Κυρίες και κύριοι, μετά από χρόνια και καιρούς, σας παραδίνω το όγδοο κεφάλαιο
Κεφάλαιο 8ο
Προχωρούσα όσο πιο αθόρυβα γινόταν κατά μήκος των διαδρόμων, καταβάλλοντας προσπάθεια ώστε να μην φανώ ύποπτη και να μην κινήσω υποψίες προς το πρόσωπό μου ούτε στο ελάχιστο. Πάλι καλά που φορούσα ένα μακρύ παλτό που κάλυπτε την γεμάτη με αίματα μπλούζα μου. Το ''πνεύμα,'' αυτή η πρόσφατη ''κολλητή'' μου, όσο περπατούσα, μου περιέγραφε αναλυτικά την εγχείρησή μου όσο εγώ ήμουν αναίσθητη.
Όταν πλέον ένιωσα το στομάχι μου γίνεται κόμπος, της ζήτησα να σταματήσει τις περιγραφές και εκείνη ''άλλαξε τροπάρι:'' άρχισε να μου δίνει οδηγίες. Την ρωτούσα συνεχώς προς τα που πηγαίνουμε, αλλά εκείνη παρέμενε προσβλητικά φειδωλή στα λόγια της, πολλές φορές ακόμα και αρνούμενη να απαντήσει. Έσφιξα τα δόντια και φύλαξα τον θυμό μου για αργότερα.
Βρεθήκαμε μπροστά σε μια πόρτα που έγραφε ''Προσωπικό μόνο''
''Τι είναι αυτό το δωμάτιο;'' η νοερή μου ερώτηση.
''Το δωμάτιο που αλλάζουν οι νοσοκόμες'' απάντησε στωικά εκείνη.
''Και γιατί είμαστε εδώ; Δεν θυμάμαι να μου το είπες την πρώτη φορά, γι' αυτό σε ξαναρωτάω'' είπα εγώ, όσο πιο ειρωνικά μπορούσα. Εκείνη ρουθούνισε αποδοκιμαστικά.
''Θες να φύγεις από 'δω μέσα απαρατήρητη, ε;'' είπε, με πιο αυστηρή φωνή απ' όσο χρειαζόταν ''Η στολή που σου χρειάζεται για να το πετύχεις αυτό βρίσκεται εκεί μέσα'' Και συνέχισε, με όλο και πιο επιτακτικό τόνο ''Ντύσου και πάμε επιτέλους να φύγουμε από 'δω μέσα!''
Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Στην δεύτερη προσπάθεια, κόντεψα να ξεκολλήσω το χερούλι από το πόμολο της πόρτας. Το κοίταξα έκπληκτη, με μάτια γουρλωμένα.
''Μ' αρέσει που έλεγες πριν ότι πρέπει να είμαι διακριτική! Θα το πετύχω αυτό πως; Σπάζοντας πόρτες; Ο ορισμός της διακριτικότητας''
Εκείνη σύριξε μέσα από τα δόντια της να κάνω γρήγορα και να τ' αφήσω αυτά τα σχόλια κατά μέρους και αυτό ακριβώς έκανα. Όχι επειδή την φοβόμουν, απλώς επειδή δεν άντεχα να ακούω την γκρίνια της.
Ψάχνοντας μες στο δωμάτιο, βρήκα μια καθαρή, φρεσκοπλυμένη στολή μέσα σε μια διάφανη σακούλα, μαζί με ένα καπελάκι. Τα φόρεσα, τοποθετώντας παράλληλα τα κανονικά μου ρούχα σε μια άκρη, ελπίζοντας να μην βρεθούν. Βρήκα ένα τυχαίο ταμπελάκι πάνω σε ένα τραπεζάκι, το άρπαξα και το καρφίτσωσα στο πέτο. Έριξα μια ματιά στο όνομα.
''Μαίρη Σου;'' Παρέβλεψα για την ώρα την ειρωνεία της τύχης και βγήκα από το δωματιάκι, παίρνοντας κάθε τόσο βαθιές και βαριές ανάσες για να πάρω κουράγιο.
Περπατούσα κατά μήκος του διαδρόμου με σκυφτό το κεφάλι, ελπίζοντας να μην με φώναζε κανένας για τυχόν βοήθεια. Όπως το φαντάστηκα, πολλοί ασθενείς και νοσοκόμες ζήτησαν την βοήθειά μου και εγώ έλεγα σε όλους την ίδια δικαιολογία: ότι ο γιατρός Σμιθ με χρειαζόταν επειγόντως στο χειρουργείο. Ήμουν σίγουρη ότι ο εν λόγω γιατρός ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Είχα δει το όνομά του γραμμένο στην καρτέλα μου.
Καθώς έψαχνα τον Μπλέιζ, η ''συντρόφισσα'' μου με ενημέρωσε ότι ήταν στην καφετέρια και ότι είχε πάει για να πάρει έναν καφέ.
''Γιατί δεν μου το είπες εξ' αρχής αυτό;'' Είχα εκνευριστεί. Με έβαζε σε όλο αυτό τον κόπο, ενώ ήξερε εξ' αρχής που βρίσκονταν ο Μπλέιζ.
Εκείνη αρνήθηκε για άλλη μια φορά να μιλήσει και εγώ απλώς κατευθύνθηκα προς την καφετέρια, ευχόμενη να μην εκραγώ και αρχίσω να ουρλιάζω. Όχι τίποτα άλλο, αλλά, αν με έβρισκαν να μιλάω στον εαυτό μου, θα με κρατούσανε μέσα, μόνο που θα ήταν σε άλλη πτέρυγα. Την ψυχιατρική.
Τον βρήκα να περιμένει στην ουρά. Χωρίς δισταγμό, τον πλησίασα, τον τράβηξα από τον καρπό και τον έσυρα έξω από την ουρά.
''Ει!'' Αναφώνησε, τόσο από έκπληξη όσο και από εκνευρισμό. Το βλέμμα του στυλώθηκε στο πρόσωπό μου. Με αναγνώρισε αμέσως.
''Λούνα;'' Η έκπληξή του ήταν ακόμα μεγαλύτερη τώρα ''Συνήλθες!'' αναφώνησε γεμάτος χαρά εκείνος ''Αλλά γιατί είσαι ντυμένη έτσι;'' ψιθύρισε συνωμοτικά.
''Πρέπει να φύγουμε. Τώρα. Που είναι το αυτοκίνητό σου;'' Δεν ήθελα να είμαι τόσο απότομη, αλλά είχαμε χρόνο για χάσιμο.
''Στο γκαράζ. Πάω να το φέρω. Εσύ μείνε εδώ'' έκανε και εκείνος κάπως βιαστικά και έτρεξε προς την έξοδο. Εγώ ανέβηκα και πάλι προς τα πάνω, αυτή την φορά φροντίζοντας να μην με κοιτάξει κανείς για δεύτερη φορά, πήρα τα ρούχα μου, αφήνοντας την στολή και το καπελάκι πάνω στο τραπέζι και βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το νοσοκομείο. Ο Μπλέιζ με περίμενε ήδη στο αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ''έτοιμο'' για την φυγή μου. Με το που έκατσα στην θέση του συνοδηγού, πάτησε απότομα το γκάζι και βγήκαμε έξω από τον χώρο του νοσοκομείου.
Όταν πλέον βρισκόμασταν σε μια ασφαλή απόσταση, μπορούσα να εκπνεύσω ξανά. Τον είδα να με κοιτάζει χαζογελώντας και να λέει:
''Σοβαρά τώρα, Μαίρη Σου;'' Αυτόματα, έσκυψα και είδα ότι το ταμπελάκι με το όνομα αυτό ήταν καρφιτσωμένο στο πέτο μου. Κοκκίνισα.
''Απλώς οδήγα'' του είπα εγώ τάχα αυστηρά, πνίγοντας ένα χαμόγελο.
Το να φτάνεις στο σπίτι ύστερα από μια τέτοια περιπέτεια ήταν κάτι παραπάνω από ευλογία για εμένα. Προτού καν ανοίξει η πόρτα, είχα παρατήσει τις βαλίτσες και είχα ξαπλώσει στον καναπέ. Εξέπνευσα με δύναμη και είπα, με ένα ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη:
''Σπίτι μου, σπιτάκι μου'' Εκείνη την στιγμή, άκουσα μια γνώριμη φωνή να λέει γελώντας:
''Αν σε άκουγε κανείς, θα νόμιζε ότι έχεις λείψει από το σπίτι πάνω από μήνα'' Αναγνωρίζοντας αυτή την φωνή, πετάχτηκα από τον καναπέ και έπεσα με φόρα στην αγκαλιά της ''Σιγά, σιγά, θα με πνίξεις'' έκανε εκείνη, αν και δεν μπορούσε να το κρύψει πως η χαρά της ήταν όμοια με την δική μου.
''Πότε ήρθες;'' είπα εγώ, μη μπορώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου και συνέχισα, το ίδιο βιαστικά και τρεχάτα ''Αν είχε περάσει κανείς αυτά που πέρασα εγώ, θα του φαινόταν περισσότερο από ένας μήνας'' Αυτό έκανε την Σελέστ να σκυθρωπιάσει κάπως, παρόλο που προσπάθησε να μην το δείξει.
''Κάτι πήρε το αυτί μου στα νέα'' Κάτι στον τόνο της μου έλεγε πως δεν ήταν τόσο άνετη όσο φαινόταν στην αρχή και είχα δίκιο. Το βλέμμα της εστίασε επάνω μου και αυτή τη φορά ήταν επικριτικό, σοβαρό ''Ανησύχησα ξέρεις...''
''Δεν ήταν τίποτα...'' Βιάστηκα να το πω αυτό για να την καθησυχάσω, ωστόσο ο Μπλέιζ, προς έκπληξή μου, με διέκοψε προτού καν προλάβω να ολοκληρώσω.
''Ήταν δικό μου το λάθος'' Για μια στιγμή, θαρρούσα πως και οι δυο είχαν συνεννοηθεί για να μου κάνουν πλάκα, πως θα λέγανε κάτι για να αλαφρύνουν την ατμόσφαιρα, ωστόσο τίποτα στην έκφραση και των δυο δεν το μαρτυρούσε αυτό. Μιλούσαν σοβαρά ''Είχα δει το βλέμμα του. Θα έπρεπε να το καταλάβω ότι ήταν βαλτός, ότι κάποιος τον σαγήνευσε ώστε να πράξει όπως έπραξε'' Θαρρείς πως κρατιόταν για να μην ξεσπάσει ''Έπρεπε να το προλάβω. Έπρεπε να την προστατέψω''
''Παιδιά, σταματήστε!'' Δεν ένιωθα άνετα με όλο αυτό. Δεν ήθελα να κατηγορούν τον εαυτό τους για ό, τι μου συνέβη, να αισθάνονται συνεχώς υπεύθυνοι για την ασφάλειά μου. Δεν μπορούσα ούτε καν να σκεφτώ πόσο ασήκωτο θα ήταν το βάρος για εκείνους ''Είμαι καλά, κοιτάξτε με. Ήταν μια αναποδιά, αλλά στην τελική, όλα πήγαν καλ...''
''Όχι!'' Ο Μπλέιζ κοπάνησε το χέρι του στον τοίχο τόσο δυνατά που μια βαθιά ρωγμή δεν άργησε να φανεί ''Μην το κάνεις αυτό!''
''Ποιο;'' είπα με δισταγμό, σοκαρισμένη από την αντίδρασή του. Πρώτη φορά στον τόσο καιρό που ήμασταν μαζί τον έβλεπα τόσο θυμωμένο.
''Να προσποιείσαι πως όλα είναι καλά, ότι δεν συμβαίνει τίποτα, ότι η ζωή μας είναι απόλυτα φυσιολογική'' Κάτι στα λόγια του μου έλεγε ότι αυτά ήθελε από καιρό να τα πει, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο. Βρήκε, όμως, την πιο ακατάλληλη στιγμή ''Έχεις ένα πνεύμα μέσα σου που μπορεί να σε σκοτώσει ανά πάσα στιγμή. Αν δεν προλάβει να σε ξεκάνει εκείνο, μπορεί κάποιος βρικόλακας από το παρελθόν σου να ανακαλύψει ότι είσαι ακόμα ζωντανή και να σε βρει''
''Όλα αυτά ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας!'' Ήθελα να παραμείνω ψύχραιμη, αλλά, όσο τον άκουγα, τόσο φούντωνε και ο δικός μου θυμός μέσα μου ''Τα υποθετικά σενάρια στο μυαλό σου δεν δικαιολογούν αυτό το ξέσπασμα'' Ίσως να ήμουν άδικη. Σίγουρα, δεν έπρεπε να βιαστώ να μιλήσω, μα η κούραση και οι ανασφάλειες μου ήρθαν και με κατέπνιξαν.
''Ώστε έτσι;'' αντεπιτέθηκε εκείνος, σε έναν τόνο παρόμοιο με τον δικό μου ''Για έλα λίγο στην θέση μου, Λούνα: πως θα σου φαινόταν αν ήσουν εσύ υπεύθυνη για την προστασία μου και πάθαινα εγώ κάτι;''
Φαινομενικά, δεν υπήρχε λόγος να απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση: Θα ήμουν χάλια. Θα αισθανόμουν απαίσια. Θα κατηγορούσα τον εαυτό μου μια ζωή γι' αυτό. Παρόλα αυτά, από εγωισμό ίσως, φαίνεται να διάλεξα την πιο λάθος απάντηση που μπορούσα να διαλέξω εκείνη την στιγμή.
''Δεν είσαι υπεύθυνος για την ασφάλειά μου. Δεν είμαι η τόσο εύθραυστη κούκλα που νομίζεις'' Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και τήρησε μια αμυντική στάση.
''Αλήθεια;'' έκανε κοροϊδευτικά ''Από που το συμπεραίνεις αυτό;''
''Από το ότι ακόμα στέκομαι και αναπνέω μετά από αυτή την πτώση'' του πέταξα, κάπως ειρωνικά, στα μούτρα ''Χάρη σε αυτό το τέρας που ζει μέσα μου. Ένα τέρας παρόμοιο με εσένα''
Είδα την έκφρασή του να αλλάζει σε κάτι σκοτεινό, ένα μείγμα θυμού και πληγωμένης υπερηφάνειας. Κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι το είχα παρακάνει, ωστόσο δεν υπήρχε τρόπος να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Χωρίς να πει λέξη, άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε από το σπίτι σαν σίφουνας. Κατέρρευσα στον καναπέ και έκρυψα το πρόσωπό μου ανάμεσα στις χούφτες μου.
Η Σελέστ, της οποίας την παρουσία είχαμε ξεχάσει και οι δυο χάρη στον καβγά, έκατσε δίπλα μου και μου έτριψε παρηγορητικά την ράχη.
''Ξεφύγανε λιγάκι τα πράγματα, έτσι;'' Στο πρόσωπό της φαινόταν πως, ενώ από την μια θα ευχόταν να μην ήταν παρούσα στον καβγά, ήθελε να σταθεί στο πλευρό μου σαν φίλη, κάτι που εκτιμούσα βαθύτατα.
''Δεν καταλαβαίνεις'' Η φωνή μου βγήκε σιγανή, σαν ψίθυρος, υπόκωφη ακόμα και στα δικά μου αυτιά ''Πρώτη φορά τσακωνόμαστε έτσι'' Ήλπιζα να μου πει κάτι που θα με έπειθε για το αντίθετο, ωστόσο ήξερα πως δεν υπήρχε τίποτα ''Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι. Το παρατράβηξα''
Εκείνη με έσφιξε στην αγκαλιά της και μείναμε αγκαλιασμένες και ακίνητες για κάμποσα λεπτά, χωρίς να μιλάμε. Όταν είδε πως είχα ηρεμήσει κάπως, είπε, με έναν μυστηριώδη τόνο στην φωνή:
''Είναι περίεργο, αλλά σε τέτοιες στιγμές, υπάρχει πάντα κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα''
Δεδομένης της ψυχολογικής μου κατάστασης την δεδομένη στιγμή, δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε κάτι που θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα.
''Μπα; Και τι είναι αυτό;'' Το χαμόγελό της ήταν παιχνιδιάρικο, πονηρό.
''Ένα πάρτι''