Ναι, είδες;
Το τέλειωσα!
Καλό διάβασμα και ελπίζω να σας αρέσει!
43ο κεφάλαιο
«Ανυπομονώ για την εκδορμή αύριο!» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε η Ζοζεφίν την επόμενη μέρα στο σχολείο.
«Ποια εκδορμή;» είπα περίεργα. Δε θυμόμουν ότι θα πηγαίναμε καμία εκδρομή.
«Καλά, πού ζεις;» έκανε η Έμιλι, δήθεν αγανακτισμένα. «Χτες μας το υπενθύμισαν και το είχαν ανακοινώσει από την τελευταία μέρα πριν τα Χριστούγεννα».
«Α, ναι, τώρα που το λες…» απάντησα αδιάφορα. Λογικό ήταν να μη θυμάμαι τι είχαν πει χτες, αφού έλειπα. Και μάλλον δεν το είχα προσέξει όταν είχε ανακοινωθεί πρώτη φορά γιατί ήταν η μέρα που ο Άνταμ δεν είχε έρθει τις πρώτες ώρες και είχα αγχωθεί να τον δω λόγω του ονείρου με την Έμελιν.
«Μια ολόκληρη μέρα χωρίς μαθήματα με περιπάτους στο δάσος!» έκανε η Έμιλι ενθουσιασμένη. «Θα είναι σαν περιπέτεια, αν σκεφτείς ότι θα έχει ομίχλη μάλλον!»
«Θα περάσουμε τέλεια!» συμφώνησε και η Ζοζεφίν.
Η μέρα στο σχολείο πέρασε αρκετά ήρεμα και συνηθισμένα. Δεν σκότωσα κανέναν και διαπίστωσα ότι ήταν λίγο πιο εύκολο να συγκρατηθώ απ’ ότι χτες.
Από το απόγευμα μέχρι να δύσει ο ήλιος, διάβαζα με τον Άνταμ κάποια βιβλία που αφορούσαν τους Δαίμονες και μετά πήγαμε πάλι στο πάρκο για να εξασκηθώ. Αυτή τη φορά, τα πήγα ελάχιστα καλύτερη από την προηγούμενη, πράγμα που θα ήταν ενθαρρυντικό αν είχαμε έναν αιώνα μέχρι να γίνει ο πόλεμος, αλλά με το λιγοστό χρόνο που είχαμε δεν ήταν και πολύ ικανοποιητικό.
Το άλλο πρωί, πήγα στο σχολείο ντυμένη σαν κρεμύδι, για τα μάτια του κόσμου. Θα ένιωθα πολύ πιο άνετα αν είχα βάλει ένα κοντομάνικο, αλλά δεν μπρούσα να υποβάλω όλους τους θνητούς που θα με έβλεπαν να νομίζουν ότι ήμουν ντυμένη σαν άνθρωπος.
«Πρέπει να είσαι πολύ ενθουσιασμένη», είπε ο Άνταμ όταν κάθισα δίπλα του στο λεωφορείο.
«Ναι, δε με βλέπεις; Είμαι τρελή από τη χαρά μου!» σάρκασα. Δεν ήθελα να πάμε εκδρομή αλλά να χρησιμοποιήσουμε το χρόνο που θα είχαμε για περαιτέρω εξάσκηση. Ο Άνταμ όμως επέμενε να πάμε για να χαλαρώσουμε λίγο, τώρα, πριν τα πράγματα γίνουν ακόμα πιο πιεστικά.
«Δε θα είναι τόσο άσχημα», με παρηγόρησε.
«Δάσος με ομίχλη είναι λίγο δύσκολο να είναι άσχημο!» είπα.
Ο Άνταμ χαμογέλασε με την παρατήρησή μου και με φίλησε. «Αγάπη μου, καλύτερα να κοιμηθείς τώρα».
«Να κοιμηθώ;» ρώτησα έκπληκτη. «Για ποιο λόγο;»
«Για να μη διψάσεις στη διαδρομή», απάντησε απλά και έριξε μια ματιά στο πούλμαν. Σίγουρα θα διψούσα μέχρι να φτάσουμε με τόσους θνητούς σε έναν τόσο κλειστό χώρο. Βέβαια, υπήρχε το πρόβλημα της επιστροφής, αλλά σκέφτηκα ότι κάτι θα βρίσκαμε για να το λύσουμε κι έτσι ακούμπησα το κεφάλι στο στήθος του Άνταμ και κοιμήθηκα, όπως μου είπε.
Ξύπνησα περίπου δέκα λεπτά πριν φτάσουμε στον προορισμό μας. Αν και κοιμόμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής για να αποφύγω τη δίψα, ξύπνησα τελικά διψασμένη.
«…και να έχετε συγκεντρωθεί όλοι στη μία μπροστά από το κέντρο πρώτων βοηθειών που θα σας αφήσουμε», έλεγε εκείνη την ώρα στο μικρόφωνο ο κύριος Νιούτον.
«’Μέρα», είπα κεφάτα στον Άνταμ. «Είπε τίποτα ενδιαφέρον αυτός;» Του έδειξα τον καθηγητή που μιλούσε στο μικρόφωνο.
«Μπα, τίποτα», απάντησε. «Απλά να μην χαθούμε, να μην βγούμε από τα μονοπάτια και να προσέχουμε πόσο φαίνονται τα δόντια μας».
«Ορίστε;» έκανα παραξενεμένη. Είχε πει τέτοιο πράγμα ο Νιούτον;
Ο Άνταμ έγειρε και μου ψιθύρισε: «Μάζεψε τους κυνόδοντές σου, Άλις. Φαίνονται».
Ακούμπησα λίγο με τη γλώσσα μου και διαπίστωσα πως πράγματι είχαν βγει, χωρίς καν να το καταλάβω.
«Ουπς…» είπα καθώς τους μάζευα. «Αλλά δεν είναι τόσο δικό μου λάθος. Κάποιος άλλος φταίει που μου μετράει τις γουλιές!»
«Νομίζω ότι εξηγήσαμε γιατί το κάνω αυτό».
«Ναι, ναι, το είπαμε», έκανα. «Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι διψάω!»
«Το ξέρω, θα το ξεπεράσει όμως», απάντησε εκείνος. «Απλά πρόσεχε λίγο πόσο το εκδηλώνεις».
«Εντάξει», είπα καθώς βγαίναμε από το λεωφορείο. Ο καθαρός αέρας με βοήθησε να ελέγξω τη δίψα μου. Περιμέναμε την Έμιλι, τη Ζοζεφίν και τον Τζέισον που ήταν στο άλλο για να πάμε όλοι μαζί για εξερεύνηση.
Μόλις ήρθαν κι αυτοί, αρχίσαμε όλοι μας να περπατάμε στο δάσος και να λέμε ό,τι βλακεία μας κατέβαινε στο μυαλό.
Είχαμε ήδη προχωρήσει αρκετά μέσα όταν ο Άνταμ με τράβηξε κοντά του και είπε σιγανά: «Πρέπει να πάω για αίμα, αγάπη μου». Μου χαμογέλασε στιγμιαία για να δω ότι διψούσε. Τον κοίταξα με λίγη ενόχληση που παρ’ όλο μου έλεγε να μην καταναλώνω αίμα τόσο συχνά, εκείνος μπορούσε να πιει όποτε ήθελε.
«Θα σου φέρω κι εσένα όταν θα γυρίσω», συμπλήρωσε βλέποντας το ύφος μου. Κάπως καλύτερα τώρα…
«Εντάξει, πήγαινε» είπα και εκείνος σχεδόν εξαφανίστηκε.
Γύρισα πίσω στην παρέα και συνέχισαμε να περπατάμε. Μετά από λίγα λεπτά με ρώτησαν που ήταν ο Άνταμ κι εγώ τους υπέβελα να ξεχάσουν ότι έφυγε μέχρι να τον ξαναδούν. Η υποβολή ήταν πάρα πολύ καλύτερη από το ψάχνω δικαιολογίες.
Κάποια στιγμή, ενώ προχωρούσαμε, είδα σε μια απόσταση τη Μέλανι με τον Στέφαν μόνους. Οι άλλοι δεν θα μπορούσαν να τους διακρίνουν μες στην ομίχλη, αλλά εγώ τους έβλεπα πεντακάθαρα και έβλεπα επίσης ότι πρέπει να έλεγαν κάτι πολύ ενδιαφέρον από τις εκφράσεις και τις χειρονομίες τους.
«Κάντε απόλυτη ησυχία!» πρόσταξα τους άλλους και αμέσως σταμάτησαν την κουβέντα τους σαν να τους είχα κλείσει από διακόπτη. Ήθελα να ακούσω τι έλεγαν για να δω αν ήταν όντως τόσο ενδιαφέρον όσο φαινόταν.
Μέσα από τους ήχους του δάσους, μπόρεσα τελικά να ξεχωρίσω τις φωνές τους. Έλεγαν σίγουρα κάτι για τον Οίκο τους και για τους Δαίμονες, αλλά δεν κατάφερα να ξεχώρισω πολλά άλλα πράγματα.
«Εντάξει, συνεχίστε να μιλάτε», είπα σταματώντας την υποβολή. Αμέσως, συνέχισαν τη συζήτησή τους από εκεί που την είχαν αφήσει.
Κοίταξα και τους τρεις στα μάτια και είπα: «Ξεχάστε που σας έβαλα να μη μιλάτε. Αν ο Άνταμ έρθει πριν από μένα, να του πείτε πως πήγα να δω τι λέει η Μέλανι γιατί νομίζω ότι μας ενδιαφέρει».
Αφού ήμουν σίγουρη ότι η υποβολή είχε πιάσει, έφυγα τρέχοντας για να πάω στη Μέλανι.
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή φιλιόταν με τον Στέφαν κι έτσι δεν με πρόσεξε κανένας από τους δύο. Κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο κοντά τους και έστησα αυτί.
«Πότε λένε ότι θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις λοιπόν;» ρώτησε εκείνη παιχνιδιάρικα.
«Οι πληροφορία που έχουμε είναι ότι την πρώτη Φεβρουαρίου θα συγκεντρωθούμε στον Οίκο για να ψηφίσουμε», απάντησε ο Στέφαν σοβαρά.
«Τώρα γιατί χρειάζεται η ψήφος, μου λες; Αφού έτσι κι αλλιώς, εμείς θέλαμε τον πόλεμο από την αρχή».
«Το ξέρω, μωρό μου, αλλά αυτή είναι η τυπική διαδικασία όταν υπάρχουν διαπραγματεύσεις για πόλεμο. Ψηφίζεις αν θα πολεμήσεις ή αν θα κάνεις αυτό που σου ζητάνε, που στην περίπτωσή μας είναι να παραδώσουμε τους Δαίμονες ή να τους εκτελέσουμε μπροστά στα μάτια τους!»
«Βλακείες!» εκανε η Μέλανι κατηγορηματικά. «Σιγά μην τους παραδώσουμε. Αν πολεμήσουμε μαζί τους έχουμε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα».
«Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι λέγεται πως εκείνοι έχουν ένα νέο είδος όπλου πολύ αποτελεσματικό εναντίον τους», απάντησε ο Στέφαν.
«Κι εμείς όμως έχουμε το καινούργιο ξόρκι για τα σπαθιά! Αν θεωρήσουμε ότι το ένα ξόρκι αναιρεί το άλλο κατά κάποιον τρόπο, τότε και πάλι, εμείς είμαστε πιο δυνατοί. Αυτοί δεν έχουν κανένα μαγικό πλάσμα για να στείλουν στον πόλεμο!»
«Μπορεί και να έχει δίκιο, αλλά αυτό δεν το ξέρουμε».
Η Μέλανι αναστέναξε. «Δεν έχεις άδικο. Αλλά δεν το πιστεύω», είπε τελικά.
«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε μέχρι να έχουμε σίγουρες πληροφορίες», αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά ούτε κι εγώ το πιστεύω. Τώρα, πάμε πίσω στους άλλους;»
«Θέλω αίμα» είπε εκείνη σαν να έλεγε ότι ήθελε να πάρει ένα σάντουιτς απ’ την καντίνα. «Θα σας βρω σε λίγο…»
Ο Στέφαν απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχα έρθει. Ενώ άκουγα τα βήματά του να γίνονται όλο και πιο απόμακρα, άκουσα τη Μέλανι να οσμίζεται τον αέρα. Μετά από μερικές αναπνοές, άρχισε να κετευθύνεται προς το μέρος μου. Περίμενα να απομακρυνθεί για να μπορέσω να βγω από την κρυψώνα μου.
Η Μέλανι πλησίαζε όλο και περισσότερο. Από τον ήχο των βημάτων της φαινόταν σαν να έχει ως προορισμό το σημείο που κρυβόμουν, και πράγματι, αυτό είχε.
«Άλις!» φώναξε οργισμένα. «Φανερώσου αμέσως!»
Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι αφού με είχε καταλάβει, Σηκώθηκα και την κοίταξα κατευθείαν στα μάτια, χωρίς φόβο. Τώρα ήμουν κι εγώ δυνατή σαν κι αυτήν.
«Πόση ώρα κρυφάκουγες; Μου λες;»
«Εγώ κρυφάκουγα;» έκανα την Κινέζα. «Έψαχνα να βρω κανέναν σκίουρο για κολατσιό». Δεν ήξερα καν αν θα ήταν καλή ιδέα να πιω αίμα από σκίουρο, αλλά αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε να πω.
«Ώστε έψαχνες για σκίουρο, ε; Συγγνώμη που σε προσέβαλα, γλυκιά μου», με ειρωνεύτηκε. «Μήπως θα μου πεις κιόλας ότι όταν πήρες τις σελίδες από το ημερολόγιό μου, όταν μπήκες σαν διαρρήκτης μέσα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου με το κλεμένο κλειδί και άνοιγες συρτάρια, έψαχνες για ένα βιβλίο και επειδή δεν το βρήκες είπες να πάρεις κάτι άλλο; Έτσι, να το αντικαταστήσεις μωρέ! Λέω, μήπως».
«Εεε… Εγώ δεν...» προσπάθησα να πω κάτι πιστευτό, αλλά δεν είχε νόημα. Η μόνη που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο για ημερολόγιο ήμουν εγώ.
Τα μάτια της Μέλανι άστραψαν από θυμό. «Επιτέλους, Άλις! Φέρσου ώριμα! Παραδέξου τι έκανες!» ούρλιαξε. «Νομίζεις ότι πιστεύω ό,τι ψέμα μου σερβίρεις; Δεν είμαι πια η Μέλανι που ήξερες και μπορούσες να εκμεταλλευτείς!»
«Ποτέ δε σε εκμεταλλεύτηκα!» της φώναξα. Δεν μπορούσα με τίποτα να ανεχτώ κάποιον να μου φωνάζει και μάλιστα για πράγματα που δεν έκανα.
«Α, ναι; Και ποιος μου το εγγυείται αυτό; Αυτός ο ηλίθιος ο Άνταμ που προσκυνά εσένα, τη βασίλισσα των υποκριτών; Αυτός θα μου πει ότι μου έλεγες την αλήθεια;»
«Λίγα τα λόγια σου για τον Άνταμ μωρή, γιατί θα σε ξεμαλλιάσω! Κατάλαβες;» είπα βράζοντας από θυμό.
«Α, μπα; Για προσπάθησε!» με προκάλεσε.
«Θες να προσπαθήσω;» είπα συγκρατημένα αντί να ορμήσω πάνω της.
Εκείνη γέλασε υπεροπτικά. «Λες και έχεις καμία ελπίδα», είπε κι όρμησε πάνω μου. Την απέκρουσα και την έριξα στο έδαφος. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήμουν πάνω της και τη χτυπούσα, ενώ εκείνη προσπαθούσε να βγει από πάνω και να με χτυπήσει αυτή. Κάποια στιγμή, έγδαρε με τα νύχια της το πρόσωπό μου, περνώντας ξυστά από το δεξί μου μάτι. Από την έκπληξη και μόνο που μου προκέλεσε η κίνηση της, μπόρεσε να με ακινητοποιήσει και να αρχίσει να με χτυπάει αυτή. Εγώ από την άλλη της έριχνα κλωτσιές και προσπαθούσα να τη δαγκώσω. Εκείνη μου τρβούσε τα μαλλιά, εγώ την έγδερνα, εγώ τη δάγκωνα εκείνη με χτυπούσε, εκείνη είχε το πλεονέκτημα, μετά εγώ, μετά πάλι εκείνη.
Δεν είχα ιδέα πόση ώρα είχε περάσει, όταν ξαφνικά ο Άνταμ μπήκε στη μέση και πετώντας τη Μέλανι στο έδαφος, προσπάθησε να περιορίσει εμένα στην αγκαλιά του. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν πιο δυνατός από μένα και δεν μπόρεσα.
«Εσύ», γρύλισε στη Μέλανι, «Μην τολμήσεις και ξαναπλησιάσεις την Άλις γιατί θα σε κανω κομμάτια!»
«Ας ξαναπλησιάσει» φώναξα προς τη Μέλανι κάνοντας άλλη μια προσπάθεια να ξεφύγω για να συνεχίσω αυτό που είχε διακόψει, «και θα την κάνω εγώ κομμάτια!»
Η Μέλανι ήταν τόσο έκπληκτη από την παρέμβαση του Άνταμ που δεν άντεδρασε, αλλά έμεινε παγωμένη στο έδαφος.
«Εσύ Άλις» είπε πιο ήρεμα ο Άνταμ. «Ηρέμησε και έλα μαζί μου, εντάξει;»
«Εντάξει», απάντησα μην μπορώντας να κάνω αλλιώς. «Αλλά θα της χρωστάω της σκύλας! Θα την κάνω μαύρη στο ξύλο!»
«Ναι, ό,τι πεις», είπε ο Άνταμ πολύ ήρεμα, σαν να μίλαγε σε τρελό και έτρεξε μακριά από τη Μέλανι κρατώντας με στην αγκαλιά του.
Αφού είχαμε απομακρυνθεί αρκετά με άφησε κάτω.
«Συγγνώμη για το ξέσπασμα», είπα μετά από λίγα λεπτά που μου πήρε να ηρεμήσω. «Αλλά δεν μπορούσα να κάθομαι να την ακούω να με βρίζει! Και μου επιτέθηκε πρώτη!»
«Ήρεμα, Άλις», έκανε. «Δεν έκανες κάτι κακό. Παίρνεις και το αίμα σου πίσω…»
«Κυριολεκτικά!» είπα γελώντας, έχοντας πλέον ανακτήσει την ψυχραιμία μου. «Και μιας και είπες τη μαγική λέξη…»
«Ναι, ναι, εδώ είναι!» είπε ο Άνταμ και μου έδωσε ένα μικρό μπουκάλι, από αυτά που παίρνεις όταν πας για κατασκήνωση στο δάσος.
«Πώς το έβαλες εδώ μέσα;» ρώτησα ενώ το άνοιγα.
«Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο φαίνται», απάντησε εκείνος χωρίς να εξηγεί τίποτα στην πραγματικότητα.
«Μάλιστα…» έκανα σχεδόν αδιάφορα και άρχισα να πίνω. Μέσα σε λίγα λεπτά το είχα αδειάσει.
«Δεν έχει άλλο;» ρώτησα σαν παιδάκι σε δίαιτα που ζητάει κι άλλο γλυκό.
«Ποιο κομμάτι ακριβώς του “δεν σκοτώνουμε θνητούς” δεν έχεις καταλάβει, Άλις;»
«Εσύ ποιο κομμάτι του “διψάω” δεν καταλαβαίνεις;»
Ο Άνταμ αναστέναξε παραιτημένος. «Έλεγε τουλάχιστον τίποτα ενδιαφέρον η Μέλανι ή πλακωθήκατε χωρίς λόγο;» ρώτησε τελικά, αλλάζοντας το θέμα.
«Έλεγαν ότι ο Οίκος τους δεν πρόκειται να συμμορφωθεί και ότι θα κάνουν πόλεμο. Και ανέφεραν κάτι για ένα καινούργιο δικό μας όπλο εναντίον των Δαιμόνων και για ένα δικό τους καινούργιο ξόρκι για σπαθιά», είπα σοβαρά.
«Α, ναι…» έκανε ο Άνταμ. «Θα λέγανε για τον καινούγιο τρόπο να κατασκευάζουμε σφαίρες μάλλον». Με κοίταξε σκεφτικός. «Ξόρκι για σπαθιά είπες;»
«Ναι, αυτό άκουσα…»
«Χμ, αυτό δεν είμαι σίγουρος αν το ξέρουν στον Οίκο, αλλά θα τους το πω για καλό και για κακό…»
«Μάλλον για κακό θα είναι», παρατήρησα. «Δεν έχω ακούσει κανέναν να χαίρεται όταν ακούει ότι θα χρησιμοποιήσουν ένα καινούργιο όπλο εναντίον του!»
«Μπορεί και να το ξέρουν ήδη και να μην τους κάνει καμία εντύπωση», άπαντησε εκείνος.
Ανασήκωσα τους ώμους μου και τον αγκάλιασα. «Υπάρχει κάτι ακόμα που θέλω να σου πω», είπα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Τι είναι, Άλις;» ρώτησε εκείνος με μια δόση ανησυχίας στη φωνή του.
«Να, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, εντάξει;» Κοίταξα κάτω. Ήταν ηλίθιο αυτό που θα τον έβαζα να υποσχθεί, αλλά θα ένιωθα καλύτερα αν το έκανε.
«Ό,τι θες, αγάπη μου», απάντησε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Θέλω να μου υποσχεθείς ότι αν πεθάνω στον πόλεμο, δε θα κάνεις καμιά βλακεία», είπα χαμηλόφωνα.
Ο Άνταν σήκωσε το πρόσωπό μου ώστε να συναντηθούν τα μάτια μας. «Άλις, δεν μπορώ να στο υποσχεθώ αυτό», έκανε λυπημένα.
«Σε παρακαλώ, καν’το για μένα. Προσπάθησε τουλάχιστον!»
«Μπορώ να προσπαθήσω και να ζήσω, αλλά δε θα έχει νόημα», είπε πικρά.
«Απλά προσπάθησε!» ξαναείπα.
Ο Άνταμ κοίταξε κάτω και μετά από περίπου ένα λεπτό ένευσε. «Θα προσπαθήσω», ψιθύρισε τόσο χαμηλόφωνα που ακόμα και με την οξυμένη μου ακοή μου ήταν δύσκολο να τον ακούσω.
«Σ’ευχαριστώ», ψιθύρισα και τον φίλησα. Με κοίταξε μελαγχολικά. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να ζήσω και το ξέρεις!» τον καθησύχασα.
«Το ξέρω», αποκρίθηκε και με αγκάλιασε. «Σ’ αγαπώ». Έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω τη στιγμή.
«Διακόπτουμε μήπως;» άκουσα την Έμιλι να λέει. Ήμουν φαίνεται τόσο χαμένη τα προηγούμενα λεπτά που δεν τους είχα καν ακούσει να πλησιάζουν.
«Μπα, δεν κάνουν τίποτα σημαντικό!» απάντησε η Ζοζεφίν. «Ε, παιδιά; Κάνετε;»
«Τίποτα σημαντικό απ’ ό,τι βλέπεις!» τους απάντησα λίγο ενοχλημένη. Εντάξει, ήταν φίλες μου, αλλά γιατί έπρεπε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά και να μου χαλάσουν μια τόσο ωραία στιγμή. Ένιωθα σαν να ήταν αιώνας από την προηγούμενη φορά που ήμουν πραγματικά ήρεμη.
«Συγγνώμη που σας το χαλάμε, αλλά πρέπει να πηγαίνουμε σιγά σιγά!» είπε η Ζοζεφίν. «Είμαστε πολύ βαθιά στο δάσος και αν δεν ξεκινήσουμε από τώρα θα αργήσουμε! Και ξέρεις πόσο μισώ να αργώ!» Εμένα μου φαινόταν σαν να είχαμε μείνει πολύ λίγο, αλλά μάλλον έπαιζα ξύλο με τη Μέλανι για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο είχα φανταστεί.
Αρχίσαμε να προχωράμε αργά προς το σημείο που μας είχαν αφήσει τα λεωφορεία.
«Τώρα, για το γυρισμό τι θα κάνουμε;» ρώτησα τον Άνταμ σιγανά για να μη μας ακούσουν οι άλλες. Δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να κοιμηθώ πάλι ούτε να αντέξω τόση ώρα σε έναν τόσο κλειστό χώρο.
«Θα πάμε τρέχοντας», έκανε απλά.
«Τι πράγμα;! Μα είναι πολύ μακριά!» είπα έκπληκτη.
«Δεν μπορούμε να κουραστούμε. Και θα δεις, θα σου αρέσει πολύ το τρέξιμο. Θα φτάσουμε πίσω πιο γρήγορα από τα λεωφορεία». Χαμογέλασε και πήγε να υποβάλει τους καθηγητές που ήταν στο δικό μας να μην καταλάβουν την απουσία μας.
«Έτοιμη;» ρώτησε μόλις το κανόνισε αυτό.
«Έτοιμη!» απάντησα με ξαφνικό ενθουσιασμό.
Αρχίσαμε να τρέχουμε παράλληλα με το δρόμο, τόσο γρήγορα που ένας θνητός δε θα μπορούσε να μας δει. Αν και περίμενα να είναι κουραστικό, τελικά δεν ήταν. Αντίθετα, μου ερχόταν πολύ φυσικά και με έκανε να νιώθω πρωτόγνωρα ελεύθερη και χαρούμενη.
Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, είχαμε φτάσει στο σπίτι του Άνταμ, όπου επαναλάβαμε μερικές φορές το ξόρκι που σε κάνει αόρατο και μετά πήγαμε πάλι στο πάρκο.