Εύα: Δε θα τους προδώσει (μάλλον) γιατί δεν έχει κανένα ώφελος από αυτό.
Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ! Αν ήταν "καλο΄ληδες" θα τους είχαν καθαρίσει
Έτσι όπως το θέτεις, τότε υποθέτω ότι έχεις δίκιο και έχουν βαθύτερο νόημα...
Κατά τύχη, πάντα!
Εμένα όποιος φίλος μου μαθαίνει ότι γράφω θέλει να τον βάλω μέσα!
Ορίστε λοιπόν, η σκηνούλα και με το αίμα μέσα!
Enjoy my dears!
40ο κεφάλαιο
Ανεβήκαμε πάλι πάνω. Από τις σκάλες ακόμα άκουγα φωνές από κάποιο σημείο του κάστρου, προς το οποίο κατευθυνθήκαμε.
Φτάσαμε μπροστά σε μια μεγάλη μισάνοιχτη πόρτα. Έριξα μια ματιά μέσα πριν μπούμε. Το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από λίγα κεριά που βρίσκονταν πάνω στο τεράστιο τραπέζι, αλλά η αχνή λάμψη του κάθε βρικόλακα έδινε στο χώρο μια απόκοσμη όψη.
Από τα εκατόν πενήντα περίπου άτομα που βρίσκονταν εκεί, οι μόνοι που μπορούσα να αναγνωρίσω ήταν η Λαβίνια, η Κρίστι, και φυσικά οι ανώτατοι, που όντως φαίνονταν πολύ πιο χαλαροί τώρα.
Ο Άνταμ έπιασε το χέρι μου και προχωρήσαμε μέσα. Τη στιγμή που περάσαμε από την πόρτα όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν και όλοι γύρισαν να μας δουν. Οι εκφράσεις που έβλεπα κυμαίνονταν από υπεροπτικές ως πολύ θερμές και φιλικές. Εγώ χαμογελούσα σε όλους ανεξαιρέτως.
Καθίσαμε σε δύο θέσεις που βρίσκονταν δίπλα σε αυτές των ανώτατων. Για καλή μου τύχη, δεν κάτσαμε δίπλα από αυτό το ανατριχιαστικό παιδάκι, αλλά δίπλα στην κοκκινομάλλα. Ένα λεπτό μετά από μας ήρθαν η Οριάν με τον Ανσέλ και κάθισαν στις άλλες δύο θέσεις. Απ’ ότι καταλάβαινα, μας είχαν δώσει αυτές τις θέσεις για να μας τιμήσουν.
Από μια μικρή πορτούλα, στο πίσω μέρος του δωματίου, βγήκαν δύο θνητές κοπέλες, λίγο πιο μεγάλες από μένα. Το στιλ τους ήταν μια κακόγουστη εκδοχή του δικού μου. Η καθεμία έσερνε ένα καροτσάκι, σαν κι αυτά που υπάρχουν στα αεροπλάνα, με κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού πάνω και αρκετά μπουκάλια με αίμα κάτω.
Άρχισαν να σερβίρουν πρώτα τους αρχηγούς και μετά όλους τους υπόλοιπους. Φυσικά, αφού βρισκόμασταν δίπλα τους, εμείς ήμασταν από τους πρώτους που πήραμε. Σίγουρα η ομάδα ήταν πιο “σύνθετη” από το 0 αρνητικό που μου είχε δώσει ο Άνταμ, γιατί το άρωμα ήταν διαφορετικό, πιο πολύπλοκο. Οπωσδήποτε, πρέπει να ήταν πολύ νόστιμη, αν και δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μυρωδιά των σερβιτόρων που ήταν πιο φρέσκες. Ένιωσα αμέσως τους κυνόδοντές μου να μακραίνουν, κι ας μη διψούσα τόσο.
Ευτυχώς, οι σερβιτόρες φορούσαν τόνους άρωμα, που έκανε απωθητική τη σκέψη να τις δαγκώσω. Θα έπρεπε να γευτώ το άρωμα πριν μπορέσω να φτάσω στο αίμα, πράγμα που σίγουρα δε θα ήταν πολύ ευχάριστο. Φυσικά για όση ώρα οι κοπέλες ήταν στο δωμάτιο, έπρεπε να λέω συνέχεια στον εαυτό μου να μείνει στη θέση του και να μην τολμήσει ούτε να τις πλησιάσει!
Όση πιο πολλή ώρα έμεναν μέσα όμως, τόσο πιο έντονη γινόταν η επιθυμία μου να τους πιω το αίμα. Ο λαιμός μου έκαιγε όπως ποτέ άλλοτε.
Κοίταξα τον Άνταμ, περιμένοντας να μου πει κάτι, οτιδήποτε, για να αποσπάσω την προσοχή μου από τις θνητές. Εκείνος μου χαμογέλασε με τους κυνόδοντές του να φαίνονται. Αυτό με έκανε να νιώθω λίγο καλύτερα. Τουλάχιστον δεν ήμουν η μόνη που εκδήλωνε τη δίψα της.
«Έκαναν καλή επιλογή!» είπε δείχνοντας το ποτήρι του. «ΑΒ αρνητικό και μάλιστα από λάτρη της υγιεινής διατροφής!»
Παραλίγο να σκάσω στα γέλια έτσι που το είπε, αλλά περιορίστηκα σε ένα χαμόγελο. Ευτυχώς, μπόρεσα να ξεχάσω λίγο την αφόρητα νόστιμη μυρωδιά.
Έσκυψα κοντά του και ψιθύρισα: «Πώς γίνεται να έχουμε θνητούς σερβιτόρους; Και πώς δεν έχουν γίνει ακόμα μεζεδάκια;»
Ο Άνταμ χαμογέλασε με την ερώτησή μου. «Παρακάλεσαν να τις πάρουμε στον Οίκο, μετά που κάποιοι τράφηκαν από αυτές και πριν τους διαγράψουν τη μνήμη. Ο Οίκος τις κρατάει όσο είναι χρήσιμες, που σημαίνει ότι γι κάποιον καιρό θα μας υπηρετούν και μετά θα μας “δωρίσουν” και το αίμα τους».
«Όλο;» ρώτησα περίεργη. Θα τις σκότωναν δηλαδή;
«Φυσικά και όχι! Είναι ρητά απαγορευμένο να σκοτώνουμε θνητούς. Θα τους αφήσουμε όσο αίμα τους είναι απαραίτητο για να ζήσουν, θα τις κάνουμε να θυμούνται όλα όσο έζησαν σαν όνειρο και θα τις αφήσουμε να φύγουν», απάντησε.
Εγώ κούνησα αδιάφορα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να διώξω από τη σκέψη μου το πόσο ωραίο θα ήταν το αίμα τους, με το να σκέφτομαι και να τραγουδάω από μέσα μου ό,τι τραγούδι μου ερχόταν.
Μόλις οι σερβιτόρες έφυγαν από το δωμάτιο, πράγμα που ευτυχώς γι αυτές και για μένα έγινε πολύ σύντομα, η Ζενεβίβα σηκώθηκε κρατώντας το ποτήρι της. Όλοι έσπευσαν να αντιγράψουν την κίνησή της.
«Καλησπέρα, φίλοι μου», είπε. Εγώ θα περίμενα να πει κάτι σαν “υποτελείς μου” ή “πιστοί μου υπηρέτες” μετά από αυτά που είχα δει στην τελετή.
«Όπως γνωρίζετε», συνέχισε, «απόψε καλωσορίζουμε στον Οίκο μας ένα νέο μέλος, την Άλις». Όλα τα μάτια στράφηκαν σε μένα. «Θα ήθελα λοιπόν να κάνω μια πρόποση: στην Άλις, στην αιωνιότητα, στον Οίκο μας».
Σήκωσε το ποτήρι και όλοι κάναμε το ίδιο. Ήπιαμε ταυτόχρονα μια μικρή γουλιά από το αίμα, που είχε πράγματι υπέροχη γεύση, και ξανακαθίσαμε.
Από εκείνο το σημείο και μετά, όλοι άρχισαν να μιλάνε με όλους. Κάποιοι έρχονταν προς το μέρος μας και μου συστήνονταν, ενώ οι περισσότεροι άλλαζαν θέση για να βρίσκονται πιο κοντά στους φίλους τους. Εγώ, ο Άνταμ και οι αρχηγοί ήμασταν οι μόνοι που δε μετακινηθήκαμε καθόλου.
Φυσικά, μίλησα λίγο και με τους ανώτατους, οι οποίοι αποδείχτηκαν αρκετά συμπαθητικοί, εκτός από το παιδί, βέβαια, στο οποίο δεν είχα την ατυχία να μιλήσω.
Κατά το ξημέρωμα η γιορτή άρχισε να διαλύεται, καθώς πολλοί έπρεπε να φύγουν. Εγώ και ο Άνταμ, ως τιμώμενα πρόσωπα, ήμασταν οι τελευταίοι που φύγαμε.
«Πριν πάμε πίσω στο δωμάτιο, μπορούμε να βγούμε λίγο έξω;» ρώτησα. Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει και ήθελα να δω πώς ήταν ο κόσμος με φως.
«Εντάξει», απάντησε εκείνος και προχωρήσαμε προς την έξοδο. Το λιγοστό φως που έμπαινε μέσα από τα μικρά παράθυρα έδινε στο κάστρο μια χροιά παραμυθιού, που ερχόταν σε αντίθεση με τη “στοιχειωμένη” όψη του το βράδυ.
Βγήκαμε έξω στον κήπο. Το θέαμα με άφησε άφωνη. Όλα ήταν τόσο λαμπερά, τόσο καθαρά! Μπορούσα να διακρίνω ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Φυσικά, το ίδιο καλά μπορούσα να δω και το βράδυ, αλλά ο ήλιος, το φως και οι σκιές έκαναν τα πάντα μαγευτικά.
«Είναι τέλεια!» ψιθύρισα, γεμάτη δέος.
«Κάθε μέρα είναι έτσι», συμφώνησε ο Άνταμ. «Αλλά καμία δεν είναι σαν την πρώτη».
Με αυτό που είπε, με έκανε να θυμηθώ τη Μέλανι και πώς ήταν την πρώτη μέρα της ως βρικόλακας στο σχολείο. Δεν την κατηγορούσα τελικά που ήταν τόσο χαμένη. Η θύμηση της Μέλανι ξύπνησε και άλλη μια σκέψη μου, που ως τώρα ήταν θαμμένη.
«Πότε έχουν σχεδιάσει να κάνουν την επίθεση από τον Οίκο της Αστρικής Βροχής;» ρώτησα, το ίδιο χαμηλόφωνα με πριν.
«Το Φεβρουάριο», απάντησε ο Άνταμ. «Αλλά θα επιτεθούμε εμείς πρώτοι για να τους αιφνιδιάσουμε».
«Πότε;» είπα ξανά. Ήλπιζα να είχα χρόνο για να μάθω να σκοτώνω πριν έρθει η ώρα της επίθεσης.
«Σε ένα μήνα περίπου. Ο χρόνος ίσα που μας φτάνει για να μάθεις τα βασικά», αποκρίθηκε σοβαρά εκείνος.
«Τότε πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως! Δεν μπορούμε να χάσουμε λεπτό!»
«Πράγματι. Θα αρχίσουμε από το βράδυ όμως. Τώρα, αμέσως μετά τη γιορτή, δεν είναι καλή ώρα».
Εγώ απλά ένευσα. Αν και θα ήθελα να ξεκινούσαμε από τώρα, αφού ο εκπαιδευτής μου, μου έλεγε ότι δεν ήταν κατάλληλη στιγμή, σίγουρα είχε δίκιο και έπρεπε να τον ακούσω.
Αρχίσαμε να περπατάμε στον κήπο για να θαυμάσω το θέαμα.
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η γιορτή;» ρώτησε ο Άνταμ μετά από μερικά λεπτά που μείναμε σιωπηλοί. Μάλλον ήθελε να μου αποσπάσει την προσοχή από τις σκέψεις για την επίθεση.
«Καλά ήταν», είπα χωρίς να το αναλύσω.
«Και οι ανώτατοι;» έκανε.
«Εντάξει. Εκτός από τον μικρό βέβαια…» απάντησα. Κάθε φορά που τον σκεφτόμουν, σχεδόν ανατρίχιαζα!
«Ο Άρθουρ είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση», αποκρίθηκε ο Άνταμ. «Είναι, κατά μία έννοια, ένα λάθος».
«Προφανώς!» είπα. Κανένας δε θα ήθελε να δημιουργήσει κάτι τόσο τερατώδες. «Αλλά πώς έγινε λάθος; Εσύ μου έχεις πει ότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν λάθη!»
«Δεν είναι δυνατόν να γίνουν λάθη όπως να μεταμορφώσεις κάποιον χωρίς να το θες. Κανένας δεν μπορεί να δώσει το αίμα του στον άλλον να το πιει χωρίς να το θέλει! Αλλά σκέψου τη Μέλανι. Κι αυτή από λάθος μεταμορφώθηκε».
«Ναι, εντάξει η Μέλανι», έκανα. «Εκεί είχαμε κάνει ολόκληρο σχέδιο για να περάσει ως Άμπερ και ήδη έμοιαζαν αρκετά. Αλλά πώς μπορείς να μπερδέψεις ένα παιδάκι με έναν ενήλικα;»
«Δεν έγινε τέτοιου είδους μπέρδεμα», απάντησε. «Απλά, η δημιουργός του ήθελε να αντικαταστήσει την οικογένεια που έπρεπε να εγκαταλείψει. Χωρίς να πει σε κανέναν τι σχεδίαζε, ζήτησε άδεια να δημιουργήσει έναν καινούργιο βρικόλακα. Την εποχή εκείνη, ο Οίκος είχε μόλις βγει από έναν πόλεμο και ο πληθυσμός μας είχε μειωθεί σημαντικά.. Γι αυτό το λόγο η άδεια της δόθηκε αμέσως. Όλοι πίστευαν ότι θα μεταμόρφωνε κάποιον ενήλικα και δεν έψαξαν πολύ το θέμα. Έτσι λοιπόν, αυτή μεταμόρφωσε τον Άρθουρ στην ηλικία των εννιά. Για μερικά χρόνια όλα ήταν μια χαρά. Ο Άρθουρ ήταν απλά ένα παιδί. Όμως φτάνοντας στην ενηλικίωση κατάλαβε ότι ποτέ δε θα είχε μια πραγματική ζωή, ότι θα έμενε για πάντα παιδί. Γι αυτό το λόγο, σκότωσε τη δημιουργό του και έγινε τόσο σκληρός με όλους, που κατάφερε να επιβιώσει αρκετά για να γίνει ο τρίτος σε ιεραρχία στον Οίκο μας».
«Πώς γίνεται να σκότωσε τη δημιουργό του και να μην καταδικάστηκε;»
«Δεν αποδείχτηκε ποτέ η ενοχή του», είπε ο Άνταμ. «Αλλά όλοι ξέρουν πως αυτός το έκανε, ακόμα και χωρίς να υπάρχουν στοιχεία. Είχε κάθε λόγο, άλλωστε».
Φυσικά και είχε κάθε λόγο! Του είχαν στερήσει και την παιδική αθωότητα και την ενήλικη ζωή. Βέβαια, όσο κι αν αυτό δικαιολογούσε το μίσος του προς τα πάντα, δεν τον έκανε περισσότερο συμπαθή ή τουλάχιστον, λιγότερο τρομαχτικό.
«Ελπίζω ή να μην πεθάνουν η Ζενεβίβα και ο Σέναν ποτέ, ή να πεθάνει αυτός πρώτος!» είπα όσο πιο σιγά μπορούσα. Δεν μπορούσα να ρισκάρω να με ακούσει κανένας.
«Αφού έφτασαν τόσο ψηλά αυτοί οι δύο, είναι δύσκολο να πεθάνουν. Σκέψου ότι έχουν επιζήσει από πολλούς πολέμους μεταξύ των Οίκων!»
«Όλοι επιζούν μέχρι να πεθάνουν», έκανα ειρωνικά.
Βέβαια, η Ζενεβίβα είχε ήδη επιζήσει δύο χιλιάδες χρόνια και ο Σέναν, ο ξανθός βρικόλακας που ήταν και δημιουργός του Άνταμ, χίλια εφτακόσια, άρα σίγουρα θα είχαν πάρα πολλή εμπειρία.
Ο Άνταμ γέλασε αθόρυβα με την παρατήρησή μου. «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά κάποιοι είναι πιο δύσκολο να πεθάνουν από άλλους».
Ήλπιζα να ανήκαμε κι εμείς σ’ αυτή την κατηγορία, αλλά δεν το είπα στον Άνταμ. Δεν ήθελα να αρχίσει πάλι να σκέφτεται ότι θα πεθάνω τώρα που είχε ηρεμήσει.
«Συμπάθησα τη Ζιγκλίντε», είπα συνεχίζοντας τη συζήτηση για τους ανώτατους. Η Ζιγκλίντε ήταν η κοκκινομάλλα, η οποία ήταν τελευταία στην πεντάδα, καθώς ήταν μόνο εννιακοσίων χρονών.
«Εμένα μου τη δίνει στα νεύρα», είπε ο Άνταμ κι εγώ άρχισα να γελάω. Μου φαινόταν παράξενο να αντιπαθείς κάποιον από τους ανώτατους, με εξαίρεση ανατριχιαστικά παιδάκια που αποτελούν το τέλειο υλικό για εφιάλτες!
«Μα γιατί;» ρώτησα. Εμένα μου είχε φανεί πιο ζωντανή από τους άλλους και, γι αυτό το λόγο, πιο συμπαθητική.
«Γιατί όλο προτείνει σχέδια που δεν γίνονται!» απάντησε ο Άνταμ. «Κατά τη γνώμη μου, δε θα έπρεπε να είναι στην πεντάδα, αλλά δεν μπορούσε να μην μπει, αφού είναι η πέμπτη αρχαιότερη του Οίκου».
«Καλά», είπα. «Εγώ για την ώρα δεν έχω ακούσει κανένα σχέδιό της και τη συμπαθώ ακόμα!»
«Ό,τι πεις», έκανε ο Άνταμ γελώντας καθώς μπαίναμε πάλι μέσα.
Μου φάνηκε περίεργο που τα μάτια μου προσαρμόστηκαν αμέσως στο σκοτάδι και δεν ήμουν τυφλή ούτε για δευτερόλεπτο.
Πήγαμε στο δωμάτιό μας. Κάθισα στον καναπέ και κλώτσησα της άσπρες γόβες που φορούσα. Όσο καλή ισορροπία και να είχα, ήταν πιο άνετο να περπατάω κανονικά.
Τις πήγα στη ντουλάπα, για να μην αφήνω το δωμάτιο ακατάστατο.
Τώρα, ήταν σειρά του κορσέ να βγει. Μπορεί να μην μου ήταν απαραίτητο πλέον να αναπνέω, αλλά σίγουρα το προτιμούσα.
Άρχισα να λύνω τα κορδόνια που ήταν πιο εύκολα να λύσω. Ο Άνταμ ήρθε δίπλα μου. «Θα σε βοηθήσω εγώ με αυτό», ψιθύρισε και απομάκρυνε τα χέρια μου από τα κορδόνια.
Με πολύ απαλές κινήσεις που έκαναν πιο πολύ για χάδια, έλυσε τους κόμπους και μου έβγαλε τον κορσέ.
Γύρισα και κοίταξα τον Άνταμ. «Ευχαριστώ», ψιθύρισα και τον φίλησα.
«Άλις, το βράδυ πρέπει να αρχίσουμε την εκπαίδευσή σου», είπε, και καλά για να δείξει ότι ήταν υπεύθυνος εκπαιδευτής. Έπρεπε να έχει σκεφτεί την ξεκούραση πριν προσφερθεί να με “βοηθήσει”.
«Το ξέρω…» έκανα χαμηλόφωνα και κόλλησα το σώμα μου πάνω του. Εκείνος, χωρίς να έχει άλλη δικαιολογία, με φίλησε και με βοήθησε να βγάλω το φόρεμα, ενώ εγώ τον βοηθούσα με τα δικά του ρούχα.
Τα κορμιά μας πλέχτηκαν σε έναν χορό αγάπης και πάθους. Έναν χορό που ταίριαζε σε αιώνια πλάσματα σαν κι εμάς, με μουσική τα λόγια που ανταλλάσαμε. Η αγάπη μας πλανιόταν στην ατμόσφαιρα μαζί με τις ακτίνες του ήλιου, που στο τέλος δεν ξεχώριζε ποιο ήταν το φως του ενός και ποιο του άλλου.
«Πρέπει να ξεκουραστείς», είπε ο Άνταμ. «Το βραδύ θα ξεκινήσουμε και θα χρειαστείς όλη σου την ενέργεια».
«Δε θέλω να κοιμηθώ», έκανα και τον φίλησα. Ήμουν σίγουρη ότι ούτε κι εκείνος ήθελε, ό,τι κι αν έλεγε.
«Ούτε κι εγώ», είπε. «Αλλά πρέπει! Από την εκπαίδευση εξαρτώνται οι ζωές μας».
Έτσι όπως το έθετε, δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Εξάλλου, εγώ η ίδια είχα πει ότι ήταν ανάγκη να ξεκινήσουμε την εκπαίδευσή μου αμέσως.
«Εντάξει», μουρμούρισα παραιτημένη και τον φίλησα ξανά. Κρατήσαμε τα χείλη μας ενωμένα για πιο πολλή ώρα απ’ ότι συνήθως.
«Καλό ύπνο», είπε ο Άνταμ, ενώ με άφηνε από την αγκαλιά του.
Έβαλα όλη μου την αυτοσυγκράτηση για να αδειάζω το μυαλό μου από κάθε σκέψη και να κοιμηθώ, αντί να γυρίσω προς τον Άνταμ και να του πω ότι δε με ένοιαζε η εκπαίδευση και δε θα είχα κανένα πρόβλημα να την καθυστερήσουμε λίγες ακόμα ώρες.