Ορίστε και το επόμενο κεφάλαιο (που είχα γράψει αλλά ξέχασα να δημοσιεύσω
)!
22ο κεφάλαιο
«Άλις, κάνε την αδύναμη για να είμαι συνέχεια δίπλα σου» είπε ο Άνταμ καθώς η Λαβίνια πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ της Άναμπελ δίπλα σε ένα κάμπριο. «Έτσι θα είμαι σίγουρος πως κανένας δε θα χρησιμοποιήσει υποβολή πάνω σου».
«Εντάξει» συμφώνησα αμέσως. Αν και το να κάνω την αδύναμη πλήγωνε τον εγωισμό μου, ήξερα πως το να έχω τον Άνταμ δίπλα μου μέσα σε ένα σπίτι με πιθανούς εχθρούς θα εξασφάλιζε την προστασία μου.
Ένας μαυροντυμένος άντρας γύρω στα σαράντα, που από τη χλομάδα του ήμουν σίγουρη πως ήταν βρικόλακας, μας άνοιξε την πόρτα. Ο Άνταμ βγήκε πρώτος και με βοήθησε να βγω, υποτίθεται επειδή μόνη μου δεν μπορούσα. Στηρίχτηκα πάνω του για να περπατήσω. Η Λαβίνια και ο μαυροντυμένος τύπος περπατούσαν μπροστά μας.
Μπήκαμε μέσα στο σπίτι από το γκαράζ μέσω μιας πόρτας του υπογείου. Θυμήθηκα την επιθυμία μου να αποκαλύψω τα μυστικά αυτού του μέρους του σπιτιού. Τώρα που ήξερα ήδη κάποια πράγματα και την Άναμπελ και τη φύση της ήθελα ακόμα περισσότερο να δω τι κρυβόταν μέσα στα δωμάτια, όμως οι πόρτες ήταν πάλι κλειστές.
Ανεβήκαμε τις σκάλες και μπήκαμε στο σαλόνι. Οι καναπέδες που θυμόμουν είχαν δώσει τη θέση τους σε μερικές σειρές από καρέκλες, οι οποίες ήταν τοποθετημένες έτσι ώστε να αφήνουν ένα διάδρομο στη μέση του σαλονιού που οδηγούσε σε ένα υπερυψωμένο τμήμα το οποίο θύμιζε κάπως το ανθρώπινο δικαστήριο, όπως το θυμόμουν από τις λίγες δικαστικές ταινίες που είχα δει.
«Αχ, θέλω να κάτσω κάπου. Είμαι τόσο κουρασμένη», γκρίνιαξα στα ψέματα για να δώσω αληθοφάνεια στο ρόλο μου.
Ο μαυροντυμένος γύρισε και με κοίταξε με περιέργεια. Μάλλον είχε πολύ καιρό να το ακούσει αυτό.
«Θα καθίσετε σύντομα», είπε ανέκφραστος και συνέχισε το δρόμο του ως τη μπροστινή σειρά όπου μου υπέδειξε μια θέση. «Εσείς οι δύο θα καθίσετε πιο πίσω» είπε απευθυνόμενος στον Άνταμ και τη Λαβίνια.
«Καλύτερα θα ήταν να καθίσω μαζί της» έκανε ο Άνταμ στον ίδιο τόνο. «Είναι ακόμα πολύ αδύναμη για να σταθεί μόνη της».
«Θα πρέπει να συμβουλευτώ κάποιον ανώτερο γι αυτό», απάντησε ο μαυροντυμένος, έκανε μεταβολή κι έφυγε.
«Μην ανησυχείς, θα με αφήσουν να κάτσω μαζί σου» είπε ο Άνταμ με σιγουριά και κάθισε στην καρέκλα δίπλα μου μέχρι να επιστρέψει ο ταξιθέτης.
Αντί όμως για τον μαυροντυμένο, μια μικρόσωμη μελαχρινή κοπέλα ήρθε σε μας. Ήταν κι αυτή ντυμένη στα μαύρα και φαινόταν να είναι γύρω στα είκοσι ή το πολύ εικοσιπέντε.
«Ο Τζόσουα μου είπε πως πρόεκυψε κάποιο πρόβλημα με σας», είπε με αέρα αφεντικού. Αναρωτήθηκα πόσο σημαντική ήταν για να μιλάει έτσι. Ο Τζόσουα δεν έδειχνε καθόλου άνετος.
«Όχι ακριβώς πρόβλημα», έκανε ο Άνταμ με υπερβολική ευγένεια. «Απλά η θνητή είναι ακόμα πολύ αδύναμη για να μείνει μόνη της και πολύ ταραγμένη για να εμπιστευτεί κανέναν άλλον. Γι αυτό πιστεύω πως θα ήταν καλό να είμαι εγώ μαζί της να την καθησυχάζω και για να στηριχτεί πάνω μου όταν θα έρθει η ώρα να σηκωθεί».
Η κοπέλα έδειξε προβληματισμένη για μερικά δευτερόλεπτα. «Λοιπόν, υποθέτω μπορούν να γίνουν κάποιες ανακατατάξεις στις θέσεις ώστε να μπορέσετε να καθίσετε δίπλα της». Μετά γύρισε στη Λαβίνια και είπε: «Εσείς παρακαλώ ακολουθήστε με!»
Όταν η κοπέλα είπε πως ο Άνταμ μπορούσε να κάτσει δίπλα μου εγώ αμέσως χαλάρωσα. Δεν ήθελα να είμαι μόνη μου ανάμεσα σε άγνωστους βρικόλακες που μπορεί να είχαν τις ίδιες απόψεις για το αίμα μου με τη Μέλανι. Ο Άνταμ αφού ξανακάθισε στην καρέκλα δίπλα στη δικιά μου πήρε το χέρι μου στο δικό του και το έσφιξε, για να μου δείξει πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Σιγά σιγά το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει. Βρικόλακες, συνήθως ντυμένοι στα μαύρα και πολύ σπάνια στα μοβ, έπιαναν τις θέσεις γύρω μας χωρίς κανένας να τους δείχνει που έπρεπε να κάτσουν. Υπέθεσα πως όλοι τους είχαν παρακολουθήσει δίκη ξανά και ήξεραν πού έπρεπε να πάνε. Ευτυχώς καθόμουν από τη μεριά προς το διάδρομο και δεν έπρεπε να είναι κάποιος άλλος δίπλα μου εκτός από τον Άνταμ. Μέσα στο πλήθος είδα κάπου και την Άναμπελ με τη Σελένα, οι οποίες κάθονταν μερικές σειρές πιο πίσω.
Λίγο μετά που γέμισαν όλες οι καρέκλες, όλοι ξαφνικά σηκώθηκαν. Άνταμ με βοήθησε κι εμένα να σηκωθώ από την καρέκλα και με στήριξε.
«Γιατί σηκωθήκαμε;» ψιθύρισα.
«Θα μπουν οι ανώτατοι του οίκου» απάντησε χαμηλόφωνα ο Άνταμ, και όντως, η κλειστή πόρτα του σαλονιού άνοιξε και μπήκαν μέσα τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, όλοι τους ντυμένοι στα κόκκινα.
Προπορευόταν ένας ψήλος, γεροδεμένος άντρας με μακριά ξανθά μαλλιά που πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι όταν μεταμορφώθηκε. Πίσω του ήταν ένας πιο κοντός γκριζομάλλης και ένας άλλος περίπου στο ύψος του ξανθού με κοντά καστανά μαλλιά και τέλειο σώμα. Αυτούς τους δύο ακολουθούσαν ένας άλλος άντρας με μαύρα μαλλιά στο ύψος των ώμων και η γυναίκα. Από όλους όσους είχα δει, αυτή ήταν σίγουρα η πιο ασυνήθιστη φυσιογνωμία. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο, ακόμα πιο λευκό από αυτό της Λαβίνια. Τα μαλλιά της ήταν επίσης άσπρα και τα μάτια της είχαν μια απόχρωση του ανοιχτού κόκκινου. Ήταν εντυπωσιακή αλλά, περισσότερο απ’ αυτό, ήταν τρομακτική.
Η πεντάδα κάθισε στις θέσεις των δικαστών. Ο ξανθός κάθισε στη μέση, το πρώτο ζευγάρι κάθισε αριστερά και το άλλο δεξιά του. Τώρα παρατηρούσα πως ο ξανθός ήταν πανέμορφος και η παρουσία του επιβλητική. Μόλις αυτοί πήραν τις θέσεις τους ξανακαθίσαμε.
Ο Άνταμ γύρισε προς το μέρος μου και ψιθύρισε: «Ο κεντρικός λέγεται Κάσιος και είναι ο αρχηγός του οίκου. Ο γερασμένος είναι ο Δράκων και είναι ο διάδοχος του Κάσιου. Ο διπλανός του λέγεται Κόραν. Ο άλλος άντρας είναι ο Τζόζεφ και η κοπέλα δίπλα του λέγεται Έλσα. Η δίκη θα αρχίσει μόλις ο Κάσιος δώσει τη διαταγή».
«Φέρτε την κατηγορούμενη!» ακούστηκε μετά από μερικά λεπτά η βροντερή φωνή του Κάσιου. Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε και πάλι και ο Στέφαν έσυρε τη Μέλανι, την οποία είχε δέσει με μια ασημιά αλυσίδα που της είχε προκαλέσει πληγές. Η Μέλανι ούρλιαξε από πόνο. Αιμάτινα δάκρυα έσταζαν από τα μάτια της. Ό,τι και να μου είχε κάνει, εκείνη τη στιγμή τη λυπόμουν. Καθώς ο Στέφαν την έσερνε από μπροστά μας, για να την πάει ως τη θέση του κατηγορούμενου, εκείνη με κοίταξε στιγμιαία. Ήταν ένα βλέμμα γεμάτο φόβο και μίσος που δε θα ξεχνούσα ποτέ.
«Αυτή εδώ που βλέπετε», είπε ο Κάσιος αφού η Μέλανι και ο Στέφαν είχαν πάρει θέση «κατηγορείται για την παράβαση βασικών κανόνων του οίκου μας. Παραβίασε την αρχή της μυστικότητας και της μη βίας προς τους θνητούς».
Περίμενα ότι μετά τη δήλωση θα γινόταν πανδαιμόνιο μες στην αίθουσα, αλλά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ακόμα και οι κραυγές της Μέλανι είχαν δώσει τη θέση τους σε σιωπηλά δάκρυα.
«Οι κατηγορίες αυτές βαραίνουν περισσότερο το δημιουργό της, ο οποίος αποδείχθηκε ανεύθυνος, όντας ανίκανος να τη συγκρατήσει». Πάλι απόλυτη ησυχία.
«Τι έχεις να δηλώσεις;» είπε ο Δράκων απευθυνόμενος στη Μέλανι.
«Ο Στέφαν δεν ήταν μαζί μου!» είπε εκείνη. Ακουγόταν σαν φίδι που μιλούσε. «Μην τον κατηγορείται!»
«Αυτό για την ώρα δε μας αφορά!» είπε η Έλσα. «Πρέπει να μας μεταφέρεις το περιστατικό».
Η Μέλανι την κοίταξε τρομοκρατημένη και μετά γύρισε στιγμιαία σε μένα. «Επιτέθηκα στην Άλις επειδή μου έκλεψε το ημερολόγιο. Η αρχική μου πρόθεση ήταν να χρησιμοποιήσω υποβολή για να το επιστρέψει και να ξεχάσει τα περιεχόμενα! Αλλά η οργή μου ήταν τόσο μεγάλη που δε συγκρατήθηκα και της επιτέθηκα!»
Οι δικαστές αλληλοκοιτάχτηκαν. «Να έρθει να μεταφέρει το περιστατικό και η θνητή!» φώναξε ο Κάσιος. Αμέσως ο Άνταμ σηκώθηκε και με βοήθησε να σηκωθώ απ’ την καρέκλα.
«Να μιλήσεις μόνο όταν σου δώσουν το λόγο» ψιθύρισε. Κάναμε μερικά αργά βήματα και σταθήκαμε δίπλα στη Μέλανι.
«Μίλα, θνητή! Πες όλη την αλήθεια!» είπε ο Κόραν με περιφρόνηση στη φωνή του. Αμάν πια όλοι τους με το «θνητή»! Εντάξει, ήμουν, αλλά είχα όνομα κι άλλα χαρακτηριστικά εκτός απ’ αυτό! Η προσφώνηση αυτή μου την έδινε απίστευτα στα νεύρα αλλά δεν μπορούσα να τους πω να μη με φωνάζουν έτσι γιατί ήμουν σίγουρη πως έτσι και το έλεγα από το «θνητή» θα κατέληγα στο «νεκρή».
«Πήρα το ημερολόγιο της Μέλανι για να το διαβάσω μέσα στο Σαββατοκύριακο. Ήθελα να τη βοηθήσω με το να ξέρω τι της συμβαίνει. Τις τελευταίες μέρες δεν ήταν καλά και πίστευα πως αν το διάβαζα θα τη βοηθούσα. Της το επέστρεψα αλλά κατάλαβε ότι το είχα πάρει. Με βρήκε όταν ήμουν μόνη μου και μου επιτέθηκε». Έκανα τη φωνή μου να σπάει, σαν να ήμουν στα πρόθυρα κατάρρευσης, είτε από τη σωματική αδυναμία, είτε από την ταραχή. Ο Άνταμ με αγκάλιασε προστατευτικά.
«Ποια ήταν τα περιεχόμενα του ημερολογίου, θνητή;» ρώτησε η Έλσα.
«Δε… Δε διάβασα πολλά, δε θυμάμαι πολλά» είπα. «Ήταν κάτι για έναν που της άρεσε, για ένα πάρτι που θα πήγαινε και για την οικογένειά της». Δεν είχα σχεδιάσει να πω ψέματα αλλά αν μάθαιναν για τα πραγματικά περιεχόμενα του ημερολογίου τότε η Μέλανι θα την είχε πολύ άσχημα. Βέβαια, αν το ανακάλυπταν ότι είχα πει ψέματα, μετά εγώ θα την είχα πολύ άσχημα.
«Τα επιβεβαιώνεις αυτά που λέει η θνητή;» ρώτησε ο Τζόζεφ τη Μέλανι.
«Ναι», απάντησε εκείνη αδύναμα.
«Μπορείτε να επιστρέψετε στις θέσεις σας!» είπε ο Κάσιος κοιτώντας προς εμάς. Ο Άνταμ με βοήθησε να κάτσω ξανά.
«Πού είναι το ημερολόγιο τώρα;» ρώτησε ο Κόραν.
«Το κατέστρεψα!» απάντησε η Μέλανι. «Έτσι δε θα το ξαναβρεί κανένας!» Ευτυχώς που το είχε καταστρέψει! Σίγουρα έτσι κανένας δε θα μπορούσε να ανακαλύψει ότι είχα πει ψέματα.
«Αν κάποιος από τους παρόντες έχει να δηλώσει κάτι περισσότερο για το περιστατικό η στιγμή για να το κάνει είναι αυτή!» φώναξε ο Κάσιος. Κανένας όμως από την αίθουσα δε μίλησε και όλοι τους παρέμειναν εντελώς ακίνητοι.
Η πεντάδα δε ρώτησε άλλα πράγματα, αλλά άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται και να γράφουν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι σημείωναν αυτά που είχαμε πει για να βγάλουν αργότερα την απόφαση. Όμως, μετά από λίγη ώρα ο Κάσιος ξαναμίλησε: «Η απόφαση πάρθηκε. Δε θα υπάρξει ποινή για την κατηγορούμενη. Όμως ας φύγει έχοντας το περιστατικό ως προειδοποίηση για το μέλλον. Τέτοια συμπεριφορά δε θα γίνει δεκτή ξανά απ’ αυτήν! Ο δημιουργός της θα τιμωρηθεί για ανευθυνότητα. Η νεομεταμορφωμένη διέφυγε της επίβλεψής του και επιτέθηκε σε θνητό! Αυτό είναι ανεπίτρεπτο λάθος για κάθε δημιουργό. Η εκπαίδευσή της θα περάσει από τον Στέφαν, μεταμορφωμένο το 1739, στην Άναμπελ, μεταμορφωμένη το 1612, με τις ελπίδες να αποδειχτεί πιο άξια από τον προκάτοχό της». Η Άναμπελ σηκώθηκε και προχώρησε μπροστά. Υποκλίθηκε μπροστά στους πέντε, πήρε τη Μέλανι και έφυγαν από την αίθουσα.
Ο Κάσιος συνέχισε: «Επίσης, ο δημιουργός αυτός αποκλείεται από κάθε άλλη πράξη δημιουργίας από ‘δω και στο εξής για όλη την αιωνιότητα! Η παραβίαση της απόφασης αυτής από μέρους του σημαίνει αφαίρεση του μενταγιόν». Η τιμωρία του Στέφαν μου φαινόταν πολύ σκληρή. Σίγουρα θα με μισούσε και εκείνος και η Μέλανι γι αυτό.
Όλοι έμειναν σιωπηλοί για περίπου ένα λεπτό. «H απόφαση πάρθηκε, οι μοίρες σφραγίστηκαν, η συνεδρίαση έληξε», είπε ο Κάσιος κι όλοι σηκώθηκαν. Οι πέντε ανώτατοι σηκώθηκαν κι αυτοί από τις θέσεις τους. Όλοι μέσα στην αίθουσα υποκλίθηκαν και η πεντάδα έφυγε, όπως είχε μπει. Μετά σιγά σιγά και οι υπόλοιποι άρχισαν να αδειάζουν την αίθουσα ως που μείναμε μονάχα εγώ, ο Άνταμ και η Λαβίνια.
Ο Άνταμ με σήκωσε και με κουβάλησε έξω από την αίθουσα ως τα αυτοκίνητο επειδή προφανώς έπρεπε να παίξουμε το ρόλο μας ως το τέλος.
«Θες οδηγίες για το σπίτι μου;» ρώτησα κουρασμένα. Κοίταξα το ρολόι. Η ώρα ήταν μόνο έντεκα και μισή αλλά ένιωθα πτώμα. Μάλλον ήμουν κουρασμένη από πριν αλλά το κατάλαβα μόλις χαλάρωσα.
«Όχι», απάντησε ο Άνταμ. «Δε θα πάμε σπίτι σου. Θα μείνεις μαζί μας απόψε».
«Α, εντάξει…» είπα νυσταγμένα και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του Άνταμ. Εκείνος με έφερε πιο κοντά του και με φίλησε. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του είχα αποκοιμηθεί.