Καλά λοιπόν... Ορίστε το επόμενο! Ελπίζω να σας αρέσει!
26ο κεφάλαιο
Όλη την υπόλοιπη μέρα καθώς και την επόμενη ασχοληθήκαμε με την εργασία στα Αγγλικά. Φυσικά εγώ είχα ξεχάσει τελείως ότι υπήρχε. Δυστυχώς όμως έπρεπε να γίνει κι αυτό, αν και το καλό ήταν ότι αφού δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε την τελειώσαμε και δε θα χρειαζόταν να ασχοληθούμε άλλο.
Την Κυριακή το μεσημέρι ο Άνταμ με πήγε στο σπίτι μου. Περίμενα ότι οι γονείς μου και η Λίζα θα αντιδρούσαν με φωνές και με παράπονα ως προς το που ήμουν όλες αυτές τις μέρες και γιατί δεν είχα πάει σχολείο. Όμως η μαμά μου, την οποία είδα πρώτη όταν μπήκα, με ρώτησα αν είχα περάσει καλά στη βόλτα με τις φίλες μου. Η Λίζα το μόνο που έκανε ήταν απλά να με χαιρετήσει και να συνεχίσει να μιλάει με την κολλητή της στο κινητό για το πώς χώρισε.
Κάθισα και διάβασα για την επόμενη μέρα ως αργά το βράδυ γιατί, όσο να ‘ναι, είχα αφήσει κάτι κενά που έλειπα μια βδομάδα.
Το επόμενο πρωί, στο σχολείο, το πρώτο άτομο που είδα ήταν φυσικά ο Άνταμ, ο οποίος φαινόταν να έχει στηθεί στην είσοδο και να με περιμένει. Μετά, στην αίθουσα των Γαλλικών, συνάντησα τη Έμιλι, η οποία είχε έρθει πιο νωρίς από εμένα και είχε ήδη κάτσει στο θρανίο.
«Πού στο καλό ήσουν όλες αυτές τις μέρες;» ρώτησε την ώρα που έμπαινε μέσα η καθηγήτρια, η οποία την κοίταξε αυστηρά και πήγε στην έδρα.
«Τι πού ήμουν;» έκανα έκπληκτη. Περίμενα ότι αφού οι γονείς μου και η αδερφή μου είχα ξεχάσει ότι έλειπα, το ίδιο θα ίσχυε και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
«Πού ήσουν από τη Δευτέρα και μετά και γιατί δεν απαντούσες στα μηνύματα και στα τηλέφωνα; Και για ποιο λόγο ακριβώς δε βγήκες μαζί μας;» είπε.
«Κάτι μου έτυχε», απάντησα, «και έπρεπε να φύγω εκτός πόλης για μερικές μέρες».
«Α, τέλεια! Τώρα με φώτισες! Δεν μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένη;»
«Ε, η… Η θεία μου ήταν στο νοσοκομείο, ο θείος έπρεπε να είναι μαζί της και δεν υπήρχε κανένας να προσέχει τα ξαδερφάκια μου. Έτσι έπρεπε για αυτές τις μέρες να πάω εγώ στο σπίτι και να τα φροντίζω. Αλλά είχα ξεχάσει το φορτιστή του κινητού και έμεινα από μπαταρία κι έτσι δεν μπορούσα να απαντήσω», είπα. Ευτυχώς, το ταλέντο στις δικαιολογίες το είχα εξασκήσει πάρα πολύ, αν και σχεδόν ποτέ δεν είχε χρειαστεί να πω τόσο χοντρό ψέμα σε φίλη μου.
«Καλά, και για ποιο λόγο έστειλαν εσένα; Δεν υποτίθεται ότι έχεις σχολείο και ότι στο τέλος του χρόνου έχουμε εξετάσεις;» ρώτησε πάλι.
«Ε, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να πάρουν άδεια τελευταία στιγμή», είπα αμέσως. «Και η Λίζα έπρεπε να είναι στις πρόβες για τη Χριστουγεννιάτικη παράσταση του σχολείου της. Ξέρεις, πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μιούζικαλ που θα κάνουν και τώρα που πλησιάζει ο καιρός για την παράσταση δεν μπορεί να χάνει πρόβες».
Η Έμιλι αναστέναξε. «Καλά και δεν μπορούσες να με πάρεις τηλέφωνο από εκεί;»
«Δεν το σκέφτηκα», έκανα, και για πρώτη φορά στη ζωή ευχήθηκα να μας κάνει παρατήρηση η καθηγήτρια για να σταματήσουμε ή τουλάχιστον να μου ζητήσει να πω καμιά άσκηση ή να σηκωθώ στον πίνακα να κλίνω κανένα ανώμαλο ρήμα.
Ευτυχώς , και εντελώς ανεξήγητα, η ευχή μου εισακούστηκε.
«Αλίς! Μπορείς να μας πεις την άσκηση δώδεκα;» είπε αυτή, φροντίζοντας να τονίσει κάθε λέξη με γαλλική προφορά.
Εγώ, παραπάνω από πρόθυμη, έκανα όπως μου είπε και μετά σταματήσαμε να μιλάμε για την απουσία μου με την Έμιλι και πιάσαμε τα κουτσομπολιά του σχολείου.
Όμως, αυτό που φοβόμουν περισσότερο από το να μην μπορέσω να βρω καλές δικαιολογίες για να καλύψω όλες τις απορίες της Έμιλι ήταν η ώρα των Μαθηματικών με τη Μέλανι. Από τη μία σκεφτόμουν να κάνω κοπάνα, αλλά από την άλλη πίστευα πως αν έκανα κοπάνα τότε θα ήταν φανερό πως ο Άνταμ δε μου είχε διαγράψει τη μνήμη του περιστατικού της προηγούμενης εβδομάδας. Έτσι, με πολύ φόβο, πήρα τελικά την απόφαση να μπω στο μάθημα και να κάνω σαν να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα. Η Μέλανι ήταν ήδη εκεί δυστυχώς, και καθόταν στο θρανίο μας με το βλέμμα κολλημένο μπροστά.
Καταπίνοντας όλο τον φόβο έβαλα μπροστά το υποκριτικό μου ταλέντο. «Γεια σου Μελ!» έκανα χαρούμενα.
«Άλις;» είπε εκείνη έκπληκτη, «Τι κάνεις;»
Από τον τόνο της μάλλον εννοούσε: «Τι κάνεις εδώ και γιατί μου μιλάς;», αλλά εγώ έκανα πως δεν κατάλαβα τίποτα και άρχισα να της αραδιάζω τα ψέματα για το πώς πέρασα μια ολόκληρη βδομάδα στο σπίτι της θείας μου να νταντεύω δύο μικρούς διαβόλους που δεν έκαναν ποτέ ό,τι τους έλεγες.
Η Μέλανι δεν έλεγε τίποτα. Απλά με κοίταξε περίεργα. Περίμενα πώς και πώς να μπει ο καθηγητής μέσα για να κάνουμε μάθημα και να μη χρειάζεται να μιλάω άλλο, αλλά αυτός δεν ερχόταν. Μετά από περίπου ένα τέταρτο αναμονής μπήκε μέσα ο διευθυντής.
«Καλημέρα παιδιά», είπε με πολύ σοβαρό τόνο. «Έχω να σας ανακοινώσω ότι σήμερα ο κύριος Μέισον δε θα μπορέσει να έρθει». Πάνω που ετοιμαζόμασταν να ζητωκραυγάσουμε αυτός συμπλήρωσε: «Γι αυτό το λόγο θα κάνετε μάθημα μαζί μου για σήμερα».
«Να πάρει!» έκανα μέσα απ’ τα δόντια μου.
Είχα ακούσει ότι ήταν πολύ αυστηρός μέσα στην τάξη, αλλά ως τώρα δεν είχα την ατυχία να το εξακριβώσω μόνη μου. Μετά όμως το ξανασκέφτηκα. Αφού ήταν αυστηρός αυτό σήμαινε ότι δε θα μας άφηνε να μιλάμε καθόλου, πράγμα που ήθελα. Προσποιήθηκα λοιπόν ότι πρόσεχα πολύ στο μάθημα και κρατούσα σημειώσεις, ενώ παράλληλα έριχνα και κλεφτές ματιές στη Μέλανι. Συνήθως την έβλεπα να είναι προσηλωμένη στο μάθημα. Μια φορά μόνο την είδα να με κοιτάει περίεργα, αλλά μόλις αντιλήφθηκε πως την κοιτούσα απέστρεψε το βλέμμα της.
Καθώς έβγαινα από την αίθουσα είδα πάλι τον Άνταμ έξω να με περιμένει. Προφανώς πίστευε πως η Μέλανι θα έκανε πάλι τα ίδια και φοβόταν για μένα. Μάλλον αυτό θα συνέχιζε ώσπου να μεταμορφωθώ.
«Δεν είπαμε ότι δε θα κάνεις επικίνδυνες βλακείες;» ρώτησε μόλις με είδε.
«Γιατί; Τι έκανα τώρα;» είπα λίγο εκνευρισμένα. Εντάξει, το μάθημα σίγουρα ήταν βλακεία άλλα σε καμία περίπτωση δεν ήταν επικίνδυνο. Δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να μου επιτεθεί η Μέλανι μες στην τάξη ή οπουδήποτε αλλού, ειδικά μετά τη δίκη της.
«Είπες ψέματα στη Μέλανι για το τι έκανες!»
«Και τι πρότεινες να πως δηλαδή; Έκανα ότι μου έχεις αλλάξει τη μνήμη του περιστατικού και αντί να θυμάμαι τη δίκη της θυμάμαι μερικές εφιαλτικές μέρες με δύο ξαδέρφια μου».
«Αν όμως ανακαλύψουν ότι λες ψέματα τότε θα έχεις πολλά προβλήματα», αντέταξε εκείνος.
«Αν μάθουν ότι δε μου διέγραψες τη μνήμη τότε εσύ θα έχεις προβλήματα!»
«Εγώ μπορώ να το αντιμετωπίσω! Εσύ δεν μπορείς!» έκανε καθώς προχωρούσαμε προς την αίθουσα της Κοινωνιολογίας.
«Πού το ξέρεις ότι δεν μπορώ;» είπα και με μια επιδεικτική κίνηση έβγαλα έξω μια λεπτή αλυσιδίτσα που φορούσα κάτω από τη μπλούζα μου. «Το βλέπεις αυτό;» ρώτησα. «Είναι πλατίνα. Μπορεί να μην είναι επεξεργασμένη με ξόρκια για να σκοτώνει, αλλά είμαι σίγουρη πως κάτι μπορεί να κάνει κι έτσι!»
Ο Άνταμ με κοίταξε με κατάπληξη. «Πού ξέρεις εσύ για αυτό;» ρώτησε.
«Μου το είπε η Λαβίνια! Τι νομίζεις; Ότι θα κάθομαι έτσι απροστάτευτη και θα περιμένω όλα να τα κάνεις εσύ; Ε, όχι! Αυτό δεν το έχω κάνει ποτέ μου και δεν πρόκειται να το κάνω τώρα!» φώναξα με πείσμα.
Ο Άνταμ έμεινε να με κοιτάει με έκπληξη και μετά, εντελώς ξαφνικά με αγκάλιασε. Όσο ξαφνικά με αγκάλιασε, τόσο ξαφνικά αποτραβήχτηκε από μένα με ένα επιφώνημα πόνου.
«Ωχ, συγγνώμη!» είπα και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Ξέχασα να την ξαναμαζέψω!» Με βιαστικές κινήσεις έβαλα πάλι την αλυσίδα κάτω απ’ τη μπλούζα μου.
Ο Άνταμ γέλασε και με αγκάλιασε. «Είσαι απίστευτη!» είπε.
Εγώ γέλασα με το σχόλιο. Μπορεί να με αγαπούσε πολύ αλλά με ήξερε λίγο. Αν με ήξερε καλά τότε θα το θεωρούσε αυτονόητο πως θα έκανα ό,τι μπορούσα για να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι βέβαια πως όταν ήμουν μαζί του ο ρομαντικός μου εαυτός είχε την τάση να βγαίνει και να επισκιάζει τα άλλα μου στοιχεία.
Με την άκρη του ματιού μου είδα την κύρια Όλιβερ να μπαίνει μέσα στην τάξη.
«Πρέπει να μπω μέσα» του είπα λυπημένα. «Τα λέμε την επόμενη ώρα!»
Μπήκα μέσα στην τάξη βιαστικά και κάθισα δίπλα στη Ζοζεφίν. Η καθηγήτρια δεν είπε τίποτα, απλά μου έριξε μια επιτιμητική ματιά.
Είπα την ίδια ιστορία με τη θεία μου στη Ζοζεφίν όταν με ρώτησε πού είχα χαθεί όλες αυτές τις μέρες. Ευτυχώς έδειξε να την πιστεύει και δε ρώτησε πολλά πράγματα.
Καθώς βγαίναμε από την τάξη για να πάμε στην επόμενη μου είπε: «Ξέρεις ότι και ο Άνταμ έλειπε τις ίδιες μέρες με σένα;»
«Σοβαρά μιλάς;» είπα κάνοντας ότι είχα εκπλαγεί από το νέο.
«Ναι! Και ξέρεις, πριν μου πεις ότι έλειπες για οικογενειακούς σκοπούς νόμιζα ότι ήσασταν μαζί και κάνατε… άλλα πράγματα τέλος πάντων. Και ο περίεργο είναι ότι ξαναήρθε σήμερα που ήρθες κι εσύ. Και αυτό μου φάνηκε πάρα πολύ περίεργο! Άσε που φάνηκε σαν να ήρθατε μαζί!»
«Απλά με είδε να έρχομαι και με περίμενε στην πύλη του σχολείου. Αυτό είναι όλο», είπα αδιάφορα.
«Α, καλά…» έκανε εκείνη και με άφησε για να πάει στην τάξη της. Πού να ήξερε πόσο κοντά στην πραγματικότητα είχε πέσει πριν
Πήγα στην αίθουσα των Αγγλικών και κάθισα δίπλα στον Άνταμ.
Η κυρία Σμιθ μπήκε σχεδόν αμέσως. Της είπαμε πως είχαμε τελειώσει την εργασία και ότι ήμασταν έτοιμοι να την παρουσιάσουμε.
«Μπράβο παιδιά!» είπε εκείνη. «Είστε η δεύτερη ομάδα που τελειώνει την εργασία. Πότε θέλετε να την παρουσιάσετε;»
«Όποτε κρίνεται εσείς ότι είναι καλύτερα», απάντησε ο Άνταμ με πολλή ευγένεια.
Η καθηγήτρια πήρε μια πολύ γελοία έκφραση που μάλλον θεωρούσε πως ήταν χαμόγελο και είπε: «Τι λέτε για αύριο; Σήμερα παρουσιάζει η ομάδα που τελείωσε από την προηγούμενη Παρασκευή».
«Αύριο λοιπόν!» έκανε ο Άνταμ και η κυρία Σμιθ έφυγε και κάθισε στην έδρα για να έχει καλύτερη θέα της ομάδας που παρουσίαζε.
Όταν επιτέλους τελείωσε η ώρα, πήγαμε για μεσημεριανό. Με το που κάθισα σχεδόν η Έμιλι με σήκωσε για να πάμε μαζί στην τουαλέτα.
«Τι έχεις να πεις για τη Μέλανι;» ρώτησε μόλις είχαμε πάει στις τουαλέτες και είχε ελέγξει ότι κανένας άλλος δε βρισκόταν εκεί.
«Τι θες να πεις;» ρώτησα. Δεν μπορεί να είχε μάθει ότι η Μέλανι ήταν βρικόλακας.
«Θέλω να πω ότι η συμπεριφορά της είναι πολύ παράξενη! Δεν μπορεί να μην το έχεις παρατηρήσει κι εσύ! Δηλαδή είναι συνέχεια, μα συνέχεια όμως με την Άναμπελ και την παρέα της και σε μας δε λέει ούτε “γεια”!» είπε η Έμιλι. Καθώς μιλούσε ακουγόταν όλο και πιο εκνευρισμένη.
«Ίσως απλά να βαρέθηκε να βρίσκεται στο περιθώριο χωρίς να έχει κάποιο “ελάττωμα” όπως εμείς», απάντησα με αδιάφορο τόνο. Βέβαια, αν δεν ήξερα τον πραγματικό λόγο που ήταν με τους άλλους αυτό δε θα με έπειθε ποτέ! Δεν ήταν λόγος αυτός να παρατήσει κάποιος τους φίλους του.
«Μα τι λες;» έκανε η Έμιλι αγανακτισμένα. «Η Μέλανι δε μας έλεγε ότι ήθελε να μείνει για πάντα φίλη μας; Δεν το είχε πει τόσες φορές;»
«Ναι…» είπα σκεφτικά. «Λες να φταίει το ότι τα έφτιαξε με τον Στέφαν;»
Η Έμιλι με κοίταξε με έκπληξη, σαν να της είχε μόλις έρθει επιφοίτηση. «Να δεις που αυτός είναι ο φταίχτης! Αυτός πρέπει να μην την αφήνει να έρθει σε μας και να τη απειλεί να τη χωρίσει! Και η Μελ που είναι ερωτευμένη μαζί του κάνει ό,τι της λέει χωρίς να διαφωνεί σε τίποτα!»
Προσπάθησα να μη δείξω την ανακούφισή μου. Ευτυχώς η Έμιλι είχε πειστεί με αυτό και δε θα χρειαζόταν να βρω κάτι άλλο για να τα καταφέρω να την πείσω. Ικανοποιημένη είπε να πάμε πίσω στο τραπέζι μας.
Μόλις καθίσαμε η Ζοζεφίν μας ανακοίνωσε πως για όλες τις διακοπές των Χριστουγέννων θα πήγαινε στη Γαλλία για να δει τη σχολή που της είχε δώσει υποτροφία για κλασικό τραγούδι μέσω του ωδείου και για να δει και τους συγγενής της.
«Παιδιά», είπε ο Τζέισον, «Κι εγώ με την Έμιλι θα πάμε στην Κορέα με τις οικογένειές μας για τα Χριστούγεννα».
Γύρισα και κοίταξα την Έμιλι. Εκείνη ένευσε θετικά. «Ναι!» είπε χαρούμενα. «Το κανονίζαμε από τις αρχές Οκτωβρίου αλλά είπαμε να μην πούμε τίποτα και το γρουσουζέψουμε».
«Χαίρομαι πολύ για σένα που επιτέλους θα πας στην Κορέα!» είπα προσπαθώντας να ακουστώ πιο χαρούμενη απ’ όσο ένιωθα. «Από τότε που σε ξέρω θυμάμαι πως ήθελες σαν τρελή να πας!»
«Ναι!» έκανε αυτή με την πιο χαζοχαρούμενη φωνή που θα μπορούσα να φανταστώ. «Δεν είναι τέλεια;»
«Όχι, δεν είναι καθόλου τέλεια», απάντησα από μέσα μου. Δεν ήθελα να φύγει για όλες τις διακοπές. Ήθελα να έχουμε πιο πολύ χρόνο για να βγούμε μαζί και να διασκεδάσουμε, όπως είχα φανταστεί ότι θα γινόταν.
«Ναι, φυσικά και είναι!» απάντησα. «Εγώ θα μείνω εδώ στις διακοπές».
«Κρίμα», είπαν η Ζοζεφίν και η Έμιλι μαζί.
«Κι εγώ θα μείνω εδώ», είπε ο Άνταμ κοιτώντας με. «Θα φύγω μόνο για τρεις μέρες, από τις εικοσιοκτώ μέχρι τις τριανταμία».
Τέλεια! Πάλι μόνη μου θα ήμουν! Αντί λοιπόν να περάσω τις τελευταίες μου διακοπές ως άνθρωπος με τους φίλους μου, όπως ονειρευόμουν, θα καθόμουν μόνη μου και θα κοιτούσα το ταβάνι! Τουλάχιστον όμως ήξερα πως αυτή η κατάσταση δε θα κρατούσε για πολύ, αφού ο Άνταμ θα έλειπε μόνο για τρεις μέρες και δε θα με άφηνε μόνη μου όταν θα ήταν εδώ. Κάτι ήταν κι αυτό…