνει καθόλου!»
«Τι στο καλό εννοείς; Πώς γίνεται να πεθάνω λίγο ας πούμε;»
Η Έμελιν αναστέναξε. «Άκου», είπε ανυπόμονα. «Τεχνικά είσαι νεκρή αυτή τη στιγμή. Δε νιώθεις τίποτα και η καρδιά σου δε χτυπάει. Όμως, ένα κομμάτι σου είναι εδώ και είναι ζωντανό και αυτό το κομμάτι θα επιστρέψει πίσω στο σώμα σου όταν θα τελειώσει η μεταμόρφωσή σου από θνητή σε αθάνατη βρικόλακα!»
«Δηλαδή ο Άνταμ με μεταμόρφωσε;» ρώτησα ξαφνιασμένη. Δεν περίμενα ότι θα προλάβαινε.
«Ναι, τα κατάφερε την τελευταία στιγμή. Τώρα μεταμορφώνεσαι».
Αναστέναξα με ανακούφιση. Άρα λοιπόν, όντως είχα καταφέρει να πάρω την προειδοποίηση. Και ο Άνταμ θα ζούσε σίγουρα. Δε θα είχε λόγο να πεθάνει.
«Και είπες ότι η ψυχή μου είναι εδώ; Δηλαδή είμαι πνεύμα;»
«Ναι, κάπως έτσι» αποκρίθηκε. «Το πραγματικά αθάνατο κομμάτι σου είναι εδώ αυτή τη στιγμή. Και αν πάθεις κάτι ως βρικόλακας και πεθάνεις τότε θα επιστρέψεις πάλι εδώ».
«Δηλαδή μου λες ότι οι βρικόλακες έχουν ψυχή;» ρώτησα περίεργη. Όλα τα βιβλία μου υποστήριζαν ότι οι βρικόλακες έχαναν τη ψυχή τους αφού μεταμορφώνονταν.
«Μα φυσικά και έχουν ψυχή! Πώς θα ήταν δυνατόν να μην έχουν; Κανένα πλάσμα δεν υπάρχει χωρίς ψυχή! Και εκτός από αυτό, πώς νομίζεις ότι μπορούν να νιώσουν;»
«Ε, δεν ξέρω…» απάντησα. «Απλά υπέθεσα ότι αφού με τη μεταμόρφωσή τους γίνονται πλάσματα του σκότους και αποστρέφονται από το Θεό, τους τιμωρεί αφαιρώντας την ψυχή τους».
«Ποιος υποστηρίζει αυτές τις βλακείες;! Άκου αποστρέφονται από το Θεό τιμωρούνται!»
«Ε, εντάξει, πού να ξέρω κι εγώ για τέτοια θέματα; Απλά αυτή είναι πιο γνωστή θεωρία στα βιβλία με βρικόλακες»
«Βλακείες!» έκανε κατηγορηματικά. «Δεν έχει δουλειά ο κάθε άσχετος και κάθεται και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει!»
Εκείνη τη στιγμή μια απορία πέρασε από το μυαλό μου. «Εσύ ήξερες ότι ο Άνταμ είναι βρικόλακας;» ρώτησα, ενώ περνούσαμε μέσα από ένα μικρό τούνελ φτιαγμένο από λουλούδια.
«Όσο ήμουν ζωντανή δεν το ήξερα. Ούτε που το είχα υποψιαστεί. Όταν όμως πέθανα και κανονίστηκε η διαμονή μου εδώ, τα διαδικαστικά με τα αρχεία και έκανα την αίτηση μου για φύλακας το έμαθα».
«Πώς;» ρώτησα ξανά.
«Πολύ απλά. Περίμενα να αδειάσει κάποια θέση για να εκπαιδευτώ ως φύλακας, πράγμα που έπαιρνε πολύ χρόνο, και δεν είχα τίποτα να κάνω. Έτσι αποφάσισα να ρίξω μια ματιά στη γη να δω τι κάνει. Κι έτσι το ανακάλυψα».
«Δηλαδή πήγες στη γη σαν φάντασμα;»
«Φάντασμα; Τι άλλο θα ακούσω σήμερα;! Φυσικά και όχι! Απλά είδα μέσα από τη λίμνη!»
«Ποια λίμνη; Και γιατί ταράχτηκες τόσο πολύ με το φάντασμα;»
Η Έμελιν γύρισε και με κοίταξε έντονα. «Άλις, ρωτάς πάρα πολλές ερωτήσεις! Λοιπόν θα σου απαντήσω αλλά μετά στάματα να ρωτάς! Για όνομα του Θεού δηλαδή! Λοιπόν, με το φάντασμα δεν ταράχτηκα, απλά παραξενεύτηκα. Ξέρεις, ως φαντάσματα επιστρέφουν καμιά φορά κάποιες πολύ αδικημένες και βασανισμένες ψυχές και παραμένουν μέχρι να εκπληρώσουν το σκοπό τους. Γι αυτό το λόγο μου φάνηκε περίεργη η ιδέα να είμαι εγώ φάντασμα. Η ζωή δε μου φέρθηκε ποτέ άδικα».
«Μα…»
«Μη διακόπτεις και είπαμε όχι άλλες ερωτήσεις για την ώρα! Η λίμνη που σου έλεγα βρίσκεται μες στον κήπο αυτό. Αν θες μπορούμε να πάμε να τη δούμε».
«Θέλω!» αποκρίθηκα. «Θα ήθελα να δω τι κάνει ο Άνταμ, μπορώ;»
Η Έμελιν δεν απάντησε. Απλά πήρε το χέρι μου και άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση που είχαμε έρθει. Πραγματικά το εννοούσε το “όχι ερωτήσεις”!
Περπατούσαμε για πολλή ώρα ως που στο τέλος φτάσαμε μπροστά από μια σπηλιά. Έδειχνε σκοτεινή, αλλά όχι απειλητική.
Η Έμελιν, ακόμα χωρίς να μιλάει καθόλου με τράβηξε μέσα και συνεχίσαμε να προχωράμε στο σκοτάδι. Μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου εκεί μέσα νόμιζα ότι το αχνό φως ερχόταν από έξω. Όμως όταν προσαρμόστηκα είδα ότι στην πραγματικότητα τα τοιχώματα εξέπεμπαν αυτή την απαλή λάμψη.
«Είναι τόσο όμορφα!» μουρμούρισα. «Απίστευτο!»
«Φυσικά και είναι όμορφο!» είπε η Έμελιν. «Γιατί λες να είναι αυτό το μέρος ένα από τα αγαπημένα μου αν δεν είναι όμορφο;»
«Νόμιζα ότι εννοούσες το έξω…» απολογήθηκα.
«Εννοούσα κάθε κομμάτι του κήπου. Όχι μόνο αυτό που βλέπεις με την πρώτη ματιά!»
«Α, μάλιστα…» είπα και μετά το βούλωσα. Δεν ήθελα να αρχίσει να υστεριάζει!
Συνεχίσαμε να περπατάμε για αρκετή ώρα ως που σε μια στροφή του φως έγινε πιο έντονο. Η Έμελιν δεν είπε τίποτα άλλο πάνω σ’ αυτό της το είπα. Έκανε σαν να μη με είχε ακούσει. Στρίψαμε και αντίκρισα το πιο μαγικό θέαμα που είχα δει ποτέ.
Μια τεράστια λίμνη απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι χωρίς όμως να βγαίνει από τα όρια της σπηλιάς σε κάποιο φανερό σημείο. Το νερό της ακτινοβολούσε τόσο υπέροχα. Ήταν ένα φως που ποτέ μου δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε. Λαμπερό αλλά καθόλου εκτυφλωτικό. Απόλυτα ονειρικό.
Σε πολλά σημεία γύρω από τη λίμνη βρίσκονταν άνθρωποι που κοιτούσαν το νερό σαν υπνωτισμένοι και δεν έδιναν σημασία σε τίποτα άλλο.
«Κάτσε δίπλα στη λίμνη και δες όποιον θες στη γη», ψιθύρισε η Έμελιν, προφανώς για να μην ενοχλήσει τους άλλους.
«Μα πώς;» ρώτησα. «Αφού βλέπουν οι άλλοι τα δικά τους! Πώς θα πάω εγώ να τους το χαλάσω;»
«Βρες ένα σημείο που να μην είναι κανένας πολύ κοντά, κοίτα έντονα το νερό και σκέψου με όλη σου τη δύναμη αυτόν που θες να δεις».
«Και πιάνει;» ρώτησα. «Δεν το έχω ξανακάνει ποτέ και δεν…»
«Μη μιλάς άλλο! Απλά πήγαινε και κάνε ό,τι σου λέω αν θες να δεις κάποιον. Αλλιώς να φύγουμε!»
«Καλά, καλά!» μουρμούρισα και κατευθύνθηκα προς τη λίμνη. Περπάτησα λίγο προς τα μέσα για να βρω ένα ήσυχο σημείο. Μόλις το βρήκα κάθισα κάτω και κοίταξα το φωτεινό νερό σκεπτόμενη τον Άνταμ.
Ενώ κοιτούσα το νερό, άρχισε να σχηματίζεται εκεί μια εικόνα η οποία όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο καθαρή ως που στο τέλος ήταν σχεδόν σαν να είμαι εκεί.
Ο Άνταμ καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι στο δωμάτιό του, που είχε τραβηγμένες της βαριές κουρτίνες. Μάλλον εκεί μέσα πρέπει να ήταν το σώμα μου. Εκείνος δεν έκανε τίποτα, απλά κοιτούσε εκεί με χαμένο βλέμμα. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο που μάλλον είχε προσπαθήσει να διαβάσει αλλά δεν μπορούσε.
Κάποια στιγμή, κοίταξε το ρολόι και χαμογέλασε λίγο. Πήγε ως το κρεβάτι και τράβηξε τη μία κουρτίνα.
Βλέποντας τον εαυτό μου μέσα σοκαρίστηκα! Παραλίγο μάλιστα να χαθεί και η εικόνα. Έδειχνα τόσο… νεκρή. Ήμουν πολύ πιο άσπρη απ’ ότι είχα υπάρξει ποτέ μου. Ήμουν πιο άσπρη ακόμα και απ’ τον Άνταμ, ο οποίος ήταν ήδη πάρα πολύ χλωμός. Πρέπει να ήμουν όπως περίπου και η Λαβίνια, αλλά αφού δεν ήταν εκεί για να συγκρίνω δεν μπορούσα να ξέρω. Ο Άνταμ είχε σκεπάσει το σώμα μου με το πάπλωμα του κρεβατιού λες και θα ένιωθα κρύο. Μόνο το κεφάλι μου και το ένα χέρι μου εξείχαν. Με χαρά διαπίστωσα ότι δεν έδειχνα να είμαι καθόλου σπασμένη και πληγωμένη από το ατύχημα. Όχι ότι έβλεπα και πολύ από το σώμα μου για να είμαι σίγουρη, αλλά από το λίγο που ήταν φανερό δεν έδειχνα να έχω και τα χάλια μου.
Ο Άνταμ έπιασε το χέρι που ήταν έξω και το κράτησε, ενώ κοιτούσε το πρόσωπό μου με απίστευτη τρυφερότητα και αγάπη. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, αλλά αυτός δεν έδειξε να το προσέχει. Η σταγόνα έπεσε πάνω στο μπεζ πάπλωμα και σχημάτισε έναν μικρό κόκκινο λεκέ, όμως εκείνος πάλι δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να με κοιτάει.
Κάποια στιγμή έσκυψε και φίλησε τα χείλη μου. Η σκηνή μου θύμισε την Ωραία Κοιμωμένη, αλλά σε πιο σκοτεινή εκδοχή.
«Μακάρι να ήξερα αν είσαι καλά, αγάπη μου», ψιθύρισε. Δεν περίμενα να μπορώ να τον ακούω. Επειδή δεν άκουγα κανέναν ήχο από τους άλλους πίστεψα ότι απλά μπορούσες να δεις αλλά όχι να ακούσεις. Όμως τελικά όχι μόνο μπορούσα, αλλά ήταν σαν να ήταν δίπλα μου και να μιλούσε.
«Είμαι καλά», απάντησα, «Μην ανησυχείς». Ήξερα από την αρχή ότι δεν μπορούσε να με ακούσει, αλλά ήλπιζα ότι μπορούσε να με νιώσει κάπως.
Ο Άνταμ σήκωσε τα μάτια του και ήταν σαν να με κοιτούσε. Μην περιμένοντας να το κάνει αυτό ξαφνιάστηκα και αυτή τη φορά έχασα για τα καλά την εικόνα!
«Ναι πάρει!» έκανα μέσα απ’ τα δόντια μου και σηκώθηκα πάνω για να πάω στην Έμελιν. Καθώς το έκανα αυτό κατάλαβα για πρώτη φορά πόσο κουρασμένη ήμουν. σ
«Είδες ό,τι ήθελες;» ρώτησε σιγανά. Ένευσα και αρχίσαμε να προχωράμε προς την έξοδο.
«Είμαι τόσο κουρασμένη…» είπα. Αυτό φανταζόμουν ότι δεν ήταν καθόλου καλό. Αν χειρότερα, να μην ξυπνούσα καθόλου.
«Λογικό», απάντησε. «Πάντα τις πρώτες φορές που κοιτάς μέσα από τη λίμνη κουράζεσαι γιατί απαιτεί μεγάλα ποσοστά της πνευματικής σου ενέργειας. Αν θες μπορείς να ξεκουραστείς όταν βγούμε από τη σπηλιά».
«Ναι, αλλά δε θα δημιουργήσει προβλήματα αυτό;» ρώτησα. Ήλπιζα να είχε περάσει ο χρόνος που δεν έπρεπε να ρωτάω τίποτα.
Η Έμελιν χαμογέλασε. «Φυσικά και όχι! Εκτός κι αποφασίσεις να κοιμηθείς στη μέση του δρόμου. Αυτό ναι, μπορεί να είναι λίγο πρόβλημα».
«Αυτό που εννοούσα ήταν ξυπνήσω εγκαίρως για να επιστρέψω πίσω στο σώμα μου».
«Α, αυτό…» έκανε η Έμελιν. «Φυσικά και θα ξυπνήσεις εγκαίρως μην ανησυχείς».
Συνεχίσαμε να περπατάμε μέσα στη σπηλιά. Μου φάνηκε πάντως ότι βγήκαμε έξω πιο γρήγορα απ’ ότι είχαμε πάει στη λίμνη.
Περίμενα πως όταν θα βγαίναμε έξω το φως θα έκανε τα μάτια μου να πονέσουν, συνηθισμένα καθώς ήταν στο σκοτάδι της σπηλιάς, αλλά έκανα λάθος. Δεν ένιωσα καμία διαφορά, απλά μπορούσα να δω καλύτερα.
«Θες να ξεκουραστείς λοιπόν;» ρώτησε η Έμελιν.
«Αν είναι σίγουρο πως θα ξυπνήσω όταν πρέπει τότε ναι», είπα.
«Ακόμα κι αν δεν μπορείς μόνη σου θα σε ξυπνήσω εγώ», απάντησε και άρχισε να προχωράει προς ένα σκιερό υπόστεγο καλυμμένο με λουλούδια.
«Εδώ είναι το αγαπημένο μου μέρος όταν θέλω να ξεκουράζομαι», είπε και μου έδειξε μερικά στρώματα φτιαγμένα από λουλούδια και φύλλα.
«Αυτό είναι;» ρώτησα.
«Μην το βλέπεις έτσι, είναι πιο βολικό απ’ ότι φαίνεται!»
«Καλά», είπα και ξάπλωσα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως κι ένα στρώμα με καρφιά μπορεί να μου φαινόταν βολικό.
Λίγο πριν κοιμηθώ η εικόνα που είχα δει με μένα στη λίμνη ήρθε στο μυαλό μου. Για να έχουν θεραπευτεί οι πληγές μου θα πρέπει να είχε περάσει αρκετός χρόνος.
«Πόσος χρόνος έχει περάσει από τη στιγμή που ήρθα εδώ; Σε γήινα μέτρα;» ρώτησα την Έμελιν νυσταγμένα.
«Δύο μέρες», απάντησε εκείνη.
«Και η μεταμόρφωση πόσες μέρες κρατάει;» ρώτησα πάλι για να ξέρω πόσο περίπου θα μπορούσα να κοιμηθώ.
«Τρεις με τέσσερις μέρες»,αποκρίθηκε.
«Και κάτι ακόμα», είπα πάλι. Τώρα φαινόταν να μου επιτρέπει να κάνω ερωτήσεις κι έτσι αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ.
Ένευσε και περίμενε να ακούσει. «Εσύ μου έστελνες αυτούς τους εφιάλτες που άκουγα τη φωνή σου χωρίς να σε βλέπω και έπρεπε να ξεφύγω;»
Η Έμελιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αυτοί ήταν δημιουργήματα του δικού σου υποσυνειδήτου λόγω του άγχους. Εγώ δεν είχα καμία ανάμειξη».
«Εντάξει», είπα, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα να κοιμηθώ, πράγμα που συνέβη σχεδόν αμέσως.