Το ποιο
Ποιος είπε ότι θα υπάρχει επόμενο???
16ο κεφάλαιο
Όταν ξύπνησα το πρωί ήμουν αρκετά κουρασμένη. Δεν είχα και πολλή όρεξη να βγω έξω, όμως αφού το είχα υποσχεθεί στα κορίτσια θα πήγαινα μαζί τους. Και εκτός από αυτό ήθελα πάρα πολύ να πάρω μερικά καινούργια ρούχα και αξεσουάρ. Αυτό βέβαια έγινε με τη Ζοζεφίν και κυρίως την Έμιλι να δυσανασχετούν και να μου λένε πως η ζωή μου χρειαζόταν χρώμα. Φυσικά δεν συμμεριζόμουν την άποψή τους και δεν τους έδινα και πολύ σημασία καθώς έψαχνα να βρω κάτι ωραίο μαύρο μέσα σε πολλά ωραία μαύρα. Μετά που τελειώσαμε τα ψώνια πήγαμε να φάμε στην αγαπημένη μας πιτσαρία και καθίσαμε κι εκεί αρκετή ώρα συζητώντας για ασήμαντα θέματα.
Έτσι, όταν επέστρεψα στο σπίτι η ώρα είχε πάει πέντε και τέταρτο και οι γονείς μου με τη Λίζα είχαν ήδη φύγει, πράγμα που ήταν καλό γιατί ο πατέρας μου δε θα έβλεπε τα ρούχα που είχα πάρει. Βέβαια, ίσως να μην τον πείραζε και πολύ, γιατί μετά που ο Άνταμ με είχε φέρει πίσω από το νεκροταφείο εκείνο το βράδυ, τόσο ο πατέρας όσο και η μάνα μου είχαν μεταμορφωθεί στους τέλειους γονείς!
Το μόνο κακό του ότι γύρισα πιο αργά απ’ ότι σκόπευα ήταν ότι είχα λιγότερο χρόνο να ετοιμαστώ. Έτσι, πολύ βιαστικά έκανα ένα ντους και έπλυνα τα δόντια μου. Όμως όσο κι αν βιάστηκα δεν έγιναν τόσο γρήγορα όσο θα ήθελα με αποτέλεσμα να έχω μονάχα είκοσι λεπτά να ντυθώ και να ετοιμαστώ μέχρι να έρθει ο Άνταμ. Και φυσικά ήθελα να είμαι όσο πιο εμφανίσιμη μπορούσα. Για πρώτη φορά τη ζωή μου νοιαζόμουν για το τι θα σκεφτεί κάποιος για την εμφάνισή μου και για πρώτη φορά απλώς δεν ήξερα τι να βάλω και πώς να φτιάξω τα μαλλιά μου. Μετά από αρκετή, για τα δικά μου δεδομένα, σκέψη κατέληξα στο να φορέσω την αγαπημένη μου μπλούζα, μαύρου χρώματος, με ένα λαγουδάκι τυλιγμένο με γάζες και ένα μαύρο τζιν. Άφησα τα μαλλιά μου λυτά. Αν και μου έλεγαν πως μου πήγαιναν πιο πολύ πάνω ένιωθα πιο άνετα έτσι.
Πάνω στην ώρα που ετοιμάστηκα χτύπησε το κουδούνι. Κατέβηκα χαρούμενα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα.
«Γεια σου Άλις!» με χαιρέτησε ο Άνταμ. «Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι!» του απάντησα χαμογελώντας καθώς μπαίναμε μέσα. «Εσύ; Πώς πέρασες στο ταξιδάκι σου;»
Εκείνος χαμογέλασε. «Εντάξει ήταν… Αλλά δεν ήταν ταξίδι αναψυχής, είχα πάει για δουλειές».
Ήθελα να τον ρωτήσω τι δουλειές είχε αλλά δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτη κι έτσι δεν είπα τίποτα. Άλλαξα το θέμα καθώς τον οδηγούσα στο δωμάτιό μου, αν και βέβαια ήξερε το δρόμο.
«Από πού λες να αρχίσουμε με την εργασία;»
«Θα έλεγα να βρούμε ποιο κομμάτι θα δραματοποιήσουμε για την συμπαθεστάτη», απάντησε.
«Λες; Εγώ είχα σκεφτεί μήπως αρχίζαμε με το γράψιμο αλλά αυτό μου φαίνεται καλύτερη ιδέα»
«Ναι, θα το προτιμούσα. Είναι σίγουρα πιο ευχάριστο και δημιουργικό από το γράψιμο και θα ήθελα πάρα πολύ να δω το ταλέντο σου να ξεδιπλώνεται μπροστά μου», απάντησε χαμογελώντας.
Μου άρεσε τόσο πολύ ο τρόπος που μου έκανε το κομπλιμέντο. Κοκκίνισα, πράγμα ανήκουστο για μένα, και του χαμογέλασα κι εγώ. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Είχαμε μπει πια στο δωμάτιο μου κι εγώ έψαξα να βρω στη βιβλιοθήκη, το γραφείο μου και τα συρτάρια το βιβλίο. Ο Άνταμ, όσο έψαχνα, κοιτούσε τη συλλογή με τα βιβλία μου.
«Πολλά βρικολακίστικα», παρατήρησε, «και πολλά κλασικά! Διακρίνω κάπου στο βάθος μια διχασμένη προσωπικότητα;» με πείραξε.
Παράτησα το ψάξιμο και του απάντησα: «Μπα, δεν το νομίζω!» και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα με αλλαγμένη φωνή: «Ούτε κι εγώ!»
Εκείνος γέλασε και μου έδωσε το βιβλίο λέγοντας: «Αυτό ψάχνεις;»
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκα. «Ε, τώρα που το θυμήθηκα, μήπως θες κάτι να πιεις;» Είχα ξεχάσει τελείως την ευγένειά μου.
Ο Άνταμ αφού με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, μια διαδικασία που δεν κράτησε παρά μερικά δευτερόλεπτα, απάντησε πως ήταν εντάξει και δεν ήθελε κάτι και συνέχισε: «Ποια σκηνή θες να κάνουμε;»
«Μου αρέσει πάρα πολύ η σκηνή του θανάτου και εκεί που γνωρίζονται για πρώτη φορά» απάντησε σκεπτικά. «Αλλά βέβαια, ότι και να λέμε τώρα, μάλλον στο τέλος τη σκηνή του μπαλκονιού θα κάνουμε –τι πρωτότυπο- επειδή είναι η πιο γνωστή».
«Δίκιο έχεις σ’ αυτό», έκανε, «αλλά μπορούμε να δούμε πως θα μας βγουν οι σκηνές που πρότεινες. Κι εμένα αυτές μου αρέσουν περισσότερο…»
«Αλήθεια; Κοίτα να δεις!» είπα χαρούμενη. Ήταν ωραίο που μάθαινα ότι του άρεσαν πράγματα που άρεσαν και σε μένα.
«Ναι, αυτές μου αρέσουν περισσότερο γιατί είναι, κατά κάποιο τρόπο, οι πιο σημαντικές σ’ όλο το έργο».
«Από ποια να αρχίσουμε λοιπόν;» τον ρώτησα.
«Τι λες να αρχίσουμε από την αρχή;» πρότεινε. «Μου φαίνεται πιο λογικό πρώτα να δούμε τη γνωριμία»
«Ωραία λοιπόν, πάρε το βιβλίο, εσύ ξεκινάς» του είπα δίνοντάς του τα βιβλίο ενώ έπαιρνα θέση.
«Δεν το χρειάζομαι, τα ξέρω» είπε και ξεκίνησε: «Αν τ’ άγιο τούτο εικονοστάσι εγγίζω με μιαρό κι ανάξιο χέρι, η αμαρτία μου μικρή∙ τα χείλια μου, προσκυνητές σεμνοί είν’ εδώ να σβήσουν τ’ άγριο τ’ άγγιγμα με τρυφερό φιλί». Όση ώρα απάγγελε εγώ ήμουν κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα να είναι τόσο καλός, να μπορεί να χρωματίζει τη φωνή του με ακριβώς όσο συναίσθημα χρειαζόταν. Ήταν καλύτερος κι από επαγγελματία ηθοποιό.
«Άλις, εσύ λες…» με έβγαλε διστακτικά από τις σκέψεις μου.
«Τι; Α, ναι, δίκιο έχεις, συγγνώμη» έκανα βιαστικά. «Απλά χάθηκα λίγο, δεν περίμενα να απαγγέλεις τόσο ωραία και ξεχάστηκα… Μήπως θα μπορούσαμε να το ξαναπάμε από την αρχή;»
«Βέβαια!» απάντησε χαμογελώντας και ξανάρχισε.
Αυτή τη φορά είχα το μυαλό μου στο να μπω στο σωστό σημείο: «Προσκυνητή μου, αδικείς το χέρι σου πολύ που εφάνη θρήσκο με το κάμωμά το αυτό. Γιατί έχουν οι άγιοι χέρια που τ’ αγγίζουν οι πιστοί κι ασπάζονται το εικόνισμα με σεβασμό».
«Δεν έχουν χείλια οι άγιοι και οι προσκυνητές;» συνέχισε ο Άνταμ.
«Έχουν, προσκυνητή μου, για τις προσευχές».
«Αγία μου, άσε και τα χείλια να σε προσκυνήσουν, να μην απελπιστούν και κακοθανατίσουν».
Αυτή την ατάκα και τις επόμενες τις έβρισκα λίγο περίεργες και κάπως αστείες. Παράξενος τρόπος να την πέσει κάποιος σε μια κοπέλα και παράξενο που η κοπέλα ανταποκρίθηκε κατ’ αυτόν τρόπο. Βέβαια ίσως απλά να μου φαινόταν περίεργο επειδή δεν το είχα συνηθίσει. Ίσως εκείνη την εποχή να ήταν πιο συνηθισμένο. Κράτησα όμως την άποψη μου για τον εαυτό μου και συνέχισα: «Οι εικόνες δε σαλεύουν, όχι ή ναι δε λένε».
«Ε, μη σαλέψεις, οι πιστοί να πάρουν ό,τι θένε. Τα χείλη σου το κρίμα πήραν από μένα».
Εδώ ήταν το σημείο που ο Ρωμαίος φιλούσε για πρώτη φορά την Ιουλιέτα. Φυσικά, εγώ δεν περίμενα ο Άνταμ να με φιλήσει κι έτσι πήγα να πω την επόμενη ατάκα. Αντίθετα με τις προσδοκίες μου όμως, εκείνος με πλησίασε και πολύ διστακτικά έφερε τα χείλη του στα δικά μου. Τα έχασα εντελώς, όμως παρ’ όλα αυτά ανταποκρίθηκα.
«Τότε… τα χείλη μου είναι κριματισμένα» είπα λίγο πιο ξέπνοα απ’ ότι ήθελα. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό.
«Απ’ το δικό μου κρίμα; Ω, κρίμα μου γλυκό! Δωσ’ μου πίσω το κρίμα μου», απάγγειλε ο Άνταμ και με ξαναφίλησε. Αυτή τη φορά το περίμενα αλλά και πάλι η αίσθηση δεν ήταν λιγότερο παράξενη.
Όταν απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά μου τον κοίταξα περίεργα. Ήθελα να πιστεύω πως δεν το έκανε απλώς και μόνο λόγω του σεναρίου αλλά δεν ήθελα να ντροπιαστώ αν δεν είχε άλλο λόγο παρά τη ρεαλιστική αναπαράσταση. Θα περίμενα να πει κάτι πρώτος γι αυτό, αλλιώς θα το προσπερνούσα σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Αυτή η αναμονή δεν κράτησε παρά μερικά δευτερόλεπτα μέχρι ο που Άνταμ έσπασε τη σιωπή και κοιτώντας με στα μάτια είπε: «Σ’ αγαπώ Άλις»
Χωρίς να αφήσω το βλέμμα του εξέφρασα την πρώτη σκέψη που έκανα: «Πραγματικά το λες αυτό; Ή μου κάνεις πλάκα;»
«Αχ, δύσπιστη μικρή, φυσικά και το εννοώ!» απάντησε και με ξαναφίλησε. Αυτή τη φορά ήταν καλύτερα γιατί περιέργως δεν είχα πια αμφιβολία για τους λόγους του. Έτσι, επικεντρώθηκα σ’ εκείνον χωρίς να κάνω άλλες σκέψεις. Μέσα στα δευτερόλεπτα που διήρκεσε το φιλί του, ένιωσα τον κόσμο γύρω μου να γκρεμίζεται και να ξαναγεννιέται σε κάτι πιο όμορφο, κάτι ονειρικό και υπέροχο.
«Λοιπόν, με πιστεύεις τώρα;» ρώτησε με πειρακτικό τόνο αλλά ήμουν σίγουρη πως ήθελε ειλικρινή απάντηση στην ερώτησή του.
«Ναι…» αποκρίθηκα και μετά από μερικά δευτερόλεπτα δισταγμού πρόσθεσα: «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Άνταμ».
Εκείνος χαμογέλασε και με αγκάλιασε. «Χαίρομαι που το ακούω», είπε.
Ήθελα να απαντήσω «Εγώ να δεις» αλλά οι λέξεις δε μου έβγαιναν με τίποτα. Απλώς στεκόμουν εκεί αμίλητη και πολύ παραξενεμένη.
«Τι είναι, Άλις;» με ρώτησε ανήσυχος όταν είδε την έκφρασή μου. «Τι έχεις;»
«Δε… δεν έχω τίποτα. Απλά μου φαίνεται περίεργη η κατάσταση. Νιώθω σαν να εννοείς αυτά που λες…» απάντησα. Δεν ακριβώς αυτό που ένιωθα αλλά ήταν κοντά κι εξάλλου πίστευα πως οι σκέψεις και τα συναισθήματα που είχα εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε κανείς να εκφράσει ακριβώς με λόγια.
«Πάλι τα ίδια;» με πείραξε. «Αφού στο είπα ότι το εννοώ και πράγματι το εννοώ και το νιώθω. Όσο δεν εννοούσα ή ένιωθα ποτέ τίποτε άλλο».
«Δεν είναι ότι δε σε πιστεύω…» παραδέχτηκα καθώς με αγκάλιαζε πάλι. «Απλά είναι ότι ως τώρα ποτέ δεν πίστευα ότι μπορεί κάποιος να τα πει αυτά και να τα εννοεί. Για μένα είναι σαν να αλλάζουν τα πάντα τώρα. Σαν να με έβαλαν ξαφνικά σε έναν καινούργιο κόσμο που, αν και είναι υπέροχος, μου είναι επίσης και εντελώς άγνωστος. Αυτό είναι όλο».
«Νομίζω μπορώ να καταλάβω πως νιώθεις. Και για μένα είναι κάπως έτσι».
Κοίταξα τα πράσινα μάτια του και πράγματι, δεν είδα τίποτε παραπάνω από ειλικρίνεια και αγάπη, αγάπη για μένα. Κι έτσι ήξερα πως μου έλεγε την αλήθεια. Χαμογέλασα και έκανε κι εκείνος το ίδιο.
Καθίσαμε πάνω στο κρεβάτι κι εκείνος με τράβηξε κοντά του. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει διαφορετικά απ’ ότι συνήθως. Όχι πιο γρήγορα, αλλά μάλλον σαν να είχε βρει έναν καινούργιο τρόπο που το έκανε πιο εύκολο. Και με έκανε να νιώθω τέλεια!
«Μήπως να συνεχίζαμε με την εργασία;» είπα μετά από λίγη ώρα που περάσαμε εκεί αμίλητοι. «Δεν είναι ότι δε μου αρέσει έτσι όπως είμαστε τώρα αλλά ίσως πρέπει να κάνουμε και λίγη δουλεία», δικαιολογήθηκα.
«Ναι, δίκιο έχεις… Οπότε, θες να επαναλάβουμε τη σκηνή;» ρώτησε κοιτώντας με πονηρά.
«Ναι, κανένα πρόβλημα» συμφώνησα αμέσως και σηκωθήκαμε.
Φυσικά φτάσαμε πάλι στο σημείο του φιλιού. Αυτή τη φορά ήταν ακόμα καλύτερα γιατί δεν υπήρχε κανένας δισταγμός από κανέναν απ’ τους δυο μας. Ξέραμε ποια ήταν τα συναισθήματά μας σίγουρα κι έτσι ήταν πιο σταθερό και με μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ότι πριν. Όσο κράτησε ένιωθα σαν να πετούσα, σαν να έμπαινα σε έναν ονειρικό κόσμο μαζί με τον Άνταμ. Και ήθελα να κρατήσει για πάντα. Ήθελα να μείνουμε έτσι για μια αιωνιότητα, ως το σημείο που η ψυχή μου θα έβγαινα από τα χείλη μου και μην έχοντας πού αλλού να πάει θα την έπινε εκείνος. Ακουγόταν πολύ μακάβριο αλλά ήμουν σίγουρη πως θα ήταν η πιο γλυκιά αίσθηση. Όμως, δυστυχώς, όπως όλα τα πράγματα, δε θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα.
Όταν χωριστήκαμε ο Άνταμ μου είπε: «Θέλω να ξέρεις, Άλις, ότι σε αγαπώ, περισσότερο απ’ όσο έχω αγαπήσει οποιονδήποτε».
Τα λόγια του με συγκίνησαν. Ήταν ακριβώς ό,τι ήθελα να ακούσω και ό,τι πίστευα πως ποτέ δε θα άκουγα. Ή ακόμα κι αν τα άκουγα ποτέ δε θα τα πίστευα. Όμως τον Άνταμ δεν μπορούσα να τον αμφισβητήσω. Αν το έκανα θα ήταν σαν να αμφισβητούσα την ίδια του την ύπαρξη. Ήξερα με κάποιον ανεξήγητο τρόπο ότι μου έλεγε την αλήθεια.
«Κι εγώ εσένα» του απάντησα. Αν και το ήξερε ήδη ήθελα να το λέω συνέχεια. Μου άρεσε να το λέω, σαν παιδί που μαθαίνει μια λέξη, δύσκολη για τα δικά του δεδομένα, και θέλει να τη λέει γιατί του φαίνεται εξωτική και ωραία στο άκουσμα.
Χαμογέλασε, με φίλησε πάλι και μετά είπε δείχνοντας το βιβλίο: «Πάμε να πεθάνουμε;»
«Βεβαίως» απάντησα και ξάπλωσα βάζοντας τη γλώσσα έξω για πλάκα. Περίμενα να ξεκινήσει να απαγγέλει αλλά δεν το έκανε. Άνοιξα τα μάτια και τον έπιασα να με κοιτάει με ελαφρώς ονειροπαρμένο βλέμμα. «Τι είναι;» ρώτησα.
«Τίποτα, απλά μόλις συνειδητοποίησα ότι η σκηνή του θανάτου είναι μονόλογος βασικά. Και μέχρι να μιλήσει η Ιουλιέτα εμπλέκονται κι άλλα πρόσωπα…» απάντησε. «Άρα, δε γίνεται να τη δραματοποιήσουμε για την τάξη…»
«Δίκιο έχεις, αλλά δεν μπορούμε να τη δραματοποιήσουμε τώρα, για μας; Μου αρέσει τόσο πολύ όταν απαγγέλεις και αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου κομμάτι σε όλο το έργο…»
«Ω, εντάξει λοιπόν. Αφού το θες…» είπε κι εγώ ξαναέκανα την πεθαμένη.
Σαν να είχε μαντέψει ποιο σημείο ήθελα να ακούσω δεν ξεκίνησε από την αρχή. «Πολλές φορές ετοιμοθάνατοι φαιδρύνονται κι αυτό οι παραστεκάμενοι το λεν αναλαμπή πριν απ’ τον θάνατο. Ω, πώς τούτο να το ειπώ αναλαμπή; Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ω! Ο θάνατος που ρούφηξε το μέλι της πνοής σου δεν είχε καμιά δύναμη πάνω στην ομορφιά σου, δε σε κατέκτησε∙ της ομορφιά σου το έμβλημα, το κόκκινο, στα χείλη σου είναι ακόμα και στα μάγουλά σου. Η άχρωμη σημαία του θανάτου δεν έφτασε ως εκεί». Λέγοντάς τα αυτά ήρθε κοντά μου και χάιδεψε το πρόσωπό μου.
Μετά παρέλειψε το σημείο που αναφέρεται στον Τυβάλτο και συνέχισε: «Αχ, Ιουλιέτα μου ακριβή, πώς είσαι ακόμα τόσο ωραία! Να πιστέψω πως ο άσαρκος ο Χάρος είναι ερωτευμένος και σε κρατάει εδώ το τέρας το φριχτό μες στο σκοτάδι για να σ’ έχει ερωμένη του; Αυτό φοβάμαι και γι αυτό θα μείνω για πάντα μαζί σου εδώ και δε θα φύγω πια ποτέ από της μαύρης νύχτας το παλάτι: εδώ, εδώ θα μείνω με τα σκουλήκια τις καμαριέρες σου∙ εδώ θα βάλω το έχει μου όλο και για πάντα και τον ζυγό θα αποτινάξω απαίσιας μοίρα από τη σάρκα τούτη που βαρέθηκε τον κόσμο. Μάτια μου, ιδέτε για τελευταία φορά! Αγκαλιάστε, χέρια μου, τελευταία φορά! Και χείλια μου, σεις πόρτες της πνοής, με νόμιμο φιλί σφραγίστε ομόλογο χωρίς χρονολογία στο θάνατο τον μεγαλοπραματευτή».
Σταμάτησε, με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε. Όλη την ώρα που μιλούσε εγώ είχα χαθεί τελείως. Καλύτερα από ηθοποιό τα έλεγε. Η φωνή του ήταν γεμάτη με αγάπη, πόνο και πάθος σαν να ζούσε πραγματικά τη σκηνή. Σαν να ήμουν πραγματικά νεκρή. «Έλα, πικρέ οδηγέ μου, άνοστε αγωγιάτη!» απάγγειλε χωρίς να με αφήσει. «Πιλότε απελπισμένε, ριχ’ το μονομιάς να τσακιστεί στους βράχους το άρρωστο απ’ τη θάλασσα το αηδιασμένο πλοίο! Αυτό για σένα, αγάπη μου! Ω, τίμιε φαρμακέμορα! Τα γιατρικό σου είναι γοργό. Κι έτσι μ’ ένα φιλί πεθαίνω» είπε σαν όντως να πέθαινε, με φίλησε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Έμεινα για λίγο με κλειστά τα μάτια, με τη φωνή του Άνταμ ακόμα να αντηχεί, γλυκιά, μες στο μυαλό μου. Αυτός σηκώθηκε, με αγκάλιασε και με φίλησε. Άνοιξα τα μάτια μου και του χαμογέλασα αναστενάζοντας.
«Συγκινήθηκα» παραδέχτηκα. «Τα έλεγες τόσο ωραία, σαν να τα ένιωθες αληθινά».
«Μα, τα ένιωθα…» είπε μελαγχολικά.
«Δεν μπορεί! Αφού δεν έχω πεθάνει!»
«Όχι, αλλά σκεφτόμουν… Αν ήσουν όντως… νεκρή» πρόφερε τη λέξη με δυσκολία, σαν να τον πονούσε ακόμα και η σκέψη. «Αν ήσουν, θα ένιωθα έτσι και χειρότερα. Γι αυτό πιστεύω, αν σε χάσω θα… θα θέλω… να πεθάνω»
«Έλα τώρα! Μην είσαι τόσο μελοδραματικός», αποκρίθηκα πειρακτικά αν και τα λόγια του με είχαν αγγίξει. «Και μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να πεθάνω! Τουλάχιστον όχι όσο θα σε νοιάζει αν είμαι ζωντανή ή όχι»
Ο Άνταμ με αγκάλιασε και πάλι και συμφώνησε πως είχα δίκιο αν και μου φάνηκε πως δεν το εννοούσε πραγματικά και ότι ακόμα πίστευε όσα είχε πει πριν. Βέβαια, αν και μου άρεσε πολύ να διαβάζω τέτοιες ρομαντικές ιστορίες, πίστευα πως στην πραγματική ζωή ήταν εντελώς ανόητο να αυτοκτονήσει κανείς γι αυτό το λόγο. Αυτά γίνονταν παλιότερα και αν…
Έτσι κι αλλιώς, αυτές τις μέρες έχεις τόσα πράγματα να κάνεις, που πραγματικά, όχι μόνο δε σε παίρνει να αυτοκτονήσεις, αλλά ούτε καν να σκεφτείς αυτόν που χάθηκε για δεύτερη φορά. Έτσι είναι ο κόσμος. Με φρενήρης ρυθμούς και χωρίς χρόνο για τρυφερές σκέψεις και συναισθηματισμούς. Ίσως να μην ήταν ακόμα για μας που ήμασταν νέοι αλλά σίγουρα, κάποια στιγμή, που μάλλον θα ήταν αρκετά σύντομα, θα κατέληγε έτσι.