Ναι, τι άλλο ήταν;
Σας έγραψα και το επόμενο κεφάλαιο. Ελπίζω να σας αρέσει
41ο κεφάλαιο
«Θα μάθεις πρώτα το ξόρκι που σε κάνει αόρατο», είπε ο Άνταμ όταν τον είχα ρωτήσει από πού θα ξεκινούσαμε. «Κανονικά, θα σου μάθαινα πρώτα την υποβολή και πώς να πίνεις αίμα κατευθείαν από τους θνητούς, αλλά πιστεύω ότι θα σου είναι πιο χρήσιμο να μάθεις κάποιες βασικές τεχνικές που θα χρησιμοποιήσεις στη μάχη».
«Εντάξει!» έκανα ανυπόμονα. Αν και πριν από λίγες ώρες ήθελα να καθυστερήσω την εκπαίδευση για να απολαύσω το χρόνο μου με τον Άνταμ, ήξερα ότι κάποια πράγματα έπρεπε να γίνουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα. «Τι πρέπει να κάνω λοιπόν;»
Ο Άνταμ μου έδωσε ένα βιβλίο που είχε τον τίτλο “Ξόρκια”, ανοιγμένο στη σελίδα με το συγκεκριμένο που μας ενδιέφερε.
«Διάβασε, αν δεν καταλάβεις κάτι πες μου, όταν είσαι έτοιμη, δώσε μου πίσω το βιβλίο και προσπάθησε!», έκανε ο Άνταμ σοβαρά, με ύφος πραγματικού δασκάλου.
Διάβασα τις οδηγίες. Έλεγαν, σε αρχαΐζουσα γλώσσα φυσικά, ότι έπρεπε να επαναλαμβάνω “Κάνε με αόρατη στα μάτια όλων”, ενώ παράλληλα να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως ένα με το περιβάλλον και το σκηνικό που με περιτριγύριζε χωρίς εμένα, αλλά και με εμένα ταυτόχρονα. Για να σταματήσω το ξόρκι έπρεπε μόνο να πω “Τέλος” και να σκεφτώ τον εαυτό μου να εμφανίζεται από το πουθενά.
Η διαδικασία μου φάνηκε σχετικά απλή. Δεν έδειχνε να έχει πολλά βήματα ή πράγματα που έπρεπε να πω, κι έτσι μετά από δυο φορές που διάβασα τι έπρεπε να κάνω, έδωσα το βιβλίο στον Άνταμ.
«Και τώρα απλά κάνω ότι έλεγε;» ρώτησα. Προφανώς, η απάντηση ήταν θετική, αλλά ήθελα να είμαι σίγουρη ότι θα έκανα ό,τι έπρεπε.
«Ναι», είπε ο Άνταμ.
Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και μουρμούρισα το ξόρκι, ενώ παράλληλα σκεφτόμουν το δωμάτιο χωρίς εμένα. Έμεινα για γύρω στα πέντε λεπτά έτσι, αλλά δεν ένιωσα καμία διαφορά.
«Σκέψου πιο έντονα», άκουσα τον Άνταμ να λέει, πάνω που πήγαινα να ανοίξω πάλι τα μάτια μου και να τον ρωτήσω γιατί δεν πετύχαινε το ξόρκι. «Σχεδόν τα έχεις καταφέρει!»
«Αυτό είναι!» είπε ο Άνταμ μετά από λίγα ακόμα λεπτά έντονης προσπάθειας. «Τώρα δε σε βλέπω καθόλου».
Άνοιξα τα μάτια μου για να δω αν είχε αλλάξει κάτι. Περιέργως, όλα μου φάνηκαν ίδια, αν και το βλέμμα του Άνταμ εστίαζε, όχι σε μένα κανονικά, αλλά στο σημείο που μάντευε ότι ήμουν. Σκέφτηκα, μιας και ήμουν αόρατη να πάω πίσω του να τον τρομάξω. Όσο πιο ήσυχα μπορούσα λοιπόν, πήγα προς το μέρος του. Εκείνος δεν έδειχνε να προσέχει τη διαφορά. Τη στιγμή που πήγαινα να κλείσω τα μάτια του με το χέρι μου, εκείνος γύρισε και είπε με κεφάτο τόνο: «Σε κατάλαβα! Εμφανίσου τώρα!»
«Πώς με κατάλαβες;» έκανα δήθεν παραπονιάρικα ενώ εμφανιζόμουν πάλι. «Αφού είμαι αόρατη!»
Εκείνος γέλασε και με αγκάλιασε. «Ο αέρας που δημιούργησες καθώς περνούσες δίπλα μου σε πρόδωσε», είπε. «Αλλά, κατά τ’ άλλα, καλά τα πήγες για πρώτη φορά. Φαίνεται να έχεις ταλέντο και νομίζω ότι μέχρι τη μάχη θα έχεις φτάσει στο σημείο να το κάνεις ενστικτωδώς».
«Καλό αυτό!» έκανα ικανοποιημένη. «Τώρα που το έκανα αυτό, τι άλλο θα μάθω;»
«Τώρα θα το ξανακάνεις μερικές φορές και μετά θα ασχοληθούμε λίγο και με όπλα».
Έκανα το ξόρκι γύρω στις δέκα φορές ακόμα. Κάθε φορά, μπορούσα να το καταφέρω με λίγο λιγότερη σκέψη, πράγμα που φαινόταν να εκπλήττει τον Άνταμ. Ίσως να είχα όντως ταλέντο, όπως είχε πει. Αν τα πράγματα ήταν έτσι, αυτό μας βόλευε αφάνταστα, καθώς δεν είχαμε μεγάλη άνεση χρόνου.
«Θα εξασκηθούμε λίγο στο στόχο», είπε καθώς βγαίναμε στην αυλή του κάστρου. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει και όλα είχαν χρωματιστεί κόκκινα και χρυσαφιά.
«Στόχο;» ρώτησα παραξενεμένη. «Δηλαδή τόξα;»
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Με πιστόλια. Είναι πιο εύκολα από τα τόξα και είναι επίσης πολύ αποτελεσματικά για τους δαίμονες».
«Εγώ νόμιζα ότι τους δαίμονες θα τους νικούσαμε με εξορκισμούς». Μου φαινόταν πιο λογικό να χρησιμοποιήσουμε κάποιο είδος μαγείας εναντίον τους, παρά όπλα.
«Οι εξορκισμοί δεν κάνουν τίποτα. Δεν τους επηρεάζουν καν», αποκρίθηκε.
Είχαμε ήδη βγει έξω και προχωρούσαμε προς μια πιο απομονωμένη πλευρά της αυλής.
Μπροστά μας, σε ένα δέντρο ήταν στερεωμένος ένας στόχος, ενώ στο έδαφος υπήρχε χαραγμένη μια γραμμή. Κάπου κοντά, σε μια άκρη ήταν ένα μικρό τραπεζάκι με δυο πιστόλια πάνω. Αν είχα περισσότερη σχέση με τα όπλα, θα είχα σίγουρα αναγνωρίσει τον τύπο και το πώς ακριβώς έπρεπε να χρησιμοποιούνται, αλλά καθώς δεν είχα ποτέ μου ασχοληθεί, δεν είχα ιδέα.
Τουλάχιστον, από τις ταινίες που είχα δει, ήξερα κάτι λίγα για τη χρήση και δε χρειάστηκε να φάμε πολύ χρόνο να μου εξηγεί ο Άνταμ πώς δούλευαν.
«Θα ρίξεις στο στόχο», είπε το προφανές, αφού ήταν πλέον απολύτως σίγουρος ότι ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Όχι ότι θα πάθαινα και τίποτα δηλαδή αν συνέβαινε κανένα ατύχημα, αλλά καλύτερα να μην ξοδεύω χρόνο να θεραπεύομαι.
«Εντάξει», έκανα και πήγα πίσω από τη γραμμή. Ήταν πολύ πιο εύκολο απ’ όσο νόμιζα να εστιάσω και να στοχεύσω, πιο πολύ χάρη στην οξυμένη όρασή μου.
Όσο καλά και να μπορούσα να δω όμως, αυτό δε βελτίωνε και πολύ την ασχετοσύνη μου.
Μου πήρε πέντε προσπάθειες για να βρω το κόλπο να ρίχνω μέσα στο στόχο και άλλες εφτά για να πετύχω κέντρο.
«Τώρα από πιο πίσω!» είπε ο Άνταμ με σχεδόν αυστηρό τόνο και χάραξε μια ακόμα γραμμή στο έδαφος, γύρω στα δέκα μέτρα πιο πίσω απ’ την πρώτη.
Αυτή τη φορά, χρειαστήκαν μόνο πέντε προσπάθειες για να πετύχω, πράγμα που σήμαινε ότι είχα αρχίσει να βελτιώνομαι λίγο. Φυσικά, η επίδοσή μου δεν ήταν κατά διάνοια τόσο καλή όσο στο ξόρκι, αλλά μάλλον δεν ήταν δυνατόν να είμαι καλή σε όλα…
Μετά από τα δέκα μέτρα πιο πίσω, ο Άνταμ με έβαζε να προσπαθώ να πετύχω το στόχο είτε πηδώντας στον αέρα τρέχοντας, πράγμα που αποδείχτηκε επιοικώς καταστροφικό.
«Θα τελειώσουμε ποτέ;» ρώτησα μετά από μερικές ώρες. Είχα αρχίσει να διψάω και ο εκνευρισμός μου που δεν ήμουν αρκετά καλή κόντευε να με κάνει να εκραγώ.
«Μερικές ακόμα προσπάθειες!» είπε ο Άνταμ με τόνο που δεν έπαιρνε διαπραγματεύσεις. Το είχε πάρει πολύ ζεστά το θέμα της εκπαίδευσής μου!
«Εντάξει», είπα σχεδόν γρυλίζοντας. «Αλλά όχι περισσότερο από μια ώρα!»
Ο Άνταμ δεν απάντησε σε αυτό. Μου είπε μόνο, με πολλή τυπικότητα, να πάω ως το δέντρο και να του φέρω το στόχο.
Αναστέναξα και έτρεξα ως εκεί. Σκαρφάλωσα πάνω με απίστευτη ευκολία και τον ξεκρέμασα. Έριξα μια ματιά στο έδαφος κάτω μου και αποφάσισα απλά να πηδήξω από το κλαδί για να κερδίσω χρόνο.
Προσγειώθηκα κάτω με τόση ευκολία, σαν να έπεφτα από δύο μέτρα ύψος. Αν και ήξερα από την αρχή ότι δε θα χτυπούσα, ακόμα με εξέπληττε.
Έτρεξα πίσω στον Άνταμ και του τον έδωσα. «Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» έκανα καχύποπτα. Κάτι μου έλεγε ότι δε θα ήταν κάτι εύκολο…
«Θα τον πετάξω στον αέρα κι εσύ θα στοχεύσεις», είπε απλά, λες και μου ζήταγε το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Λες και ήμουν τόσο καλή στο να πετυχαίνω τον στόχο όταν ήταν ακίνητος, που θα μπορούσα να τον πετύχω και κινούμενο!
Κούνησα μόνο το κεφάλι μου, γιατί πίστευα πως αν μιλούσα, δε θα μπορούσε να με συμμαζέψει κανένας!
Περάσαμε γύρω στη μια ώρα να προσπαθώ, και να έχω πετύχει μόνο δυο φορές κι αυτές κατά λάθος!
«Σε παρακαλώ, να σταματήσουμε!» είπα στον Άνταμ ψιθυριστά για να μη δείξω του πόσο εκνευρισμένη ήμουν.
«Λίγες ακόμα προσπάθειες!» απάντησε. «Είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα τα καταφέρεις!»
«Δεν. Μπορώ. Άλλο». Μα τόσο δύσκολο ήταν να το καταλάβει δηλαδή; Αλλά φυσικά και ήταν δύσκολο! Εκείνος καθόταν και με διάταζε!
Περίμενα να μου πει να συνεχίσω, αλλά σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου. «Πρέπει να προσπαθήσεις λίγο ακόμα, Άλις», έκανε με πολλή ήρεμη φωνή. «Να θυμάσαι, εξαρτάται η ζωή σου από αυτή την εκπαίδευση. Μακάρι να είχαμε πιο πολύ χρόνο για να κάνουμε τα πράγματα πιο χαλαρά, αλλά δεν έχουμε».
«Δεν μπορώ άλλο», επανέλαβα μηχανικά.
«Βαλ’ το καλά στο μυαλό σου, Άλις!» έκανε εκείνος απότομα. «Αν δεν κάνεις αυτά που πρέπει θα πεθάνεις! Δεν υπάρχει μέση λύση! Μόνο να κάνεις αυτό που πρέπει και να ελπίζουμε ότι θα επιβιώσεις ή να μην το κάνεις και να πεθάνεις σίγουρα! Αν αυτό είναι που θες, τότε εντάξει! Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν το θες αυτό!»
«Μη μου φωνάζεις εμένα!» του φώναξα. «Είμαστε ώρες εδώ πέρα, με εσένα να μου δίνεις διαταγές κι εμένα να προσπαθώ συνέχεια και δεν εκτιμάς καν αυτό που κάνω! Δεν είμαι ταλέντο, το παραδέχομαι, αλλά κι εσύ δε νομίζεις ότι φέρεσαι λίγο άδικα; Δε θα έπρεπε να εκτιμήσεις λίγο και την προσπάθεια και όχι μόνο το αποτέλεσμα;»
«Το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα κρίνει το αν θα ζήσεις ή όχι! Αν δε θες να ζήσεις, τότε παράτα τα!»
Αυτό το τελευταίο που είπε με έκανε να σταματήσω και να ξεχάσω αυτό που είχα σκεφτεί να του πω. Για να μιλάει ο Άνταμ έτσι, που τόσες φορές είχε ορκιστεί ότι θα πέθαινε αν πάθαινα κάτι, τότε πρέπει να τον είχα εξοργίσει και μάλιστα πολύ.
«Καλά, θα προσπαθήσω λοιπόν», είπα ακόμα εκνευρισμένα. Ήξερα ότι ίσως έπρεπε να του ζητήσω συγγνώμη, αλλά ο εγωισμός μου δε με άφηνε να το κάνω αν δεν το έκανε εκείνος πρώτα.
Ήμουν τόσο οργισμένη και ήθελα τόσο πολύ να του δείξω ότι είχε άδικο και να του το τρίψω στη μούρη, που η επίδοσή μου, προς μεγάλη μου έκπληξη και ικανοποίηση, βελτιώθηκε.
Μέσα σε άλλες δύο ώρες, στις οποίες βέβαια δε μιλήσαμε καθόλου ο ένας στον άλλον, καθώς εγώ ήμουν απίστευτα θυμωμένη, μπόρεσα να πετύχω στο κέντρο κι έτσι να πείσω το Άνταμ να σταματήσουμε.
«Είδες που τα κατάφερες τελικά;» είπε ο Άνταμ με ενθαρρυντικό τόνο καθώς μπαίναμε μέσα στο κάστρο.
«Σταμάτα», είπα σιγανά. «δε θέλω να ακούω λέξη για την εκπαίδευση, τουλάχιστον μέχρι να πιω αίμα, γιατί στο ορκίζομαι θα τρελαθώ».
«Κατανοητό», είπε απλά ο Άνταμ, περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
«Δεν έδειχνες να με κατανοείς και πολύ εκεί έξω», είπα ειρωνικά.
«Σου είπα τη γυμνή αλήθεια. Αν δεν προσπαθήσεις να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, δε θα βγεις ζωντανή από τη μάχη».
Αναστέναξα. «Το ξέρω», παραδέχτηκα. «Το ήξερα από την πρώτη στιγμή. Αλλά φαίνεται πως πλέον δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου».
«Είναι φυσιολογικό, Άλις», είπε εκείνος καθησυχαστικά. «Όλοι οι νεοσύστατοι βρικόλακες δυσκολεύονται να επιβληθούν στον εαυτό τους. Τα ένστικτα σε καταλαμβάνουν και σε κάνουν να βγάζεις έξω κάποιες άλλες πτυχές του εαυτού σου. Ιδίως όταν διψάς».
Σήκωσα το κεφάλι μου για να συναντήσω το βλέμμα του. Του χαμογέλασα λίγο, για να του δείξω ότι διψούσα.
«Θα τραφείς σύντομα», είπε. «Μετά θα φύγουμε».
«Θα φύγουμε να πάμε πού;» ρώτησα με έναν εντελώς παιδιάστικο τόνο.
«Μα, να γυρίσουμε στο σπίτι, φυσικά. Μην ξεχνάς ότι από αύριο έχουμε και σχολείο».
«Δεν πίστευα ότι θα ξαναγυρνούσα τόσο σύντομα. Νομίζεις ότι μπορώ να συγκρατηθώ για να μην στραγκίξω κανέναν;»
Ο Άνταμ έδειξε να το σκέφτεται για μερικά δευτερόλεπτα. «Πιστεύω ότι μπορείς να τα καταφέρεις», είπε τελικά, αν και χωρίς απόλυτη σιγουριά.
Μπήκαμε στο δωμάτιο και μου είπε να μαζέψω τα πράγματά μου μέχρι να μου φέρει εκείνος το αίμα.
Καθώς δεν είχα και πάρα πολλά πράγματα μαζί μου, τελειώσα σχεδόν αμέσως. Κοίταξα το κινητό μου για νέα μηνύματα. Είχαν στείλει και η Έμιλι και η Ζοζεφίν, αλλά αυτή τη φορά είχε προστεθεί και ο Τζέισον. Όλοι με ρωτούσαν σε γενικές γραμμές το ίδιο πράγμα: αν ήμουν καλά και γιατί δεν απαντούσα στα μηνύματα που μου έστελναν τόσες μέρες.
Ίσως τελικά να έπρεπε να μάθω την υποβολή και να την εξασκήσω πάνω τους για να αποφύγω μερικούς γύρους εξονυχιστικών ανακρίσεων. Σίγουρα δε θα μπορούσα να βρω καμία αρκετά πιστευτή δικαιολογία για να τους εξηγήσω την εξαφάνισή μου για τόσες μέρες. Επίσης, αν τους έλεγα την αλήθεια θα νόμιζαν όι τους κοροϊδεύω, θα τσακωνόμασταν και κρίνοντας από το προηγούμενο ξέσπασμά μου, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αυτό να μην τελειώσει καλά.
Ο Άνταμ ήρθε στο δωμάιο, κρατώντας μερικά μπουκάλια και ένα ποτήρι.
«Είπαμε, διψάω, αλλά όχι κι έτσι!» είπα πειρακτικά.
«Δεν είναι όλο για σήμερα», απάντησε χαμογελώντας. «Πρέπει να έχεις λίγο σπίτι σου, επειδή δεν έχεις μάθει ακόμα να τρέφεσαι από θνητούς».
«Μιας και το θυμήθηκα», είπα, «Θα πρέπει να μου μάθεις την υποβολή σύντομα. Τα κορίτσια και ο Τζέισον με ρωτάνε πού έχω εξαφανιστεί όλον αυτό τον καιρό και δεν υπάρχει περίπτωση να βρω καμιά καλή δικαιολογία για να καλύψω το θάνατό μου και τη μεταμόρφωσή μου σε βρικόλακα».
Ο Άνταμ γέλασε. «Θα τους κάνω εγώ υποβολή και θα σε μάθω αργότερα».
«Καλά», είπα και τελείωσα το λίγο αίμα που είχε μείνει στο μπουκάλι.
Πήραμε τα πράγματά μας και βγήκαμε έξω για να πάμε στο αυτοκίνητο.
«Θα σου πω μερικά πολύ γενικά πράγματα για την ιστορία μας», είπε ο Άνταμ καθώς έβαζε μπρος και ξεκινούσε.
«Αν πρέπει…» είπα λίγο πιο βαριεστημένα απ’ ότι ήθελα να φανεί. Πάντα βαριόμουν την ιστορία.
«Δε θα έχει ούτε πολλά ονόματα ούτε χρονολογίες», είπε ο Άνταμ γελώντας. «Όπως είπα, θα είναι όσο πιο γενικά γίνεται».
Του έκανα νόημα να αρχίσει.
«Λοιπόν, όπως ξέρεις ήδη, για να γίνει κάποιος βρικόλακας, πρέπει να μεταμορφωθεί. Πριν από περίπου δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια όμως, αυτό δεν ήταν απαραίτητο για όλους. Υπήρχαν και μερικοί που μπορούσαν να γεννηθούν βρικόλακες, ενώ ταυτόχρονα μπορούσαν να μεταμορφώσουν θνητούς. Αυτοί ήταν οι καθαρόαιμοι, και ήταν σαν ένα είδος εξελιγμένου ανθρώπου».
«Δηλαδή;» ρώτησα. «Πώς προέκυψαν αυτοί;»
«Αυτό δεν το ξέρουμε», απάντησε ο Άνταμ. «Ίσως εκείνοι να γνώριζαν τις ρίζες τους, αλλά ποτέ δεν τις μοιράστηκαν με μας, τους μεταμορφωμένους, που ήμασταν κατώτεροι».
«Κατώτεροι; Γιατί; Τι καλύτερο είχαν οι καθαρόαιμοι από έμας εκτός του ότι μπορούσαν να κάνουν παιδιά;» έκανα λίγο ενοχλημένη.
«Ήταν πολύ καλύτεροι χρήστες μαγείας και, αν και ένιωθαν πιο άνέτα στο σκοτάδι, μπορούσαν να βγουν στο φως χωρίς μαγική προστασία. Το μόνο πλεονέκτημα που είχαμε έναντι αυτών ήταν ότι δε γερνούσαμε ούτε πεθαίναμε, όπως εκείνοι. Φυσικά, κι αυτοί δεν πέθαιναν από φυσικά αίτια πριν φτάσουν τα χίλια και η γέννηση ενός καθαρόαιμου βρικόλακα ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο γεγονός πράγμα που τελικά τους καταδίκασε».
«Πώς πέθαναν;» έκανα.
«Οι τελευταίοι καθαρόαιμοι πέθαναν πριν από δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια σε μια μεγάλη μάχη μεταξύ Δαιμόνων και βρικολάκων. Μερικοί επίσης σκοτώνονταν κατά καιρούς και στη διάρκεια επαναστάσεων οι οποίες, φυσικά, πνίγονταν στο αίμα των μεταμορφωμένων. Όμως δεν ήταν εύκολο να αντικαταστήσουν τον πληθυσμό, καθώς, όπως σου είπα, η γέννηση ενός βρικόλακα ήταν ένα σπάνιο γεγονός».
«Και μετά που πέθαναν όλοι τι έγινε;»
«Μετά δημιουργήθηκν οι Οίκοι και ήταν από τότε, όπως περίπου είναι και σήμερα. Αρχικά, είχαν προσπαθήσει να αντιγράψουν το σύστημα διοίκησης των καθαρόιαμων, αλλά δεν τα κατάφεραν και έχοντας φτάσει στο σημείο να έχουν σκοτωθεί σχεδόν όλοι, έκαναν ειρήνη μεταξύ τους».
«Και πώς ήταν το σύστημα των καθαρόαιμων;» ρώτησα περίεργα.
«Οι καθαρόαιμοι χωρίζονταν σε είκοσι οικογένειες σε όλο τον κόσμο. Από την κάθε οικογένεια, ο αρχαιότερος έμπαινε σε μια γερουσία, της οποίας αρχηγός φυσικά ήταν ο πιο αρχαίος απ’ όλους. Περιέργως, μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους και να μην σκοτώνονται για την εξουσία. Όμως, οι μεταμορφωμένοι δεν τα κατάφεραν κι έτσι φτάσαμε στο σημείο όλοι οι Οίκοι να είναι αντίπαλοι, ειδικά ο δικός μας και ο Οίκος της Αστρικής Βροχής».
«Η ιστορία των βρικολάκων λοιπόν, δεν είναι και πολύ ειρηνική», συμπέρανα σκεφτικά.
Αναρωτήθηκα πόσες φορές είχες συμμετάσχει ο Άνταμ σε μάχη μεταξύ βρικολάκων και πόσες φορές άραγε θα τα κατάφερνα εγώ να επιβιώσω.
«Τους τελευταίους αιώνες όμως, δεν είναι τόσο συχνοί οι πόλεμοι όσο παλιά», είπε ο Άνταμ.
Αυτό ήταν πολύ καλό, αν τα κατάφερνα να επιβιώσω από αυτό που μας ερχόταν. Θα έκανα βέβαια ό,τι καλύτερο μπορούσα, αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσα να συγκριθώ με άλλους που είχαν ζήσει αιώνες και είχαν άπειρο χρόνο για να εξασκηθούν.
Ο Άνταμ με άφησε στο σπίτι μου. Περίμενα ότι θα έμενα μαζί του το βράδυ, καθώς δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν θα μπορούσα να αντισταθώ στο αίμα των γονιών μου και της αδερφής μου.
«Σκαρφάλωσε από το παράθυρο», με συμβούλευσε ο Άνταμ. «Και όσο θα είσαι σπίτι, κράτα την πόρτα του δωματίου σου κλειδωμένη. Δε θα κάνει πολλά βέβαια αν αποφασίσεις να την ανοίξεις, αλλά ίσως να σε συγκρατήσει λίγο και να μπλοκάρει το άρωμα».
«Είσαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω;» ρώτησα ανήσυχα. Το μόνο πράγμα που μου έλειπε τώρα ήταν να σκοτώσω τους δικούς μου!
«Και βέβαια», απάντησε με σιγουριά. «Αν δεις ότι δεν μπορείς να συγκρατηθείς παρ’ όλα αυτά, απλά φύγε και έλα να με βρεις».
Χαμογέλασα και ένευσα. «Θα σε δω το πρωί, αν όλα πάνε καλά», είπα.
Εκείνος με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Καληνύχτα, αγάπη μου», είπε χαμογελώντας.
Τον καληνύχτισα κι εγώ και πήγα στην αυλή, κάτω από το παράθυρό μου. Ήταν μισάνοιχτο κι έτσι θα μπορούσα να μπω εύκολα μέσα.
Σκαρφάλωσα όσο πιο αθόρυβα και γρήγορα μπορούσα τον τοίχο για να μην ακουστεί τίποτα μέσα. Μπήκα μέσα και πήγα ως την πόρτα. Τα σπίτι ήταν διαποτισμένο με το άρωμα των δικών μου. Έκλεισα γρήγορα την πόρτα και κλείδωσα, όπως μου είχε πει ο Άνταμ να κάνω. Άνοιξα και το παράθυρο για να φύγει όσο περισσότερη από τη μυρωδιά γινόταν.
Ήταν μόνο έντεκα και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ καθόλου τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι.
Κάθισα στο γραφείο μου και άρχισα να διαβάζω για το σχολείο, πράγμα που πίστευα ότι δε θα έκανα ποτέ μετά τη μεταμόρφωσή μου. Δεν ήταν ότι ήθελα τόσο πολύ να διαβάσω, αλλά έπρεπε να κάνω κάτι για να αποσπάσω την προσοχή μου από το άρωμα στο χώρο.
Σκεφτόμενη πόσο γελοίο ήταν ένας βρικόλακας να διαβάζει για το σχολείο, άρχισα να γελάω μόνη μου σαν τρελή.
«Είσαι καλά Άλις;» άκουσα τη Λίζα να φωνάζει έξω από την πόρτα του δωματίου μου.
«Ναι, μια χαρά», απάντησα και σταμάτησα να γελάω.
Ανρωτήθηκα τι ακριβώς τους είχε κάνει ο Άνταμ για να μη θυμούνται ότι υπάρχω όταν λείπω, αλλά να νομίζουν ότι βρισκόμουν συνέχεια μαζί τους μόλις επιστρέψω.
«Εντάξει», έκανε η Λίζα. «Καληνύχτα!»
«Καληνύχτα», απάντησα και συνέχισα το διάβασμά μου.
Μου πήρε μόλις δύο ώρες να τα τελειώσω όλα κι έτσι αποφάσισα να διαβάσω μέχρι το πρωί το βιβλίο μου, που είχε ως θέμα τους βρικόλακες.
Όταν το είχα ξεκινήσει, πριν μεταμορφωθώ, μου φαινόταν καλό. Ίσως και από τα πιο καλά που είχα διαβάσει. Τώρα όμως, που ήξερα από πρώτο χέρι πώς είναι να είσαι βρικόλακας και τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτή η ζωή, μου φαινόταν αναληθοφανές και γελοίο.
Συνέχισα όμως να διαβάζω, απλώς και μόνο για να έχω κάτι να απασχολούμαι. Όπως ήταν φυσικό, μέχρι την ώρα που έπρεπε να πάω σχολείο το είχα τελειώσει και καθόμουν να παρατηρώ πόσο διαφορετικό φαινόταν το δωμάτιό μου, ακούγοντας μουσική στη χαμηλότερη ένταση, που μου φαινόταν ήδη πολύ δυνατή.