- Σπόιλερ:
Λέγεται Return of the Dragon.
Ορίστε το επόμενο κεφάλαιο. Επειδή σήμερα ήμουν πολύ καλός άνθρωπος είπα να κάνω την κακία σε σας και να μη βάλω πολλές λεπτομέρειες!
- Σπόιλερ:
Έτσι για να σκάσετε από το κακό σας αγαπητοί μου φαν!
Ελπίζω όμως να σας αρέσει και χωρίς πολλά πολλά!
32ο κεφάλαιο
Φύγαμε από το σπίτι μου, αφού πρώτα ο Άνταμ έκανε υποβολή στους γονείς μου για να ξεχάσουν ότι υπήρχα ως την άλλη μέρα που θα επέστρεφα (σιγά μη με άφηναν να φύγω Χριστουγεννιάτικα αλλιώς). Κατευθυνθήκαμε με σχετικά γρήγορο βήμα προς το δικό του που βρισκόταν μερικά στενά μετά ο νεκροταφείο.
«Είναι εδώ η Λαβίνια;» ρώτησα την ώρα που εκείνος ξεκλείδωνε την πόρτα.
«Όχι», απάντησε. «Έφυγε σήμερα το πρωί για τον Οίκο. Εγώ θα φύγω στις είκοσι οχτώ το πρωί, δηλαδή όσο το δυνατόν αργότερα και θα γυρίσω πίσω τριάντα μία το βράδυ».
«Και είναι αναγκαίο να πας;» ρώτησα. Δεν το είπα με παράπονο που υπονοούσε το «Γιατί θα με αφήσεις μόνη μου;». Απλά ήθελα να μάθω.
«Ναι, δυστυχώς είναι», είπε αυτός καθώς κατεβαίναμε κάτω. «Κάθε δύο μήνες περίπου γίνεται συνεδρίαση του Οίκου. Οι ημερομηνίες είναι ίδιες για όλους τους Οίκους, άρα όλοι συνεδριάζουν ταυτόχρονα. Η συνεδρίαση κρατάει τέσσερις περίπου μέρες κάθε φορά και πρέπει όλα τα μέλη να είναι παρόντα».
«Και πώς ξέρετε πότε ακριβώς πρέπει να πάτε;»
«Κανονίζουμε την ημερομηνία σε κάθε συνεδρίαση και μια βδομάδα πριν μας έρχεται και ένα γράμμα που μας το υπενθυμίζει».
«Εντάξει!» είπα. «Όταν δεις τη Λαβίνια, σε παρακαλώ δώσε της το δώρο μου για τα Χριστούγεννα». Έβγαλα μια μικρή σακουλίτσα από την τσάντα μου και το την έδωσα. Της είχα πάρει μετά ένα αμάνικο μπλουζάκι σε απαλό ροζ. Αν και εγώ ποτέ μου δε θα φόραγα κάτι τέτοιο, ήξερα ότι η Λαβίνια λάτρευε τα απαλά χρώματα και μισούσε οτιδήποτε σκούρο. Για αυτό και στη δίκη της Μέλανι είχε βάλει μωβ, που ήταν μάλλον το επόμενο επίσημο χρώμα των βρικολάκων μετά το μαύρο.
«Εντάξει», έκανε εκείνος χαμογελώντας. Πήρε τη σακούλα και την ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι.
Με τράβηξε κοντά του. Εγώ απομακρύνθηκα λιγάκι χωρίς να κοιτάω το πρόσωπό του, που ήμουν σίγουρη πως θα είχε πάρει μια απορημένη έκφραση.
«Υπάρχει κάτι ακόμα που θέλω να σου δώσω», είπα με την αγωνία μου να χτυπάει κόκκινο. «Το ξέρω ότι μπορεί να φοβάσαι μη μου κάνεις κακό, αλλά είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά». Τράβηξα τα μαλλιά μου ώστε ο λαιμός μου να φαίνεται και σήκωσα το βλέμμα μου για να συναντήσω το δικό του. Ευτυχώς δεν ήταν θυμωμένος. «Θέλω να με δαγκώσεις», είπα χωρίς να αφήσω το βλέμμα του.
Ο Άνταμ δίστασε μερικά δευτερόλεπτα. «Είσαι σίγουρη γι αυτό; Θα πονέσει…» είπε. Αναστέναξα με ανακούφιση. Για να μου τα λέει αυτά προφανώς θα δεχόταν το δώρο μου. Δεν το είχα σχεδιάσει αυτό για σήμερα, αλλά από τότε που έμαθα ότι ήταν βρικόλακας ονειρευόμουν τη στιγμή που θα με δάγκωνε για πρώτη φορά αν και ποτέ δεν το είχα παραδεχτεί.
«Το ξέρω», απάντησα. Το είχα ζήσει κι άλλη φορά. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι θέλω».
Ο Άνταμ έπιασε απαλά τα χέρια μου και με φίλησε. «Μη φοβάσαι», ψιθύρισε τρυφερά.
«Δε φοβάμαι», απάντησα. Αυτό βέβαια δεν ήταν εντελώς αλήθεια. Ένιωθα φόβο, αλλά ήταν το είδος του φόβου που έχεις όταν είσαι σε ένα πολύ απότομο παιχνίδι του λούνα παρκ όταν βλέπεις την πιο απότομη κατηφόρα που έχεις δει ποτέ σου να έρχεται και ενώ ανυπομονείς, παράλληλα φοβάσαι.
Ο Άνταμ φίλησε άλλη μια φορά τα χείλη μου και μετά το λαιμό μου. Ένιωσα τους κυνόδοντές του να χαϊδεύουν το δέρμα μου. Ανατρίχιασα από την αίσθηση και την προσμονή.
Ένας στιγμιαίος πόνος διαπέρασε το σημείο που δάγκωσε ο Άνταμ κι ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη μου.
Ήταν καλύτερο απ’ ότι περίμενα! Ο πόνος δεν ήταν καθόλου έντονος, όπως τότε που με είχε δαγκώσει η Μέλανι. Ήταν σχεδόν ευχάριστος. Σίγουρα θα έφταιγε το ότι ο Άνταμ ήταν τόσους αιώνες βρικόλακας και ήξερε πώς να δαγκώνει το θύμα του για να ελαχιστοποιεί τον πόνο. Βέβαια, εγώ εκείνη τη στιγμή μόνο θύμα δεν ένιωθα. Απεναντίας έπλεα σε πελάγη ευτυχίας.
Ο Άνταμ σταμάτησε να πίνει και έβαλε το ένα του χέρι πάνω στην πληγή. Με φίλησε πάλι. Τα χείλη του είχαν μια υποψία της γεύσης του αίματος, αλλά αυτό δε με ενόχλησε καθόλου.
Κόλλησε το σώμα μου πάνω στο δικό του και βάθυνε το φιλί. Άφησε την πληγή, που είχε σταματήσει να αιμορραγεί, και μια απαλή αλλά σίγουρη κίνηση κατέβασε το φερμουάρ του φορέματός μου.
Η καρδιά μου επιτάχυνε. Με χέρια που έτρεμαν στην αρχή, άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισό του.
«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε.
«Κι εγώ», απάντησα. Κοίταξα τα υπέροχα πράσινα μάτια του για άλλη μια φορά. Η αγάπη που είδα μέσα τους με έκανε να ξεχάσω οποιαδήποτε επιφύλαξη, αμφιβολία ή φόβο είχα και να ανακτήσω τη σιγουριά μου. Ήθελα να τον νιώσω και να γίνω δική του με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Περπατούσα με τον Άνταμ στα ερείπια μιας σύγχρονης πόλης. Μας περιτριγύριζαν σκελετοί ψηλών κτιρίων, μισογκρεμισμένες πολυκατοικίες και εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα. Η πόλη η ίδια ήταν σιωπηλή και νεκρή σαν τάφος.
Αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να έχει γίνει για να καταλήξει έτσι. Κοίταξα μια στιγμή τον πορτοκαλί ουρανό της δύσης. Δεν έδειχνε να υπάρχει τίποτα κακό ή άρρωστο στον ορίζοντα.
Συνέχισα να κοιτάξω σαν χαμένη τα κτίρια που με περιτριγύριζαν, προσπαθώντας να βρω μέσα στα ερείπια την αιτία της καταστροφής. Έστριβα σε δρόμους χωρίς να προσέχω τίποτα, απλά προσπαθώντας να δω όσο πιο πολλά μπορούσα από πράγματα που μου τραβούσαν την προσοχή. Κάποια στιγμή γύρισα να δω τον Άνταμ, να τον ρωτήσω αν ήξερε τι είχε συμβεί ή πού ήμασταν τέλος πάντων, αλλά δεν ήταν πουθενά στο οπτικό μου πεδίο.
Ο κίνδυνος πλησιάζει, άκουσα μια φωνή να αντηχεί στο κεφάλι μου. Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα μέσα στους αγνώστους δρόμους προσπαθώντας να βρω τον Άνταμ. Ήξερα πως αν τον έβρισκα η φωνή θα σταματούσε. Το ήξερα γιατί είχα ξαναζήσει μια παρόμοια κατάσταση, αλλά σε άλλο περιβάλλον.
Δεν μπορείς να τον βρεις, έχεις χάσει το δρόμο. Έτσι τον έχασες και στη ζωή σου, προσπαθώντας να βρεις και να ζήσεις πράγματα πέρα απ’ τις δυνάμεις σου. Η τύχη σου Άλις, είναι χωρισμένη σε δυο μονοπάτια που οδηγούν σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Στο ένα βρίσκεται η αθανασία, στο άλλο η αιώνια λήθη του θανάτου.Αυτά που ψιθύριζε η φωνή στο μυαλό μου με τρόμαζαν, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τα παλέψω. Θα μπορούσα ίσως να μην τους δώσω σημασία, αλλά δεν ήταν οποιαδήποτε φωνή. Ήταν η φωνή της Έμελιν, αν και αλλαγμένη και πιο τρομακτική από τη γλυκιά μελωδική φωνή που είχα συνηθίσει.
Συνέχισα να τρέχω. Είδα μια ψηλή πολυκατοικία που ήταν ακόμα ολόκληρη και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες. Πριν καν το καταλάβω βρισκόμουν στην κορυφή και κοιτούσα κάτω για να βρω τον Άνταμ. Φώναζα το όνομά του, αλλά τίποτα, καμία απάντηση. Κοιτούσα προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δεν ήταν πουθενά.
Να θυμάσαι ότι μόνο εσύ μπορείς να διαλέξεις το τελικό μονοπάτι που θα ακολουθήσεις. Και η επιλογή δε θα είναι τίποτα παραπάνω από μια μικρή κίνηση… Μια κίνηση και ζεις για πάντα, μια κίνηση και πεθαίνεις. Μόνο θυμήσου…Έκανα μερικά βήματα και έπεσα στο κενό. Δεν άντεχα άλλο τη φωνή και αυτά που μου έλεγε. Δεν μπορούσα να ακούσω αλλά. Ήξερα ότι αυτός ήταν ο μόνος σίγουρος τρόπος για να σταματήσει.
…κάλεσε αυτόν που αφορά ο κίνδυνος πριν προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο!Ξύπνησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, σαν να έπεφτα όντως από το κτίριο, με τη φωνή ακόμα να αντηχεί στο μυαλό μου.
Θα αναγκαζόμουν να διηγηθώ τον εφιάλτη στον Άνταμ γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μην παρατηρήσει την αναστάτωσή μου. Όταν είχα κοιμηθεί ένιωθα τόσο ευτυχισμένη που τέτοια αλλαγή δεν ήταν καθόλου λογική.
Γύρισα να κοιτάξω δίπλα μου όπου περίμενα να δω τον Άνταμ να με κοιτάει ανήσυχα. Αυτό όμως που είδα ήταν εντελώς διαφορετικό. Έδειχνε ήρεμος και ευτυχισμένος, αν και λίγο πιο νεκρός απ’ ότι είχα συνηθίσει. Κοιμόταν…
Πρέπει λοιπόν να είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Δεν μπορούσα να δω τι ώρα ήταν αλλά σίγουρα ήταν πρωί για να κοιμάται.
Τον κοίταξα ξανά. Έδειχνε τόσο διαφορετικός απ’ ότι συνήθως. Έδειχνε ευάλωτος και σίγουρα ήταν.
Καθώς δεν είχα καμία ιδέα για το τι ώρα μπορεί να ήταν δεν ήξερα και πότε μπορεί να ξυπνούσε. Πίστευα πως δε θα ήθελε να τον δω έτσι, αν και δεν είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να κρατάμε τίποτα ο ένας από τον άλλο. Κι εγώ δε θα του έκανα τίποτα ούτε θα το έβλεπα ως παράξενο ή απωθητικό.
Έμεινα να τον κοιτάω για μερικά λεπτά μέχρι τελικά από να αποφασίσω να κοιμηθώ ξανά ή τουλάχιστον να προσποιηθώ ότι κοιμάμαι μέχρι να ξυπνήσει. Αυτά βέβαια όχι γιατί φοβόμουν μήπως θυμώσει ή κάτι τέτοιο. Ήξερα πως δε θα θύμωνε. Απλά δεν ήθελα να τον κάνω να νιώσει άβολα.
Με πολύ απαλές κινήσεις χάιδεψα τα μαύρα μαλλιά του. Ο Άνταμ μου έπιασε το χέρι και το φίλησε.
«Ξύπνησες αγάπη μου;» μουρμούρισε με τα μάτια του ακόμα κλειστά.
«Ναι», του ψιθύρισα. «Σε ξύπνησα;»
Εκείνος άνοιξε τα μάτια του, ανασηκώθηκε και με πήρε στην αγκαλιά του. «Όχι αγάπη μου. Είμαι ξύπνιος εδώ και μερικά λεπτά», είπε.
Πρέπει λοιπόν να είχε ξυπνήσει σχεδόν ταυτόχρονα με μένα. Για καλή μου τύχη όμως μάλλον είχε ξυπνήσει λίγο αργότερα και δεν είχε παρατηρήσει την αναστάτωσή μου.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα μετά από λίγο. «Πρέπει να είναι αρκετά νωρίς, έτσι;»
Κοίταξε προς την κατεύθυνση του ρολογιού. «Εννιά και τέταρτο το πρωί», απάντησε. Δεν ήταν λοιπόν και τόσο νωρίς όσο νόμιζα.
«Πεινάς;» με ρώτησε μετά από λίγο. Δεν ήξερα πόση ώρα θα μου έπαιρνε να το καταλάβω πριν το πει, αλλά τώρα που το είχε αναφέρει…
«Σαν λύκος!» απάντησα γελώντας.
«Ωραία!» απάντησε και σηκώθηκε. Τον ακολούθησα και ανεβήκαμε πάνω στην κουζίνα που δεν είχα μπει ποτέ πριν.
Περίμενα να είναι μικρή και άβολη. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ευρύχωρη και είχε πολύ μοντέρνο στιλ. Ο Άνταμ με σήκωσε στην αγκαλιά του και με έβαλε να κάτσω πάνω στον πάγκο.
Άρχισε να βγάζει πράγματα από το ψυγείο.
«Εσύ θες πρωινό;» ρώτησα πειρακτικά και του έδειξα το λαιμό μου.
Ο Άνταμ γέλασε. «Πάλι το ίδιο με χτες; Δε θέλω να πίνω το ίδιο αίμα δύο φορές συνεχόμενα!» είπε. Εγώ άρχισα να γελάω σαν τρελή και δεν μπορούσα να σταματήσω. Γέλασε κι εκείνος μαζί με μένα.
Όταν σταματήσαμε μετά από περίπου δέκα λεπτά μου έδωσε ένα πιάτο με μερικές φέτες ψωμί με μέλι και -ω, τι έκπληξη- μια βιταμίνη μήπως και πάθω αναιμία με μερικές γουλιές αίμα που είχε πιει. Έκανα το κουράγιο και την ήπια για να μην ανησυχεί για μένα και μετά έφαγα το πρωινό μου.
Όταν μεσημέριασε πια πήραμε το δρόμο προς το σπίτι μου.
«Θες να κάνουμε μια βόλτα;» ρώτησε όταν περνούσαμε έξω από το νεκροταφείο.
«Ναι, γιατί όχι!» απάντησα χαρούμενα. Θα περνούσα κι άλλο χρόνο μαζί του πριν τον αποχαιρετήσω μέχρι την Πρωτοχρονιά. Την επόμενη μέρα είχα αποφασίσει ότι θα περνούσα λίγο χρόνο με τους δικούς μου και μετά θα πήγαινα στο σπίτι της Μέλανι για να δω μήπως βρω το ημερολόγιο.
Μπήκαμε μέσα. Δεν ήθελα να πάμε στη σύγχρονη πλευρά γιατί θυμόμουν το όνειρο και δεν ήθελα να το θυμηθώ ακόμα περισσότερο.
Περπατώντας, βρεθήκαμε στον τάφο της Έμελιν. Ο Άνταμ τον κοίταξε με μελαγχολία και το ίδιο έκανα κι εγώ. Σκέφτηκα πώς θα ήταν γι αυτόν να τη βλέπει κάθε μέρα να πεθαίνει. Σκέφτηκα πώς θα ένιωθε μετά που πέθανε. Σίγουρα δεν ήθελα να το ξαναζήσει. Κάνοντας τη σκέψη αυτή του υποσχέθηκα σιωπηλά ότι θα έκανα τα αδύνατα δυνατά για να μείνω ζωντανή. Δεν είχα βέβαια εκείνη τη στιγμή κανένα λόγο να πεθάνω, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν θα συνέχιζα για πολύ να μην έχω…
«Σου λείπει;» ρώτησα αγκαλιάζοντάς τον.
«Κάποιες φορές…» απάντησε. «Δεν είναι όμως όπως παλιά. Από τη στιγμή που σε γνώρισα έπαψε να μου λείπει σαν αγαπημένη. Αλλά όσος καιρός και να περάσει δεν μπορώ να την ξεχάσω τελείως».
«Δε θα έπρεπε», έκανα. «Καλά κάνεις και τη θυμάσαι».
«Δε σε πειράζει που τη σκέφτομαι;» Άντε πάλι τα ίδια!
«Όχι. Επειδή με γνώρισες δε σημαίνει ότι πρέπει να διαγράψεις το παρελθόν σου. Και αφού ξέρω ότι με αγαπάς αυτό αρκεί».
«Κάθε στιγμή και περισσότερο!» είπε και με φίλησε.
«Όπως κι εγώ», απάντησα.
Συνεχίσαμε να περπατάμε για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή φτάσαμε πάλι στην πύλη. Βγήκαμε έξω και συνεχίσαμε ως το σπίτι μου αμίλητοι χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Η σιωπή δε μας ενοχλούσε, δεν ήταν νευρική. Ήταν όμορφη και γεμάτη συναισθήματα που τα λόγια δε θα μπορούσαν να εκφράσουν.
«Θα μου λείψεις αυτές τις μέρες», παραδέχτηκα μόλις φτάσαμε στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Ακουγόταν λίγο ηλίθιο αυτό αλλά ήταν αλήθεια.
«Κι εμένα», είπε. Τον φίλησα και άνοιξα την πόρτα.
«Καλό ταξίδι!» είπα κι έκλεισα καθώς εκείνος απομακρυνόταν.
Και, ναι! Τώρα θα άρχιζαν οι πιο βαρετές μέρες από τότε που τον γνώρισα. Τουλάχιστον για αύριο είχα βάλει και μια μικρή περιπέτεια μες στο πρόγραμμα.