Λοιπόν... Μετά από ένα διαλλειματάκι επιτέλους ξαναέγραψα!
Ελπίζω να σας αρέσει το επόμενο κεφάλαιο!
24ο κεφάλαιο
Ευτυχώς μετά από εκείνη τη συζήτηση μπόρεσα να αλλάξω το θέμα και να το πάω σε άλλα, τελείως άσχετα και ασήμαντα.
Κατά τις τρεις το μεσημέρι ο Άνταμ με διέταξε να κοιμηθώ πάλι, γιατί πίστευε πως είχα εξαντληθεί, αφού πρώτα με είχε βάλει να φάω σαν να ήταν η γιαγιά μου. Εγώ από την άλλη δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένη, πράγμα που ήταν απολύτως φυσικό αφού είχα κοιμηθεί για μια ολόκληρη μέρα. Όμως αποφάσισα να προσποιηθώ ότι κοιμάμαι, να φύγει και όταν θα «ξυπνούσα» να έχει ξεχάσει τη συζήτηση για τη μεταμόρφωση και το θάνατό μου!
Όμως, αντίθετα απ’ ότι πίστευα αρχικά, κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως και ξύπνησα το βράδυ. Ήμουν μόνη μου στο δωμάτιο αλλά το φως ήταν πάλι αναμμένο. Δίπλα στο κομοδίνο εκτός από τα βιβλία βρισκόταν ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο με ένα σημείωμα από τον Άνταμ που εξηγούσε πως είχε βγει για αίμα. Φυσικά δεν το έλεγε έτσι ακριβώς, αλλά το άφηνε να εννοηθεί. Τι άλλες «μικρές δουλίτσες υπερφυσικού χαρακτήρα» θα μπορούσε να έχει;
Καθώς στριφογυρνούσα το τριαντάφυλλο βαριεστημένα στα χέρια μου ένα αγκάθι με τρύπησε. Από το δάχτυλό μου κύλησε μια μικρή σταγόνα αίματος, που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος θα ήταν εντελώς άκακη.
Αλλά όχι εδώ…
Η Λαβίνια μπήκε μέσα στο δωμάτιο σχεδόν αμέσως. Μα πώς στο καλό το είχε μυρίσει; Μέσα από τον τοίχο;
«Άλις; Το αίμα σου; Τι έγινε;» είπε, προσπαθώντας να κρατήσει την ανάσα της.
«Μην ανησυχείς», είπα χωρίς να φανερώνω το φόβο μου. «Απλά τρυπήθηκα». Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έριξα λίγο νερό στο τρύπημα και το τύλιξα με λίγο χαρτί. Ευτυχώς το αίμα σταμάτησε αμέσως.
Βγήκα έξω και βρήκα τη Λαβίνια να είναι καρφωμένη στη θέση που την είχα αφήσει.
«Καλύτερα;» ρώτησα προσποιούμενη την κεφάτη.
Πήρε μια ανάσα με προσοχή. «Πολύ», απάντησε. «Συγγνώμη, πρέπει να σε τρόμαξα».
«Δεν πειράζει», είπα, «έπρεπε να προσέχω περισσότερο».
«Την επόμενη φορά», έκανε η Λαβίνια χαμογελώντας και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Εγώ πήρα το λουλούδι και το άφησα στο μπάνιο. Ίσως να είχε μείνει αίμα στο αγκάθι και δεν ήθελα να ρισκάρω να γίνω πάλι γεύμα!
Μετά από μερικά λεπτά η Λαβίνια ξαναμπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα ποτήρι με μια βιταμίνη που εκείνη τη στιγμή διαλυόταν. Ήμουν χίλια τοις εκατό σίγουρη πως αυτό το «κέρασμα» ήταν εντολή του Άνταμ.
Η Λαβίνια άφησε το ποτήρι πάνω στο γραφείο.
«Πρέπει να το πιω αυτό;» ρώτησα ψάχνοντας να βρω ευκαιρία να αποφύγω αυτή την αηδία.
«Οπωσδήποτε!» έκανε η Λαβίνια. «Αλλιώς ο Άνταμ θα με παλουκώσει!»
«Δηλαδή σκοτώνεστε με παλούκωμα;» ρώτησα περίεργη να μάθω τρόπους να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου.
Η Λαβίνια γέλασε. «Όχι, εκτός κι αν το παλούκι είναι από πλατίνα και έχει υποστεί ειδική επεξεργασία» είπε. «Και βασικά οτιδήποτε κι αν είναι φτιαγμένο από πλατίνα και έχει αυτή την επεξεργασία, αν τρυπήσει κάποιο ζωτικό όργανο, μας σκοτώνει».
«Πλατίνα; Εγώ νόμιζα ότι το ασήμι σας πειράζει», έκανα αθώα.
«Όχι βέβαια! Αλλιώς τα μενταγιόν δε θα μας πρόσφεραν προστασία», απάντησε δείχνοντας το ασημένιο κόσμημα.
«Α, ναι, σωστά», είπα. «Και ποια είπες ότι είναι αυτή η “ειδική επεξεργασία”;»
«Δεν ξέρω ακριβώς γι αυτό», απάντησε. «Αλλά έχει να κάνει με κάποια ξόρκια και την έκθεση στον ήλιο».
«Έχετε και ξόρκια δηλαδή; Και τι είδους ξόρκια είναι αυτά;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Τα ξόρκια για την κατασκευή όπλων και κοσμημάτων είναι μυστικό μόνο επίλεκτων, πάρα πολύ χαρισματικών ατόμων του οίκου. Εγώ γνωρίζω μόνο της μεταμόρφωσης και ένα-δυο για προστασία».
«Απίστευτο», έκανα πιο πολύ στον εαυτό μου.
«Ναι, είναι πράγματι καταπληκτικό!» είπε εκείνη. «Αλλά δε νομίζεις πως είναι ώρα να πιεις τη βιταμίνη σου; Φαντάζομαι πως δε θες ο Άνταμ να με σκοτώσει, έτσι;»
«Και γιατί ο Άνταμ θέλει να σε σκοτώσει; Εγώ νόμιζα ότι σε συμπαθούσε».
«Εσύ δηλαδή δεν ήθελες ποτέ να σκοτώσεις την αδερφή σου;»
«Πολλές φορές!», απάντησα και ήπια όσο πιο γρήγορα μπορούσα τη βιταμίνη προσπαθώντας να μη μου μείνει γεύση.
«Πώς και είναι ο Άνταμ σαν αδερφός σου;» είπα μετά. «Δεν ήσασταν ποτέ κάτι παραπάνω;» Πίστευα πως τόσον καιρό που ήξεραν ο ένας τον άλλο θα έπρεπε να καταλήξουν μαζί σε κάποια φάση.
«Όχι, ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω», απάντησε η Λαβίνια. «Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό μου και, έτσι κι αλλιώς, από τότε που τον γνώρισα σκεφτόταν μονάχα την Έμελιν. Και τώρα τελευταία εσένα».
Καλό αυτό, σκέφτηκα και μετά έριξα μια νοητή σφαλιάρα στον εαυτό μου για τη σκέψη! Δεν ήμουν καμιά ζηλιάρα που να φθονεί οποιαδήποτε άλλη κοπέλα ήταν κοντά στο αγόρι της!
«Δεν καταλαβαίνω όμως το λόγο που έχετε τόσο στενή σχέση», είπα.
«Ω, απλά ήθελα έναν αδερφό», είπε αδιάφορα, αλλά έβλεπα ότι υπήρχαν κι άλλα πίσω από αυτό.
«Μα γιατί να θες; Τα αδέρφια είναι σκέτο βασανιστήριο!»
Η Λαβίνια γέλασε με το σχόλιό μου. «Είχα έναν μικρότερο αδερφό», είπε, «αλλά πέθανε λίγες μέρες πριν τη μεταμόρφωσή μου. Ήταν πολύ ευαίσθητος από τότε που γεννήθηκε και αρρώσταινε συνέχεια. Εγώ από την άλλη ήμουν κατά κάποιο τρόπο το αγόρι της οικογένειας. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με συμμαζέψουν απ’ έξω και με ενδιέφεραν τα όπλα, αν και δεν το είχα φανερώσει ποτέ αυτό».
«Περίεργο αυτό για την εποχή σου», είπα. «Και πώς και επέλεξες τον Άνταμ για “αδερφό” σου και όχι αυτόν που σε μεταμόρφωσε;»
«Απλό! Ο δημιουργός μου απλά με έσωσε από σίγουρο θάνατο, αλλά ο Άνταμ ήταν αυτός που μου έμαθε να ζω. Ο Άνταμ περνούσε πολύ χρόνο εκπαιδεύοντάς με και μετά, όταν πέθανε η Έμελιν, εγώ ήμουν αυτή που τον έπεισε να μην πεθάνει. Και αυτό μου πήρε γύρω στα τέσσερα χρόνια να το καταφέρω. Μέχρι τότε απλά έπρεπε να τον παρακολουθώ συνέχεια!»
Με τον τρόπο που τα έλεγε τα έκανε να φαίνονται σχεδόν γελοία και όχι τραγικά όπως πρέπει να ήταν. Όμως αυτά τα ήξερα ήδη. Αυτό που δεν είχα ξανακούσει ήταν πως η Λαβίνια πέθαινε και γι αυτό μεταμορφώθηκε. Μα πώς γινόταν να πέθαινε αφού μόλις πριν είχε πει πως ήταν πολύ υγιής;
«Λαβίνια, πώς μεταμορφώθηκες;» ρώτησα περίεργα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Αν δε σε πειράζει να μου πεις, φυσικά» συμπλήρωσα.
Η Λαβίνια έμεινε σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα. Φυσικά δεν είχα την απαίτηση να μου πει για τη ζωή της ή στην περίπτωση μας, για το θάνατό της, αλλά ήθελα τρελά να μάθω.
«Όχι, δε με πειράζει», είπε. «Υπήρχε ένας βρικόλακας, ο οποίος με παρακολουθούσε για κάποιον καιρό χωρίς όμως να φανερωθεί ποτέ. Με παρακολουθούσε συνεχώς και όταν ήμουν μέσα στο σπίτι και όταν ήμουν έξω. Δύο μέρες μετά την κηδεία του αδερφού μου λοιπόν, είχα βγει να κάνω μια βόλτα και να βγάλω από μέσα μου τη θλίψη. Δεν πρόσεχα καθόλου που πήγαινα ούτε και με ένοιαζε. Απλά ήθελα να φύγω και να ξεχάσω. Έτσι, χωρίς να το καταλάβω έφτασα σε μια περιοχή άγνωστη για μένα, πολύ ερημική και είχε ήδη βραδιάσει. Δεν έβλεπα στο σκοτάδι κι έτσι δεν πρόσεξα ότι υπήρχε ένα μεγάλο κενό στη γέφυρα που βρισκόμουν κι έπεσα στο ποτάμι που περνούσε από κάτω. Δεν ήταν πολύ βαθύ και θα μπορούσα εύκολα να βγω στην όχθη, αλλά χτύπησα το κεφάλι μου σε μια πέτρα και έχασα τις αισθήσεις μου. Αν δε ήταν ο βρικόλακας κοντά σίγουρα θα είχα πεθάνει τότε, αλλά με έσωσε».
«Και αυτός ο βρικόλακας τι απέγινε;» ρώτησα χαμηλόφωνα.
«Ο Γουίλιαμ τιμωρήθηκε που με μεταμόρφωσε χωρίς άδεια με το να στερηθεί την εκπαίδευση μου, να μην ξαναδημιουργήσει ποτέ άλλον και να κατέβει στην ιεραρχία», απάντησε εκείνη. «Αρχικά ήμασταν μαζί αλλά χωρίσαμε τριάντα χρόνια αργότερα. Και πέθανε πριν από έναν αιώνα περίπου, στην τελευταία μάχη μεταξύ των οίκων».
«Κι ο Άνταμ έπρεπε να σε εκπαιδεύσει, σωστά;» ρώτησα. «Και γι αυτό έπρεπε να αφήσει την Έμελιν».
«Ναι. Και στην αρχή, όταν δεν ήξερε ότι η Έμελιν ήταν άρρωστη, τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Αλλά μετά με μίσησε και σχεδόν ήθελε να με σκοτώσει. Αλλά τελικά, αφού τον στήριξα και τον βοήθησα να… να μην πεθάνει βασικά, δεθήκαμε περισσότερο σαν αδέρφια».
«Α, κατάλαβα…» είπα, σκεπτόμενη όλη την ιστορία της Λαβίνια.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Άνταμ μέσα στο δωμάτιο. Ήταν λιγότερο χλωμός απ’ το συνηθισμένο, άρα είχε βγει σίγουρα για αίμα.
«Τι κάνετε;» ρώτησε.
«Α, εδώ, έλεγα στην Άλις την ιστορία μου», είπε η Λαβίνια αδιάφορα.
«Ναι, και ήπια και τη βιταμίνη!» είπα πειρακτικά.
«Κατόρθωμα!» έκανε ο Άνταμ και γέλασε. «Και για πες μου Άλις, πώς νιώθεις;»
«Καλά είμαι», απάντησα. «Δεν ήμουν άρρωστη! Απλά κουρασμένη και με λίγο λιγότερο αίμα απ’ ότι συνήθως!»
«Το ξέρω», είπε. «Απλώς ήθελα να ξέρω. Λοιπόν, σε ξαναρωτάω, πώς είσαι;»
«Εντάξει», του είπα. «Νομίζω πως μπορώ να γυρίσω σπίτι μου και να πάω αύριο σχολείο».
«Σου είπα ότι αποκλείεται!» έκανε κατηγορηματικά. «Θα μείνεις μέχρι το Σάββατο εδώ και Κυριακή πρωί θα σε πάω σπίτι σου!»
«Καλά, καλά! Απλά βαριέμαι όλη τη μέρα κλεισμένη μέσα. Δε με αφήνεις να κάνω βήμα και δεν ξέρω αν θα αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση».
«Πρέπει, Άλις, σε παρακαλώ», είπε. «Είναι μόνο τρεις μέρες ακόμα! Δε θα πάθεις και τίποτα αν μείνεις λίγο μέσα!»
«Μα δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα! Θέλω να πάω έστω μια βόλτα, να δω λίγο κόσμο, να κάνω κάτι τέλος πάντων!»
«Καλά, εντάξει», έκανε μετά από λίγη σκέψη. «Θα πάμε κάπου σύντομα».
«Άντε να δούμε επιτέλους! Πού θα πάμε και πότε;»
«Θα ξεκινήσουμε κατά τις τρεις το πρωί. Το πού είναι έκπληξη!» είπε και με φίλησε.