Λοιπόν, ορίστε το επόμενο κεφάλαιο, και για κάποιον καιρό δε θα έχει άλλο γιατί φεύγω...
Ελπίζω να σας αρέσει!
25ο κεφάλαιο
Από τη στιγμή που ο Άνταμ μου είπε ότι θα πηγαίναμε κάπου και μάλιστα τόσο σύντομα καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Είχα σκεφτεί χίλια δυο μέρη που θα μπορούσε να θέλει να πάμε αλλά ό,τι και του έλεγα μου απαντούσε πως θα μάθαινα μόλις θα είχαμε φτάσει.
Στις δυόμισι η Λαβίνια μου έφερε το τζιν και τη μπλούζα μου για να αλλάξω από τη νυχτικιά που φορούσα. Προσπάθησα να πάρω περισσότερο χρόνο απ’ ότι συνήθως για να ετοιμαστώ, έτσι ώστε η αναμονή να μου φανεί λιγότερη.
«Ώρα να φύγουμε», είπε ο Άνταμ χαμογελαστά όταν είδε πως ήμουν έτοιμη. Ανεβήκαμε πάνω και μπήκαμε στο αυτοκίνητο της Λαβίνια.
«Ξέρεις να οδηγείς;» ρώτησα πριν ξεκινήσουμε.
«Φυσικά!» απάντησε αυτός και ξεκίνησε. «Έμαθα λίγο μετά που πρωτοκυκλοφόρησαν αυτοκίνητα!»
Παρατήρησα πως είχε κατευθυνθεί προς την εθνική και πήγαινε αρκετά γρήγορα.
«Θα μου πεις πού θα πάμε τελικά;» ξαναέκανα την προσπάθεια να μάθω, αν και ήξερα πολύ καλά ότι δε θα μου αποκάλυπτε τίποτα.
«Σε ένα μέρος που θα σου αρέσει!» είπε αινιγματικά ο Άνταμ και έσφιξε το χέρι μου.
Χαμογέλασα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Μου άρεσε τόσο πολύ ο δρόμος τη νύχτα και η γρήγορη οδήγηση του Άνταμ έκανε τα πράγματα ακόμη καλύτερα!
«Άνταμ, η Λαβίνια μου είπε ότι έχετε και ξόρκια», είπα μετά από λίγο. «Είναι αλήθεια;»
Ο Άνταμ με κοίταξε με λίγη έκπληξη. Μάλλον δεν περίμενε η Λαβίνια να μου αποκαλύψει για τη ζωή τους. «Φυσικά και είναι!» έκανε σαν να μου έλεγε κάτι που θα έπρεπε ήδη να γνωρίζω.
«Και τι είδους ξόρκια υπάρχουν;» ρώτησα.
«Υπάρχει ένα που σε κάνει αόρατο. Πάρα πολύ χρήσιμο ξόρκι και βασικό στην εκπαίδευσή μας. Μετά είναι ένα άλλο που είναι ασπίδα στην υποβολή, αλλά αυτό χρησιμοποιείται πολύ σπάνια. Επίσης υπάρχουν και διάφορα άλλα που έχουν να κάνουν με τα μενταγιόν και τα όπλα μας, αλλά γι αυτά το μόνο που ξέρω είναι ότι υπάρχουν».
«Υπάρχουν άλλα;» ρώτησα πάλι με ενδιαφέρον.
«Ε, ναι, υπάρχουν πολλά αλλά είναι πιο περίπλοκα. Για παράδειγμα είναι ένα για να πετάς που προσπαθώ να το μάθω τώρα, επίσης τηλεπάθεια, τηλεκίνηση και πολλά ακόμα… Και βέβαια υπάρχει και αυτό της μεταμόρφωσης που το μαθαίνεις την πρώτη φορά που σου δίνεται άδεια να δημιουργήσεις».
«Πολύ ενδιαφέροντα!» είπα γεμάτη ενθουσιασμό. «Θέλω τρελά να μάθω να τα χρησιμοποιώ!» Μόλις ξεστόμισα το τελευταίο κατάλαβα το λάθος μου. Πάλι θα προσπαθούσε να με πείσει να τον αφήσω να με μεταμορφώσει εκείνη τη στιγμή!
«Αυτό κανονίζεται πολύ εύκολα», έκανε ο Άνταμ προσποιούμενος τον αδιάφορο. Όχι που δε θα επανερχόταν στο θέμα με την πρώτη ευκαιρία! Εγώ βέβαια ήξερα πως εκείνη τη στιγμή περίμενε πώς και πώς να ακούσει ότι ήθελα να με μεταμορφώσει αμέσως.
«Θα περιμένω λίγο καιρό!» είπα στον ίδιο τόνο. Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω την έκφρασή του στο σκοτάδι, θα έπαιρνα όρκο ότι απογοητεύτηκε.
Ξαναγύρισα προς το παράθυρο και κάρφωσα το βλέμμα μου στο δρόμο.
«Συγγνώμη Άλις», είπε μετά από μερικά λεπτά.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησα απορημένη.
«Συγγνώμη που επιμένω τόσο πολύ», έκανε. «Απλά θέλω είμαι σίγουρος πως δε θα πάθεις κάτι και η μεταμόρφωση μου φαίνεται ο μόνος τρόπος».
«Δεν πειράζει» είπα με ειλικρίνεια. «Αλλά αφού στο είπα ότι μετά από τα γενέθλιά μου θα σε αφήσω να με μεταμορφώσεις. Έτσι κι αλλιώς από τότε που πρωτοδιάβασα βιβλίο με βρικόλακες ονειρευόμουν να γίνω κι εγώ. Απλά δεν πίστευα ότι υπήρχατε. Σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να ζήσω το παραμύθι, αλλά ποτέ μου δε φαντάστηκα ότι θα είχα την ευκαιρία».
Ο Άνταμ με κοίταξε με περιέργεια. «Δηλαδή μου λες ότι τόσον καιρό είχες ένα όνειρο και τώρα, που σου δίνεται η ευκαιρία να το πραγματοποιήσεις, θες να το καθυστερήσεις; Γιατί;»
«Δεν είναι ότι θέλω», απάντησα. «Απλά πέρασα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου με όνειρα και δεν έζησα την πραγματικότητα. Τώρα θέλω για λίγο καιρό να τη ζήσω και να εκτιμήσω όλα όσα μου δόθηκαν».
«Είσαι πολύ παράξενη!» έκανε πειρακτικά και γύρισε πάλι προς το δρόμο.
«Πότε φτάνουμε;» ρώτησα αν και δεν ήξερα καν που πηγαίναμε. Ήμασταν ήδη στο δρόμο εδώ και τρία τέταρτα αλλά δεν μπορούσα να πω ότι είχα κάποιο σημάδι για το πότε θα φτάναμε.
«Σε μισή ώρα περίπου», είπε αλλά δε μου έδωσε παραπάνω στοιχεία. «Είμαι σίγουρος πως θα ενθουσιαστείς πάντως!»
Τι θα μπορούσε να με κάνει να ενθουσιαστώ; Μήπως…
«Άνταμ, μήπως πάμε σε κάποιο μέρος που υπάρχουν πολλοί βρικόλακες;»
Ο Άνταμ γέλασε. «Φυσικά και όχι! Θα πάμε κάπου που δε θα είναι κανένας αυτή την ώρα και εποχή», είπε. «Κάνε υπομονή λίγο ακόμα και θα δεις!»
Αναστέναξα. «Καλά, θα κάνω», είπα παραιτημένα και ξανακοίταξα έξω από το παράθυρο μήπως δω κάποια αλλαγή που θα έδινε μια ένδειξη για το πού ήμασταν. Βέβαια, καθώς ήταν νύχτα, την αλλαγή θα την έβλεπα μονάχα αν ήταν κάτι πολύ έντονο, όπως για παράδειγμα να έχουμε βρεθεί ξαφνικά στην έρημο ή κάτι παρόμοιο.
Ξαφνικά, εκεί που νόμιζα ότι θα συνεχίζαμε για πάντα στην ευθεία, ο Άνταμ έστριψε σε μια έξοδο. Αυτό ήταν πολύ καλό σημάδι! Σήμαινε μάλλον ότι θα φτάναμε σύντομα.
Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε σε έναν σχετικά μεγάλο δρόμο, αλλά μετά από λίγο στρίψαμε πάλι σε έναν μικρότερο πιο επαρχιακό.
Μετά από περίπου ένα τέταρτο σταματήσαμε. Ήμασταν κοντά σε μια παραλία αλλά αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να πω.
Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και ο Άνταμ με κατεύθυνε πιο κοντά στη θάλασσα.
«Και τώρα;» ρώτησα.
«Τώρα θα περιμένουμε εδώ», είπε και καθίσαμε πάνω στις πέτρες.
«Θα περιμένουμε πολύ; Γιατί κάνει λίγο κρύο», είπα.
«Κρυώνεις;» με ρώτησε.
«Λίγο. Αλλά μπορώ να το αντέξω αν δεν είναι για πολλή ώρα».
Ο Άνταμ δεν περίμενε να ακούσει τίποτα άλλο. Σηκώθηκε και έτρεξε με απίστευτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Γύρισε σχεδόν αμέσως, κρατώντας μια κουβέρτα και με τύλιξε με αυτήν. Κάθισε ξανά δίπλα μου, με τράβηξε κοντά του και με φίλησε.
«Καλύτερα;» ρώτησε.
«Ναι, πολύ. Σ’ ευχαριστώ», είπα.
Μετά καθίσαμε αγκαλιασμένοι χωρίς να μιλάμε και περιμέναμε. Αλλά τι περιμέναμε; Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα.
Δεν μέτρησα το χρόνο που περάσαμε έτσι, αλλά μου φάνηκε να φεύγει πολύ γρήγορα. Όλες οι μαγικές στιγμές πάντα κρατάνε λίγο. Πρέπει όμως στην πραγματικότητα να πέρασε αρκετή ώρα γιατί σιγά σιγά ο ουρανός άρχισε να φωτίζεται, πράγμα που σήμαινε πως το ξημέρωμα ήταν κοντά.
«Κοίτα στη θάλασσα τώρα», είπε ο Άνταμ. Κοίταξα και είδα και τη θάλασσα να έχει φωτιστεί. Ο ήλιος άρχισε να φαίνεται, στην αρχή σαν μια αχνή χρυσή γραμμή στον ορίζοντα, και μετά όλο και πιο πολύ. Το νερό έπαιρνε χρυσαφιές αποχρώσεις, ενώ ο ουρανός είχε βαφτεί πορτοκαλής, ροζ και μοβ.
«Είναι πανέμορφο», ψιθύρισα.
«Το ήξερα ότι θα σου άρεσε!» είπε ο Άνταμ και με φίλησε.
«Δεν το είχα ξαναδεί αυτό!» είπα. «Είναι τόσο υπέροχο! Θα ήθελα να το βλέπω για πάντα!»
«Μπορούμε να το βλέπουμε μαζί για πάντα», απάντησε. «Κάθε ανατολή μπορεί να είναι δική μας!»
Καταλάβαινα πως μέσα από τα λόγια του εννοούσε ότι ήθελε να είμαστε μαζί για πάντα. Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή μου ακουγόταν τέλειο! Αλλά ήξερα πως όσο κι αν μου ακουγόταν καλό εκείνη τη στιγμή, σίγουρα κάποια στιγμή θα σταματούσαμε να θέλουμε να είμαστε μαζί για πάντα. Έτσι ήταν και το λογικό άλλωστε…
Αλλά μέχρι να φτάσει εκείνη η στιγμή αποφάσισα να μην τη σκέφτομαι και να επικεντρωθώ στο παρόν. Στο υπέροχο, σχεδόν ονειρικό παρόν.
«Σ’ αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο» είπε όταν πλέον ο ήλιος είχε ανατείλει ολόκληρος. Με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά και μετά με φίλησε πάλι, αυτή τη φορά σαν να έπαιρνε ζωή από μένα.
«Κι εγώ», του απάντησα και τον φίλησα με τον ίδιο τρόπο. «Σ’ ευχαριστώ που με έφερες εδώ!» είπα μετά.
«Ήθελα να σου δείξω κάτι όμορφο. Αλλά φυσικά αυτό δεν πλησιάζει καν τη δική σου ομορφιά, αγάπη μου».
«Μην υπερβάλεις! Υπάρχουν πολλά πράγματα και άνθρωποι που είναι πάρα πολύ πιο ωραία από μένα!» έκανα αδιάφορα.
«Έχω ζήσει πεντακόσια χρόνια κυριολεκτικά, και δεν έχω δει ποτέ μου κάτι που έστω να σε πλησιάζει», είπε εκείνος κοιτώντας με με αγάπη και τρυφερότητα.
«Δεν είναι παράξενο;» τον ρώτησα.
«Ποιο;»
«Το ότι εσύ, ένας βρικόλακας πεντακοσίων χρονών, είσαι με μένα, μια θνητή που δεν είναι ούτε δεκαοχτώ».
«Γιατί να είναι παράξενο αυτό;» ρώτησε. «Δε μοιάζω για πολύ μεγαλύτερός σου και, έτσι κι αλλιώς, τι σημασία έχει; Αυτό που μετράει είναι πώς νιώθω για σένα. Και σου εγγυώμαι ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου δεν έχω ξανανιώσει έτσι ποτέ!»
«Απλά ήθελα να πω ότι μου φαίνεται παράξενο πως μέσα στον τόσο κόσμο που έχεις δει, και βρικόλακες και θνητούς, διάλεξες εμένα», εξήγησα. Όχι ότι με πείραζε και πολύ δηλαδή…
«Δεν είναι παράξενο!» επέμεινε «Σου είπα ότι κανένας άλλος, ούτε καν η Έμελιν, δε με έκανε ποτέ να νιώσω όπως νιώθω όταν είμαι μαζί σου».
«Και πώς νιώθεις;» ρώτησα πάλι, μάλλον προσπαθώντας να βρω κάτι που δε θα μπορούσε να μου εξηγήσει γιατί δεν μπορεί να ίσχυε αυτό που έλεγε! Πώς θα μπορούσα εγώ, που στο κάτω κάτω δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από μια θνητή έφηβη, να τον κάνω να νιώθει τόσο διαφορετικά; Εντάξει, κι εμένα με έκανε να νιώθω τέλεια, αλλά εγώ ήμουν άνθρωπος. Για μένα αυτό ήταν το αναμενόμενο, το λογικό, αν και ήταν αλήθεια ότι κανένας από τους πρώην μου (όχι ότι είχα και καμιά τεράστια λίστα απ’ αυτούς) δε με είχε κάνει ποτέ να νιώσω τόσο καλά. Τώρα λοιπόν καταλάβαινα ότι τους άλλους δεν τους είχα αγαπήσει πραγματικά, και κατά πάσα πιθανότητα ούτε κι αυτοί εμένα. Ενώ με τον Άνταμ υπήρχε πραγματική αγάπη μεταξύ μας.
Ο Άνταμ με έβγαλε από τις σκέψεις μου, παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του. «Όπως ξέρεις», είπε, «η καρδιά μου δε χτυπάει. Αλλά όταν είμαι μαζί σου παίρνω όρκο ότι είναι έτοιμη να χτυπήσει πάλι, μετά από τόσους αιώνες! Νιώθω πως αν σε έχω δίπλα μου μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο!»
Χαμογέλασα με τα λόγια του και ήρθα πιο κοντά του. Δεν είχα τίποτα να πω. Αν τα ίδια πράγματα μου τα έλεγε κάποιος άλλος θα του είχα σπάσει τα μούτρα που τόλμησε να μου κάνει τέτοια πλάκα ή θα είχα πέσει και θα κυλιόμουν κάτω απ’ τα γέλια, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Αλλά εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Άνταμ με είχε πείσει για τα λόγια του, όχι με υποβολή, αλλά απλά με τον τρόπο που τα έλεγε, με τον τρόπο που με κοιτούσε καθώς μιλούσε. Δεν μπορούσα λοιπόν να τον αμφισβητήσω.
«Και, Άλις», συνέχισε, «αν σου συμβεί κάτι πριν προλάβω να σε μεταμορφώσω… Aν σε χάσω, τότε… θα πεθάνω κι εγώ».
«Δεν μπορείς να πεθάνεις», του είπα. «Είσαι αθάνατος».
«Δεν μπορώ να πεθάνω από φυσικά αίτια, αλλά κανένας δεν είπε ότι δεν μπορώ να βρω άλλον τρόπο. Κι έχω βάλει τη Λαβίνια να υποσχεθεί ότι αν κάτι τέτοιο σου συμβεί, θα με αφήσει να κάνω αυτό που κρίνω εγώ σωστό».
«Τα έχεις σχεδιάσει όλα, έτσι; Με τόσες προετοιμασίες που έχεις κάνει σχεδόν προκαλείς το σύμπαν να με σκοτώσει! Μην πάει χαμένος ο κόπος σου!» είπα ειρωνικά. «Γιατί το σκέφτεσαι πια τόσο πολύ το θέμα;»
«Απλά μετά την Έμελιν δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι. Και εσύ, απ’ ό,τι έχω δει, δεν είσαι ακριβώς το υπάκουο κοριτσάκι που κάνει ό,τι του λένε, για να είμαι σίγουρος ότι θα με ακούσεις και δε θα κάνεις καμιά βλακεία!»
«Τι να κάνω Άνταμ; Αυτή είμαι», είπα. «Αλλά αν είναι να σταματήσεις να μου μιλάς συνέχεια για το θάνατό μου, και το δικό σου μετά, τότε θα προσπαθήσω να μην κάνω πολλές βλακείες και θα είμαι υπέρ-προσεκτική!»
Ο Άνταμ το σκέφτηκε λίγο. «Εντάξει», είπε τελικά. Όχι που δε θα συμφωνούσε! «Είμαστε σύμφωνοι;»
Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να υποχωρήσω, κυρίως γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να προσέχω. Δεν πίστευα πως έκανα κάτι που έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή μου! Αλλά σίγουρα αν έκανα ότι πρόσεχα, ο Άνταμ θα σταματούσε να με πρήζει και τότε σίγουρα θα περνούσαμε πολύ καλύτερα!
Αναστέναξα. «Ναι, είμαστε. Δε θα κάνω βλακείες κι εσύ θα σταματήσεις να αγχώνεσαι για μένα!»
«Ναι, στο υπόσχομαι. Λοιπόν, πριν από το διάλλειμα, πού είχαμε μείνει;» ρώτησε.
«Εκεί που με φιλούσες!» απάντησα πονηρά και τον φίλησα πεταχτά. Εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε το ίδιο υπέροχα με πριν, κάνοντάς με να ξεχάσω όλα τα υπόλοιπα και να επικεντρωθώ σ’ αυτόν.
Μετά από λίγη ακόμα ώρα που κάτσαμε στην παραλία, ο Άνταμ έκρινε πως είχα κουραστεί αρκετά για μια μέρα και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Εγώ βέβαια ήθελα να κάτσουμε κι άλλο εκεί, αλλά δεν είπα τίποτα, μήπως αρχίσει πάλι τις ανησυχίες που μόλις μου είχε υποσχεθεί ότι θα τις έκοβε!
Έτσι γυρίσαμε πίσω στο σπίτι του.
Αφού με άφησε να αλλάξω, με διέταξε να πάω κατευθείαν να ξαπλώσω για να κοιμηθώ. Ο ίδιος ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου και με πήρε στην αγκαλιά του. Ένιωθα τόσο ωραία και χαλαρά, χωρίς καμία απολύτως ανησυχία που χωρίς τη θέλησή μου κοιμήθηκα πάλι. Και μάλλον δεδομένου ότι είχε ξημερώσει, ίσως και ο Άνταμ να κοιμήθηκε, αλλά δεν ήμουν σίγουρη γιατί μετά από τέσσερις ώρες που ξύπνησα πάλι τον βρήκα κι αυτόν ξύπνιο, να με κρατάει ακόμα κοντά του, να χαϊδεύει τα μαλλιά μου και να με κοιτάει, σαν να ήμουν κανένα αξιοθέατο! Εντάξει, δε λέω, μου άρεσε που με κοιτούσε τόσο γλυκά, αλλά δεν μπορούσα να μη σκεφτώ τη βλακεία μου!